Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Κυριακὴ Μυροφόρων
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ σήμερα τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ φρόντισαν γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἄλλων ἐκείνων ποὺ ξεκίνησαν γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν τὶς τελευταῖες ἐντάφιες τιμές, ὅπως τὸ συνήθιζαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι ὁ Ἰωσὴφ καὶ μαζί του ὁ Νικόδημος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Οἱ δύο ἄνδρες φροντίσανε νὰ ἐνταφιάσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, κι οἱ τρεῖς γυναῖκες πῆγαν τὴν τρίτη ἡμέρα τὸ πρωὶ γιὰ νὰ τὸν ἀλείψουν μὲ ἀρώματα. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας γλώσσα τώρα πῶς γιὰ ὅλα αὐτὰ μᾶς ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, βουλευτὴς καὶ ἄνθρωπος μὲ ὑπόληψη, ποὺ κι αὐτὸς πρόσμενε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε καὶ παρουσιάσθηκε στὸ Πιλάτο καὶ ζήτησε νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος θαύμασε ὅτι πέθανε κιόλας ὁ Ἰησοῦς, κι ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν ἀξιωματικό, τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πολλὴ ὥρα ποὺ πέθανε. Κι ὅταν βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἀξιωματικό, χάρισε τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Κι ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἀγόρασε σάβανο, κατέβασε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸν τύλιξε στὸ σάβανο, τὸν ἐνταφίασε σ’ ἕνα μνημεῖο, ποὺ ἦταν σκαμμένο μέσα σὲ βράχο κι ἔσυρε μία πέτρα μπροστὰ στὴ θύρα τοῦ μνημείου.
Ὅταν γίνονταν αὐτά, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν κι ἔβλεπαν ποῦ ἐνταφιάζεται ἡ Ἰησοῦς. Κι ὅταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κι ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου κι ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ ’ρθουν καὶ νὰ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦ. Καὶ τὴν αὐριανή, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ξεκίνησαν πολὺ πρωὶ κι ἔρχονταν στὸ μνημεῖο, κι ἔφτασαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους· «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου;». Καὶ καθὼς σήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν πὼς ἦταν ἀποκυλισμένη ἡ πέτρα κι ἦταν μία πέτρα πολὺ μεγάλη. Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, εἶδαν ἕνα λευκοφορεμένο νέο νὰ κάθεται στὰ δεξιά, κι ἀπὸ τὸ φόβο τους τὰ ἔχασαν. Κι ὁ νέος τοὺς λέγει· «Μὴν τρομάζετε καὶ μὴν τὰ χάνετε. Τὸ ξέρω πὼς ζητεῖτε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, ποὺ τὸν σταύρωσαν. Ἀναστήθηκε δὲν εἶναι ἐδῶ· νὰ ὁ τόπος ποὺ τὸν ἔβαλαν. Μὰ πηγαίνετε καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ στὸ Πέτρο, πὼς πηγαίνει μπροστὰ ἀπὸ σᾶς στὴ Γαλιλαία· ἐκεῖ θὰ τὸν δῆτε, καθὼς σᾶς τὸ εἶπε». Καὶ οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο κατατρομαγμένες καὶ σαστισμένες, κι ἀπὸ τὸ φόβο τους δὲν εἶπαν σὲ κανέναν τίποτε.
Ἔτσι μᾶς ὁμιλεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, πρῶτα γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς πρέπει νὰ προσέξουμε στὴ πράξη τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἀξίωμα καὶ μὲ ὑπόληψη. Ἦταν ὅμως κι ἄνθρωπος εὐσεβής. Ἡ εὐσέβειά του λοιπὸν τοῦ ἔδωσε τὸ θάρρος νὰ παρουσιαστεῖ στὸ Πιλάτο καὶ νὰ ζητήσει γιὰ νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅλοι, ἄρχοντες καὶ λαός, ξεσηκώθηκαν καὶ ζήτησαν τὸ θάνατο τοῦ ἀναμάρτητου, καὶ μάλιστα ἕνα θάνατο ἐπώδυνο καὶ ἀτιμωτικό, χρειαζότανε πραγματικὰ θάρρος καὶ τόλμη γιὰ νὰ φροντίσει κανεὶς γιὰ τὸ νεκρὸ αὐτοῦ τοῦ κατάδικου. Ἡ πράξη τοῦ Ἰωσὴφ μᾶς λέγει πώς, ὅταν εἶναι νὰ ἐκτελέσουμε ἕνα ἱερὸ χρέος, δὲν πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε τί μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ τί μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει ὁ κόσμος. Καὶ τί καταλαβαίνει δὰ πολλὲς φορὲς ὁ κόσμος; Ὅταν οἱ δημαγωγοὶ κατεβάζουν τὸ λαὸ καὶ τὸν κάνουν ὄχλο, τότε τί καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι; Ὅ,τι καταλάβαιναν ἐκεῖνοι, ποὺ ἄφηναν ἐλεύθερο τὸ Βαραββὰ καὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό• «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»!. Καὶ συμβαίνει πολλὲς φορές, γιὰ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων, νὰ μένει ἕνας μόνος του μάρτυρας τῆς ἀλήθειας μέσα σ’ ἕναν ὄχλο φανατισμένο καὶ τυφλό. Ἔτσι μόνος ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἀπέναντι στὸ μαινόμενο ὄχλο, κι ὅταν οἱ ἄλλοι πῆγαν ἥσυχοι νὰ κοιμηθοῦν, μόνοι βρέθηκαν δύο ἄνδρες, γιὰ νὰ θάψουν τὸ θεῖο σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ καὶ νὰ σώσουν τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἀλλοίμονο στὸν κόσμο, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὄχλου! Καὶ χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ δὲν φοβήθηκαν τὴ κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ ποὺ τὸν διέφθειραν οἱ δημαγωγοὶ καὶ τὸν ἔκαναν ὄχλο! Αὐτοὶ εἶναι πράγματι θαρραλέοι καὶ ἡρωικοί. Μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνατρέψει καὶ νὰ τοὺς πατήσει ὁ ὄχλος, μὰ αὐτοὶ δὲν τοῦ κάνουν τόπο νὰ περάσει. Κι ἀκόμα τρὶς χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ ὅταν ὁ ὄχλος τοὺς καταριέται αὐτοὶ εὐλογοῦν.
Ἔπειτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴν τολμηρὴ πράξη τῶν τριῶν μυροφόρων γυναικῶν. Εἶναι κι αὐτὴ μία πράξη, ποὺ τὴν ἐμπνέει ἡ ἀγάπη κι ἡ ἀφοσίωση στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλὲς δυσκολίες εἴχανε νὰ ὑπερνικήσουν οἱ τρεῖς γυναῖκες· τοὺς ἄρχοντες, τὸ λαό, τὴ στρατιωτικὴ φρουρὰ καὶ τὴν πέτρα τοῦ μνημείου. Δὲν λογάριασαν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ μόνο τὴ τελευταία στιγμὴ θυμήθηκαν τὴν πέτρα. Ποιὸς θὰ τραβοῦσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου; Μὰ ἡ πέτρα βρέθηκε τραβηγμένη καὶ Ἄγγελος Κυρίου καθότανε στὰ δεξιὰ μέσα στὸ μνημεῖο. Αὐτὸς ἀνάγγειλε στὶς μυροφόρες γυναῖκες τὴν Ἀνάσταση. Εἶναι τάχα μία τυχαία σύμπτωση, ὅτι δηλαδὴ γυναῖκες ἄκουσαν πρῶτες τὸ μήνυμα τῆς Ἀνάστασης κι ἐκεῖνες τὸ μετέφεραν στοὺς Ἀποστόλους; Ὅμως σύμπτωση καὶ τύχη δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι γίνεται στὸ κόσμο γίνεται κατὰ ἕνα λόγο πνευματικό, ποὺ ἔχει τὴ ρίζα του μέσα στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς λόγος δὲν εἶναι βέβαια ἐκεῖνο ποὺ μάθαμε νὰ λέμε φυσικὸ νόμο. Ὁ φυσικὸς νόμος εἶναι δουλεία, ἡ δουλεία τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ ἀποτελέσματος. Ὁ πνευματικὸς λόγος εἶναι ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια καταναγκασμοῦ, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς προσωπικῆς εὐθύνης. Πίσω ἀπὸ τοὺς λεγόμενους φυσικοὺς νόμους πρέπει πάντα νὰ ἀναζητοῦμε τοὺς πνευματικοὺς λόγους, τὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Σύμπτωση καὶ τύχη δὲν εἶναι ποὺ μὲ τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου στέκει ὁ κόσμος καὶ κινεῖται στὴν ἱστορική του πορεία. Πῶς θὰ μποροῦσαν τώρα νὰ μὴν εἶναι γυναῖκες οἱ Ἄγγελοι τῆς Ἀνάστασης; Αὐτὲς κινήθηκαν ἀπὸ κάποια δική τους προαίρεση καὶ δύναμη καὶ πῆγαν στὸ μνημεῖο. Ἔπειτα ἡ γυναίκα, ποὺ πρωτοστάτησε στὴ πτώση, πρωτοστατεῖ καὶ τώρα στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀπὸ τὴ Γέννηση μέχρι τὴν Ἀνάσταση.
Πηγή
Πηγή