Ο Άγιος Μακάριος καταγόταν από τη σπουδαία οικογένεια των Νοταράδων. Πρόγονοί του υπήρξαν ο Νικόλαος (+1454) µέγας διερµηνέας του αυτοκράτορος Μανουήλ Β΄ του Παλαιολόγου (1391-1425), ο Λουκάς (+1453) µέγας δούκας του αυτοκράτορος
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (+1453) και συµµάρτυράς του, ο όσιος Γεράσιµος ο εν Κεφαλληνία (+1579), ο µοναχός Ѳεοφάνης Ιβηρίτης κατά κόσµον Ѳωµάς Ελεαβούλκος Νοταράς (16ος αι.), ο Δοσίθεος (+1707) Πατριάρχης Ιεροσολύµων, ο Χρύσανθος (+1731) Πατριάρχης Ιεροσολύµων, ο Γρηγόριος Μητροπολίτης Κορίνθου (+1792), ο Σπυρίδων προεστώς Κορινθίας (+1778) και τα τέκνα του Ιωάννης (+1826) ιατροφιλόσοφος και Φιλικός, Σωτήριος (+1844) δηµογέροντας Κορινθίας και Πανούτσος (+1849) λόγιος και νουνεχής πολιτικός της Πελοποννήσου. Ο πατέρας του Αγίου Γεωργαντάς Ν. Νοταράς (+1771), διακεκριµένος πρόκριτος της Κορινθίας, απέκτησε από τον γάµο του µέ τη νέα, µορφωµένη και ενάρετη Αναστασία πέντε υιούς και τέσσερεις θυγατέρες. Ο αδελφός του αγίου Νικόλαος τελείωσε τον βίο του µαρτυρικά (+1775) και η αδελφή του Ευφροσύνη εκάρη µοναχή.
Ο κατά κόσµον Μιχαήλ Γ. Νοταράς γεννήθηκε το 1731 στα Τρίκαλα της Κορινθίας. Διδάχθηκε τα πρώτα γράµµατα στο µοναστήρι της Παναγίας της ιδιαίτερης πατρίδος του από τον Κεφαλλήνα διδάσκαλο Ευστάθιο. Ως επιστάτης των κτηµάτων του πατέρα του απέτυχε, αφού µοίραζε και τα δικά του χρήµατα και δεν µπορούσε να συγκεντρώνει τις οφειλές των χρεωστών. Αλλά και η φυγή του προς τον µοναχισµό, στην ιστορική µονή του Μεγάλου Σπηλαίου, δεν επέτυχε, διότι ο πατέρας του δεν την επέτρεπε. Έτσι ο ενάρετος Μιχαήλ επέστρεπε στο σπίτι του και καταγινόταν µέ τη µελέτη των θείων γραφών. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου ανέλαβε ο ίδιος τη διδασκαλία των µαθητών της Κορίνθου επί εξαετία δωρεάν. Όταν το 1764 χήρευσε ο µητροπολιτικός θρόνος της Κορινθίας, όλος ο κλήρος και ο λαός της περιοχής ζήτησε τη δική του εκλογή και άνοδο. Έτσι και έγινε. Ѳεωρώντας την καθολική ψήφο ως κλήση Ѳεού, «έκλινεν εις τάς κοινάς δεήσεις και έστερξε να αναδειχθή το της Ιεραρχίας αξίωµα». Έλαβε και τους τρεις βαθµούς της ιερωσύνης και ονοµάσθηκε Μακάριος. Δεν εξέλαβε την αρχιερωσύνη ως εξουσία, άνεση και πλούτο, αλλά ως υψηλή διακονία, θυσία και προσφορά. Το αναµορφωτικό του έργο ήταν µεγάλο, µέ συχνά κηρύγµατα για µετάνοια στον διψασµένο και ακαλλιέργητο λαό, ίδρυση σχολείων, επιµόρφωση και αντικατάσταση του κλήρου. Ήθελε τους κληρικούς κατηρτισµένους, φωτισµένους, ευλογηµένους, ταπεινούς και αφιλοχρήµατους, όπως ήταν ο ίδιος. Πρόσεχε πολύ τις χειροτονίες του. Ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Την πλούσια και καρποφόρα δράση του ανέκοψε ο Ρωσοτουρκικός πόλεµος του 1770, κατά τον οποίο η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά. Στη Ζάκυνθο παρέµεινε ο άγιος επί τριετία διδάσκοντας τον λαό. Στη µονή του Γενεσίου της Ѳεοτόκου Ζούρβας Ύδρας έµεινε µελετώντας και ασκητεύοντας στις γύρω σπηλιές. Δεν µπόρεσε να επιστρέφει στην επαρχία του και να συνεχίσει το θεάρεστο και φιλάνθρωπο έργο. Τώρα πλέον θα υπογράφει· «ο από Κορίνθου Μακάριος». Στην Ύδρα ο Άγιος Μακάριος είχε µία σηµαντική συνάντηση µέ ένα νέο από τη Νάξο, τον Νικόλαο Καλλιβούρτζη. Πρόκειται για τον µετέπειτα φιλάδελφο συνεργάτη του άγιο Νικόδηµο τον Αγιορείτη. Ο Γέρων Ѳεόκλητος Διονυσιάτης γράφει σχετικά: «Η συνάντηση αυτή υπήρξεν αποφασιστική διά την µετέπειτα ζωήν του Νικολάου. Οι δύο άνδρες έδωκαν τον εν Χριστώ ασπασµόν και εχωρίσθησαν απ’ αλλήλων µέ την νοσταλγίαν της µελλούσης συνεργασίας». Επίσης στην Ύδρα συναντήθηκε µέ µία άλλη ασκητική προσωπικότητα. Ήταν «ο εξακουστός Σίλβεστρος ο ερηµίτης, ο και Καππαδόκης, µετά της συνοδίας του, µία µορφή κορυφαίας πνευµατικής ακτινοβολίας, παρά τους πόδας του οποίου εδιδάχθη τα της αγγελικής πολιτείας και αυτός ο Αγιορείτης Νικόδηµος». Από την Ύδρα µετέβη στη Χίο, και από εκεί στο Άγιον Όρος.
Το 1777 ο άγιος Μακάριος ήλθε στο Άγιον Όρος. Ο βιογράφος του αγίου Νικοδήµου ιεροµόναχος Ευθύµιος γράφει: «Εις δε τους 1777 ήλθεν ο άγιος Κορίνθου Μακάριος και µετά την προσκύνησιν των ιερών Μοναστηρίων ήλθεν εις Καρυαίς και εφιλοξενήθη εις τον «Άγιον Αντώνιον» από έναν συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ». Το Κελλί του Αγίου Αντωνίου, κοντά στις Καρυές, ανήκε στη µονή Βατοπαιδίου. Το είχε ανεγείρει, όπως είδαµε, ο άγιος Αθανάσιος ο Γ΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (+1654), εκεί όπου σήµερα είναι η σκήτη του Αγίου Ανδρέου. Στο ιερό αυτό Βατοπαιδινό Κελλί πραγµατοποιήθηκε µία δεύτερη πολύ σηµαντική συνάντηση δύο αγίων· του αγίου Μακαρίου και του από διετίας καρέντος µοναχού στην ιερά µονή Διονυσίου αγίου Νικοδήµου. Ο βιογράφος του δευτέρου Ευθύµιος σηµειώνει: «Και όντας αυτού έκραξε και τον Νικόδηµον και τον επαρακάλεσεν να θεωρήση την «Φιλοκαλίαν». Και µέ τούτον τον τρόπον άρχισεν ο ευλογηµένος». Η συνάντηση αυτή είναι πράγµατι ιστορική. Γράφει ο Γέρων Ѳεόκλητος Διονυσιάτης: «Η ηµέρα αυτή αποτελεί την απαρχήν, καθ’ ήν κατεβάλλετο το θεµέλιον της τεράστιας συγγραφικής οικοδοµής. Ησπάσαντο αλλήλους εν αγάπη οι Πνευµατοφόροι ούτοι άνδρες, ευφρανθέντες τώ πνεύµατι εκ της δευτέρας αυτών επικοινωνίας. Ο Άγιος Μακάριος ήτο τότε 47 ετών, ο δε Άγιος Νικόδηµος 28. Η µεγάλη αυτών φιλία, παρά την διαφοράν της ηλικίας, διά τον προσεκτικόν ιστορικόν του βίου του Αγίου Νικοδήμου ενέχει µεγάλη σηµασίαν, όταν µάλιστα ληφθή υπ’ όψιν, ότι ο Άγιος Μακάριος, εστραµµένος ακορέστως προς τα θεία, ουδέποτε θα εξέλεγε κοινωνόν των εαυτού πόθων και της αγάπης µή όµοιον αυτώ. Εκτός τούτου ο Άγιος Μακάριος ήτο και µέγας ασκητής, ών εις θέσιν να εκτιµά τους αξίους ασκητάς, ανθρώπους μεθ’ ών θα ηδύνατο να συνεννοήται και συνεργάζηται. Εις το Κελλίον τούτο παρέµειναν µακρόν διάστηµα συνοµιλούντες επί των προβληµάτων, άτινα απησχόλουν αυτούς και περί της απαιτουµένης φροντίδος, όπως προβούν το ταχύτερον εις εκδόσεις βιβλίων χάριν του πληρώµατος της Εκκλησίας και του Έθνους. Ο Άγιος Μακάριος µετ’ ολίγας ηµέρας, παρέδωκε τώ Αγίω Νικοδήµω την «Φιλοκαλίαν» χειρόγραφον, όπως την αποκαθάρη εκ των σφαλµάτων, ετοιµάση πρόλογον και τους συνοπτικούς βίους των εν αυτή αγίων συγγραφέων. Ωσαύτως ανέθηκε την επιδιόρθωσιν του «Ευεργετινού», όντος χειρογράφου, και το «Περί συνεχούς Ѳείας Μεταλήψεως»πονηµάτιον». Τα χειρόγραφα της περίφηµης Φιλοκαλίας που είχε συνθέσει ο άγιος Μακάριος, τα είχε αντιγράψει από τις πλούσιες αγιορειτικές βιβλιοθήκες, και ιδιαίτερα της ιεράς µονής Βατοπαιδίου, όπως αναφέρει σε µιά αξιόλογη επιστολή του ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (+1794) προς τον Βούλγαρο µοναχό Ѳεοδόσιο: Ο Μακάριος «ελθών εις το Άγιον Όρος του Αθω και µετ’ ανεκτιµήτου ζήλου και επιµελείας ερευνήσας απάσας τάς βιβλιοθήκας των µεγάλων ιερών µοναστηρίων, εύρε τοιαύτα πατερικά βιβλία, οία µέχρι τότε δεν είχεν αποκτήσει. Προ πάντων όµως εις την βιβλιοθήκην της ενδόξου και µεγάλης µονής του Βατοπεδίου ανεκάλυψε θησαυρόν, ήτοι βιβλίον περί ενώσεως του νοός µετά του Ѳεού, συλλεχθέν εις αρχαίους χρόνους υπό µεγάλων ζηλωτών εκ πάντων των αγίων, και έτερα περί προσευχής, τα οποία ηµείς µέχρι σήµερον αγνοούµεν. Ταύτα διά πολλών εξόδων αντέγραψεν εντός ολίγων ετών, τα ανέγνωσε δε επιµελώς ο ίδιος εκ του πρωτοτύπου και εγκύρως τα διώρθωσε, θέσας δε εν αρχή του βιβλίου εκάστου αγίου συγγραφέως και τον βίον αυτού εξήλθεν εξ Αγίου Όρους µετ’ αφάτου χαράς, ωσάν να απέκτησεν ουράνιον θησαυρόν επί της γής. Ελθών δε εις Σµύρνην, διά πολλών δε εξόδων συλλεχθέντων εκ της ελεηµοσύνης των χριστιανών απέστειλεν εις την Βενετίαν, ίνα εκδοθούν διά του τύπου τριάκοντα εξ πατερικά βιβλία». Έτσι φαίνεται πως ο άγιος Μακάριος σύνθεσε τον κύριο κορµό του σπουδαίου έργου της Φιλοκαλίας από κώδικες της ιεράς µονής Βατοπαιδίου του 12ου, 13ου και 14ου αιώνος. Ο καθηγητής κ. Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος δίκαια εκτιµά πως ο Βατοπαιδινός Κώδικας 605 του 13ου αιώνος «αποτελεί τον πυρήνα της Φιλοκαλίας του Μακαρίου», που περιλαµβάνει νηπτικοασκητικά κείµενα, από τα οποία επέλεξε τα κατά τη γνώµη του καλλίτερα. Η έκδοση της Φιλοκαλίας το 1782 αποτέλεσε σταθµό στην ορθόδοξη πνευµατική ζωή και χαρακτήρισε εύστοχα µία εποχή Γενάρχης, πατέρας και οδηγός του φιλοκαλισµού υπήρξε ο ταπεινός και αφανής επίσκοπος Μακάριος, ο υποµονετικός µελετητής, και αντιγραφέας χειρογράφων, ο προσευχόµενος ασκητής και φωτισµένος διδάσκαλος του δούλου Γένους.
Η σχέση του αγίου Μακαρίου µέ τη µονή Βατοπαιδίου καλλιεργήθηκε και µέσω της σχολής της, της παρακείµενης Αθωνιάδος Ακαδηµίας, της οποίας ο άγιος υπήρξε πνευµατικός πατέρας και οδηγός. «Η συµβολή του αγίου Μακαρίου µέ τη λάµπουσα αγιότητά του και οι πνευµατικές προσπάθειές του υπέρ της Σχολής είναι καταφανής. Οι µαθητές ανέρχονται πνευµατικές ανόδους, η τακτική εξοµολόγησις, η των Αχράντων Μυστηρίων Θεία Κοινωνία, η µελέτη των πατερικών κειµένων και γενικώς τα ασκητικά γυµνάσµατα αναδεικνύνουν από τότε την Αθωνιάδα πραγµατικό στάδιο πνευµατικών αρετών». Ο άγιος Μακάριος συνδεόταν στενά µέ τον Σχολάρχη της Αθωνιάδος άγιο Αθανάσιο Πάριο, τον άριστο µελλοντικό βιογράφο του και ακόλουθό του στη Χίο. Ο άγιος Αθανάσιος ως Σχολάρχης «είχε σύµβουλο τον εν Αθω εφησυχάζοντα πρώην Κορίνθου άγιο Μακάριο, του οποίου η πνευµατική πατρότης επεκταθείσα και εις τους µαθητάς της Αθωνιάδος υπήρξε ανεκτίµητη»
Η συνεργασία των οσίων Αθανασίου και Μακαρίου απέδωσε καρπούς. «Η Αθωνιάς γνωρίζει τότε λαµπράς ηµέρας, οι µαθηταί προέκοπτον εις µόρφωσιν και αρετήν. Την πνευµατικήν καθοδήγησιν της Σχολής ανέλαβεν εν πολλοίς ο εφησυχάζων, λόγω των περιστάσεων, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου άγιος Μακάριος Νοταράς, ο µετ’ έπειτα συνασκητεύσας µε τα του Αθανασίου Παρίου εις Ρεστά Χίου»
Για ένα διάστηµα ο άγιος Μακάριος παρέµεινε στην Καλύβη του Αγίου Παντελεήµονος της ιεράς σκήτης του Τιµίου Προδρόµου της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, στην οποία υπήρχε ράβδος «εφ’ ής στηριζόµενος προσηύχετο». Εξάλλου στο Βατοπαιδινό Κελλί των Καρυών του Αγίου Χαραλάπους υπήρχε αντιµήνσιο του. Στο Λαυριώτικο Κελλί των Καρυών του Αγίου Γεωργίου των Σκουρταίων ο Άγιος Μακάριος εκάρη µεγαλόσχηµος µοναχός από τον ενάρετο Γέροντα Παρθένιο
Ο άγιος Μακάριος υπήρξε «κύριος φορέας» ηγετική μορφή», «εµψυχωτής του κινήµατος», «πρωταγωνιστής του κινήµατος», των ιεροπρεπών Κολλυβάδων. Πρόκειται για ένα τελικά γνήσια αναγεννητικό και αναµορφωτικό αγιορειτικό κίνηµα, που ενώ ξεκίνησε µέ αφορµή τη µή τέλεση των πένθιµων µνηµοσύνων µετά κολλύβων την αναστάσιµη ηµέρα του Κυρίου Κυριακή, κατέληξε σε σηµαντικό αντίκρουσµα του ευρωπαϊκού διαφωτισµού, µέ αξιόλογες εκδόσεις και επιστροφή στη ζωηφόρο Ορθόδοξη Παράδοση, µέ αγιογραφική και αγιοπατερική µελέτη, αγιοπαράδοτη νήψη, καθαρή προσευχή, εγνωσµένη µυστηριακή ζωή και θεία λατρεία του αρχαιοθεσµοθετημένου και ακραιφνούς µοναχισµού
Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου είχε σταθερά ταχθεί υπέρ του υγιούς φρονήµατος των ιερών Κολλυβάδων, µέ τους οποίους συνδεόταν διά διαφόρων τρόπων και κυρίως των τριών οσίων προµάχων του φιλοκαλικού κινήµατος Μακαρίου, Νικοδήµου και Αθανασίου.
Από το Άγιον Όρος ο Άγιος Μακάριος µετέβη στη Χίο, και από εκεί σύντοµα στην Πάτµο, όπου έγινε κτίτορας του Καθίσµατος Αγίων Πάντων Κουµάνας. Κατά τη δεκαετή περίπου εκεί παραµονή του συναντήθηκε µέ τους όσιους Κολλυβάδες ιεροµονάχους Νήφωνα τον Χίο (+1809) και Γρηγόριο τον Νισύριο (+1812). Με τον Νήφωνα µετέβη για ένα διάστηµα στους Λειψούς και αργότερα στην Ικαρία. Επίσης µετέβη στην Ύδρα και Κόρινθο για κληρονοµικές του υποθέσεις, τις οποίες απεποιήθη, πάλι στο Άγιον Όρος, το 1784, προς συνάντηση οµοψύχων φίλων και αδελφών, στη Σµύρνη, για την έκδοση ψυχωφελών βιβλίων και τέλος στη Χίο. Στη Χίο ο άγιος παρέµεινε την τελευταία δωδεκαετία της ζωής του, µέ άσκηση, µελέτη, συγγραφή, προσευχή και διδασκαλία. Διέµεινε στις κατάφυτες υπώρειες του όρους Άπους, στον ναΐσκο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, κοντά στο Βροντάδος. Το ταπεινό κελλί του έγινε φροντιστήριο, θεραπευτήριο, διδακτήριο και εξοµολογητήριο πολλών ευλαβών Χιωτών, αλλά και θύρα ελέους. Ο βιογράφος του Άγιος Αθανάσιος Πάριος γράφει: «Εις τους χρείαν έχοντας έδιδε αυτός από εκείνα οπού του ευρίσκοντο· εις τον άλλον έδιδε διά να αγοράση ζώον, εις άλλον διά να κτίση το σπίτι του, εις άλλον προς κατασκευήν καϊκίου, εις άλλον διά να ξεπληρώση τον χρεοφειλέτην του, εις άλλον προς υπανδρείαν της κόρης του. Ευρέθησαν πολλοί άνδρες και γυναίκες, οπού µετά τον θάνατόν του οδυρόµενοι την ζωήν τους εκήρυττον, ότι τους είχε µηνιαίαν δόσιν διωρισµένην εις χρόνους πολλούς και τους εκυβέρνα καθένα κατά την ανάγκην του».
Το κήρυγµά του ωφελούσε, γιατί ήταν απλό και βιωµατικό, όπως απλή και καθαρή ήταν η ζωή του αγίου: «Πώς ήτον βολετόν να µήν ωφελούνται οι Χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι πρώτον µέν έβλεπον έναν Αρχιερέα Κορίνθου να τους διδάσκη µέ ένα σχήµα ταπεινότατον, µέ ενδύµατα πενιχρότατα, µέ ένα φαινόµενον ευτελέστατον· κατ’ αλήθειαν, λέγω, το καλυµµαύχι της κεφαλής του άλλος κανένας δεν ήθελε να καταδεχθή να το φορέση· δεύτερον δέ, το οποίον µάλιστα έχει και την πρώτην δύναµιν, πώς ήτον βολετόν να µήν ωφελούνται οι Χριστιανοί, οπού και αόκνως τους εδίδασκε και χωρίς να ζητή από αυτούς ούτε ολίγον διά πληρωµήν»
Η επίδρασή του ήταν µεγάλη στον ευσεβή χιακό λαό: «Ποίος τον έβλεπε και να µήν τον ευλαβυθή. Να βλέπης ένα Δεσπότην και ποίον, του Νοταρά του Γεωργαντά τον υϊόν, τον πρόεδρον της Κορίνθου, να περπατή με ένα ζευγάρι ευτελή παπούτσια, µέ ευτελέστατον ράσο και να τρέχουν οι οφθαλµοί του αενάως δάκρυα, να κηρύττη τον λόγο του Ѳεού εις τάς εκκλησίας του Βροντάδου και εις οιανδήποτε άλλο µέρος ευρίσκετο. Από την γλυκύτητα των λόγων του, το ταπεινόν και πράον ύφος του τον ευλαβούντο όχι µόνο οι Χριστιανοί, αλλά και οι Φράγκοι και οι Αγαρηνοί».
Ένα ακόμη σπουδαίο έργο του Αγίου είναι ότι υπήρξε αλείπτης νεοµαρτύρων, εµπνευστής, χειραγωγός, εξοµολόγος αγίων µαρτύρων, όπως, Πολύδωρου του Κύπριου (+1794), Ѳεόδωρου Βυζάντιου του Μυτιληναίου (+1795), Δηµήτριου του Πελοποννήσιου (+1803), Μάρκου του Νέου (+1801) και Αγγελή του Αργείου (+1813). Επίσης συνδεόταν ιδιαίτερα µέ τους οσίους Αθανάσιο Πάριο (+1813), Νικηφόρο Χίο (+1821) και Νήφωνα τον Κοινοβιάρχη (+1809) και τις ιερές µορφές: Νείλο Καλόγνωµο, Ιωσήφ από Φουρνά, Ιωάσαφ Ρόδιο, Μελέτιο Νικοµηδείας, Δωρόθεο Πρώϊο (+1821) και άλλους. Ως το τέλος της ζωής του ο άγιος υπήρξε ακµαίος αγωνιστής του πνεύµατος. Το κηρυκτικό, εξοµολογητικό, λειτουργικό , ασκητικονηπτικό , συγγραφικό , επιστολογραφικό του έργο ήταν πλούσιο. Έργα του προσωπικά, εκδεδοµένα και ανέκδοτα, κυρίως αγιολογικά, ή συνταχθέντα και µέ άλλους, όπως τους αγίους Νικόδηµο Αγιορείτη και Αθανάσιο Πάριο, έχουν εκδοθεί αρκετές φορές και έχουν αγαπηθεί. Ασθενήσας από ηµιπληγία προ του τέλους του συνέχισε να προσεύχεται µετά θερµών δακρύων, να κοινωνεί των αχράντων µυστηρίων καθηµερινώς, συµβουλεύοντας και τον λαό, που ερχόταν να λάβει την ευχή και ευλογία του. Εκοιµήθη και ανεπαύθη από τους πολλούς και µακρούς αγώνες του στις 17 Απριλίου 1805.
Ετάφη στη νότια πλευρά του προαυλίου του ναού των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όπου σήµερα ο τάφος του αγίου είναι συνδεδεµένος µέ τον ναό. Η ανακοµιδή των τιµίων λειψάνων του έγινε το 1808. Τεµάχια των λειψάνων του και εικόνες του υπάρχουν σε µονές, ναούς και οικίες πιστών στη Χίο και αλλού. Αναφέρονται θαύµατα που επιτελούνται στους πιστούς που τα ασπάζονται
Επίσηµη αναγνώριση της αγιότητός του δεν έχουμε. Πολλοί έγραψαν πολλά περί αυτού. Τον ένθεο βίο του και τη θεάρεστη πολιτεία του έγραψε µέ αγάπη ο πιστός ακόλουθος, φιλάδελφος, οµόφρονας και οµόψυχος Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Από αυτόν αντλούν τα στοιχεία της βιογραφίας του όλοι οι ασχοληθέντες κατόπιν µέ τον βίο του. Η βιογραφία του Αγίου Αθανασίου σώζεται σε πέντε κώδικες µαζί µέ την ακολουθία που συνέθεσε ο άγιος Αθανάσιος και άλλη που συνέθεσε ο άγιος Νικηφόρος ο Χίος γνώρισε πολλές εκδόσεις. Η µνήµη του τιµάται στις 17 Απριλίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007.