Γέροντας Γεράσιμος Αγιοπαυλίτης
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα της θεοσώστου ταύτης Μητροπόλεως κ. Ιουστίνε,
Σεβαστοί Πατέρες και αγαπητά μου παιδιά.
Θα ήθελα αρχικώς να σας πω ότι δεν είμαι συνηθισμένος να παρίσταμαι ως ομιλητής σε τέτοιους είδους συνάξεις, καθώς και οι δυνατότητές μου ως προς την διακονία αυτή είναι περιορισμένες. Όμως εξ υπακοής κινούμενος, και κατόπιν προσκλήσεως του κατά πάντα πολυσεβάστου και αγαπητού μου Ποιμενάρχου σας, πήρα το θάρρος να έρθω σήμερα ανάμεσά σας προκειμένου να πω δυο λόγια στην αγάπη σας προς οικοδομήν.
Δεν σας κρύβω ότι, όταν μου το είπε ο Σεβασμιώτατος, εξεπλάγην και εδειλίασα και εξέφρασα την άρνησή μου, αφού δεν λείπουν οι ικανότεροι ομιλητές και ιεροκήρυκες. Παίρνοντας όμως την ευλογία και την ευχή του σεβαστού μου Γέροντα και Καθηγουμένου κ. Παρθενίου, αποδέχθηκα την τιμητική για την ταπεινότητα μου πρόσκληση. Δυσκολεύθηκα όμως αρκετά να βρω το θέμα της ομιλίας.
Έκανα τον Σταυρό μου και χτύπησα την πόρτα του διπλανού μου κελλιού, όπου εγκαταβιεί για περισσότερα από πενήντα χρόνια Γέροντας πεπειραμένος, ασκημένος στην υπακοή και την προσευχή, στον οποίο έθεσα το δίλημμά μου: «Να πάω να μιλήσω; Και τι να πω;»
Εκείνος με τη σοφία του μου απάντησε: «Εφόσον πήρες την ευλογία του Γέροντα, να πας. Και γιατί δυσκολεύεσαι για το τι θα πεις; Να πεις για τους Πατέρες που έζησαν στο Μοναστήρι μας». ΓΓ αυτό έδωσα τον τίτλο: Αγιοπαυλίτες Πατέρες που αξιώθηκαν να δουν την Παναγία εδώ στη γη», τους οποίους και εμείς είχαμε την ευλογία να τους γνωρίσουμε.
Έτσι λοιπόν, εφοδιασμένος με την ευχή του Σεβασμιωτάτου και των αγίων Πατέρων ήρθα σήμερα στην αγάπη σας.
Και πρώτα θα σας πω για τον άγιο Γέροντα παπα-Ανδρέα, ο οποίος ήρθε στο Μοναστήρι τον Αύγουστο του 1934, έγινε μοναχός και κατόπιν ιερομόναχος, και το 1960 έγινε ηγούμενος. Η ηγουμενία του χωρίζεται σε δύο περιόδους: από 5-4-1960 έως 6-10-1962, και από 3-6-1969 έως 21-10-1974.
Όταν το 1974 παραιτήθηκε από την ηγουμενία, πήγε στο εντός του Αγίου Όρους Μετόχι της Μονής που ονομάζεται Μονοξυλίτης για να ησυχάσει. Εκεί ζούσε με πολλή προσευχή και περισυλλογή.
Κατά το διάστημα της παραμονής του εκεί, μία μέρα έγινε φοβερή κακοκαιρία και μεγάλη θαλασσοταραχή. Όταν η κακοκαιρία κόπασε, ο παπα-Ανδρέας ξεκίνησε να κατεβεί στη θάλασσα που είναι κοντά στο Μετόχι, για να δει τι γίνεται και να μαζέψει τίποτε ξύλα που συνήθως ξεβράζει η θάλασσα, η αν είναι εκεί κάποιος που να χρειάζεται βοήθεια. Στο διάστημα από τη θάλασσα προς το Μετόχι είναι ένα μικρό ρυάκι και δίπλα ένας μεγάλος βράχος. Επιστρέφοντας ο Γέροντας, τι να δει επάνω στον βράχο; Βλέπει να κάθεται μία μαυροφορεμένη γυναίκα.
Αμέσως σκέφτηκε ότι θα χρειάζεται βοήθεια και έτρεξε. Πλησιάζοντας είδε ότι η γυναίκα αυτή κρατούσε στα χέρια της τρία βιβλία. Έκπληκτος και με απορία την ρώτησε με τη χαρακτηριστική Κεφαλλονίτικη προφορά του: «Τι θες εσύ εδώ, κυρά μου; Θέλεις καμιά βοήθεια;» Και η φαινομένη μοναχή απάντησε: «Όχι, εγώ είμαι η Κυρία του τόπου».
«Και τι είναι, κυρά μου, αυτά τα βιβλία που κρατάς;» τη ρώτησε, και αυτή του απάντησε: «Το ένα βιβλίο είναι που γράφω αυτούς που μπαίνουν στο Άγιον Όρος, το άλλο είναι που γράφω αυτούς που βγαίνουν από το Άγιον Όρος. Στο τρίτο γράφω όσους παραμένουν και τελειώνουν στο Άγιον Όρος, και αυτό είναι το βιβλίο της ζωής».
Ο παπα-Ανδρέας ανηφόρισε κατόπιν για το Μετόχι χωρίς να έχει τον παραμικρό λογισμό. Ήρθε η ώρα του Εσπερινού και πήγε στο εκκλησάκι να διαβάσει τον Εσπερινό. Στη συνέχεια διάβασε το Απόδειπνο, και την ώρα που έλεγε τους Χαιρετισμούς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας άνοιξε το μυαλό του και σκέφτηκε: «Που βρέθηκε η γυναίκα στο Άγιον Όρος; Πειρασμός ήταν ή η Παναγία;»
Την ώρα εκείνη το καντήλι που ήταν μπροστά στην εικόνα άρχισε να κουνιέται και αυτός αισθάνθηκε μία ουράνια χαρά και αγαλλίαση πνευματική.
Αμέσως έτρεξε στο σημείο που είδε την οπτασία και στον δρόμο σκεφτόταν ότι για τις αμαρτίες του δεν γνώρισε ότι ήταν η Παναγία. Κοίταξε καλά εδώ κι εκεί αλλά δεν είδε τίποτε, και μόνο μία ουράνια ευωδία έβγαινε από τον τόπο εκείνο.
Μετά από αυτό ο σοφός και πρακτικός Γέροντας κάλεσε τον Πνευματικό του, τον αείμνηστο παπα-Διονύσιο τον Μικραγιαννανίτη, και τον ρώτησε αν αυτό που είδε ήταν θεϊκή οπτασία η δαιμονική ενέργεια. Ο Πνευματικός τον διαβεβαίωσε ότι ήταν η Παναγία και έτσι ο Γέροντας ησύχασε.
Το γεγονός αυτό το κράτησαν μυστικό, και μόνο όταν εκοιμήθη ο Γέροντας, ο Πνευματικός κατά την εξόδιο ακολουθία απεκάλυψε στους παρόντες τι είχε δει ο μακάριος Γέροντας. Ο οποίος μάλιστα, για την ευλάβειά του προς την Παναγία, αξιώθηκε να κοιμηθεί την ημέρα την Υπαπαντής του 1987 που πανηγυρίζει το Μοναστήρι μας.
Ας έχουμε όλοι την ευχή του.
(Ομιλία εκφωνηθείσα σε Σύναξη Νέων της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή 2016)