Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας χῶρος, μέσα στὸν ὁποῖο τὰ «ἐκλεκτά του μέλη» ψάχνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν βρίσκουν καὶ δίνουν ντιρεκτίβες στοὺς ἄλλους!! Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀλήθεια.
Εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α'Τιμ. 3, 15). Καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὁμολογεῖ πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» (Σύμβολο τῆς Πίστεως).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιὰ γνώση τοῦ θελήματός Τουˑ καὶ γιὰ ἁγιασμὸ τοῦ κόσμου. Καὶ ἡ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, πράγματα οὐράνια, ἀποκαλύφθηκαν ἀκόμη καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, διὰ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. 3, 10). Αὐτὸ μᾶς λέει: Ὅλοι οἱ μυαλωμένοι, οἱ «γνωστικοί», ποὺ ποθοῦν γνώση καὶ βίωση τῆς ἀλήθειας, πρέπει νὰ κινοῦνται ὄχι αὐτόνομα. Αὐτὸ εἶναι, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀγώνισμά τους.
Οἱ πιὸ «γνωστικοὶ» (= μὲ τὴν πρωτοχριστιανικὴ καὶ μὲ τὴν λαϊκὴ ἔννοια τῆς λέξης) μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ μοναχοίˑ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ κάνουν πρόγραμμα ζωῆς νὰ βιώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρη.
Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀφιερωμένη στὸν Κύριοˑ μιὰ ἀφιέρωση ὁλοκληρωτική, πιὸ βαθιὰ ἀπὸ ὅ,τι τὴν βίωναν οἱ ναζιραῖοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
1. Ἡ ὁμολογία-ἀφετηρία γίνεται μὲ μιὰ ἐσωτερικὴ διεργασία ἔνδον, ἐν τῇ καρδίᾳˑ ἀλλὰ συντελεῖται ἔξω ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίαςˑ μὲ εἰδικὴ ἀκολουθίαˑ ὡς κατ'ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γίνεται ἡ ὁμολογία, ἡ ὑπόσχεση, ἡ ἀφιέρωση. Καὶ τὴν δέχεται ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τὸ θεσμικὸ ὄργανο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ὁ ἡγούμενος, ἀλλὰ ὁ λειτουργὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἱερέας.
Καὶ ἀρχίζει:
• Τί προσῆλθες, ἀδελφέ, προσπίπτων τῷ ἁγίῳ θυσαστηρίῳ (δηλαδή: στὸν Χριστό, ἀφοῦ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο εἶναι ὁ θρόνος Του) καὶ τῇ ἁγίᾳ συνοδείᾳ ταύτῃ.
• Ἑκουσίᾳ σου γνώμῃ προσέρχει τῷ Κυρίῳ; Ἔγινε ἡ σχετικὴ διεργασία μέσα σου; Πρόσεξε! Τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν τάζει νὰ γίνει μοναχὸς ὁ πατέρας τουˑ οὔτε ὁ κατὰ σάρκα, οὔτε ὁ κατὰ πνεῦμα.
• Θὰ παραμείνεις στὸ μοναστήρι (= τὸ συγκεκριμένο) καὶ στὴν μοναχικὴ ζωή, μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς; Ἡ ἀφιέρωση δὲν γίνεται μὲ προθεσμία. Ἅμα γίνει, δὲν ἀνακαλεῖται ΠΟΤΕ. Ὁ μοναχὸς δὲν δηλώνει ὑπακοή, κρατώντας τὸ δικαίωμα, νὰ τὴν ἀνακαλέσει, ἂν τὰ βρίσκει σκοῦρα!
• Φυλάττεις σεαυτὸν ἐν παρθενίᾳ;
• Σώζεις μέχρι θανάτου τὴν ὑπακοὴ στὸν προεστῶτα καὶ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα; Ποὺ σημαίνει: δὲν ἐπιτρέπεται σὲ μοναχὸ νὰ αὐθαδιάζει καὶ νὰ λέγει: «οὐ θέλω». Ἔχει χρέος πάντοτε νὰ ἀπαντᾶ σὲ ὅλα μὲ ἀγάπη, μὲ ταπείνωση, μὲ προθυμία.
Καὶ καταλήγει:
• Πρόσεξε, παιδί μου: Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι μιὰ πορεία πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ἀπαιτεῖ συνεχῆ πορεία πρὸς τὴν τελειότητα. Ἡ πορεία αὐτὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ἔξω. Καὶ προχωρεῖ στὰ ἔσω, ὅλο καὶ πιὸ βαθειά.
2. Ἂς τὴν ἀναλύσουμε λίγο.
Λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής:
Ὅποιος ἀφήνει πράξεις καὶ πράγματα (γυναῖκα καὶ χρήματα) γίνεται μοναχὸς κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωποˑ σωματικά. Μὰ αὐτὸ δὲν φθάνει: Χρειάζεται νὰ γίνει καὶ κατὰ τὸν ἔσω! Χρειάζεται νὰ ἀφήσει καὶ τὰ ἀνάλογα συναισθήματα καὶ τοὺς σχετικοὺς λογισμούς! Καὶ προσοχή: Κατὰ τὸν ἔξω ἄνθρωπο, εὔκολα γίνεται κανεὶς καλόγεροςˑ ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσει. Μὰ γιὰ νὰ κάμει τὸν ἔσω ἄνθρωπο μοναχὸ (= γιὰ νὰ γίνει μοναχὸς ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ καὶ καρδίᾳ), «οὐκ ὀλίγος ὁ ἀγὼν» (Περὶ ἀγάπης IV, ν', P.G. τ. 90, σελ. 1060 Α-Β).
Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ, διαβάζομε στὴν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς, πρέπει νὰ εἶναι ἀπάγαυσμα καὶ ἀντανάκλαση τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Πρέπει σ'αὐτὴν νὰ διαδεικνύεται ἡ πολιτεία τοῦ Κυρίουˑ νὰ γίνεται ὁλοφάνερηˑ νὰ μὴν ὑπάρχει περίπτωση νὰ φαντάζεται ὁ συναναστρεφόμενος μοναχό, πιθανότητα ὑπόκρισης, διπλοπροσωπίας κ.ο.κ. Ὁ μοναχός, λέγει ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής, πρέπει νὰ εἶναι ἕνα θυσιαστήριο τοῦ Κυρίουˑ ἕνα θυσιαστήριο, μέσα στὸ ὁποῖο φουντώνουν, καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσφέρονται καὶ ἀναπέμπονται στὸν πανύψιστο Θεὸ προσευχὲς καθαρές, λατρεία καθαρήˑ ἕνα θυσιαστήριο ποὺ μένει γιὰ πάντα ἅγιο καὶ ἀσάλευτοˑ ποὺ ποτὲ δὲν βεβηλώνεται (Ἐπιστ. Γ', 32 P.G. 79 σελ. 388 Α).
Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὴν Κλίμακα λέγει:
«Μοναχός ἐστι τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων ἐν σώματι» (Λόγος Α, 10)ˑ δηλαδή, ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι τάξη καὶ κατάσταση ἀγγελική.
3. Κορύφωση τῆς ἀφιέρωσης στὸν Χριστὸ εἶναι τὸ φρόνημα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς μιλάει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη καὶ τελειότατη ἀφιέρωση, ἡ σύνδεση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης μὲ τὴν χρεωστικὴ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Χριστό, γιὰ τὸ ὅτι ἐκένωσε ἑαυτὸν καὶ ἔλαβε σάρκα ἀνθρώπινη, γιὰ νὰ τὴν προσφέρει θυσία γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μὲ αὐτὴ τὴν σάρκα ἕτοιμη γιὰ θυσία ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε θυσία, ἱλαστήριο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Στὴν μοναχικὴ πολιτεία, «κατὰ μίμησιν», «διαδείκνυται», πρέπει νὰ «διαδεικνύεται ἡ τοῦ Κυρίου πολιτεία»ˑ νὰ καταλαβαίνει κανείς, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος, ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. 2, 6-11)ˑ ποὺ σημαίνειˑ ὅτι ἐταπεινώθη μέχρι τοῦ σημείου, ὄχι μόνο νὰ μὴ ζητάει τιμές, ἀλλὰ καὶ ὥστε νὰ δεχθεῖ νὰ γίνει «ὑπὲρ ἡμῶν κατάραˑ γέγραπται γὰρˑ ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου» (Γαλ. 3, 13).
Ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀγγελική, ζωὴ οὐράνια, ζωὴ ἀναστάσεως, γεμάτη ἀγάπη, γεμάτη ταπείνωση, γεμάτη φῶς.
1. Ὁ ἄνθρωπος ὁ χοϊκὸς ἔχει τὴν τάση καὶ τὸν πόθο νὰ κυνηγάει τὰ μεγαλεῖαˑ καὶ τὸ κάθε τὶ ποὺ προκαλεῖ ἡδονή! Μά, ὅπως λέγει ὁ χρυσορρήμων ἅγιος, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ἡδονὴ ἀπὸ τὸ νὰ πάει κανεὶς σὲ μοναστήρι, ἔστω καὶ ἂν εἶναι στὴν χειρότερη ἀκρούλα τοῦ κόσμου καὶ νὰ βλέπει ταπείνωση ἀληθινή, ἀγάπη ἀληθινή, ἐγκράτεια χριστομίμητη.
«Ἥδιον ἰδεῖν ἐρημίαν σκηνὰς ἔχουσαν μοναχῶν συνεχεῖς, ἢ (= παρὰ) στρατιώτας ἐν στρατοπέδῳ παραπετάσματα τείνοντας». (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, γ, P.G. τ. 58, 852).
2. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Οἱ κοσμικοὶ ἔχουν συζήτηση: Ποιός πῆρε ἀξίωμα. Ποιός ξέπεσε ἀπὸ ἀξίωμα. Ποιός πέθανε. Ποιός... Ἐνῶ οἱ μοναχοί, μιλᾶνε γιὰ τὸν παράδεισο σὰν νὰ ἦσαν ἐκεῖ πάνω! Οἱ κοσμικοὶ τὸν νοῦ τους τὸν ἔχουν στὴ γῆ! Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἀπαραίτηταˑ ἀλλὰ καὶ γιὰ πράγματα ἐντελῶς ἄχρηστα καὶ περιττά. Οἱ μοναχοί, αὐτὰ οὔτε ποὺ τὰ θυμοῦνται!
Κάνουν καὶ οἱ μοναχοὶ δουλειέςˑ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆνˑ ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ψόγο! Οἱ κοσμικοὶ τὸ ρίχνουν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὴν πλεονεξία! Καὶ ὄχι σὰν τὰ μυρμήγκια (= μὲ τὸν κόπο τους)ˑ ἀλλὰ σὰν τοὺς λύκους καὶ τὶς λεοπαρδάλεις! Καὶ ἀκόμη χειρότερα! Ναί, καὶ χειρότερα. Γιατὶ τὰ θηρία, θηρία τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ὅλοι ἴσοιˑ μὲ ἴσα δικαιώματα. Καὶ καταντᾶμε καὶ ἀπὸ τὰ θηρία χειρότεροι!
Οἱ μοναχοὶ μοιάζουν μὲ ἀγγέλους. Ξένοι καὶ περαστικοὶ στὸν κόσμο. Τίποτε δὲν κρατᾶνε ἀπὸ τὰ ἤθη τῶν κοσμικῶν! Οὔτε σὲ ροῦχο, οὔτε σὲ τροφή, οὔτε σὲ τόπο κατοικίας, οὔτε σὲ παπούτσια, οὔτε στὴ μιλιά τους!... Πρέπει νὰ ἀκούσει κανεὶς μοναχοὺς ἀληθινοὺς νὰ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, γιὰ νὰ καταλάβειˑ ὅτι ἐκεῖνοι, εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἐμεῖς, οὔτε τῆς γῆς... ἄξιοι! Καὶ τὴν γῆ τὴν μιαίνομε. Καὶ πρέπει μερικοὶ μεγαλόσχημοι, νὰ πάρουν τὰ ποδαράκια τους καὶ νὰ βρεθοῦν σὲ ἀληθινὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ καταλάβουν πόσο λάθος εἶναι ὁ τρόπος ποὺ σκέπτονται καὶ ἐνεργοῦν!... (Ἰω. Χρυσοστ. εἰς Ματθ. Ὁμ. 69, δ P.G. 58, 653-654).
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος: Μιλᾶμε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς μοναχούς. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ ἔργα τους καὶ μὲ τὸ φρόνημά τους (μὲ τὰ μυαλά τους), εἶναι οὐρανοπολῖτεςˑ ἰσάγγελοιˑ ἀρχάγγελοιˑ σεραφὶμ καὶ χερουβίμ. Καί, ὅταν ψάλλουν στὸ κελλάκι τους μόνοι τους, κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τοὺς καμαρώνουν! Χαρά τους τὸ ἔχουν νὰ ψάλλουν μαζί τους!...
Αὐτὴ εἶναι, αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι, ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ αὐτά, συμπληρώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὄχι γιὰ μομφή, ὄχι εἰς βάρος τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ γιὰ στήριξή τουςˑ καὶ γιὰ βοήθειά τους!
Μὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι οἱ μοναχοὶ «εἶναι»ˑ καὶ κάποιοι ἄλλοι «δὲν εἶναι»! Καὶ πολλοὶ ἄλλοι, εἶναι. Ὅλοι ὅσοι ἔχουν χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό, εἶναι. Καὶ μέγιστη, καθ'ὑπερβολήν, ὁδὸς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, ὅπως τὴν ζητάει ὁ Χριστός, ὑπέρκειται καὶ ὑπερῇρεν πάντας.
Καί, ἂν κανεὶς θελήσει, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ κάμει σύγκριση, νὰ ἀντιπαραβάλει τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἱδρῶτες καὶ τὸ ἔνθεο ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν μοναχῶν, μὲ «τὴν ἁπλὰ καλῶς διοικουμένη ἱερωσύνη», μὲ τὸ ἔργο ἑνὸς ἱερέα, ποὺ φροντίζει νὰ ἀνταποκρίνεται σωστὰ στὸ χρέος τῆς ἱερωσύνης, τότε βλέπει ὅτι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσά τους εἶναι τόση, ὅση ἀνάμεσα σὲ ἕνα βασιλιὰ καὶ σὲ ἕναν ἁπλὸ ἰδιώτη (Περί, Ἱερωσύνης ΣΤ, 5, P.G. τ. 48, σέλ. 682).
1. Ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι (Α'Κορ. 15, 23). Καθένας πρέπει νὰ κινεῖται, νὰ ζεῖ καὶ νὰ σκέπτεται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ τάγματός του. Π.χ. ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη ἐστήριζε μὲ τὴν προσευχή του. Μὰ ἦταν ἁπλὸς μοναχός. Καὶ ἔμενε ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι. Καὶ ἔκλινε μὲ ταπείνωση τὸ κεφάλι, ὄχι μόνο στὸν πατριάρχηˑ στὸν κάθε ἀρχιερέαˑ καὶ στὸν κάθε ἱερέαˑ ἀλλὰ καὶ στὸν κάθε ἀναγνώστη. Μὰ γιατί; Τί ἦσαν μπροστά του; Τίποτε; Ἴσως καὶ κάτι λιγότερο ἀπὸ «τίποτα»! Ὅμως, ὁ ἅγιος Ἀντώνιος δὲν ἔπαιρνε γιὰ κριτήριό του τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἀρετές του. Δὲν «ἐμέτρει» τὸν ἑαυτό του. Δὲν «ἔπαιρνε» ποτὲ μέτρο κρίσεως τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀρετές του. Καὶ πρεσβύτερος μποροῦσε τυχὸν νὰ εἶχε γίνει, καὶ ἐπίσκοποςˑ γιατί ὄχι! Μὰ δὲν ἐμέτρει τὸν ἑαυτό τουˑ καὶ δὲν ἔβγαινε ἔξω ἀπὸ τὸ τάγμα του.
2. Ὅταν ὁ μοναχὸς βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ ἴδιο τάγμα, ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα: ἀρχίζουν τὰ «πλήν»ˑ ἀρχίζει ἡ ζημία. Ἡ δική του ζημίαˑ καὶ τῆς Ἐκκλησίαςˑ ποὺ χωρὶς τὴν βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ μέλη της, φτωχαίνει.
Πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας καὶ στολίδι της εἶναι οἱ μοναχοί. Καὶ εἶναι κρῖμα νὰ ξεφτᾶνε. Ἡ μοναχικὴ ζωή, μὲ κέντρο της τὴν ἁγνότητα, πρέπει νὰ εἶναι ὁλοκάρδια ἔκφραση εὐγνωμοσύνης στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν θυσία Τουˑ πρέπει νὰ γίνεται εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ.
Ὅποιος ἔχει τέτοια ἀφιέρωση καὶ τέτοιους λογισμούς, εὑρίσκεται, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει, ὅτι ἔφθασεˑ ὅτι ἀνέβηκε ψηλά. Γιατί, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετο» (ἐ.ἄ.)ˑ γιατί, ἐὰν αἰσθανθεῖ αὐταρέσκεια γιὰ τὸ κατόρθωμά του, καὶ δεχθεῖ τὸν λογισμό του, τὰ ἔχασε ὅλα!...
Μὲ ἄλλα λόγια: ὅσο πιὸ πολὺ ὁ μοναχὸς μετράει ἑαυτόν, καὶ ἐξέρχεται ἔτσι ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἐπαγγέλματός του, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ μὴ διεκδίκηση πλεονεκτημάτων, τόσο χάνει, τόσο ξεπέφτειˑ ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ ἡ ἔξοδος γίνεται μόνον ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ του.
Τὸ μέτρημα γίνεται πάντοτε. Ἀπὸ τὸν καθέναˑ μὲ κριτήριο τὸν ἑαυτό τουˑ μὲ μέτρο τὶς ἐμπειρίες τουˑ καὶ μὲ φυσικὸ ἀποτέλεσμα, ὅτι ὁ ἐρωτῶν καὶ διερωτώμενος ὑποστέλλει τὴν σημαία τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώναˑ βρίσκει ἄλλοθι!...
Μέτρο σύγκρισης δὲν εἶναι ὁ κάποιος, ὁ ὅποιος ἄνθρωποςˑ ἔστω ὁ ἅγιος Μακάριος καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς λέγει, ὅτι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ εἶναι υἱοὶ τῆς ἀναστάσεως (Λουκ. 20, 36), πάντοτε ἀναστημένοι, πάντοτε ὄρθιοι! Ὁ λογισμὸς ποὺ ἐπιτρέπει σὲ μοναχὸ νὰ ὑποτιμάει τὸν ἀγώνα ἄλλου, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν δική του ἀβελτηρία, εἶναι δαιμονικός!...
Ἔλεγε ὁ ὅσιος ἀββᾶς Παφνούτιος: «εἰς ὃν ἂν τόπον ἀπέλθῃς, μὴ μετρῇς σεαυτόν». Εἴτε ἔχεις γύρω σου τὶς κορυφὲς ἁγιότητας, εἴτε τὰ ἀπύθμενα βάθη τῆς ἀπώλειας, «μὴ μετρῇς ἑαυτόν»!...
3. Πῶς ἀρχίζει τὸ ξέφτισμα;
Μᾶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (107 μ.Χ.): «Εἴ τις δύναται μένειν ἐν ἁγνείᾳ, εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, μενέτω» (Ἐπιστολὴ πρὸς Πολύκαρπον IV, 2 ΒΕΠ 2, 283, 38-39).
Ὕψιστη θεολογικὰ κατοχύρωση ἀφιέρωσης, εἶναι ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστό. Καὶ μάλιστα μὲ τὴν θυσία Τουˑ μὲ τὴν σάρκα Του, μὲ τὴν ὁποία ἐτελεσιουργήθη ἡ ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του. Ὅποιος συνειδητὰ μένει ἁγνός, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν πίστη του καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἐν Σιὼν μυστικὴ ἱερουργία Του, τόσο στὸ Δεῖπνο, ὅσο καὶ στὸν Γολγοθᾶ, αὐτὸς βρίσκεται στὴν κορυφὴ τῆς ἀφιέρωσης. Παρὰ ταῦτα, αὐτός, «ἐὰν καυχήσηται, ἀπώλετοˑ καί... ἔφθαρται» (ἐ.ἄ.)· τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτός, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ παύει νὰ ἔχει κάτι. Ἢ μᾶλλον, ἀπὸ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔχει ὄχι «σύν», ἀλλὰ «πλήν». Τὰ ἔχασε ὅλα! Αὐτοπεριφρουρεῖται, περιφρουρεῖ τὸν ἑαυτό του, μόνο ὅταν μένει «ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι»ˑ ὅταν ἔχει ταπείνωσηˑ ὅταν δὲν μετρεῖ ἑαυτόν.
Δίκαια λοιπὸν καὶ θεόσοφα λέγει ὁ Εὐάγριος: «Μακάριός ἐστι μοναχός, ὁ «πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος» (Λόγος περὶ προσευχῆς, κεφ. ρκα΄, P.G. 79, 1193C). Ὁ μοναχὸς μένει ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅταν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του «πάντων περίψημα» (Α΄ Κορ. 4, 13). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἀρχίζει νὰ ξεπέφτει, καὶ ὅσο πιὸ πολὺ μετράει τὸν ἑαυτό του, ἔστω στὸν ἔνδον λογισμό του, τόσο ξεπέφτει.
4. Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὸν μοναχό, ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄλλον χαρισματοῦχο.
Ἂς κάμουμε μιὰ τελευταία ἀναφορὰ σὲ κείμενα καὶ σὲ παραδείγματα ὁδηγητικά:
α. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ κάποιους μαθητὲς τουˑ καὶ σὰν νὰ ἀπαντάει στὸ ἐρώτημα «καὶ τί εἶναι αὐτοί», λέγει: «ἀδελφοὶ ἡμῶν, ἀπόστολοι ἐκκλησιῶν, δόξα Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 8, 23).
Τί ἦσαν γιὰ τὸν σύγχρονό τους κόσμο; Ἕνα τίποτε! Ἀνθρωπάκια! Τί ἦσαν γιὰ τὸν Θεό; Δόξα Χριστοῦ. Τί πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους; Τί ἄραγε νὰ ἔλεγαν αὐτοὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαζε στὸν ἑαυτό του μηδὲν (Α΄ Κορ. 13, 2ˑ 15, 9);
β. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος συνομιλώντας μὲ Ἕλληνες φιλοσόφους ἔλαβε χάρισμα γλωσσολαλιᾶς καὶ συνομιλοῦσε μαζί τους ἑλληνικά, ἐνῶ δὲν εἶχε ποτὲ μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα! Καβάλησε τὸ καλάμι; Φαντάσθηκε τὸν ἑαυτό του μεγάλο καὶ χαρισματοῦχο; Ὄχι.
γ. Οἱ ἅγιοι Νικόλαος, Σπυρίδων, Βησσαρίων, Νεκτάριος, ἔκαμαν θαύματα πολλά! Τάχα μεγάλωσαν; Τάχα ψήλωσαν; Τάχα ἔπαυσαν, στὸν λογισμό τους, νὰ εἶναι ἀνθρωπάκια; Ὄχι! Καὶ «ἐκτήσαντο τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλάˑ τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
δ. Οἱ ὅσιοι πατέρες Ἰσαάκιος, Συμεὼν ὁ Στυλίτης, Φαῦστος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀγωνίσθηκαν γενναία κατὰ αἱρέσεων καὶ κακοδιδασκαλιῶν. Ξέφυγαν γι'αὐτὸ ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἰδίου τάγματος; Ζήτησαν ἀπὸ ἀρχιερεῖς καὶ συνόδους νὰ εὐθυγραμμισθοῦν μαζί τους;
ε. Μοναχοὶ ἀξιώθηκαν καὶ χάριτι Χριστοῦ ἔλαβαν χάρισμα γλωσσολαλιᾶς, χάρισμα διορατικό, χάρισμα προορατικό, χάρισμα ἰαμάτων! Ἐπιτρέπεται, θὰ ἦταν γι'αὐτοὺς ἐπιτρεπτό, νὰ ἐφαντάζονταν ὅτι εἶχαν λάβει τὰ χαρίσματα αὐτὰ «ἰδίᾳ δυνάμει» (βλ. Πράξ. 3, 12); Ἔγιναν, ὑπῆρξαν, καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη, ποὺ δὲν θέλησαν οὔτε νὰ τὸ διανοηθοῦν;
στ. Μποροῦν οἱ ὅποιοι ἀρχιερεῖς νὰ καμαρώνουν γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου; Ἀντανακλοῦν καὶ σ'αὐτοὺς τὰ μεγαλουργήματα ἐκείνων, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ ἔχουν τὸν ἴδιο ἱερατικὸ βαθμό;
ζ. Δικαιοῦνται οἱ ὅποιοι μοναχοὶ νὰ σεμνύνονται γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Χριστοῦ συμμοναστῶν τους; Δικαιοῦνται νὰ κάνουν τοὺς κόπους ἐκείνων καύχημά τους γιὰ διεκδίκηση τιμῶν καὶ ὑπολήψεως; Ὄχι! Μοναχός ἐστιν ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν λογιζόμενος.
Ἰσχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν ἀρχιερέα, καὶ γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, καὶ τὸν πατριάρχη; -Πολὺ περισσότερο! Ὅσο πιὸ ψηλὰ στέκει κανείς, τόσο πιὸ πολὺ τοῦ χρειάζεται ἡ ταπείνωση. Ὁ Θεὸς «ἔθετο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α'Κορ. 12, 28). Προκαλοῦν αἴσθηση, ἐντυπωσιάζουν, καταπλήσσουν τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων καὶ τὰ γένη γλωσσῶν. Μὰ ἀπὸ τὰ ἀριθμούμενα χαρίσματα εἶναι τὰ τελευταῖα!...
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄμπελος τοῦ Χριστοῦˑ ἢ ἡ μάνδρα Του. Οἱ Χριστιανοί-μέλη της, εἴτε ἔχουν χαρίσματα, εἴτε ὄχι, εἴτε ἁμαρτωλοὶ εἶναι, εἴτε δίκαιοι, εἶναι κλήματα καὶ πρόβατα. Ὅσο μένουν ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι, ὅσο δὲν ζητοῦν περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔδωκε ὁ Χριστὸς στὸ τάγμα τους, ἐργάζονται θετικάˑ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τουςˑ καὶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦˑ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἀντιπαλότητες στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν προβλέπονται.
Ὁ παρεκβαίνων σφάλλει. Καὶ ὁ νοῶν νοείτω.