Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Μηνύματα από το Γεροντικό

$
0
0
Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΕΣ οἱ τροφὲς ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία• οὔτε τὰ χρήματα ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία• οὔτε ἡ ὁμιλία ἀλλὰ ἡ φλυαρία• οὔτε τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου ἀλλὰ ἡ ὑπερβολή• οὔτε ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς δικούς μας παρὰ 
μόνο ὅταν γίνεται ἀφορμὴ νὰ μὴν εὐγνωμονοῦμε τὸν Θεό• οὔτε τὰ ροῦχα ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ σκεπαζόμαστε καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὸ κρῦο καὶ τὸν καύσωνα, ἀλλὰ τὰ περιττὰ καὶ τὰ πολυτελῆ• οὔτε τὰ σπίτια ὅταν τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ φυλαγόμαστε ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ μόλις εἶπα καὶ
ἀκόμη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θηρία καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὰ διόροφα καὶ τριόροφα, τὰ μεγάλα καὶ πολυδάπανα• οὔτε ἡ ἰδιοκτησία ἀλλὰ ὅ,τι δὲν ἀνήκει στὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα• οὔτε τὸ νὰ ἔχουν βιβλία βλάπτει ὅσους ἐπιθυμοῦν πολὺ τὴν ἀκτημοσύνη ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ θεοπρεπῆ ἀνάγνωση• οὔτε οἱ φίλοι ἀλλὰ οἱ φίλοι ποὺ δὲν κάνουν καλὸ στὴν ψυχή μας• οὔτε ἡ γυναίκα εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ πορνεία• οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ φιλαργυρία• οὔτε τὸ κρασὶ ἀλλὰ ἡ μέθη• οὔτε ἡ φυσιολογικὴ ὀργή, ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε ἐναντίον τῆς ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ νοιώθουμε γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας• οὔτε ἡ ἐξουσία ἀλλὰ ἡ ἀρχομανία• οὔτε ἡ δόξα ἀλλὰ φιλοδοξία καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ἡ κενοδοξία• οὔτε ἡ ἀρετὴ ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι δική μας• οὔτε ἡ γνώση ἀλλὰ τὸ νὰ νομίζουμε πὼς εἴμαστε γνωστικοὶ καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀκόμα χειρότερο, ν᾽ ἀγνοοῦμε τὴν ἄγνοιά μας• οὔτε ἡ ἀληθινὴ γνώση ἀλλὰ ἡ ἀπατηλή• οὔτε ὁ κόσμος εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ τὰ πάθη• οὔτε ἡ φύση ἀλλὰ οἱ διαστροφές• οὔτε ἡ ὁμόνοια, ἀλλὰ ἡ ὁμόνοια τῶν κακοποιῶν κι ἐκείνη ποὺ δὲν βοηθάει στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς• οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀλλὰ ἡ κακὴ χρήση τους• γιατὶ ἡ ὅραση δὲν μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ βλέπουμε ὅσα δὲν πρέπει ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸν Δημιουργὸ βλέποντας τὰ κτίσματά του καὶ νὰ προοδεύουμε σύμφωνα μὲ τὰ ἀληθινὰ συμφέροντα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας• οὔτε ἡ ἀκοὴ γιὰ ν᾽ ἀσχολούμαστε μὲ συκοφαντίες καὶ ἀνοησίες ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε φωνή, ἀνθρώπων, πτηνῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Ποιητή τους• οὔτε ἡ ὄσφρηση γιὰ νὰ γίνει μαλθακὴ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ χάνει τὸ φρόνημά της μέσα στ᾽ ἀρώματα, ὅπως λέει ὁ Θεολόγος, ἀλλὰ γιὰ ν᾽ ἀναπνέουμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὸν ἀέρα ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε γι᾽ αὐτό• γιατὶ χωρὶς τὸν ἀέρα κανένα σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει οὔτε ἀνθρώπου οὔτε ζώου (...) Καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια δὲν μᾶς δόθηκαν γιὰ νὰ κλέβουμε καὶ ν᾽ ἁρπάζουμε καὶ νὰ κτυποῦμε τοὺς ἄλλους ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε στὶς θεάρεστες ἐργασίες• οἱ πιὸ ἀδύναμοι στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ δίνουν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ βοηθοῦν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη κι ἔτσι νὰ τελειοποιοῦνται, καὶ οἱ ἰσχυρότεροι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα γιὰ ν᾽ ἀσκοῦν ἀκτημοσύνη καὶ νὰ μιμοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἅγιους μαθητές Του καὶ γιὰ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ θαυμάζουν πῶς ὑπάρχει καὶ στὰ μέλη μας ἡ σοφία Του. Καὶ πῶς τὰ χέρια αὐτὰ καὶ τ᾽ ἀδύναμα δάκτυλά μας μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανὰ γιὰ κάθε ἐπιστήμη καὶ ἐργασία, γραφὴ καὶ δεξιότητα• ἀπ᾽ ὅπου προέρχεται ἡ γνώση τῶν ἀναρίθμητων τεχνῶν καὶ γραφῶν, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν διαφόρων φαρμάκων, τόσων γλωσσῶν καὶ γραμμάτων• καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει καὶ γίνονται καὶ θὰ γίνουν εἶναι δῶρα ποὺ μᾶς ἔχουν δοθεῖ καὶ μᾶς δίνονται συνεχῶς, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιβιώνουμε σωματικὰ καὶ νὰ σωθοῦμε ψυχικά, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε σύμφωνα μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂν μέσα ἀπ᾽ αὐτὰ τὸν δοξάζουμε μὲ ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη. Διαφορετικὰ ξεπέφτουμε καὶ καταστρεφόμαστε καὶ ὅλα στὴ ζωὴ αὐτὴ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ θλίψη, ἀλλὰ καὶ σὲ αἰώνια κόλαση στὴ μέλλουσα ζωή, ὅπως ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ. 

Να πως δοκίμαζαν τους υποτακτικούς των οι παλαιοί άγιοι Γέροντες, ώσπου να μορφωθούν μέσα τους οι αρετές του Χριστού και πάνω απ'όλες η ταπεινοφροσύνη. Το ακόλουθο περιστατικό μας το διηγείται ο Όσιος Κασσιανός: 
Ένα αρχοντόπουλο από την πόλη πήγε σ'ένα γειτονικό Κοινόβιο και ζήτησε να γίνει Καλόγερος. Ο Ηγούμενος, για να τον δεχτεί, του έκανε αυτή τη δοκιμασία: Του φόρεσε κουρέλια, του φόρτωσε στην πλάτη καμιά εικοσαριά πανέρια και τον έστειλε να τα πουλήσει στην πόλη. Τον πρόσταξε να μην τα δώσει όλα μαζί σε κανένα μαγαζί, μα ένα-ένα, γυρνώντας και διαλαλώντας το εμπόρευμα του στους πιο κεντρικούς δρόμους. 
Το αρχοντόπουλο έκανε κατά γράμμα την προσταγή του Ηγουμένου του. Έτσι τον είδαν οι συγγενείς κι'οι φίλοι του και τον ρεζίλεψαν με την καρδιά τους. Μα σαν γύρισε το βράδυ στο Κοινόβιο, ο Αββάς τον κούρεψε αμέσως μοναχό. Ήταν άξιος, γιατί έδειξε ταπεινοσύνη. 

Ένας νέος Μοναχός ρώτησε κάποιο γέροντα, πώς θα μπορούσε να γίνει μωρός για την αγάπη του Χρίστου. Εκείνος τότε του διηγήθηκε αυτό το περιστατικό: 
Ένας γείτονας μου Ερημίτης περιμάζεψε ένα εγκαταλειμμένο παιδί στην καλύβα του και το μεγάλωσε. Μια μέρα τον άκουσα να το συμβουλεύει: 
— Αν τύχη να σε βρίσει κανείς, Γάιε μου, εσύ ευλόγησε τον. Όταν σε προσκαλέσουν σε τραπέζι, φάγε τα χειρότερα κι'άφησε για τους άλλους τα καλλίτερα. Αν πρέπει να διάλεξης μόνος τα φορέματα σου, προτίμησε τα παλιά κι'άφησε στους άλλους τα καινούργια. Αν σε στείλουν... 
Δεν πρόφτασε να τελείωση τη φράση του ο Γέροντας, το παιδί βιάστηκε να τον διακόψει: 
— Μα για κουτό με περνάς, Άββά, να κάνω όλα τούτα που μου αραδιάζεις; 
— Ναι, παιδί μου, αποκρίθηκε ο καλός Άββάς, γίνε μωρός, για την αγάπη του Χριστού μας, να βρεις γαλήνη στη ζωή σου. 

Θέλοντας να βεβαιωθούν οι Γέροντες, αν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός και πράος ο Αββάς Αγάθων, όσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μια μέρα τάχα θυμωμένοι στο κελί του και του φώναξαν: 
— Εσύ είσαι ο Αγάθων, ο φαύλος και υπερήφανος; 
— Ναι, Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς καν να ταραχτεί. 
— Και τολμάς να φλυαρείς και να κατακρίνεις τους αδελφούς; εξακολούθησαν οι άλλοι. 
— Δίκιο έχετε, αλλά παρακαλέστε τον Θεό να μ'ελεήσει, είπε πάλι ο ταπεινός Αγάθων. 

Τρεις ευσεβείς νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους για την αγάπη του Χριστού. 
Ο ένας αποφάσισε ν'αφιέρωσει τη ζωή του στο να συμφιλιώνει μεταξύ τους τους εχθρούς και αντιπάλους. Τον συγκινούσε βαθειά το έργον του ειρηνοποιού. 
Ο άλλος, δοσμένος ολόψυχα στην αγάπη του πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχισμένους. 
Ο τρίτος, φλογερός εραστής της ησυχίας, πήγε στην έρημο να ζήσει ξένος κι'άγνωστος ανάμεσα στους ασκητές και ερημίτες. 
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο πρώτος, αηδιασμένος απ τις δολοπλοκίες, τις αντιθέσεις, τις διαμάχες των ανθρώπων, που δεν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε να βρει το σύντροφο του να δεί μήπως εκείνος είχε πιο επιτυχία στο έργο του. Αλλά κι'εκείνος ήταν απογοητευμένος. Η δυστυχία κι η κακομοιριά των συνανθρώπων του ήταν τόσο μεγάλη που δεν έφθανε να την ανακούφιση, καθώς ήθελε. Κι οι δύο μαζί τότε ξεκίνησαν να συναντήσουν τον παλιό τους φίλο να δουν τί κέρδος είχε εκείνος από την ξενιτεία του. Τον βρήκαν στο ερημητήριο του κι'αφού του διηγήθηκαν τα βάσανα τους, τον ρώτησαν τί απόκτησε ζώντας τόσα χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Εκείνος αντί να τους αποκριθεί με λόγια, έκανε τούτο το παράξενο: Πήρε ένα δοχείο, το γέμισε νερό κι'είπε στους φίλους του να κοιτάξουν μέσα. 
— Βλέπετε τίποτε; τους ρώτησε. 
— Νερό ταραγμένο. 
Ύστερα από λίγο, όταν το νερό είχε ηρεμήσει πια, τους είπε να ξανακοιτάξουν μέσα. 
— Τί βλέπετε; 
— Τα πρόσωπα μας, αποκρίθηκαν εκείνοι. 
— Να, λοιπόν, τί απόκτησα στην ηρεμία της ερήμου, είπε τότε ο ησυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα και γνωρίζω καλλίτερα τον εαυτό μου, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μου. Αγωνίζομαι να διορθωθώ και ποτέ δεν ένοιωσα κόπο κι'απογοήτευση. 
Οι άλλοι δύο συμφώνησαν πώς ο ερημίτης είχε δίκαιο. 

Όσο κι'αν κοπιάσεις να σπείρεις στο δρόμο που πατιέται, χλωρό φύλλο δε φυτρώνει• άλλο τόσο κι'αν μοχθήσεις να καλλιεργήσεις καρδιά βαρυμένη με βιοτικές μέριμνες, άδικα κοπιάζεις• αδύνατον είναι να βλάστηση αρετές. Γι'αυτό οι Πατέρες διάλεξαν την ξενιτεία, λέγει κάποιος Αββάς. 

Όταν έπαψαν οι Εβραίοι ν'ασχολούνται με τις δουλειές των Αιγυπτίων, κι'έμειναν στις σκηνές, έμαθαν πώς να λατρεύουν τον Θεό, λέγει σοφός Πατήρ. Και τα πλοία, όχι στο πέλαγος, αλλά στο λιμάνι εμπορεύονται και κερδίζουν. Το ίδιο κι'η ψυχή, αν δεν πάψη ν'ασχολείται με τα πράγματα του κόσμου και δε μείνει σε τόπο ήσυχο, ούτε τον Θεό βρίσκει, ούτε αρετές αποκτά. 

Αληθινή ξενιτεία είναι να γνωρίζει να συγκρατεί ο άνθρωπος τη γλώσσα του όπου κι'αν βρίσκεται, έλεγε ο Αββάς Τιθόης. 

Σ'ένα νέο, που είχε αποφασίσει να μονάσει σε Κοινόβιο, ο Αββάς Ποιμήν έδωσε την ακόλουθη συμβουλή:
— Αν θέλεις, αδελφέ, να γίνεις καλός μοναχός και μάλιστα κοινοβιάτης, κράτησε καλά στο νου σου αυτά τα δύο: Πρώτον, απόφευγε τις περιττές κουβέντες, και, δεύτερον, μην απόκτησης ποτέ δικό σου πράγμα, ούτε μικρό λαγήνι για νερό, και θα είσαι σ'όλη σου τη ζωή αναπαυμένος.

Ένας από τους παλαιότερους Πατέρας συνήθιζε να λέγει πως πολλοί από τούς Μοναχούς μοίρασαν τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς, άφησαν γονείς και φίλους και κλείστηκαν στα Μοναστήρια για την αγάπη του Χριστού. Κατόρθωσαν τα πιο μεγάλα, μα νικήθηκαν στα μικροπράγματα κι'έγιναν παιγνίδι στα χέρια του διαβόλου. Κι'όλα αυτά συνέβησαν, γιατί καταπάτησαν την υπόσχεση της ακτημοσύνης, κρατώντας στο κελί τους σακούλια με ξηρούς καρπούς, καλαθάκια με οπωρικά, βελόνες, ψαλίδια ή ζώνες. Δεν καταλαβαίνουν οι δυστυχείς πως μ'αυτόν τον τρόπο ακολουθούν τον Ανανία και τη Σαπφείρα των Πράξεων.

Αγάπα, αδελφέ, τα φτωχικά ενδύματα, αν θέλεις να διώξεις από την καρδιά σου την υψηλοφροσύνη. Όποιος αγαπά την πολυτέλεια, είναι αδύνατο να απόκτηση ταπεινοσύνη. Είναι φυσικό να διαμορφώνεται ο εσωτερικός άνθρωπος σύμφωνα με τον εξωτερικό.

Ο Αββάς Παμβώ θέλει τον μοναχό ντυμένο με τέτοια ρούχα, που, αν τα πετάξει στο δρόμο, να μη καταδεχτούν ούτε οι ζητιάνοι να τα πάρουν.

Κάποιος πλούσιος χριστιανός επισκέφτηκε κάποτε έναν Ερημίτη και, φεύγοντας, του πρόσφερε ένα γερό φιλοδώρημα. Εκείνος όμως με κανένα τρόπο δεν ήθελε να το δεχτεί.
— Πάρε το, Αββά, τον παρακαλούσε ο επισκέπτης, και μοίρασέ το στους φτωχούς.
— Αυτό είναι διπλή ντροπή για μένα, τέκνον μου, του αποκρίθηκε ο Γέροντας, να παίρνω χωρίς να έχω ανάγκη και να κενοδοξώ μοιράζοντας τα ξένα ελεημοσύνη.

Αν δώσεις ελεημοσύνη, λέγει άλλος Γέροντας, κι ο λογισμός σε θλίβει πως έδωσες πολύ, μη δίνης προσοχή σ'αυτόν, γιατί είναι σατανικός. Καλλίτερα όμως για σένα είναι να ζεις με τόση ακτημοσύνη, πού να έχεις ανάγκη από τους άλλους να σ'ελεούν. Εκείνος πού δίνει, έχει την ικανοποίηση πως κάνει κάτι καλό. Αλλ'όποιος στερείται και δεν έχει ποτέ να δώσει κάτι, αποκτά ταπεινοσύνη με τη σκέψη πως ποτέ δεν κάνει τίποτε καλό. Έτσι έζησαν οι Πατέρες μας. Μ'αυτόν τον τρόπο βρήκε τον Θεό ο Μέγας Αρσένιος.

Επαινούσαν οι Πατέρες την ακτημοσύνη και την αφιλοχρηματία του Αββά Αγάθωνος και του υποτακτικού του. Όταν κατέβαιναν στην αγορά να πουλήσουν το εργόχειρο τους έλεγαν μία φορά την τιμή στον αγοραστή. Αν εκείνος άρχιζε τα παζαρέματα, αυτοί σώπαιναν και τον άφηναν να του δώσει όσα ήθελε. Αν πάλι είχαν ανάγκη οι ίδιοι να αγοράσουν κάτι, έδιναν αμέσως τα χρήματα που τους ζητούσαν, χωρίς να βγάλουν λέξη από το στόμα τους.

Ένας σοφός Γέροντας, στον οποίον πήγαιναν πολλοί για συμβουλές, συνήθιζε να λέγει:
— Πόσο καλλίτερα θα ήταν για μένα να διδάσκομαι παρά να κάνω το δάσκαλο στους άλλους.

— Ποιό είναι το έργο του Μοναχού; ρώτησε μια μέρα το νεαρό υποτακτικό του ο Όσιος Μακάριος.
— Συ ρωτάς εμένα, Αββά; είπε ντροπαλά ο νέος.
— Γιατί όχι; αποκρίθηκε ο Όσιος. Μυαλό έχεις να σκεφτείς.
— Νομίζω πως ο Μοναχός δεν έχει άλλο έργο ανώτερο από το να βιάζει διαρκώς τον εαυτό του να κάνη το καλό, είπε τότε ο υποτακτικός.
Ο Γέροντας συμφώνησε πως ήταν πολύ ορθή η απάντηση του.

Τι είναι ταπείνωσις, Αββά; ρώτησαν κάποιον Γέροντα οι αδελφοί της σκήτης.
— Ταπείνωσις, παιδιά μου, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να σού φταίξει ο άλλος και συ να τον συγχωρέσεις παρ'ευθύς, χωρίς να περιμένεις να σου ζητήσει συγγνώμη.
Πιο σύντομο δρόμο για τον Ουρανό από την ταπεινοσύνη δε μπορείς να βρεις, έλεγε άλλος Πατήρ.

Δύο Επίσκοποι σε γειτονικές επαρχίες, ο ένας πλούσιος και ισχυρός, ο άλλος φτωχός και ταπεινός, παρεξηγήθηκαν κάποτε γι'ασήμαντη αφορμή. Από τότε ζητούσε ο πλούσιος ευκαιρία να εκδικηθεί το φτωχό. Εκείνος όμως δε φοβήθηκε κι'έλεγε συχνά στους κληρικούς του:
— Κάνετε υπομονή, Αδελφοί, εμείς θα νικήσουμε στο τέλος.
Σ'ένα μεγάλο πανηγύρι, που ο πλούσιος Επίσκοπος με πομπή ατέλειωτη λιτάνευε την εικόνα του Αγίου που γιόρταζε, ο γείτονάς του πήρε όλους τους κληρικούς του και πήγε στην επαρχία του.
— Θα κάνετε ότι κάνω εγώ, τους είχε ειπεί, και σήμερα, με τη δύναμη του Θεού, θα τον νικήσουμε.
— Τί έχει στο νου του τάχα να κάνη; έλεγαν με απορία εκείνοι μεταξύ τους.
Σαν έφτασαν στη γειτονική πόλη, η πομπή βρισκόταν στον πιο κεντρικό δρόμο. Τότε ο ταπεινός Επίσκοπος, με όλο του τον κλήρο, έπεσε στα πόδια του αντιπάλου του και είπε δυνατά για ν'ακουστεί απ'όλους:
— Συγχώρεσέ μας, δέσποτα, δούλοι σου είμαστε όλοι.
Ό ισχυρός Επίσκοπος εκάμφθηκε και, διώχνοντας τη σκληρότητα από την καρδιά του, αγκάλιασε τον αδελφό του και του είπε ταπεινά:
— Σύ είσαι Πατέρας και δεσπότης μου.
Από την ήμερα εκείνη απόκτησαν μεγάλη φιλία μεταξύ τους.
Δεν σας έλεγα, τέκνα μου, πως θα τον νικήσουμε; έλεγε ο φτωχός Επίσκοπος στους κληρικούς του. Η ταπεινοσύνη είναι αληθινή δύναμη στη ζωή.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Trending Articles