Πρωτ. Δημήτριος Κατούνης
Ένα συγκλονιστικό περιστατικό ἀκούσαμε σήμερα στήν εὐαγγελική περικοπή. Ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου συναντιέται μέ τόν μισόκαλο διάβολο, πού κρύβεται πίσω ἀπό τό πρόσωπο ἑνός δυστυχοῦς δαιμονισμένου.
Ὁ διάβολος, καθώς ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τό Χριστό, συγκλονίζεται, συνταράσσεται καί φωνάζει μέ τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου: «τί ἐμοί καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή μέ βασα- νίσῃς».
Εἶναι εὔκολη ἡ κατανόηση αὐτῶν τῶν λέξεων στή γλώσσα τοῦ σήμερα. Εἶναι δύσκολη, ὅμως, ἡ κατανόηση τῶν νοημάτων πού κρύβονται πίσω ἀπό τίς λέξεις αὐτές. Τρία μεγάλα νοήματα κρύβονται πίσω ἀπό τό δαιμονικό λόγο, τά ὁποῖα καλό εἶναι νά τά προσέξουμε:
1) Μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ διαβόλου δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό.
2) Ὁ διάβολος μπροστά στήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ κάνει μία θεολογικώτατη ὁμολογία πίστεως καί
3) Ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τό διάβολο εἶναι πάντοτε ὀδυνηρή γιά τόν δεύτερο. «Τί ἐμοί καί σοί», λέγει ὁ διάβολος στόν Κύριο. Τί κοινό ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα; Μεγάλη ἀλήθεια λέγει ὁ διάβολος. Ἄν καί ἐφευρέτης τοῦ ψεύδους, σήμερα λέγει ἀλήθειες. Ἡ πρώτη μεγάλη ἀλήθεια εἶναι αὐτή ἀκριβῶς. Ἀνάμεσα στό Χριστό καί στό διάβολο δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό, ὅπως δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό.
Ὅπως δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκοτάδι. Ὅπως δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό ἀνάμεσα στήν ἀγάπη καί στό μίσος. Ὁ Χριστός μας ἀγαπάει καί σώζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ διάβολος μισεῖ θανάσιμα τόν ἄνθρωπο καί ζητάει «ὡς λέων ὠρυόμενος» νά τόν κατασπαράξει. Ὁ Χριστός ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, τοῦ δίνει χαρά καί ἐλευθερία. Ὁ διάβολος μολύνει τόν ἄνθρωπο, τοῦ δίνει ἀπέραντη θλίψη καί μοναξιά καί τόν σκλαβώνει στά ἀδυσώπητα δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν.
Παρόλο ὅμως πού καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ὁμολογεῖ πώς δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί στό Σωτήρα Χριστό, ἐν τούτοις ὑπάρχουν ἀκόμη καί σήμερα ἄνθρωποι, καί μάλι- στα πολλοί «χριστιανοί», πού πιστεύουν ὅτι μποροῦν νά συνδυάσουν τό Χριστό μέ τό Σατανά.
Ἔτσι, ὅταν ἀνακύψει ἕνα πρόβλημα στή ζωή τους, τρέχουν στό μάντη ἤ στή μάγισσα μέ τήν προσδοκία αὐτοί οἱ ἀπατεῶνες νά τούς λύ σουν τό πρόβλημα. Ἄλλοι πάλι, γιά νά ἔχουν καλή πορεία μέ τό αὐτοκίνητό τους, κρεμοῦν στό καθρεπτάκι ἕνα σταυρουδάκι ἤ μία εἰκονίτσα καί μαζί βάζουν καί ἕνα πέταλο ἤ ἕνα σκόρδο ἤ μία γαλάζια χάντρα.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί πάνω ἀπό τό νεογέννητο μωρό ἤ στό καινούριο κατάστημα ἤ στό νεόκτιστο σπίτι. Στοιχεῖα τῆς πίστεως καί σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νά τά συνδυάσουν μέ σύμβολα τοῦ διαβόλου καί μαγικές συνταγές καί ὁδηγίες.
Αὐτό ἀποτελεῖ μεγάλη ἀχαριστία στήν ἀγάπη καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀπόδειξη ἀπιστίας καί σοβαρή ἔνδειξη εἰδωλολατρείας. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τήν πί- στη καί τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί στρέφει τήν ἐλπίδα του στά ματόχαντρα καί στά σκόρδα, στά ἀστέρια καί στά ζώδια, καθώς καί σέ ἀμέτρητες ἀκόμη ἀνοησίες.
Αὐτό ὅμως εἶναι ἀντίφαση ἐν τοῖς ὅροις. Εἶναι ἕνα σχῆμα ὀξύμωρο καί ἀσυμβίβαστο μέ τίς ἀρχές καί τό ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν εἶναι δυνατόν ταυτόχρονα νά ἐμπιστευόμαστε καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ καί τίς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου. Δεύτερον, εἴπαμε ὅτι ὁ διάβολος κάνει μία θεολογικώ- τατη ὁμολογία πίστεως. Αὐτό ὅμως δέν τόν σώζει. «Ἰη- σοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου», φωνάζει στό Χριστό μέ πονηριά, ὅμως, καί ὄχι μέ ἀγάπη. Δηλώνει τήν πίστη του, ἀλλά δέν τήν ἀκολουθεῖ.
Ἔρχεται αὐθόρμητα στό μυαλό μας μία παρόμοια στάση πολλῶν ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι δηλώνουν πώς πιστεύουν στό Θεό, ἀλλά δέν ἀκολουθοῦν τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή δέ συμπαθοῦν τούς λειτουργούς της ἤ γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο λόγο.
Ἡ πίστη χωρίς τήν ἀνάλογη ζωή εἶναι νεκρή. Ἡ πίστη ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει. «Καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι», θά μᾶς πεῖ κάπου ἀλλοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό εἴδαμε ἐξάλλου σήμερα στήν εὐαγγελική περικοπή.
Ἄς μήν ἀρκούμαστε, λοιπόν, στή θεωρία. Ἄς μήν ἐγκλωβιζόμαστε στήν αὐτάρκεια μιᾶς πίστεως πού παραλάβαμε.
Ἄν δέν ζοῦμε μέ συνέπεια αὐτά πού πιστεύουμε, τότε ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη καί, βεβαίως, δέν μποροῦμε νά ἐλπίζουμε σέ καμία ἀπολύτως πνευματική προκοπή καί πρόοδο. Τρίτον, βλέπουμε πώς ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τό διάβολο εἶναι πάντοτε ὀδυνηρή γιά τόν δεύτερο. Βεβαίως δέν μπορεῖ νά γίνει καί διαφορετικά.
Ὁ διάβολος, ὅσο ἰσχυρός καί ἄν εἶναι, μπροστά στή δύναμη τοῦ Κυρίου γίνεται ἀδύ- ναμος καί γελοῖος. Αὐτό ἄς μᾶς δίνει θάρρος καί κουράγιο. Πολλές φορές λυγίζουμε κάτω ἀπό τό βάρος τῶν πειρασμῶν καί τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου. Νομίζουμε ὅτι δέν θά ἀντέξουμε.
Ὑποκύπτουμε ὄχι μόνο στήν πονηριά τοῦ μισόκαλου ἐχθροῦ μας, ἀλλά δυστυχῶς πολλές φορές στή μεγάλη παγί- δα πού ὑφαίνει γύρω μας καί πού εἶναι ἡ ἀπελπισία. Ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτημάτων πολλοί ἄνθρωποι λυγίζουν, ἀφοῦ πέσουν στή σατανική ἀπελπισία, καί στό τέλος καταλήγουν στήν κατάθλιψη. Τό παθαίνουν αὐτό, διότι ξεχνοῦν πώς ἡ πραγματική δύναμη βρίσκεται στό Χριστό καί ὄχι στό διά- βολο. Δυνατή εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀρετή. Ἡ κακία, τό μίσος, ἡ ἐκδικητικότητα εἶναι δείγματα ἀδυναμίας. Δυνατός εἶναι αὐτός πού συγχωρεῖ καί πού ἀγαπάει.
Κανένα λάθος μας δέν μπορεῖ νά μαυρίσει τήν ψυχή μας, ὅταν ξέρουμε πώς ὁ Χριστός εἶναι ἕτοιμος καί ἔχει τή θέληση καί τή δύναμη νά μᾶς τό συγχωρήσει, ὅσο μεγάλο καί ἄν εἶναι. Γι’ αὐτό ἡ καρδιά τοῦ χριστιανοῦ εἶναι γεμάτη χαρά καί φῶς. Μακάρι αὐτή ἡ χαρά καί τό φῶς νά εἶναι σύντροφοί μας γιά τό παρόν καί ἀναφαίρετη κληρονομιά γιά τήν αἰωνιότητα πού μᾶς περιμένει. Ἀμήν.