από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο
Ο Γεώργιος ήταν νέος στην ηλικία, ωραίος στην όψη, φρόνιμος στον νου και σώφρων στα ήθη Έλληνας από την Κύπρο στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς.
Εξαιτίας της φτώχιας και της δουλείας, έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κύπρο, από μικρό παιδί, και πήγε στην Πτολεμαΐδα ή Άκκρα, της Παλαιστίνης, για τα προς το ζειν. Εκεί μπήκε στην υπηρεσία ενός Ευρωπαίου πρέσβη.
Καθήκον του ήταν και να ψωνίζει τρόφιμα για την οικία του αφέντη του. Είχε μάλιστα συνήθεια να πηγαίνει σε μια Τούρκισσα φτωχή για να αγοράζει φρέσκα αυγά. Η Τουρκάλα εκείνη είχε μια κόρη σε ηλικία γάμου, η οποία πολλές φορές έβγαινε και συνομιλούσε ελεύθερα με τον Γεώργιο, ακόμα κι όταν απουσίαζε η μητέρα της. Κάποιες κακοπροαίρετες γειτόνισσες, βλέποντας πως ο νέος δεν αγοράζει αυγά από αυτές, φθόνησαν και έβαλαν στο νου τους να του κάνουν κακό. Κάποια μέρα λοιπόν, που ο Άγιος πήγε να αγοράσει αυγά, του άνοιξε η κόρη επειδή απουσίαζε η μητέρα της, και κατά τη συνήθειά του μπήκε στο σπίτι να πάρει τα αυγά. Συνεννοημένες τότε οι γειτόνισσες όρμησαν στο σπίτι, άρπαξαν τον νέο και άρχισαν να φωνάζουν δυνατά πως είπε ότι θα γίνει Τούρκος και θα παντρευτεί την κοπέλα. Συγχρόνως μαζεύτηκαν και πολλοί Τούρκοι, τον άρπαξαν και τον πήγαν στον δικαστή ψευδομαρτυρώντας πως θα γίνει Τούρκος.
Η “ΔΙΚΗ”:
Ο μουλάς τον ρώτησε αν είναι αλήθεια όλα αυτά. Ο Γεώργιος του απάντησε με πολύ θάρρος ότι ουδέποτε είπε κάτι τέτοιο, και μάλιστα πως ούτε καν του πέρασε από τον νου τέτοια σκέψη. Απέδωσε δε την κατηγορία σε συκοφαντία. Τόνισε τέλος πως Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θέλει να πεθάνει. Άρχισαν τότε να του τάζουν δώρα μεγάλα, δόξες, τιμές, αξιώματα αλλά δεν μπόρεσαν να καταφέρουν τίποτα. Χρησιμοποίησαν ύστερα διάφορες τιμωρίες αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να κάμψουν το φρόνημα του Αγίου. Έτσι εξέδωσε ο κριτής την τελική του απόφαση, θάνατο.
Ήταν ημέρα Παρασκευή, ιερή γι τους Μουσουλμάνους. Αφού βγήκαν από το τζαμί τους, που ήταν κοντά στη θάλασσα, στάθηκαν όλοι έξω και έκαναν συμβούλιο. Έφεραν τον Άγιο σιδηροδέσμιο και τον έβαλαν στη μέση, του ανακοίνωσαν την εναντίον του απόφαση και άρχισαν να τον κολακεύουν και να τον παρακαλούν να γίνει μουσουλμάνος. Ο Άγιος τους ήλεγξε με τόλμη για τις ενέργειές τους, οπότε βλέποντας τη σταθερότητά του, στάθηκαν όλοι κυκλικά γύρω του κρατώντας τα πιστόλια τους και του είπαν πως αν δεν αλλάξει γνώμη θα τον σκοτώσουν επιτόπου. Ο Άγιος αντί άλλης απαντήσεως ύψωσε τα αλυσοδεμένα χέρια του στον ουρανό και με μεγάλη φωνή είπε: “Κύριε Ιησού Χριστέ δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσον με της Βασιλείας Σου”. Μόλις είπε αυτά, μια ομοβροντία πυροβολισμών ακόυστηκε. Τον πυροβόλησαν όλοι με τα πιστόλια τους. Και καθώς έπεσε κάτω, όρμησαν με τα μαχαίρια τους και σφαγίασαν κυριολεκτικά το μαρτυρικό εκείνο λείψανο.
Ενώ ακόμα δεν είχαν χορτάσει την κακία τους, εξεγέρθηκε εναντίον τους η ίδια η φύση. Ενώ στη θάλασσα επικρατούσε τότε γαλήνη, έγινε ξάφνου ένας μεγάλος αναβρασμός, η θάλασσα αγρίεψε, κι ενώ ήταν σε απόσταση, βγήκε από τον συνηθισμένο τόπο της κι ήλθε πρώτα ως το λείψανο, ξεπλένοντας το μαρτυρικό αίμα που έτρεχε από αυτό, ώσπου έγινε όλη σαν κόκκινος αφρός. Έπειτα όρμησαν τα νερά, σαν θηρίο ανήμερο, προς στο τζαμί των βαρβάρων, σαν να ζητούσαν να το γκρεμίσουν. Τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι, έτρεξαν στους Χριστιανούς και τους ανάγκασαν να πάνε να πάρουν το τίμιο λείψανο και να το θάψουν. Όταν το σήκωσαν και το έθαψαν με τιμές, ησύχασε η θάλασσα και, αφού καθάρισε το αγιώτατο αίμα του μάρτυρος, αποσύρθηκε στον τόπο της.
Για τρεις συνεχόμενες νύχτες ουράνιο φως κατέβαινε στον τάφο του Αγίου και όλη η περιοχή έφεγγε από εκείνον τον πύρινο στύλο που ερχόταν από τον ουρανό. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος οι Χριστιανοί συνήθιζαν να πηγαίνουν μικροί και μεγάλοι, ιδίως δε πολλοί ασθενείς, στον τάφο του Αγίου και να ανάβουν πολλά κεριά. Πολλά θαύματα έγιναν στον τάφο του Αγίου. Μολονότι συνηθίζεται η ανακομιδή των λειψάνων των Αγίων, ο τάφος του Αγίου παρέμεινε ανέπαφος μεταξύ του Ι. Ναού του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και του κτηρίου της Ι. Μητροπόλεως Πτολεμαΐδος μέχρι το 1963.
Τότε, κατόπιν συνεννοήσεως του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ’ και του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Βενεδίκτου ανοίχθηκε ο τάφος παρουσία του Μητροπολίτου Ναζαρέτ Ισιδώρου, του ηγουμένου της Ι. Μονής Μαχαιρά Ελπιδίου, του μοναχού της Ι. Μονής Σταυροβουνίου Νικάνδρου και άλλων κληρικών της Παλαιστίνης. Τοποθετήθηκαν σε κατάλληλη θήκη και αρχικά διαφυλάχτηκαν στον πλησίον Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Μεταφέρθηκαν στη Κύπρο, στις 13 Απριλίου 1967 από αντιπροσωπία της Εκκλησίας της Κύπρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο, κατόπιν Μητροπολίτη Νικαίας. Σήμερα ευρίσκονται στον Ι. Ναό Αγίου Γεωργίου στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας.
Ας μεσιτεύει ο Νεομάρτυς άγιος Γεώργιος ο Κύπριος και για μας!