ὑπό τοῦ Ἱερομονάχου Παϊσίου Ἁγιορείτου, πνευματικοῦ Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἱλαρίωνος
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅσα καί νά γράψῃ κανείς γιά τόν Γέροντα θά εἶναι λίγα· γιατί πραγματικά ἦταν ἀνεξάντλητος ὁ Πατήρ (ὁ Ἅγιος πλέον Παΐσιος). Καί πάλι αὐτά πού γνωρίζουμε εἶναι πολύ λίγα σέ σχέση μέ αὐτά πού ἔκρυβε, διότι ὁ πνευματικός του πλοῦτος μᾶς εἶναι ἐν πολλοῖς ἄγνωστος.
Ἔργο Ἱ. Μ. Ἁγ. Ἱλαρίωνος Ἀριδαίας.
Ἀκόμη καί αὐτά πού ὑπέπεσαν στήν ἀντίληψή μας, εἶναι εἴτε διότι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τόν πρόδιδε, εἴτε διότι ὁ ἴδιος ἀπό πολλή ἀγάπη ταπεινά μᾶς φανέρωνε, γιά νά ὠφεληθοῦμε καί ἐμεῖς κάνοντας ἔτσι πνευματική ἐλεημοσύνη.Τί πρῶτο καί τί δεύτερο νά σημειώσῃ κανείς! Εἰσῆλθε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν μέ γενναία καί νεανική ψυχή καί εἰσῆλθαν ὅλες οἱ ἀρετές μέσα του, δίδοντας ὅμως τά πρωτεῖα στήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Ἔδωκε τόν ἑαυτό του ἑκουσίως εἰς πᾶσαν κακοπάθειαν. Ἀγωνίσθηκε ἀπό τήν αὐγή τῆς νεότητός του ἕως τήν δύση τοῦ γήρατός του μέ τόν ἴδιο ζῆλο διατηρώντας ἄσβε- στη τήν λαμπάδα. Ἔμπλεως ἡ ζωή του ἀπό θεία γεγονότα.
Κελλί Τιμίου Σταυροῦ.
Πτωχός καί ἀκτήμων ἀπό πάθη καί ὑλικά ἀγαθά,·πλούσιος ὅμως ἀπό ἀγάπη καί χαρίσματα πνευματικά. Ἰσάγγελος ὁ βίος του καί οἱ λόγοι του πλήρεις χάριτος ἀποπνέουν ἄρωμα πνευματικό. Αὐτό τό ἄρωμα καί αὐτή ἡ εὐωδία ξεχύθηκε ἀπό μέσα πρός τά ἔξω, καί σκόρπισε παντοῦ, καί τήν ὀσφράνθηκαν ὄχι μόνο στό Ἅγιο Ὄρος, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα· ἁπλώθηκε καί πέραν αὐτῆς. Γι’ αὐτό καί ἔτρεχαν οἱ πάντες εἰς τήν ὀσμήν τούτου τοῦ μύρου·νά μεταλάβουν λίγο καί νά μυρίσουν καί αὐτοί, ν’ ἀλλάξη ἡ ζωή τους.
Ταιριάζει ἐδῶ νά ἐπαναλάβουμε τό τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Ὦ, Ὦ πάτερ, τίς σέ ἰδών οὐκ ἠγάπηκεν, ἤ τίς συντυχῶν σοι οὐ γεγλύκανται;»!
Εἶχε δίκαιο, λοιπόν, ὁ παπα-Τύχων, πού τόν ἀποκαλοῦσε «γλυκό Παΐσιο», καί ὅλοι βέβαια γεύθηκαν τῆς γλυκύτητος αὐτῆς, ἀναλόγως ὁ καθένας μέ τήν διάθεσή του.
Ἐλάχιστα πράγματα εἶχε στό κελλί του ἀσυγκρίτως λιγότερα στό Σινᾶ. Καί τά εἶχε ὄμορφα τακτοποιημένα καί ἁπλά, καθώς καί ὁ ἴδιος ἦταν πολύ ἁπλός. Κάποτε ἔχοντας πρό τῶν ὀφθαλμῶν του τήν εἰκόνα τῆς πτωχείας αὐτῆς ἔλεγε: «Πῶς μέ ἀναπαύει ἡ εἰκόνα αὐτή!». Πάντα πενίας γέμοντα. «Ὦ πενία πλούτου πάροχε», θά ἔλεγε ὁ Ἅγ. Χρυσόστομος. Καί ἡ τράπεζά του πολύ λιτή·δίχως τραπέζια καί καρέκλες. Ἕνα τσάι συνήθως μέ λίγο παξιμάδι, σπανίως δέ καί κάτι περισσότερο. Τήν ἐπεσκίαζαν ὅμως Ἅγιοι Ἄγγελοι καί ὁ Δεσπότης αὐτῶν.
Πλούσια ὅμως χόρταινε τά παιδιά του καί τούς ἐπισκέπτες του μέ τήν ἄφθονη ἀγάπη καί τόν ὑπέρ μέλι καί κηρίον λόγο του. Ὦ, πόση ἀνάπαυση αἰσθάνονταν οἱ ἄνθρωποι κοντά του!
Ὅλοι κατέβαιναν προβληματισμένοι καί πεφορτισμένοι καί ἐπέστρεφαν χαρούμενοι καί ἀνάλαφροι κατά τό ψαλμικόν: «Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καί ἔκλαιον, ἐρχόμενοι δέ ἤρχοντο ἐν ἀγαλλιάσει» (ψαλμ. 125,6). Τί χάρισμα καί αὐτό νά ξεκουράζη τίς ψυχές!
Γνωστός ἰατρός κατηφόρησε στό Γέροντα πνιγμένος στή θλίψη καί τή στενοχώρια, ἔτσι ποὺ δέν μποροῦσε ν’ ἀρθρώση λέξη, μόνο μπόρεσε νά πῆ «Γέροντα» καί κόπηκε ἡ φωνή του.
«Καλά», τοῦ λέει ὁ πατήρ καί μπῆκε στό κελλί του, καί μετά ἀπό δεκάλεπτη προσευχή βγῆκε καί τοῦ λέει: «Τώρα μπορεῖς νά μιλήσης;». «Μπορῶ, ἀλλά δέν χρειάζεται, εἶμαι μιά χαρά. Φεύγω».
Καί ἔτρεχε τήν ὁδόν αὐτοῦ χαίρων.
«Καλά», τοῦ λέει ὁ πατήρ καί μπῆκε στό κελλί του, καί μετά ἀπό δεκάλεπτη προσευχή βγῆκε καί τοῦ λέει: «Τώρα μπορεῖς νά μιλήσης;». «Μπορῶ, ἀλλά δέν χρειάζεται, εἶμαι μιά χαρά. Φεύγω».
Καί ἔτρεχε τήν ὁδόν αὐτοῦ χαίρων.
Χειρόγραφο σημείωμα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, τό ὁποῖο εἶχε τοποθετήσει σέ πλαστικό δοχεῖο πού περιεῖχε σταμπωτά εἰκονάκια ἀπό τό ἐργόχειρό του γιά νά μοιραστοῦν μετά τήν κοίμησή του. |
Γνωστό ζευγάρι ἔγραψαν στόν τάφο ἐπάνω στό χῶμα: «Πάτερ Παΐσιε, θέλουμε παιδί», καί σ’ ἕνα χρόνο τό εἴχανε στήν ἀγκαλιά τους.
Πλῆθος ἀνεξομολόγητοι μέ τήν προτροπή του ἔβαλαν ἀρχή καί ζοῦνε χριστιανική ζωή. Ἄνθρωποι, νέοι κυρίως, ἀπελπισμένοι ἀπό τήν ζωή καί ἕτοιμοι γιά αὐτοκτονία αἴφνης εἶδαν μπροστά τους τό φῶς τῆς ἐλπίδος μέ μία συνάντηση πού εἶχαν μέ τόν Γέροντα. Ἄλλοι πού ἔπασχαν ἀπό ψυχολογικά, φοβίες κ.λπ. μ’ ἕνα μόνο γράμμα πού τοῦ ἔστειλαν, συνῆλθαν.
«Γέροντα», τοῦ εἶπε κάποιος ἀπό αὐτούς, «ἄν σέ βλέπω κάθε τρεῖς μῆνες, δέν χρειάζομαι κανένα φάρμακο!». Δαιμονισμένοι ἐλευθερώθηκαν μέ τήν σφιχτή του ἀγάπη, ναρκομανεῖς καθαρί- σθηκαν, ἀναρχικοί σωφρονίσθηκαν, καί ἔκαναν ὡραῖες οἰκογένειες. Ἄλλοι πάλι ἀπό τήν ἁμαρ- τία πλύθηκαν καί λευκάνθηκαν καί δέν ξαναμολύνθηκαν.
Σέ κάποιους φανέρωσε κάτι ἀπό τήν ζωή τους καί προσῆλθαν στόν χριστό, οἱ πιό φλογεροί ἀπό αὐτούς ἔγιναν καί μοναχοί.
«Γέροντα», τοῦ εἶπε κάποιος, «θέλω νά γίνω μοναχός». «Τραγούδησε μία φορά τό «ἔχε γειά καημένε κόσμε» καί τρέχα», τοῦ ἀπάντησε αὐτός πού ἄφησε πίσω του τόν κόσμο ἀνεπιστρεπτί καί μέ αὐταπάρνηση καί ξενιτεία ἔζησε στήν ἔρημο, στήν μοναξιά τά χρόνια τά νεανικά, καί τήν ὁποία ξενιτεία ἐπιθυμοῦσε μέχρι καί τά γηρατειά.
Ὅλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως βοηθήθηκαν. Μεγάλοι καί μικροί, ἁπλοί καί σοφοί, πλούσιοι καί πτωχοί, κοσμικοί καί μοναχοί, πονεμένοι καί μή. «Τοῖς πᾶσι ἐγίνετο τά πάντα, ἵνα τούς πάντας σώση» (Α΄ Κορ. θ, 22).
Συνέπασχε μέ τούς ἁμαρτωλούς, ὅταν ἔβλεπε μετάνοια καί συντριβή. «Μοῦ ἔρχεται νά τούς φιλήσω τά πόδια» ἔλεγε, καί τούς ἔδινε πολύ κουράγιο. Ἦταν ἄμετρα συγκαταβατικός σέ ὅσους ὁμολογοῦσαν ταπεινά τήν ἁμαρτία τους, ὅσο μεγάλη κι ἄν ἦταν. Φαινόταν σκληρός σ’ ὅσους δικαιολογοῦσαν τό σφάλμα τους, ὅσο μικρό καί ἄν φαινόταν.
Ὅταν ἔβλεπε ὅτι ἡ αἰτία κάποιας ἀσθένειας ἦταν ἡ ἁμαρτία, πρῶτα τούς ὁδηγοῦσε στήν μετάνοια-ἐξομολόγηση καί κατόπιν τούς θεράπευε. Μερικούς τούς σταύρωνε μέ τό χέρι του καί ἀμέσως ἀφανίζονταν οἱ κακοί λογισμοί. Ἄλλους τούς σταύρωνε μέ τό λειψανάκι τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου ἤ τούς ἔδινε ἁγιασμό ἀπό τόν Ἅγιο καί εὐθύς θεραπεύονταν.
Σέ κάποιον πού εἶχε πρόβλημα τό χέρι του, τόν συμβούλευσε νά τό ἀκουμπήση στήν κάρα τοῦ Ἁγίου, γιά νά ἀποκατασταθῆ, καί πρόσθετε: «ἤ πιστεύουμε ἤ δέν πιστεύουμε!». Πόση ἦταν ἡ πίστη καί ἡ εὐλάβειά του στόν Ἅγιό του!
Ἡ ἁγνή του ἀγάπη ἐξάγνιζε τίς ψυχές μας καί ἡ εἰρήνη πού μετέδιδε τίς ἁπάλυνε καί ἀποσοβοῦσε μακράν κάθε ταραχή. Ἐνῶ εἶχε τήν κατά Θεόν παρρησία, προσήρχετο ἐνώπιόν Του μέ μεγάλη συστολή ὡς ὁ πλέον ἁμαρτωλός. Κάποτε πού τοῦ πονοῦσε τό μάτι πολύ καί δέν ἄντεχε, κατέφυγε στήν Παναγία.
Πῆρε λίγο λαδάκι ἀπό τό καντήλι της καί σταύρωσε τό πονεμένο μάτι. Δέν θεραπεύθηκε ὅμως, ἄν καί τό ἐπανέλαβε τρεῖς φορές.
Πῆγε μετά γιά τέταρτη φορά μέ πολλή συντριβή καί συστολή λέγοντας καί μέ τό σχῆμα καί μέ τά λόγια: «ςυγχώρεσέ με, Παναγία μου, θά σ’ ἐνοχλήσω πάλι, ἀλλά δέν ἀντέχω». Ἄλειψε τότε ξανά μέ τό λαδάκι της τό μάτι του καί ἀμέσως θεραπεύθηκε!
Στούς ἱερεῖς συνιστοῦσε νά ἔχουν φόβο Θεοῦ καί εὐλάβεια, καί μάλιστα νά διατηροῦν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τή χάρη τῆς Ἱερωσύνης, γιά νά βοηθοῦν διπλά τόν κόσμο. Καί οἱ ἐπίσκοποι ν’ ἀγρυπνοῦνε γιά τό ποίμνιό τους πού τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος τούς τιμοῦσε ὅλους καί ἔβαζε μετάνοια καί στόν πιό μικρό παπά.
Εἶχε ἐκκλησιαστικό φρόνημα ὁ Γέροντας καί ἐπειδή ἦταν ταπεινός, ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιά σοβαρά ἐκκλησιαστικά θέματα ἀπαντοῦσε συνήθως:
«Ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖνο πρέπει νά ἀκολουθοῦμε ὅλοι». Ἔλεγε ἀκόμη ὅτι μόνο γιά μή σοβαρά θέματα, πού δέν ἔχει πάρει θέση ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ κανείς.
Εἶχε ὅμως θεῖο ζῆλο τόν κατ’ ἐπίγνωσιν. Ὅλα τά εἶχε ὁ Ἅγιος Γέροντας, καθώς ἔπρεπε, δίχως δηλαδή ἀκρότητες, οἱ ὁποῖες ταράσσουν τήν Μητέρα Ἐκκλησία.
Ἐθλίβετο πολύ καί θύμωνε, ὅταν ἄκουε βλάσφημα ρήματα, ἀντορθόδοξες θεωρίες καί ἑρμηνεῖες, ἔστω καί ἄν προέρχονταν ἀπό θεολόγους καί κληρικούς. Καί μιλοῦσε — δέν σιωποῦσε— ὅταν ἔπρεπε, καί ἔβλεπε ἀνθρώπους νά ἐνεργοῦν κατά τῆς Ἐκκλησίας καί κατά τῆς πατρίδος μας.
Ἦταν ὀλίγων γραμμάτων ὁ Γέροντας (τοῦ Δημοτικοῦ), εἶχε ὅμως εὐρύτητα πνεύματος καί κάλυπτε τούς πάντας καί εἰς πάντα. Εἶχε πλούσια πνευματική πείρα καί τόν ἄνωθεν φωτι- σμό καί ἔτσι τό ἔργο πού ἐπιτελοῦσε ἦταν ὄχι ἀνθρώπινο ἀλλά θεϊκό.
Τόν ρώτησε κάποιος: «Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε Ἅγιο τόν Ἅγιο Ἀρσένιο;».
Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Εἶχε ἀγωνιστικό φρόνημα, εὐλά- βεια, ταπείνωση, ἀγάπη, φιλότιμο ...».
Ὅλα αὐτά τά εἶχε βέβαια καί ὁ δικός μας Πατήρ, γι’ αὐτό καί ἔγινε καί αὐτός Ἅγιος. Ἰδιαίτερα καλλιέργησε ὁ Γέροντας τήν πνευματική ἀρχοντιά, μέ τήν ὁποία, ἔλεγε, κυρίως συγγενεύει κανείς μέ τόν χριστό. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι δεύτερα.
Δοσμένος ὅλος στόν Χριστό καί στήν εἰκόνα Του, δέν ἔκανε δικά του σχέδια. Γι’ αὐτό καί τόν πῆρε ὁ χριστός στό σχέδιό Του: Τόν ἔκανε πνευματικό πατέρα. Καί ὁ πατήρ δέν σκεπτόταν καθόλου τόν ἑαυτό του οὔτε κἄν τόν ὑπολόγιζε.
Προτιμοῦσε πάντα τό συμφέρον τῶν ἄλλων. Αὐτό εἶναι τό Εὐαγγέλιο, αὐτό τοῦ δίδαξε ὁ Χριστός. «Ἐμεῖς», ἔλεγε πολλές φορές, «φτιάχνουμε δικό μας Εὐαγγέλιο».
Καί ἐπειδή σήμερα, πού χαράσσονται οἱ γραμμές αὐτές, εἶναι καί ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, καλό μοῦ φάνηκε νά παραθέσω ἕνα γράμμα τοῦ Ρώσου παπα-Τύχωνα, πολύ χαριτωμένο, πού ἔστειλε στόν ὑποτακτικό του π. Παΐσιο, ὅπου τόν παρακαλεῖ νά κατέβη ἀπό τά Κατουνάκια ψηλά, πού ἦταν τότε στοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό κελλί, νά τόν βοηθήση πού τόν εἶχε ἀνάγκη στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Τό ἀντιγράφω ἐλάχιστα διορθωμένο:
Σκήτη Ἁγ. Βασίλειος Μέγας
π. Τύχων
Ἀγαπητέ π. Παΐσιος
Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά σ’ εὐλογήση.
Παρακαλῶ τώρα ὁ π. Ἀθανάσιος ἔφυγε ἀπό τό σπίτι μου. Τώρα ἐγώ μόνος. Παρακαλῶ κάνε ἀγάπη νά ἔρθης στό δικό μου σπίτι βοηθήσης μέ. Ἐγώ νά γίνω χαρά. Ἐσεῖς δικό μου παραγυιό.
Παρακαλῶ σέ περιμένω δικό σου
Γέροντα π. Τύχων Καλλιάγρα
Ἅγια Γεροντάκια! Πόσο μᾶς λείπουν τώρα οἱ ἅγιοι αὐτοί παπποῦδες! Τώρα ἐμεῖς μόνοι. Ἄς τούς παρακαλέσουμε νά κάνουν ἀγάπη, νά ἔρθουν καί στά δικά μας σπίτια νά μᾶς βοηθή- σουν·νά μᾶς δώσουν χαρά, νά γίνουμε δικά τους παιδιά ἀληθινά. Ἔτσι δέχεται κανείς καί μεταδί- δει καί συνεχίζει τήν παράδοση.
Αὐτός ἦταν ὁ π. Παΐσιος ὁ ταπεινός. Γι’ αὐτό καί πάντοτε προσηνής, χαρούμενος καί γαληνός, συμπαθής, ἄγρυπνος καί ἁγνός·ἀποδεικνύων δι᾽ ὅλης του τῆς βιοτῆς τῆς ξένης καί Ἀγγελικῆς ὅτι «τοῖς ἐρημικοῖς ζωή μακαρία ἐστι, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (Ἀναβ. πλ. α΄).
Κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Γέροντας στίς 12 Ἰουλίου 1994 (Ν.Η.), ὅταν στό Ἅγιον Ὄρος ἑόρταζαν τήν μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου.
Ἴσως νά μήν ἦταν τυχαῖο.
Ἴσως νά μήν ἦταν τυχαῖο.
Ἔζησε καί ὁ Πατήρ «ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν κόποις ὑπερβαλλόντως, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν ἀγάπη ἀνυποκρίτῳ, ἀεί χαίρων, ὡς μηδέν ἔχων καί τά πάντα κατέχων» (βλ. Β΄ Κορ. 6,4-10), μιμούμενος τόν μέγαν Παῦλον, καί ἐφίλησε τόν Χριστόν πλεῖον πάντων ἡμῶν κατά τόν κορυφαῖον Πέτρον.
Ὑπῆρξε γνήσιος Ἁγιορείτης καί ὡς ἐκ τούτου ἀνῆκε καί αὐτός στούς φίλους τῆς Παρθένου καί τοῦ χριστοῦ ἐρασμίους θεράποντας (Ἀκολ. Ἁγιορειτῶν). Ὑπῆρξε στούς ἐσχάτους τούτους χρόνους, ὅπου λιγόστεψε ἡ ἄσκηση, καύχημα τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας καί δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Εὐωδία χριστοῦ καί χαρά τῶν Ἀγγέλων.
Ἔλεγχος τῶν ἀπίστων καί παραμυθία τῶν πιστῶν. Τύπος καί παράδειγμα τῶν μοναχῶν καί πρέσβυς ἀκοίμητος τοῦ κόσμου παντός. Καί τό μέν σῶμα του ἀναπαύεται στά ἱερά χώματα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπου καί ὁ ἅγιός του κατοικεῖ·τό δέ πνεῦμα του ἀγάλλεται στούς οὐρανούς μέ ὅλους τούς ἁγίους.
Ἡμεῖς δέ ἀπορφανισθέντες πρός καιρόν, ἄς σπουδάσουμε νά τηρήσουμε τά λόγια του, νά μιμηθοῦμε κατά τό δυνατόν τό παράδειγμά του, γιά ν’ ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε καί στήν ἄλλη ζωή τό φωτεινό πρόσωπό του, νά εἴμεθα κοντά του, πράγμα πού καί ὁ ἴδιος πολύ ἐπιθυμοῦσε, καθώς στοργικά καί πατρικά μᾶς ἔλεγε: «Ἐμεῖς θά ἔχουμε ἀκριβῆ ἀγάπη εἰς αἰώνας αἰώνων». Ἀμήν.
Περιοδικό «Εκ Βαθέων» τ. 23
Περιοδικό «Εκ Βαθέων» τ. 23