Ο μεγάλος Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στο Θεό, προβληματιζόταν τι να κάνει στην παρούσα ζωή, για να κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν
που ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του. Αποφάσισε λοιπόν ν΄ απαρνηθεί τα πάντα και να φύγει, φυσικά μακριά από φίλους, συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του τη μάνα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής.
Την απόφασή του την εμπιστεύθηκε μόνο στη μητέρα του.
- Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός να πάω κατά την Ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ΄ αυτόν το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό.
Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ΄ όσα πεθαίνουν οι γυναίκες (συνήθως, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους). Δεν πρόβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε τη μοναξιά της. Δεν είπε πώς είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες να χάνουν ένα γιο τόσο καλό ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. Δεν προσπάθησε να ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιου της πιο πολύ από το δικό της. Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε:
- Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε εκεί πού σε οδηγεί η κλήση του (Αγίου) Πνεύματος. Να, ο Θεός, που σ΄ Αυτόν μέσα ζούμε και σ΄ Αυτόν σε παραδίνω, θα στείλει τον άγγελό Του μπροστά σου (Εξ. 23:20), για να σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημά Το. Άμποτε να σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριό Του και να σε προστατέψει από την ουράνια Σιών (Ψαλμ. 19:3). Να σου φορέσει σαν θώρακα τη δικαιοσύνη και να σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας (Ησ. 59:17. Εφ. 6:14-17). Σαν ήλιος του μεσημεριού να λάμψει η αρετή στα έργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), πού χάρη σ΄ αυτά αγάπησες το Δεσπότη περισσότερο κι από γονείς κι από πατρίδα.
Ήταν εκείνη γνήσια μάνα ενός τέτοιου γιου. Και γι αυτό, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη φύση, δεν προσπάθησε να κάνει ή να πει τίποτε ανάξιό της.
Έπειτα, μετά την ευχή, ο γιος τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το γιο, ενώ βρέχονταν και οι δυο τους με θερμά δάκρυα. Και αφού καταφιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Η μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο γιος πήρε το δρόμο που ποθούσε.