Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
*Ἀντέξωσις = ἡ ἀμοιβαία ἔξωσις, ἐκβολὴ (lidell-Scott)
Ὅταν οἱ Πρωτόπλαστοι ἐξέπεσαν τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἔκανε διάλογο μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα μὲ τρόπο διακριτικὸ καὶ φιλάνθρωπο, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἑρμηνευτὲς καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ ἔλθουν εἰς ἑαυτοὺς καὶ νὰ ἐπανορθώσουν.
Ὁ Θεὸς ρωτάει τὸν Ἀδὰμ πού κρύβεται… «ὄχι ἐπειδὴ δὲν γνώριζε πού ἦταν, ἀλλὰ ἐπειδὴ συμβαίνει, σὲ ὅσους ἁμαρτάνουν, νὰ κλείνει τὸ στόμα σὰν νὰ ἔχει ραφτεῖ, καθὼς ἡ ἁμαρτία δένει τὴ γλώσσα καὶ πιάνεται ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνείδησης καὶ μένουν οἱ ἁμαρτάνοντες κρατούμενοι, σὰν σὲ κάποια δεσμὰ τῆς σιωπῆς. Θέλοντας λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐνθαρρύνει, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει καὶ τὴ συγχώρεση, τὸν πρόλαβε καὶ τὸν κάλεσε Αὐτὸς πρωτύτερα, ὥστε νὰ τοῦ διώξει μακριά το φόβο καὶ νὰ τοῦ ἀνοίξει τὸ στόμα μὲ αὐτὴν τὴν πρόσκληση». (Γέν. 3,9) (Χρυσόστομος). Νὰ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ τὴν ὕστατη στιγμὴ καὶ μὲ τὸν εὐγενέστερο τρόπο προσπαθεῖ νὰ....τὸν ἐπαναφέρει στὴ μετάνοια.
Ἐπίσης τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ἐπισημαίνει στὸ διάλογο ὁ ἅγιος Χρυσόστομος καὶ παρακάτω, ὅταν τὸν ρωτᾶ: «τὶς ἀνήγγειλε σοὶ ὅτι γυμνὸς εἰ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοὶ τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἂπ αὐτοῦ ἔφαγες;» (Γέν.3,11). Καὶ σχολιάζει: «Μ` αὐτὸν τὸν τρόπο ἐλέγχου θέλει νὰ μᾶς διδάξει πώς, ἂν προκύψει νὰ βρεθοῦμε στὴ θέση νὰ δικάσουμε κάποιους ὑπεύθυνους γιὰ παράπτωμα, νὰ μὴν τοὺς συμπεριφερθοῦμε μὲ ἀνισότητα καὶ μεροληψία, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουμε μὲ πολλὴ μακροθυμία». Πόση, ἀλήθεια, ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ! Ρωτάει, γιὰ νὰ τὸν παρακινήσει σὲ μετάνοια! Ὁ Ἀδὰμ δέ, ἀντὶ τῆς ὁμολογίας τῆς εὐθύνης του, τὴν μεταθέτει στὴν Εὕα καὶ στὸν ἴδιο το Θεό, ποὺ τοῦ τὴν ἔδωσε γιὰ γυναίκα. Παρόλο ποὺ χρησιμοποιεῖ τέτοια λόγια φτηνὰ καὶ ἀνάξια της περίστασης, ὁ Θεὸς συνεχίζει μὲ τὴν Εὕα.
Ἡ Εὕα ἐπίσης κάνει τὸ ἴδιο. Τὴ ρωτάει: «τί τοῦτο ἐποίησας;» (Γεν.3,13). Ἡ ἐρώτηση εἶναι πλήρης ἀνεξικακίας. Τὴ ρωτάει, σὰν νὰ τῆς λέει: «Τί ὠφελήθηκες; Τί ὠφέλησες τὸν ἄντρα σου, τὸν ὁποῖο ἀπάτησες;». Ἐκείνη ἀπαντάει ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη στὸ φίδι, διὰ τοῦ ὁποίου ἐνεργοῦσε ὁ διάβολος.
Ἐπειδὴ οἱ Πρωτόπλαστοι εἶχαν μεσότητα θνητότητας καὶ ἀθανασίας, δηλαδή, δὲν ἦταν πλασμένοι φθαρτοὶ ἢ ἄφθαρτοι, ἀλλὰ εἶχαν τὸ αὐτεξούσιο νὰ ἀφθαρτοποιηθοῦν ἢ νὰ πεθάνουν καὶ αὐτοὶ διάλεξαν τὴν ἁμαρτία, ἂν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεὸς μέσα στὸν Παράδεισο καὶ ἔτρωγαν ξανὰ ἀπὸ τὸ δέντρο, θὰ παρέμενε τὸ κακὸ ἀθάνατο.
Τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ τοὺς ἔβαλε ἀπέναντι. Γιατί; «Νὰ βλέπουν τὸν Παράδεισο, νὰ θυμοῦνται τὴν παραδείσια ζωὴ καὶ νὰ μισοῦν τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ αἰτία ποὺ τοὺς προξένησε αὐτὴν τὴν ἐπίπονη ζωὴ ποὺ ζοῦσαν τώρα», λέει ὁ Θεοδώρητος. Ὁ δὲ Εὐσέβιος: «Καθὼς θὰ βλέπουν τὸν Παράδεισο νὰ θυμοῦνται τὴν ἔκπτωση».
Τὸ σημαντικότερο ὅμως δεῖγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ὑπόσχεση, τὴν ὁποία ἔδωσε στὸ στίχο (Γέν. 3,15): «καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σου καὶ ἀνὰ μέσον της γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς• αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». Δηλαδή, ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Διάβολο, θὰ θέσω ἔχθρα καὶ μίσος, πόλεμο ἀδιάλλακτο καὶ συνεχῆ μεταξύ σου καὶ μεταξύ της γυναίκας καὶ τῶν εὐσεβῶν ἀπογόνων της. Καὶ μεταξύ των ἀπογόνων καὶ τῶν δαιμονοκίνητων ὀργάνων σου, καὶ μεταξὺ Ἐκείνου, τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθεῖ κατὰ τρόπο ὑπερφυσικὸ ἀπὸ γυναίκα Παρθένο, τὴν Μαρία. Αὐτός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου, ὁ ἐνανθρωπίσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, θὰ σοῦ καταπατήσει καὶ συντρίψει τὴν κεφαλή, θὰ ἀνατρέψει ὅλα τα σχέδιά σου. Γι'αὐτὸ ὁ στίχος αὐτὸς ὀνομάστηκε «Πρωτευαγγέλιον». Τὸ πρῶτο χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προαναγγελία τῆς ἥττας τοῦ κακοῦ καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν οὐράνιο πλέον Παράδεισο, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς του. (Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, Ἰωὴλ Γιαννακόπουλου, «Λυδία»).
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας καὶ διὰ τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τὴ δυνατότητα ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸ Θεάνθρωπο Χριστὸ «καὶ μέσα σὲ ὅλους τους κρημνοὺς τοῦ κόσμου καὶ σὲ ὅλες τὶς ἀβύσσους τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἀντηχεῖ τρυφερὰ ἡ γλυκιὰ καὶ γοητευτικὴ φωνή, ποὺ ἐνδυναμώνει ὅλους τους κουρασμένους καὶ ἀνορθώνει ὅλους τους πεσμένους, αὐτὴ ποὺ σώζει ὅλους τους κατεστραμμένους καὶ θεραπεύει κάθε πληγῆ, ποὺ παρηγορεῖ σὲ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ ἐλαφρώνει ὅλα τα βάρη καὶ γλυκαίνει κάθε πικρία, ἡ φωνὴ τοῦ μόνου φιλανθρώπου: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ'ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ'ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμι καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία, καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν• ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρὸν ἐστιν». (Ματθ. 11,28-30), (Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς). Ἀλλὰ καὶ μὲ ἐλπίδα νὰ ὁδηγηθεῖ, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν καλέσει, στὴ μακάρια αἰωνιότητα. Καὶ εἶναι πανανθρώπινο αὐτὸ τὸ κάλεσμα. Πανανθρώπινη ἦταν ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, πανανθρώπινη καὶ ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἐπιστροφή. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν τιμὴ νὰ λαμβάνουν ἰδιαίτερη πρόσκληση. Ἡ ἀνταπόκριση μένει στὴ δική τους ἐλεύθερη βούληση.
Ἔμεινε λοιπὸν ὡς παρακαταθήκη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας «μέτρον πάντων ὁ Θεάνθρωπος Χριστός», ἀφοῦ «ἀνεκάλεσε τὴν ἥτταν τῆς ἀρχαίας κατάρας» (Παρακλητική). Ἐπῆλθε ἡ καταλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ὕψιστο δῶρο, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο.
Ἀχάριστος ὅμως ὁ σημερινὸς κόσμος, δὲν ἀναγνωρίζει ὡς δημιούργημα αὐτὴν τὴν εὐεργεσία ποὺ δέχτηκε. Ἔχει μετατοπίσει τὴν ἀξία τῶν πάντων περὶ αὐτόν, καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς «φέρεται ὡς δρῶν μὲ αὐτάρκεια» καὶ «κατέστησε μέτρον πάντων τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἑαυτό του». Ἔχτισε παράδοση δική του, ἀντιχριστῆ, ἀντιευαγγελικὴ καὶ ἀνθρωποκεντρική. Περιόρισε τὴν ἀλήθεια στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καὶ δύναμης καὶ ἔβαλε σκοπὸ τῆς ζωῆς του τὴν «εὐτυχία», τὸν πλοῦτο, τὴν καλοπέραση, τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν. Χτίζει τὸ δικό του παράδεισο ἐδῶ στὴ γῆ.
Μὲ τὰ μέσα καὶ τὶς γνώσεις ποὺ διαθέτει σήμερα, ὥστε νὰ ἐπικοινωνεῖ καὶ μὲ τὴ δυνατότητα νὰ μεταδίδει ἀνὰ τὴν ὑφήλιο ἀπὸ σκοτεινοὺς ἀλλὰ οἰκονομικὰ ἰσχυροὺς «πομποὺς» τὶς βρόμικες καὶ ἀρρωστημένες καὶ παρὰ φύση καινοφανεῖς θεωρίες καὶ πράξεις, μόλυνε τὰ πάντα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἄρνησης τοῦ Θεοῦ. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Χριστὸς παρὼν στὴν καθημερινὴ βιοπάλη. Ἔκανε ἀντέξωσι στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ μάλιστα μὲ διάθεση ρεβανσισμοῦ, σὰν ἀντεκδίκηση, γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ προσφέρει, καθιστώντας ἀνεπιθύμητη τὴν παρουσία Του στὴ ζωή του. Ἀπώθησε κάθε μνήμη καὶ ἀναφορὰ στὰ θεία πράγματα. Σχετικοποίησε τὴν εὐαγγελικὴ Ἀλήθεια, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ σταυροῦ, τῆς διακονίας της καὶ τῆς ὁμολογίας της. Σιχάθηκε τὴν Ἀλήθεια. Τί τραγικὸ ἀλλὰ καὶ τί παράλογό το σημερινὸ δράμα τοῦ κόσμου!
Εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση μέθης, ἐξαιτίας τῆς ἀχόρταστης ἐπιθυμίας ποὺ ἔχει νὰ ἱκανοποιεῖ τὸν ἑαυτὸ του ὁ ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, κάνει ἀπονενοημένες αὐτοκαταστροφικὲς κινήσεις, ζωντας μετακινούμενος διαρκῶς ἀπὸ τὴ μιὰ κόλαση στὴν ἄλλη. Ἀπὸ τὸ ἕνα ἀδιέξοδο στὸ ἄλλο. «Κατοπτρίζει κάτοπτρον ἐν κατόπτρω», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς. Μὲ ἀριστοτεχνικὴ ὑποκρισία, ἀπὸ τὴ μιὰ καταγγέλλει τὸ ἔγκλημα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γίνεται «προαγωγός του».
Ἀναβάθμισε στὴν «ἠθική» του «ἄχυρα καὶ κοπριὲς» ὡς σημαντικὲς τροφὲς τῆς ψυχῆς. Ἄρρωστος βαριά, θέλει νὰ γίνεται σεβαστὴ ἡ ἀνωμαλία του καὶ νὰ μπεῖ στὸν κατάλογο τῶν φυσιολογικῶν δεδομένων. Ἐφεῦρε νέο «εὐγενὲς» λεξιλόγιο, γιὰ νὰ ἐπενδύσει τὰ αἰσχρὰ ἔργα του, ἃς μὴν φέρουμε παραδείγματα, σεβόμενοι τοὺς ἀναγνῶστες, γιὰ νὰ ξαναμποῦν στὴ ζωή μας, χωρὶς ρατσιστικὲς διακρίσεις!. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐξαφανίστηκαν τελείως καὶ μένουν σὲ ἀχρησία λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ, ποὺ ὀνοματίζουν σοδομικὲς πράξεις, ὡς νὰ μὴν εἶναι ἁμαρτίες. Ἔχει ἐπινοήσει τόσες ἀνωμαλίες καὶ ἠλίθια τερατουργήματα καὶ θέλει νὰ «ἀναγνωριστοῦν», μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ νομίζει πὼς εἶναι ἐντάξει μὲ τὴ συνείδησή του. Ἀλλὰ ποιὰ συνείδηση; Ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἔχασε τὴν εὐαισθησία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ οὔτε τὰ κατὰ φύση. Καὶ ἔχει τὸ θράσος νὰ ζητᾶ νὰ ἀποδεχτεῖ ὁ φυσιολογικὸς ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ πιστεύει καὶ κάνει αὐτός. Ἀλλιῶς εἶναι ὀπισθοδρομικός, καθυστερημένος. Καημένε κόσμε! Πῶς μπορεῖ νὰ συνεχίζεις νὰ λέγεσαι κόσμος, στολίδι!
Ἔδωσε μεγαλύτερη ἀξία στὰ ζωντανά, στὰ «χαϊβάνια» κατὰ πὼς τὰ λέγαμε στὸ χωριό μας, ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ πλάσμα, τὸν ἄνθρωπο, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κινηθεῖ πρὸς τὴ θέωση, τὸ «θεούμενον ζῶον». Εἴμαστε σὰν τὰ ζῶα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει αἰωνιότητα καὶ κρίση. Ἄρα καὶ τὰ ἀτιμώρητα ἐγκλήματα τῶν δολοφονιῶν τῶν ἐμβρύων, ποὺ πετιοῦνται στοὺς ὑπονόμους δὲν εἶναι τίποτε. Σοβαρότερο ἔγκλημα εἶναι τὸ κλότσημα ἑνὸς σκύλου. Καὶ αὐτὸ ἔγινε καὶ νόμος! Ὤ, τῆς ἀπονοίας!
Ἐπιχειρεῖ νὰ διδάξει τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἰσοτιμία μεταξύ των ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἔχοντας μέτρο τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι τὸ Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Διότι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἅγιοί τα ἔδωσαν ὅλα γιὰ τοὺς ἐχθρούς τους, ἐνῶ αὐτὸς ὑπολογίζει μὲ τὸ «δοῦναι λαβεῖν» καὶ αἰτιολογεῖ μὲ δαιμονικὴ δεξιότητα «τὸ μέτρο». Μέχρι ἐκεῖ, σοῦ λέει, τὸ ὑπόλοιπο εἶναι ἀκραῖο, εἶναι ὑπερβολή. Γιατί; Ἐπειδὴ θίγεται ὁ ἀτομισμός σου;
Ἀσχολεῖται σχολαστικὰ καὶ μὲ ὑψηλὲς δαπάνες, μὲ τὶς ὁποῖες θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, μὲ ἀναζητήσεις ἄλλων κόσμων, ἄλλων ὄντων καὶ λοιπῶν «μυστηρίων», πιστεύοντας πὼς θὰ φέρει μ` αὐτὰ τὴν εἰρήνη στὴ συνείδησή του, πὼς θὰ βρεῖ τὸ «δικό του θεό», θὰ δώσει ἀπαντήσεις μὲ τὸ μυαλουδάκι του, γιὰ νὰ ἀναπαυτοῦν τὰ ἐσώψυχά του. Κατάντησε χιμαιροκυνηγός, ἀποφεύγοντας πεισματωδῶς τὸ Θεό, τὴν Αὐτοαλήθεια. Δὲν ὑπάρχει ὅμως, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς, μεγαλύτερη φρίκη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα χωρὶς τὸ Χριστό.
Θὰ κλείσουμε μὲ μιὰ παράγραφο ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος»:
«Στὴν πραγματικότητα τὸ ταλαίπωρο ἀνθρώπινο γένος ἔχει ἕνα μόνο γνήσιο φίλο: τὸ Σωτήρα Χριστό, διότι Αὐτὸς τὸ λύτρωσε ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο ἐχθρό του, τὸ θάνατο. Διὰ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος εἰσήγαγε τὸ ἀνθρώπινο γένος στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ ἀπὸ τότε καὶ οἱ σκέψεις καὶ οἱ αἰσθήσεις καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ γίνονται ὅλα μικρὰ ρυάκια ἀθανασίας, τὰ ὁποῖα, καθὼς περνοῦν μέσα ἀπὸ τοὺς βράχους τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, κελαρύζουν καὶ τρέχουν μὲ χαρὰ πρὸς τὸ χωρὶς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητας καὶ θεανθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ».
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 20-5-2016