Οι ρίζες της ενορίας του Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών είναι αρκετά βαθιές και σχετίζονται με τον πολύπαθο ελληνισμό της προσφυγιάς της Ανατολικής Θράκης και ειδικότερα των περιοχών Στράντζας και Μαδύτου.
Η Στράντζα ήταν μία πόλη με ακμάζουσα προοπτική, υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ηρακλείας, ενώ αργότερα στη Μητρόπολη Τυρολόης και Σερεντίου. Κεντρικός Ναός και στολίδι της πόλης ήταν η μεγαλοπρεπής εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και πολιούχου της Στράντζας. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1914, τετρακόσιες περίπου οικογένειες από τη Στράντζα και τη Μάδυτο ήρθαν στα Γιαννιτσά και εγκαταστάθηκαν σε εγκαταλειμμένα τουρκικά σπίτια της συνοικίας Ωρολογίου, όπως λεγόταν τότε η περιοχή εξαιτίας ενός ρολογιού.
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πραγματικά τραγικές, αφού να φανταστεί κανείς ότι σε κάθε ένα δωμάτιο ενός σπιτιού εγκαθιστούσαν οι αρχές μία ολόκληρη οικογένεια.
Η ταλαιπωρία της προσφυγιάς, οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης και η λίμνη, η οποία δεν είχε ακόμη αποξηρανθεί, προκάλεσαν αρρώστιες που είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί πρόσφυγες να χάσουν γρήγορα τη ζωή τους. Η ταλαιπωρία τους παρουσιάζεται πολύ χαρακτηριστικά στο λαϊκό άσμα που τραγουδούσαν για τα Γιαννιτσά της προσφυγιάς:
«Όποιος δεν έχει βάσανα και θέλει ν΄ αποκτήσει στα έρημα τα Γιαννιτσά νά ΄ρθει να κατοικήσει »
Μαζί με τους εκατοντάδες πρόσφυγες της Στράντζας που εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά συγκαταλέγεται και ο ιερέας της ενορίας του Αγίου Γεωργίου, π. Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, ο οποίος ήταν ο πρώτος εφημέριος της μετέπειτα ενορίας του Αγίου Γεωργίου Γιαννιτσών.
Ο παπα-Θόδωρος μαζί με συμπατριώτες του φεύγοντας από την πατρίδα, πήραν μαζί τους την εικόνα του Αγ. Γεωργίου, τα Ιερά Σκεύη από την Αγ. Τράπεζα, το Ιερό Ευαγγέλιο, τα εξαπτέρυγα, το μυροδοχείο και άλλα αντικείμενα του Ναού τους. Έκαναν το σταυρό τους και είπαν: « Όπου εμείς, εκεί και αυτά ».
Τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς ο παπα-Θόδωρος εξυπηρετούσε όλες τις λειτουργικές ανάγκες του λαού. Διαμόρφωσε ένα δωμάτιο του σπιτιού του σε εκκλησία και τοποθέτησε εκεί τα κειμήλια της πατρίδας. Εκεί μαζεύονταν ασφυκτικά οι πρόσφυγες και έπαιρναν δύναμη και ελπίδα.
Αργότερα ένας πλούσιος που καταγόταν από τη νότια Ελλάδα χάρισε στην ενορία μία αποθήκη, που βρισκόταν στο δρόμο προς την Παλαιά Αγορά, στη σημερινή οδό Καραολή-Δημητρίου. Η αποθήκη ήταν αρκετά μεγάλη και βολική αφού είχε ανατολική κατεύθυνση. Με κόπο και προσπάθεια καθαρίστηκε, ασπρίστηκε, τοποθετήθηκαν στασίδια, χωρίστηκε το Ιερό και μεταφέρθηκαν εκεί τα Ιερά κειμήλια από το σπίτι του παπα-Θόδωρου.
Από έξω στήθηκε ένα ξύλινο καμπαναριό, που με τον ήχο του μάζευε τους πιστούς. Η επίσημη άδεια λειτουργίας της ενορίας του Αγίου Γεωργίου δόθηκε από το κράτος το 1918.Δυστυχώς σήμερα δε σώζεται κανένα έγγραφο στο αρχείο του Ναού, διότι το Σεπτέμβριο του 1944 καταστράφηκαν όλα από πυρκαγιά που προκάλεσαν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Από την ίδια πυρκαγιά καταστράφηκε ολοσχερώς ο προσωρινός Ναός των προσφύγων, όπως και πολλά άλλα σπίτια της πόλης των Γιαννιτσών. Τα χρόνια εκείνα στην πόλη των Γιαννιτσών υπήρχαν μόνο δύο ενορίες. Η ενορία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1864) και η ενορία των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης (1908). Μετά τη νέα αυτή δοκιμασία της πυρκαγιάς η ενορία του Αγ. Γεωργίου προσκολλήθηκε στην ενορία των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του λαού. Ο επόμενος εφημέριος, π. Σωτήριος Διαμαντόπουλος συνέχισε να ασκεί ποιμαντικά και διοικητικά καθήκοντα στην ενορία. Ο τότε Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρός Παντελεήμων Παπαγεωργίου, ο μετέπειτα Θεσσαλονίκης, βλέποντας τις ανάγκες του λαού, και μετά την εκδημία του π. Σωτηρίου Διαμαντόπουλου, διόρισε εφημέριο στην υπό ανέγερση εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, τον π. Θεολόγο Ηρωίδη. Ο π. Θεολόγος μαζί με το εκκλησιαστικό συμβούλιο κατασκεύασαν ξύλινη παράγκα από πισσόχαρτο, δίπλα από το σημερινό Ναό, ενώ συγχρόνως άρχισαν τις προεργασίες για τη θεμελίωση του νέου Ναού.
Η επίσημη τελετή θεμελίωσης του σημερινού Ιερού Ναού έγινε στις 21 Μαΐου 1948,αρχιερατεύοντος του Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρού Παντελεήμονος και εφημερεύοντος του ιερέως π. Θεολόγου Ηρωίδη. Μέλη της επιτροπής ανεγέρσεως ήταν οι: κ. Τριανταφυλλίδης Στέφανος, κ. Μητώσης Δημήτριος, κ. Σουναρίδης Ιωάννης, κ. Φίλτσος Γρηγόριος, κ.Παπακωνσταντίνου Ιωάννης, κ. Κάλφας Ιωάννης και κ. Σταμενίτης Διονύσιος.
Πολιτικός μηχανικός για το σχέδιο του Ναού ήταν ο πολύ ονομαστός για κατασκευές Ιερών Ναών, Ορλάνδος από την Αθήνα. Εργολάβος, κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, ήταν ο κ. Αποστολόπουλος. Για την κατασκευή του Ναού, η οποία είναι όλη πέτρινη, ήρθαν εξειδικευμένα μαστόρια από την Ήπειρο. Το πάχος των τοίχων φτάνει τα 85εκ. Το μοναδικό μέρος στο οποίο χρησιμοποιήθηκε μπετόν είναι τέσσερις μεγάλοι πεσσοί, που στηρίζουν τον τρούλο, δύο κολώνες που στηρίζουν το γυναικωνίτη, καθώς και δύο κολώνες πίσω από το τέμπλο του Ιερού. Το ύψος του Ναού εσωτερικά φτάνει τα 19μ., το μήκος τα 27μ. και το φάρδος τα 18.50μ. Ο ρυθμός του Ναού είναι βασιλική σταυροειδής με τρούλο. Στο δεξιό μέρος του Ιερού υπάρχει και δεύτερη εγκαινιασμένη Αγία Τράπεζα προς τιμήν του Αγ. Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας.
Μετά από πολύ κόπο και την πάροδο οχτώ ετών εγκαινιάστηκε, στις 24 Μαρτίου 1957, ο Ναός του Αγ. Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, αρχιερατεύοντος του Μητροπολίτου κυρού Διονυσίου και εφημερευόντων των ιερέων π. Θεολόγου Ηρωίδη και π. Αθανασίου Βαμβίνη.
Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να τονίσουμε ιδιαίτερα το έργο του εφημερίου και αργότερα προϊσταμένου του Ναού, π. Αθανασίου Βαμβίνη. Ο π. Αθανάσιος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία, πρόοδο και ανάπτυξη του Ναού. Από το έτος 1952 μέχρι και τη συνταξιοδότησή του, το έτος 1997, εργάστηκε με ζήλο τόσο στα διοικητικά όσο και στα ποιμαντικά καθήκοντά του. Σήμερα ο π. Αθανάσιος αποτελεί παράδειγμα για τους νέους ιερείς με τη φιλακολουθία του και την αγάπη του για την Εκκλησία.
Αργότερα, καθώς ο πληθυσμός της ενορίας αυξανόταν συνεχώς, έγινε προέκταση του Ναού κατά 9.5μ., με την ευλογία του Μητροπολίτου Εδέσσης κυρού Καλλινίκου. Το 1983 ο Ναός αγιογραφήθηκε κατά το κυρίως μέρος του με την παραδοσιακή τεχνοτροπία της κρητικής σχολής, από τον αγιογράφο Χριστοφάνη Βουτσινά. Το τέμπλο του Ναού είναι χτιστό και οι εικόνες του είναι αναγεννησιακής τεχνοτροπίας από τον αγιορείτικο αγιογραφικό οίκο των Καρτσωναίων.
Στα κειμήλια του Ναού συγκαταλέγονται τα από τη Στράντζα μεταφερθέντα: η εικόνα του Αγ. Γεωργίου, το Ιερό Ευαγγέλιο, δύο εξαπτέρυγα, ένα θυμιατό, δύο μυροδοχεία, καθώς και ένα ασημένιο που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν κρασί οι νεόνυμφοι στο μυστήριο του γάμου. Στα κειμήλια ανήκει επίσης ο υπερμεγέθης Σταυρός, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στο νάρθηκα του Ναού. Ο Σταυρός είναι προσφορά του Μητροπολίτου Εδέσσης Διονυσίου και έχει καθαγιαστεί στο φρικτό Γολγοθά. Η επίσημη υποδοχή του Σταυρού έγινε στην είσοδο της πόλης στις 25 Μαΐου 1958.
Στο Ναό φυλάσσονται Ιερά Λείψανα των: Αγ. Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, Αγ. Χαραλάμπους, Αγ. Ονουφρίου, Αγ. Παρασκευής, Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου, του Αγ. Αρσενίου του Καππαδόκου, του Αγίου Νικολάου του Πλανά και του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού.
Ο Ναός πανηγυρίζει στη μνήμη του Αγ. Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, 23 Απριλίου και στη μνήμη του Αγ. Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας, 6 Δεκεμβρίου.
Παραπλεύρως του Ναού χτίστηκε το 1968, με την εποπτεία του τότε προϊσταμένου π. Αθανασίου Βαμβίνη, τριώροφο κτήριο που χρησιμοποιήθηκε ως οικοτροφείο-ορφανοτροφείο θηλέων. Από το 1984 στους δυο ορόφους του κτιρίου στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο Γιαννιτσών, ενώ στον υπόλοιπο χώρο εξυπηρετούνται οι ποιμαντικές ανάγκες του Ναού.
Σήμερα στο Ναό εφημερεύουν τέσσερις ιερείς. Στις δραστηριότητες του Ναού ανήκουν κατηχητικά όλων των βαθμίδων, νεανικές και φοιτητικές συνάξεις, κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής, σχολή αγιογραφίας, δανειστική εκκλησιαστική βιβλιοθήκη, αίθουσα ηλεκτρονικών υπολογιστών, φιλόπτωχο ταμείο, καθημερινό γεύμα αγάπης, εκδόσεις περιοδικού, CDs κ.ά.