Οι πάντες κάτι γνωρίζουμε, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο για το πώς, πότε και υπό ποιες συνθήκες γεννήθηκε ο Ύμνος αυτός. Το αιώνιο απαύγασμα ευγνωμοσύνης της Ελληνικής ψυχής προς την ακαταμάχητον προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου, που εδραιώνει την πίστη και την ελπίδα πάντων των θλιβομένων και κινδυνευόντων.
Κατά τις αρχές του 7ου μ. Χ. αιώνος, ο μεγαλόψυχος και μεγαλοφυής βασιλεύς του Βυζαντίου Ηράκλειος, ικανότατος στρατιωτικός και διοικητής του Θεοσεβούς λαού του, διαπνεόμενος και ο ίδιος από την αυτήν ισχυρή και ζώσα πίστη, ευρέθη πιεζόμενος από δυσχερέστατες και απειλητικές συνθήκες.
Οι πυρολάτρες Πέρσες ισχυροποιημένοι εκείνη την εποχή μαζί με τους συμμάχους τους Αβαροσλάβους, απ’ όλες τις μεριές έσφιγγαν τον κλοιό γύρω από την βασιλεύουσα, κατάσταση που θα δημιουργούσε αδιέξοδο στην ψυχή του κάθε ηγέτη.
Σε ειρηνευτικές προτάσεις προς τον βασιλιά των Περσών Χοσρόη, δέχθηκε ο Ηράκλειος την αλαζονική απάντηση: «να εγκαταλείψουν οι Χριστιανοί την πίστη του Χριστού και να λατρεύουν τον ήλιο, ώστε να μπορέσει να ξεκινήσει αρχή διαπραγμάτευσης».
Καταλαβαίνοντας ο Ηράκλειος τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε η χώρα του και ότι απειλείτο με αποχριστιανισμό ο λαός του σε περίπτωση ήττας, αντί να ολιγοψυχήσει, επλήσθη ακατάβλητης δυνάμεως και επεσήμανε στο έθνος τον έσχατο κίνδυνο που διέτρεχε. «Κατώρθωσε τω όντι να πείσει το έθνος, ότι δέον να μεταχειρισθή τον θρησκευτικόν αυτού ζήλον, ουχί εν τοις μοναστηρίοις ή εν ταις εκκλησίαις, αλλά εν τοις πεδίοις της μάχης. Και περιποιήσας ούτω εις το θρησκευτικόν αίσθημα πρακτικόν και ενεργόν χαρακτήρα, έδωσε νέαν εις το κράτος ζωήν» (Κ. Παπαρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Χ. Μπούρα, τομ. δ΄ σελ. 230).
Κατάφερε ο Ηράκλειος να στρέψει την ηθική δύναμη του λαού προς θεραπείαν του προβλήματος της ΑΜΕΣΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ που τους επίεζε. Αν ποτέ το καταφέρουμε κι εμείς σήμερα -έστω και την δωδεκάτη-, ν’ απαντήσουμε ομαδικά στους εμπαιγμούς που μας κυκλώνουν και τους θανάσιμους κλοιούς που μας ζώνουν, για να τύχουμε κι εμείς της αναλόγου ευνοίας της Θεοτόκου!
Ξεκίνησε ο Ηράκλειος τους ηρωϊκούς του αγώνες «κρατών ανά χείρας την του Σωτήρος εικόνα, υπομιμνήσκων εις τους συστρατιώτας τας δημόσιας και ιδιωτικάς του έθνους ημών συμφοράς, εξορκίζων αυτούς να εκδικήσωσι τα ιερά τα οποία εβεβήλωσαν οι πυρολάτρες (Κ. Παπαρηγόπουλος, ένθ’ ανωτέρω).
Είκοσι χρόνια μόνο ήττες εδέχονταν οι Χριστιανοί από τα πλήθη των Περσών που είχαν ζώσει την Κωνσταντινούπολη και με τις επιτυχημένες κινήσεις ανά την Μ. Ασία του Ηρακλείου και με το ανεβασμένο ηθικό του στρατού του «εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων» (Εβρ. ια΄ 34), ώστε επί τρία χρόνια δεν επανεμφανίστηκαν οι Πέρσες στην Μ. Ασία.
Όμως καθ’ όσον χρόνον εξελίσσονταν οι νικηφόρες μάχες των χριστιανών εναντίον των Περσών στα νότια της Μ. Ασίας αφ’ ενός, καθώς και στα βόρεια, στην περιοχή του Πόντου αφ’ ετέρου, πολυάριθμα στίφη Αβαροσλάβων συμμάχων των Περσών, κυκλώνουν την Κωνσταντινούπολη από στεριάς και θαλάσσης!
Ο Ηράκλειος δεν μικροψυχεί, ώστε να πέσει στην παγίδα, να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, να κυκλωθεί υπό των Περσών και να χάσει τα πάντα! Στέλνει βοήθεια 12.000 ανδρών και έχοντας αφήσει την Πόλη στην προστασία του Χριστού και της Θεοτόκου, καθώς και στην διοικητική επιδεξιότητα του Μαγίστρου Βώνου και στην αλύγιστη πίστη του Πατριάρχου Σεργίου, διατηρεί ακμαία την ψυχραιμία του συνεχίζοντας να κρατάει σε απόσταση τους Πέρσες.
Ψάλλει η Εκκλησία μας πολλές φορές κάθε Κυριακή:
«Της Παναγίας αχράντου υπερευλογημένης, ενδόξου, ∆εσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, μετά πάντων των αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»!
Πίστη στον Χριστό, στην Θεοτόκο και στους Αγίους μας για εαυτούς και αλλήλους. Η ομοψυχία των εντός της Πόλεως και των εκτός μαχητών έσωσε την Πόλη, ενώ αργότερα η «διψυχία» την απώλεσε!