Ὁ γερο-Μιχαήλ, γεννήθηκε στὴν Σύμη τὸ 1906 καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴν Καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸν μοναχὸ Ἀρσένιο.
Στὸ Ὄρος ἦλθε τὸ 1922 καὶ ἐκάρη μοναχὸς τὸ 1923· ἦταν πάντα χαρούμενος καὶ ἀνέπαυε τὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν μὲ τὶς διηγήσεις του καὶ τὰ πνευματικά του λόγια, ποὺ ἦταν γεμάτα ζωντάνια καὶ παραστατικότητα. Ἐπίσης, ἦταν πολὺ ἐπιμελὴς στὰ πνευματικὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς: ἀκολουθίες, κανόνα, λειτουργίες.
Φρόντιζε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο νὰ κάνει λειτουργίες στὴν Καλύβη του, ἐπειδὴ ἐνστερνιζόταν τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια τῆς κάθε Λειτουργίας. Ἐπιπλέον, ἦταν καὶ καλὸς ψάλτης, ἀγαποῦσε πολὺ τὶς ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, καθὼς καὶ τὶς λειτουργίες οἱ ὁποῖες τελοῦνταν στὸ Κυριακό.
Ὁ Γέρων Μιχαήλ, εἶχε ὡς ἐργόχειρο τὴν ξυλογλυπτική. Κατασκεύαζε κυρίως κουτάλια καὶ χαρτοκόπτες.
Κατέβαζε μὲ τὴν συνοδεία του ἀπὸ τὸ βουνὸ στὴν πλάτη μὲ πολὺ κόπο τὰ ξύλα ποὺ χρειάζοταν ὡς πρώτη ὕλη γιὰ τὸ ἐργόχειρό του. Κατέβαζε μὲ τὴν συνοδεία του ἀπὸ τὸ βουνὸ στὴν πλάτη μὲ πολὺ κόπο τὰ ξύλα, ἐνῶ τὰ ἔσοδα ἦταν μηδαμινὰ καὶ ἀνεπαρκὴ γιὰ τὴν συντήρησή τους.
Μὲ τὴν προθυμία τοῦ ὑποτακτικοῦ του, π. Γαβριήλ, ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς Ἰωασαφαίους λίγα πράγματα γιὰ νὰ ἐργασθοῦν τὴν ἁγιογραφία.
Οἱ εἰκόνες τοῦ Γέροντος Μιχαήλ, εἶχαν θεία Χάρη.
Τὸ 1959, ἔλαβε ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη Φιλοθέη, τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων Καλύμνου, νὰ ἱστορήσει τὸν Ὅσιο Σάββα. Ὁ π. Μιχαήλ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε εἰκόνα τοῦ Ὁσίου, οὔτε τὸν ἐγνώριζε προσωπικῶς, παρεκάλεσε τὸν Κύριον, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἅγιο Σάββα εἰς προσευχὴν νὰ φωτισθῆ διὰ νὰ ἱστορήσει τὴν εἰκόνα. Πράγματι, εἶχε μεγάλη εὐχέρεια κατὰ τὴν ἐργασία καὶ ἐπιτυχία. Ὅταν ἡ ἁγία εἰκὼν παρεδόθη εἰς τὸ τελωνεῖο, ἤρχισε νὰ κρούει μόνη της ἡ καμπάνα τοῦ Μοναστηριοῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦτο ἀνεξήγητο μέχρι τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔλαβαν εἴδηση ἀπὸ τὸ τελωνεῖο διὰ τὴν παραλαβὴ τῆς εἰκόνος. Ἡ καμπάνα ἔκρουε μόνη της ἕως ὅτου ἔφεραν τὴν εἰκόνα εἰς τὸ Μοναστήρι.
Κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀρχίπολη τῆς Ῥόδου, ὁδηγοῦσε τὸ τρακτὲρ καὶ μαζί του ἔφερε καὶ τὸν μικρό του γιό. Στὸν δρόμο συναντοῦν κάποιον καλόγερο, ποὺ τοὺς σταμάτει καὶ τοὺς ζητᾶ νὰ ἀνέβῃ ἐπάνω. Τοὺς λέει ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ κτίσουν ἕναν ναό, παρακάτω τοὺς ὑποδεικνύει καὶ τὸ μέρος, τοὺς ἀποκαλύπτει ὅτι λέγεται Νεκτάριος καὶ ἀμέσως γίνεται ἄφαντος. Ὁ ναὸς κτίσθηκε πολὺ σύντομα, μικρὸς βέβαια, καὶ ἐζητήθηκε ἀπὸ τὸν γερο-Μιχαήλ, νὰ κάνει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ γερο-Μιχαὴλ τὴν ἔφτιαξε καὶ πῆγε στὴν Ῥόδο γιὰ νὰ τὴν παραδώσει, παρὰ τὸ ὅ,τι ὑπέφερε πολλὰ χρόνια ἀπὸ ἕλκος στομάχου. Στὴν ἐπιστροφὴ ὅμως, καθόταν σὲ μία γωνιὰ κουβαριασμένος. Στὸ ἴδιο πλοῖο συνταξίδευε καὶ κάποιος γιατρὸς παθολόγος, ὀνόματι Παπανικολάου. Ὁ γιατρὸς ῥώτησε τὸν γερο-Μιχαὴλ τί πρόβλημα εἶχε, καί, ἀφοῦ ἔμαθε τὸ πρόβλημά του, τοῦ ἔδωσε ἕνα φάρμακο· οἱ πόνοι ὑποχώρησαν καὶ συνέχισε τὸ ταξίδι του ἀνενόχλητα μέχρι τὴν Καλύβη του στὰ Καυσοκαλύβια.
Μετὰ τὸ καθιερωμένο Ἀπόδειπνο, ὅταν πῆγε νὰ ἀναπαυθῆ, ἄκουσε νὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του· τρομαγμένος σηκώνεται πάνω καὶ βλέπει μπροστά του ἕναν ἱεροπρεπῆ ἄνδρα. Ἀρχικὰ τὸν κατέλαβε φόβος, τὸν κοίταξε προσεκτικὰ καὶ διεπίστωσε ὅτι ἦταν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ πληροφορῶ, ὅτι δὲν θεραπεύτηκες ἀπὸ τὸν γιατρὸ στὸν καράβι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐμένα τὸν ἴδιο. Νὰ δοξάζεις τὸν Κύριο καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο». Ὁ ὑποτακτικὸς Γαβριήλ, ἄκουσε τὴν ἔντονη ὁμιλία, σηκώθηκε καὶ εἶδε τὸν γερο-Μιχαὴλ σηκωμένο νὰ ἀναζητᾶ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Πῆγαν καὶ οἱ δύο στὴν ἐκκλησία καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Ἅγιο καὶ τὴν Παναγία.
Μία ἄλλη χρονιά, εἶχαν τελέσει Θεία Λειτουργία στὶς 8 Νοεμβρίου, τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ κάλεσαν καὶ τὴν ἑπομένη τὸν ἱερέα νὰ λειτουργήσει, ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Τὸ βράδυ ἐκεῖνο, ὁ γερο-Μιχαὴλ δὲν εἶχε ὕπνο. Πηγαινοερχόταν στὸν ναΐσκο καὶ προσευχόταν μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸν Ἅγιο. Κάποτε, αἰσθάνθηκε νὰ ἐξέρχεται οὐράνια εὐωδία τόσο πολύ, ὥστε ὅλη ἡ Καλύβη πλημμύρισε ἀπὸ θεία μυρωδιά. Ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ παράθυρο, τίποτε! Ὁ ναὸς εἶχε γίνει πηγή, ἀπὸ ὅπου ἀνέβλυζε θεϊκὴ εὐωδία. Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ὄρθου, ἦλθε ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος νὰ λειτουργήσει καὶ εἶπε στὸν Γαβριήλ: «Ἀρώματα ῥίξατε;!». Μόλις μπῆκε στὸ ἱερό, ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ εὐωδία προερχόταν ἀπὸ τὴν λειψανοθήκη μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.