τοῦ Ἱερέως Ἰωάννου Σπυρίδη, Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Γιαννιτσῶν
Τιμοῦμε καί συγγράφουμε λόγους γι᾽ αὐτόν πού δέν τοῦ ἄρεσαν ποτέ οἱ τιμές καί τά λόγια καί δέν ἀναπαυόταν σέ ἐγκώμια, ἀλλά χαιρόταν νά ζεῖ τήν ἐν χριστῷ μυστική ζωή.
Ἔργο Χρήστου Θωμᾶ.
Ἐπεδίωκε ὁ Ἅγιος Παΐσιος τήν ἀφάνεια μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του καί ταπεινά χαιρόταν ἀκόμη καί ὅταν τόν κατηγοροῦσαν. Ἔλεγε γιά κάποιον πού τόν κατηγοροῦσε ἔντονα: «αὐτός εἶναι ὁ εὐεργέτης μου». Βέβαια ἡ μεγαλύτερη τιμή εἶναι νά προσπαθήσουμε νά τόν μιμηθοῦμε, κατά τό δυνατόν.
Ἕνας ἀπό αὐτούς πού γνώρισαν προσωπικά τόν Ἅγιο Παΐσιο εἶναι καί ὁ γράφων. Ἀξιώθηκα πολλές φορές νά τόν ἐπισκεφτῶ καί νά συναναστραφῶ μαζί του. ςτάθηκα τυχερός καί αἰσθάνομαι εὐγνώμων πρός τό Θεό γιά δύο λόγους: ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι ἀξιώθηκα νά φιλοξενηθῶ γιά πέντε χρόνια στό περιβόλι τῆς Παναγίας ὡς μαθητής στήν Ἀθωνιάδα σχολή, σ’ αὐτόν τόν εὐλογημένο καί ἁγιασμένο τόπο, πού ὅπως ἔλεγε ἕνας ἀσκητής πού γνώρισα, ὁ γερο-Χαράλαμπος ὁ κομποσχοινάς, «τά χώματα ἐδῶ τῆς Παναγίας εἶναι ἁγιασμένα» καί ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι συνδέθηκα πνευματικά μέ τόν εὐλαβέστατο ἁγιορείτη ἱερομόναχο π. Παΐσιο Κυριακοῦ, πνευματικό σήμερα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰλαρίωνος Μογλενῶν στήν Ἀριδαία, καί ὁ ὁποῖος ἕλκει τήν καταγωγή του ἀπό τά Γιαννιτσά καί πιό συγκεκριμένα ἀπό τήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος ἦταν ἀπό τά πιό κοντινά πνευματικά τέκνα τοῦ γέροντα. Ἡ σχέση αὐτή μέ τόν ἱερομόναχο Παΐσιο ἤτανε καί ἡ καλή αἰτία νά γνωρίσω πιό στενά τόν ἅγιο Παΐσιο καί ὀφείλω νά ὁμολογή- σω ὅτι αἰσθάνθηκα σάν μικρό παιδί πού βρέθηκε μπροστά σ᾽ ἕνα μέλι καί γεύτηκε λίγη ἀπό τήν πνευματική γλύκα πού οἱ δύο ἐραστές τοῦ Θεοῦ ἀπολάμβαναν.
Ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος μέ παρότρυνε νά ἐπισκέπτομαι τόν γέροντα τακτικά, πράγμα πού τό ἔπραττα κάθε φορά πού δέν εἶχα μαθήματα. Ἄλλοτε πάλι, ὅταν ὁ γέροντας πήγαινε ἀπό τήν προπαραμονή ἤ τήν παραμονή μιᾶς ἀγρυπνίας ἤ γιά ἄλλο σκοπό στό κελλί τοῦ παπα-Παΐσιου μέ καλοῦσε ὡς στοργικός πατέρας νά πάω κι ἐγώ ἐκεῖ καί νά συναναστρέφομαι μαζί τους.
Ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος ἦταν ἀπό τά πιό κοντινά πνευματικά τέκνα τοῦ γέροντα. Ἡ σχέση αὐτή μέ τόν ἱερομόναχο Παΐσιο ἤτανε καί ἡ καλή αἰτία νά γνωρίσω πιό στενά τόν ἅγιο Παΐσιο καί ὀφείλω νά ὁμολογή- σω ὅτι αἰσθάνθηκα σάν μικρό παιδί πού βρέθηκε μπροστά σ᾽ ἕνα μέλι καί γεύτηκε λίγη ἀπό τήν πνευματική γλύκα πού οἱ δύο ἐραστές τοῦ Θεοῦ ἀπολάμβαναν.
Ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος μέ παρότρυνε νά ἐπισκέπτομαι τόν γέροντα τακτικά, πράγμα πού τό ἔπραττα κάθε φορά πού δέν εἶχα μαθήματα. Ἄλλοτε πάλι, ὅταν ὁ γέροντας πήγαινε ἀπό τήν προπαραμονή ἤ τήν παραμονή μιᾶς ἀγρυπνίας ἤ γιά ἄλλο σκοπό στό κελλί τοῦ παπα-Παΐσιου μέ καλοῦσε ὡς στοργικός πατέρας νά πάω κι ἐγώ ἐκεῖ καί νά συναναστρέφομαι μαζί τους.
Θυμᾶμαι τόν γέροντα Παΐσιο νά κάνει διάφορες ἐπιδιορθώσεις στό κελλί, μιά καί τά χέρια του «ἔπιαναν» ἀπ’ ὅλες τίς δουλειές, ὡς μαραγκός πού ἦταν. Μετά ἀξιωνόμουν νά συμφάγω μαζί τους καί ἀργότερα νά συμψάλλω μαζί τους. Θυμᾶμαι ἕνα μεσημέρι, παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού γιόρταζε τό κελλί τοῦ παπα-Παΐσιου, ἀφοῦ φάγαμε κάτι πολύ λιτό, πήγαμε στό ἀρχονταρίκι κι ὁ γέροντας πρότεινε νά ψάλλουμε τά τροπάρια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ἔψελνε μέ τήν καρδιά του «Βουλήν προαιώνιον…», «Θεός ὅπου βούλεται…» καί ἐμεῖς ἀκολουθούσαμε πετώντας ἀπό τήν χαρά μας. Ὁ γέροντας μέ χιοῦμορ μοῦ εἶπε: «Ἄς ψάλλουμε τώρα, Γιάννη, γιατί στήν ἀγρυπνία ὁ τυπικάρης δέν μᾶς δίνει ἐμᾶς ἀργά κομμάτια…» Καί, ὅταν μετά ἀπό ὥρα τελειώσαμε τό ψάλσιμο, πάλι μέ χιοῦμορ εἶπε στόν παπα-Παΐσιο: «Ἄντε παπά, ἐμεῖς μέ τόν Γιάννη φεύγουμε, ὅ,τι ἦταν νά ποῦμε στήν ἀγρυπνία τά ψάλλαμε, τώρα ἐσεῖς τά ὑπόλοιπα». Καί σηκώθηκε ὄρθιος κάνοντας πώς φεύγει…
Θυμᾶμαι δέ στίς ἀγρυπνίες πού τύχαινε πολλές φορές νά εἶμαι καί ἐγώ, βρισκόταν πάντοτε στό τελευταῖο στασίδι καί σιγόψελνε. Δέν καθόταν ποτέ, ἰδιαιτέρως, στή Θεία Λειτουργία ἔψαλλε μέ τήν ψυχή του καί φαινόταν ἀλλοιωμένος, ἀφοῦ ἦταν δοσμένος στήν προσευχή. Αὐτή ἡ εἰκόνα μοῦ ἔκανε πάντα πολύ μεγάλη ἐντύπωση καί τήν ἔχω μπροστά μου συνέχεια.
Ἄλλοτε πάλι θυμᾶμαι σέ ἕναν τυπικάρη πού εἶχε βάλει ἕνα γεροντάκι νά ψάλλει, ἀλλά ἦταν πολύ φάλτσο, ὁ γέροντας μέ ἰδιαίτε- ρη χάρη εἶπε: «Μήν βάζεις αὐτόν νά ψάλλει, δέν μᾶς ἀφήνει οὔτε τήν εὐχή νά ποῦμε».
Στά διαλείμματα τῶν ἀγρυπνιῶν μέ πολλή ἀγάπη ἤ συμβούλευε τούς μοναχούς πού ἦταν κοντά του ἤ ἔλεγε διάφορες διηγήσεις ἀπό χαρι- τωμένα γεροντάκια τοῦ Ἁγ. Ὄρους.
Ὅταν ὅμως ἦταν παρών κάποιος ἄλλος μεγάλος σέ ἡλικία μοναχός ἤ ἀντιπρόσωπος μονῆς, τότε ἦταν σιω- πηλός καί διακριτικός.
Ὅταν ὅμως ἦταν παρών κάποιος ἄλλος μεγάλος σέ ἡλικία μοναχός ἤ ἀντιπρόσωπος μονῆς, τότε ἦταν σιω- πηλός καί διακριτικός.
Ζοῦσε πνευματικά ὅλες τίς ἑορτές καί ἀλλοι- ωνόταν ἀπό αὐτές. Θυμᾶμαι δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα μέ πῆρε μαζί του ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος νύχτα, ἀπό τό μονοπατάκι τοῦ κελλιοῦ του, γιά νά πᾶμε στό γέροντα νά τελέσουμε τήν πρώτη Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία. Πλησιάζοντας στό κελλάκι τοῦ γέροντα, ἀκούσαμε δίπλα ἀπό τό μονοπάτι κάτι μελωδίες.
Εἶχαν φέρει στόν γέροντα δύο εὐχετήριες κάρτες πού ἀνοίγοντάς τις ἔπαιζαν ἁπαλή μουσική, καί ἐκεῖνος τίς εἶχε βάλει στό μονοπάτι, γιά νά μᾶς ὑποδεχθεῖ.
Λίγο πιό κάτω, ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ ἦταν ὁ γέροντας μέ λαμπάδες ἀναμμένες, μᾶς ἀσπάσθηκε, μᾶς ἔδωσε τίς λαμπάδες καί περάσαμε στό ἐκκλησάκι γιά τήν Ἀναστάσιμη Λειτουργία. Ὁ γέροντας κι ἐγώ ψάλλαμε καί ὁ παπα-Παΐσιος λειτουργοῦσε. Ἀξέχαστη Λειτουργία!
Εἶχαν φέρει στόν γέροντα δύο εὐχετήριες κάρτες πού ἀνοίγοντάς τις ἔπαιζαν ἁπαλή μουσική, καί ἐκεῖνος τίς εἶχε βάλει στό μονοπάτι, γιά νά μᾶς ὑποδεχθεῖ.
Λίγο πιό κάτω, ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ ἦταν ὁ γέροντας μέ λαμπάδες ἀναμμένες, μᾶς ἀσπάσθηκε, μᾶς ἔδωσε τίς λαμπάδες καί περάσαμε στό ἐκκλησάκι γιά τήν Ἀναστάσιμη Λειτουργία. Ὁ γέροντας κι ἐγώ ψάλλαμε καί ὁ παπα-Παΐσιος λειτουργοῦσε. Ἀξέχαστη Λειτουργία!
Ἡ ἀγάπη του καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τά παιδιά τῆς Ἀθωνιάδος ςχολῆς ἦταν μεγάλο. Θυμᾶμαι πού κατεβαίναμε τρέχοντας τό μονοπάτι γιά τόν γέροντα 10-15 παιδιά μαζί.
Ὁ Ἅγιος σχολάρχης, γνωρίζοντας τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ π. Παϊσίου στούς μαθητές, ἔδινε πάντα τήν εὐλογία του ἀρκεῖ νά μή γινόμασταν ἐνοχλητικοί στό πρόγραμμα τοῦ γέροντα.
Ὅταν τόν κουράζαμε ἔλεγε μέ πολύ ὄμορφο τρόπο: «ἄντε βρέ παλληκάρια νά πηγαίνετε σιγά-σιγά, γιατί ἔχω κάτι τηλέφωνα νά κάνω» καί ἐννοοῦσε τήν προσευχή, ἀφοῦ τηλέφωνο δέν εἶχε.
Μᾶς ἔβαζε νά καθίσουμε στά κουτσουράκια καί, ἀφοῦ μᾶς συμβούλευε, μᾶς ἔλεγε ἱστορίες ἀπό γεροντάκια τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί μετά ἔκανε ἐρωτήσεις, κυρίως γεωγραφίας, π.χ. ποιό εἶναι τό μεγαλύτερο ποτάμι ἤ τό ψηλότερο βουνό.
Ἄν ἐμεῖς ἀπαντούσαμε σωστά, ἔχει καλῶς, ἄν ὄχι, μᾶς ἔλεγε τό σωστό καί συμπλήρωνε:
«Δέν ξέρετε βασικά πράγματα γιά τήν Ἑλλάδα μας».
Μετά μᾶς φόρτωνε, στήν κυριολεξία, μέ γλυκά, ζακέτες, κάλτσες, τετράδια, λουκούμια, τά λεγόμενα «ἀντιβιοτικά». Ὅ,τι τοῦ ἔδιναν δῶρο, τά ἔδινε ὁ ἴδιος ἀμέσως εὐλογία σέ ἐμᾶς. Ἀπό Δευτέρα ἕως Παρασκευή ἡ σχολή ἦταν γεμάτη ἀπό εὐλογίες τοῦ γέροντος Παϊσίου, μιά καί πηγαίναμε στό κελλί τά Σαββατοκύριακα.
Ὅταν ἤμουν μαθητής τῆς τρίτης Λυκείου, μοῦ ἔδινε χρήματα καί μοῦ ἔλεγε νά τά βάζω κρυφά κάτω ἀπό τό μαξιλάρι κάποιων παιδιῶν πού ἦταν ὀρφανά ἤ ἀπό χωρισμένες οἰκογένειες. Ἤ πάλι, ἄν τοῦ εἶχαν πάει κάτι πιό καλό π.χ. ζακέτα πλεκτή, μοῦ ἔλεγε: «Δῶσ’ την σ᾽ ἐκεῖνο τό παιδί πού δέν ἔχει πατέρα».
Γιά ὅλους μας νοιαζόταν ὁ γέροντας. Ἄλλοτε πάλι, ἐνῶ μιλοῦσε σέ μία παρέα, ἕνας ἀπό αὐτούς κρύωσε λίγο καί τοῦ ἔφερε ὁ γέροντας ἕνα πλεκτό γιά νά τό ρίξει στήν πλάτη του.
Φεύγοντας ὁ ἄνθρωπος πῆγε νά ἐπιστρέψει τό ροῦχο στόν γέροντα, ἀλλά δέν τό δεχόταν, λέγοντας πώς ἔχει κι ἄλλο. Ἔτσι τό πῆρε ὁ ἄνθρωπος.
Μόλις ὅμως ἀπομακρύνθηκε λίγο τόν φωνάζει ὁ γέροντας νά ἐπιστρέψει. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἀκριβῶς τή στιγμή πού ἔφυγαν αὐτοί, κατέφθασε ἄλλος στό κελί, ὁ ὁποῖος ἔδωσε στόν γέροντα μία σακούλα μέσα στήν ὁποία ὑπῆρχε ἕνα πλεκτό παρόμοιο μέ αὐτό πού προηγουμένως εἶχε δωρίσει.
«Βλέπεις; τοῦ λέει ὁ γέροντας, Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας! Τά λόγια Του εἶναι πάντα ἀληθινά».
Ὁ Ἅγιος σχολάρχης, γνωρίζοντας τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ π. Παϊσίου στούς μαθητές, ἔδινε πάντα τήν εὐλογία του ἀρκεῖ νά μή γινόμασταν ἐνοχλητικοί στό πρόγραμμα τοῦ γέροντα.
Ὅταν τόν κουράζαμε ἔλεγε μέ πολύ ὄμορφο τρόπο: «ἄντε βρέ παλληκάρια νά πηγαίνετε σιγά-σιγά, γιατί ἔχω κάτι τηλέφωνα νά κάνω» καί ἐννοοῦσε τήν προσευχή, ἀφοῦ τηλέφωνο δέν εἶχε.
Μᾶς ἔβαζε νά καθίσουμε στά κουτσουράκια καί, ἀφοῦ μᾶς συμβούλευε, μᾶς ἔλεγε ἱστορίες ἀπό γεροντάκια τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί μετά ἔκανε ἐρωτήσεις, κυρίως γεωγραφίας, π.χ. ποιό εἶναι τό μεγαλύτερο ποτάμι ἤ τό ψηλότερο βουνό.
Ἄν ἐμεῖς ἀπαντούσαμε σωστά, ἔχει καλῶς, ἄν ὄχι, μᾶς ἔλεγε τό σωστό καί συμπλήρωνε:
«Δέν ξέρετε βασικά πράγματα γιά τήν Ἑλλάδα μας».
Μετά μᾶς φόρτωνε, στήν κυριολεξία, μέ γλυκά, ζακέτες, κάλτσες, τετράδια, λουκούμια, τά λεγόμενα «ἀντιβιοτικά». Ὅ,τι τοῦ ἔδιναν δῶρο, τά ἔδινε ὁ ἴδιος ἀμέσως εὐλογία σέ ἐμᾶς. Ἀπό Δευτέρα ἕως Παρασκευή ἡ σχολή ἦταν γεμάτη ἀπό εὐλογίες τοῦ γέροντος Παϊσίου, μιά καί πηγαίναμε στό κελλί τά Σαββατοκύριακα.
Ὅταν ἤμουν μαθητής τῆς τρίτης Λυκείου, μοῦ ἔδινε χρήματα καί μοῦ ἔλεγε νά τά βάζω κρυφά κάτω ἀπό τό μαξιλάρι κάποιων παιδιῶν πού ἦταν ὀρφανά ἤ ἀπό χωρισμένες οἰκογένειες. Ἤ πάλι, ἄν τοῦ εἶχαν πάει κάτι πιό καλό π.χ. ζακέτα πλεκτή, μοῦ ἔλεγε: «Δῶσ’ την σ᾽ ἐκεῖνο τό παιδί πού δέν ἔχει πατέρα».
Γιά ὅλους μας νοιαζόταν ὁ γέροντας. Ἄλλοτε πάλι, ἐνῶ μιλοῦσε σέ μία παρέα, ἕνας ἀπό αὐτούς κρύωσε λίγο καί τοῦ ἔφερε ὁ γέροντας ἕνα πλεκτό γιά νά τό ρίξει στήν πλάτη του.
Φεύγοντας ὁ ἄνθρωπος πῆγε νά ἐπιστρέψει τό ροῦχο στόν γέροντα, ἀλλά δέν τό δεχόταν, λέγοντας πώς ἔχει κι ἄλλο. Ἔτσι τό πῆρε ὁ ἄνθρωπος.
Μόλις ὅμως ἀπομακρύνθηκε λίγο τόν φωνάζει ὁ γέροντας νά ἐπιστρέψει. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἀκριβῶς τή στιγμή πού ἔφυγαν αὐτοί, κατέφθασε ἄλλος στό κελί, ὁ ὁποῖος ἔδωσε στόν γέροντα μία σακούλα μέσα στήν ὁποία ὑπῆρχε ἕνα πλεκτό παρόμοιο μέ αὐτό πού προηγουμένως εἶχε δωρίσει.
«Βλέπεις; τοῦ λέει ὁ γέροντας, Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας! Τά λόγια Του εἶναι πάντα ἀληθινά».
Σςτούς νέους ἔλεγε συχνά καί αὐτό τό παράδειγμα σχετικά μέ τά φίδια: τό φίδι ἔχει ἠλεκτρισμό στά μάτια καί τό πουλάκι πού κάθεται στό κλαδί τοῦ δέντρου βλέπει τό φίδι, πού εἶναι κάτω στή ρίζα, ἠλεκτρίζεται καί, ἐνῶ αἰσθάνεται τόν κίνδυνο, δέν μπορεῖ νά κάνει διαφορετικά.
Αἰχμαλωτίζεται καί πέφτει στό στόμα τοῦ φιδιοῦ. Αὐτό τό παράδειγμα τό χρησιμοποιοῦσε γιά νά προσέχουν οἱ νέοι νά μήν αἰχμαλωτιστοῦν ἀπό τά μάτια καί χάσουν τήν ἁγνότητά τους, τόν πολύτιμο αὐτό θησαυρό.
Αἰχμαλωτίζεται καί πέφτει στό στόμα τοῦ φιδιοῦ. Αὐτό τό παράδειγμα τό χρησιμοποιοῦσε γιά νά προσέχουν οἱ νέοι νά μήν αἰχμαλωτιστοῦν ἀπό τά μάτια καί χάσουν τήν ἁγνότητά τους, τόν πολύτιμο αὐτό θησαυρό.
Θυμᾶμαι μιά ἄλλη φορά πού τόν ἐπισκέφθηκα, εἶχε κλειστή τήν συρματένια πόρτα χτύπησα 2-3 φορές τό σιδερένιο σήμαντρο πού εἶχε, ἀλλά πάλι δέν ἄνοιγε, θά ἔκανε τά πνευματικά του. Τότε σκέφτηκα: «Θά ψάλλω τό “ Ἄξιόν ἐστι” τοῦ Παπανικολάου τοῦ πλ. δ΄ πού τοῦ ἀρέσει πολύ».
Μόλις ἄρχισα νά τό ψάλλω, ἄνοιξε τήν πόρτα καί χαμογελώντας μέ πλησίασε καί ψάλλαμε μαζί.
Τοῦ ἄρεσε πολύ τό «Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» τό ἀργό, καί ἄλλα τροπάρια, ἰδιαίτερα τῆς Παναγίας. Τά ἔψαλλε μέ ἕνα δικό του τρόπο τονίζοντας κάποιες λέξεις καί φυσικά πάντα ἀπό τήν καρδιά του.
Μόλις ἄρχισα νά τό ψάλλω, ἄνοιξε τήν πόρτα καί χαμογελώντας μέ πλησίασε καί ψάλλαμε μαζί.
Τοῦ ἄρεσε πολύ τό «Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» τό ἀργό, καί ἄλλα τροπάρια, ἰδιαίτερα τῆς Παναγίας. Τά ἔψαλλε μέ ἕνα δικό του τρόπο τονίζοντας κάποιες λέξεις καί φυσικά πάντα ἀπό τήν καρδιά του.
Μᾶς ἔλεγε πάντοτε νά κάνουμε προσευχή καί νά μήν ἀμελοῦμε τά πνευματικά. Θυμᾶμαι πάλι κάτι πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, ἀλλά μοῦ ἔδωσε καί πολλή χαρά. Ἕνα βράδυ πού εἶχα μείνει στό κελί τοῦ παπα-Παΐσιου, τό ὁποῖο ἔχει ὀπτική ἐπαφή μέ τό κελλάκι τοῦ γέροντα, καθίσαμε μέχρι ἀργά στήν ἁπλωταριά τοῦ κελιοῦ (ξύλινο μπαλκόνι) καί μιλούσαμε γιά διάφορα πνευματικά θέματα. Θά ἦταν γύρω στίς 11:00 τό βράδυ.
Ὁ γέροντας μέ τό πού σκοτείνιαζε ξεκουραζόταν λίγο καί νωρίς τό βράδυ ξεκινοῦσε τήν προσευχή. Ἐκεῖ πού μιλούσαμε μέ τόν παπα-Παΐσιο, εἶδα τό φῶς ἑνός φακοῦ νά ἀναβο- σβήνει ἀπό τό κελλάκι τοῦ γέροντα στέλνοντας μηνύματα μέσα στή νύχτα. Ὁ παπα-Παΐσιος μοῦ ἔδωσε ἐμένα τό φακό καί ἀπαντοῦσα μέ χαρά στά μηνύματα πού λάμβανα.
Ἤθελε ὁ γέροντας μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά δεῖ ἄν τό καλογέρι του ἦταν ξύπνιο, ἄν προσευχόταν, ἄν ἀγωνιζόταν. Ὑπέθεσα ὅτι αὐτό γινόταν τακτικά γιά νά ἔχουν πνευματική κοινωνία προσευχῆς. Τό πρωί πῆγα τρέχοντας στό γέροντα καί μέ χαρά τοῦ ἔλεγα ὅτι ἐγώ ἀπαντοῦσα μέ τό φακό τό βράδυ. Μικρές χαρές, γεμάτες νοσταλγία!
Ὁ γέροντας μέ τό πού σκοτείνιαζε ξεκουραζόταν λίγο καί νωρίς τό βράδυ ξεκινοῦσε τήν προσευχή. Ἐκεῖ πού μιλούσαμε μέ τόν παπα-Παΐσιο, εἶδα τό φῶς ἑνός φακοῦ νά ἀναβο- σβήνει ἀπό τό κελλάκι τοῦ γέροντα στέλνοντας μηνύματα μέσα στή νύχτα. Ὁ παπα-Παΐσιος μοῦ ἔδωσε ἐμένα τό φακό καί ἀπαντοῦσα μέ χαρά στά μηνύματα πού λάμβανα.
Ἤθελε ὁ γέροντας μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά δεῖ ἄν τό καλογέρι του ἦταν ξύπνιο, ἄν προσευχόταν, ἄν ἀγωνιζόταν. Ὑπέθεσα ὅτι αὐτό γινόταν τακτικά γιά νά ἔχουν πνευματική κοινωνία προσευχῆς. Τό πρωί πῆγα τρέχοντας στό γέροντα καί μέ χαρά τοῦ ἔλεγα ὅτι ἐγώ ἀπαντοῦσα μέ τό φακό τό βράδυ. Μικρές χαρές, γεμάτες νοσταλγία!
Σέ ὅλους τούς μαθητές καί καθηγητές τόνιζε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία πού εἴχαμε, οἱ τῆς Ἀθωνιάδος, νά βρισκόμαστε στή σχολή αὐτή, μέσα στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἀλλά καί γιά τήν εὐθύνη νά βοηθήσουμε καί νά φωτίσουμε, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας, καί ἄλλους ἀδελφούς μας πού παραπατοῦν στή ζωή αὐτή.
Ἕνα ἄλλο περιστατικό πού μέ συγκλόνισε καί χαράχθηκε ἀνεξίτηλο στή μνήμη μου ἔγινε τό 1990 στό κελλάκι τῆς Παναγούδας. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή ἀπόγευμα καί ὁ γέροντάς μου εἶχε πεῖ νά πάρω ἕνα ψωμάκι ἀπό τόν φοῦρνο τῶν Καρυῶν.
Πηγαίνοντας στό κελλί ἀπό τό ὄμορ- φο μονοπάτι σκεφτόμουν δυστυχῶς βλάσφημες σκέψεις γιά τό ἄν ὑπάρχει πραγματικά ὁ Θεός κ.λπ.
Ὅταν ἔφτασα στό καλύβι δέν εἶχε κανένα ἐπισκέπτη καί μέ ἄνεση κάθισα δίπλα στόν γέροντα στό δεύτερο ἀρχονταρίκι μέ τά κούτσουρα, πού ἦταν κοντά στήν συρματένια περίφραξη, συγχρόνως δέ, τοῦ ἄφησα καί τή σακούλα μέ τό ψωμί.
Ἐνῶ μιλούσαμε, ἦρθε ἕνα πουλάκι ἀπό τό δέντρο, κάθισε στό κεφαλάκι τοῦ γέροντα, μετά στό χεράκι του, ἐνῶ ἐκεῖνος μέ τό ἄλλο χέρι τοῦ ἔκοψε ἀπό τό ψωμί καί τοῦ ἔδωσε νά φάει μέ ἁπλότητα καί χωρίς νά ἐκπλαγεῖ.
Τότε ὁ γέροντας ἀπευθύνθηκε σέ μένα λέγοντας πώς ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Θεός δέν θά ἐρχόταν τό πουλά- κι αὐτό ἐδῶ. Ἀκούστηκε κόσμος νά ἔρχεται ἀπό τό μονοπάτι, ὁπότε ὁ γέροντας γύρισε στό πουλάκι καί τοῦ εἶπε: «Ἄντε πήγαινε τώρα, γιατί ἔρχεται κόσμος», ἐνῶ σέ μένα εἶπε: «Νά τό θυμᾶσαι αὐτό πάντοτε καί νά ἔχεις πίστη».
Πηγαίνοντας στό κελλί ἀπό τό ὄμορ- φο μονοπάτι σκεφτόμουν δυστυχῶς βλάσφημες σκέψεις γιά τό ἄν ὑπάρχει πραγματικά ὁ Θεός κ.λπ.
Ὅταν ἔφτασα στό καλύβι δέν εἶχε κανένα ἐπισκέπτη καί μέ ἄνεση κάθισα δίπλα στόν γέροντα στό δεύτερο ἀρχονταρίκι μέ τά κούτσουρα, πού ἦταν κοντά στήν συρματένια περίφραξη, συγχρόνως δέ, τοῦ ἄφησα καί τή σακούλα μέ τό ψωμί.
Ἐνῶ μιλούσαμε, ἦρθε ἕνα πουλάκι ἀπό τό δέντρο, κάθισε στό κεφαλάκι τοῦ γέροντα, μετά στό χεράκι του, ἐνῶ ἐκεῖνος μέ τό ἄλλο χέρι τοῦ ἔκοψε ἀπό τό ψωμί καί τοῦ ἔδωσε νά φάει μέ ἁπλότητα καί χωρίς νά ἐκπλαγεῖ.
Τότε ὁ γέροντας ἀπευθύνθηκε σέ μένα λέγοντας πώς ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Θεός δέν θά ἐρχόταν τό πουλά- κι αὐτό ἐδῶ. Ἀκούστηκε κόσμος νά ἔρχεται ἀπό τό μονοπάτι, ὁπότε ὁ γέροντας γύρισε στό πουλάκι καί τοῦ εἶπε: «Ἄντε πήγαινε τώρα, γιατί ἔρχεται κόσμος», ἐνῶ σέ μένα εἶπε: «Νά τό θυμᾶσαι αὐτό πάντοτε καί νά ἔχεις πίστη».
Ἔβλεπε γύρω τήν πλάση καί δοξολογοῦσε τόν Πλάστη. Ἔλεγε: «Τί ἔχει φτιάξει ὁ Θεός μέ ἕνα του λόγο! Τί ἁρμονία! Τί ποικιλία! Ὅπου καί νά στραφεῖ κανείς βλέπει τή σοφία καί τό με- γαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπε τά ἄστρα, ἔβλεπε τά μυρμήγκια, ἔβλεπε τά δέντρα καί ὁ νοῦς του πή- γαινε στό Θεό. Γι’ αὐτό καί τοῦ ἄρεσε πολύ καί ἔψαλλε συχνά τό «Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας».
«Ἐγώ, ἔλεγε ὁ γέροντας, βλέπω τά πουλιά, λέω “θέλουν τάϊσμα τά καημένα” ρίχνω ψίχουλα, βάζω καί νεράκι νά πιοῦν. Βλέπω ἄρρωστα κλα- διά στά δέντρα, ἀμέσως σκέφτομαι νά τά κόψω γιά νά μήν κολλήσουν καί τά ἄλλα».
Μέσα σέ αὐτά τά λίγα ἀλλά εὐλογημένα χρόνια βλέπαμε ἑκατοντάδες ἀνθρώπους νά κατε- βαίνουν κύματα κύματα στό κελλί. Ἔλεγε ὁ γέροντας: «Ὅταν ἔχει θάλασσα καί ἑπομένως δέν ἔχει συγκοινωνία, ἐγώ ἔχω μπουνάτσα. Ὅταν ἔχει μπουνάτσα, ἑπομένως ὑπάρχει συγκοινωνία, ἐγώ ἔχω θάλασσα.
Δέν μπορῶ νά καταλάβω τί βλέπει ὁ κόσμος καί ἔρχονται σέ μένα. Ἐγώ δέν ἔχω κανένα καλό, τό μόνο πού βλέπω εἶναι ὅτι ποτέ δέν σκέφτηκα τόν ἑαυτό μου».
Δέν μπορῶ νά καταλάβω τί βλέπει ὁ κόσμος καί ἔρχονται σέ μένα. Ἐγώ δέν ἔχω κανένα καλό, τό μόνο πού βλέπω εἶναι ὅτι ποτέ δέν σκέφτηκα τόν ἑαυτό μου».
Εἴδαμε ἀνθρώπους μέ δαιμονική ἐπιρροή πού μέ ἕνα ἄγγιγμα τοῦ γέροντα ἔφευγαν ἀναπαυμένοι. Θυμᾶμαι κάποιον πού εἶχε καταγωγή ἀπό ἄλλη χώρα καί εἶχε τέτοιο πρόβλημα, πού ἐνῶ καθόταν μαζί μου στό ἀρχονταρίκι τοῦ κελιοῦ, ἦταν γεμάτος ταραχή.
Ἀφοῦ μᾶς κέρασε ὁ γέροντας τό καθιερωμένο λουκούμι, αὐτός σηκώθηκε, πῆρε τό κουτάκι μέ τά λουκούμια, πού μόλις μᾶς εἶχε κεράσει ὁ πατήρ καί τό γύρισε ἀνάποδα πάνω σέ μία καρέκλα πού τήν εἶχε καλυμμένη ὁ γέροντας μέ κουβερτούλα.
Μόλις ἀντιλήφθηκε τό γεγονός ὁ γέροντας, ἀπάντησε μέ χάρη: «Βρέ παλληκάρι, κι εἶχα καιρό νά σκουπίσω». Τόν χάϊδεψε στό κεφάλι, ἐνῶ αὐτός μουρμούριζε, καί τόν ἠρέμησε ἀμέσως.
Πολύ συχνά μέ ἕνα χάδι του καί τήν δυνατή προσευχή του ἐξαφανίζονταν στενοχώριες, ἄγχος, ψυχολογικά προβλήματα, ἀσθένειες.
Ἀφοῦ μᾶς κέρασε ὁ γέροντας τό καθιερωμένο λουκούμι, αὐτός σηκώθηκε, πῆρε τό κουτάκι μέ τά λουκούμια, πού μόλις μᾶς εἶχε κεράσει ὁ πατήρ καί τό γύρισε ἀνάποδα πάνω σέ μία καρέκλα πού τήν εἶχε καλυμμένη ὁ γέροντας μέ κουβερτούλα.
Μόλις ἀντιλήφθηκε τό γεγονός ὁ γέροντας, ἀπάντησε μέ χάρη: «Βρέ παλληκάρι, κι εἶχα καιρό νά σκουπίσω». Τόν χάϊδεψε στό κεφάλι, ἐνῶ αὐτός μουρμούριζε, καί τόν ἠρέμησε ἀμέσως.
Πολύ συχνά μέ ἕνα χάδι του καί τήν δυνατή προσευχή του ἐξαφανίζονταν στενοχώριες, ἄγχος, ψυχολογικά προβλήματα, ἀσθένειες.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι πάντοτε μέσα στό καλυβάκι του ὑπῆρχε ἀναμμένη λαμπάδα γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν ζητήσει τήν βοήθειά του καί τήν προσευχή του.
Ἐνθυμοῦμαι ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε τό παιδάκι του καρκίνο στό μάτι καί ὁ γέροντας τό σταύρωσε μέ τό Λείψανο τοῦ Ἁγ. Ἀρσενίου.
Μετά ἀπό λίγο καιρό ξαναεῖδα τόν ἄνθρωπο αὐτό μέ γλυκά στά χέρια, νά λάμπει τό πρόσωπό του καί νά εὐχαριστεῖ τόν γέροντα γιατί τό παιδί του δέν χρειάστηκε οὔτε ἐγχείρη- ση νά κάνει καί ἔγινε τελείως καλά. Ὁ πατέρας αὐτός ἔλεγε στό γέροντα: «Κάνατε τό παιδί μου καλά, ἔγινε θαῦμα». Κι ὁ πατήρ μέ μεγάλη τα- πείνωση ἔλεγε: «Ὅ ἅγιος Ἀρσένιος τό ἔκανε!».
Ἐνθυμοῦμαι ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε τό παιδάκι του καρκίνο στό μάτι καί ὁ γέροντας τό σταύρωσε μέ τό Λείψανο τοῦ Ἁγ. Ἀρσενίου.
Μετά ἀπό λίγο καιρό ξαναεῖδα τόν ἄνθρωπο αὐτό μέ γλυκά στά χέρια, νά λάμπει τό πρόσωπό του καί νά εὐχαριστεῖ τόν γέροντα γιατί τό παιδί του δέν χρειάστηκε οὔτε ἐγχείρη- ση νά κάνει καί ἔγινε τελείως καλά. Ὁ πατέρας αὐτός ἔλεγε στό γέροντα: «Κάνατε τό παιδί μου καλά, ἔγινε θαῦμα». Κι ὁ πατήρ μέ μεγάλη τα- πείνωση ἔλεγε: «Ὅ ἅγιος Ἀρσένιος τό ἔκανε!».
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα λόγια πού ἔλεγε σέ ὅλα τά παιδιά τῆς σχολῆς ἦταν ὅτι ἔπρεπε νά ἔχουμε πνευματικό καί μᾶς παρότρυνε νά κοινωνοῦμε τακτικά, κάθε ἑβδομάδα.
Φυσικά αὐτό τό ἔλεγε καί σέ ὅλους πού τόν ἐπισκέπτονταν, γι’ αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι μέ τήν προτροπή του ἄρχισαν νά ἐξομολογοῦνται. Ἔλεγε: «Πρέπει νά ἐξομολογεῖστε, γιά νά μιλᾶμε στήν ἴδια συχνότητα.
Ἀλλιῶς δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Μέ τήν ἐξομολόγηση, ἔλεγε, κόβονται τά σχοινιά μέ τόν διάβολο καί δέν ἔχει πιά δικαιώματα».
Εἶπε γιά μιά ψυχή, πού λίγο μετά τήν ἐξομολόγηση ἀναπαύθηκε: «Τώρα ἄς γαυγίζουν ἀπ’ ἔξω τα σκυλιά, αὐτή εἶναι μέσα στό αὐτοκίνητο, πάει καλά, ἄφοβα».
Φυσικά αὐτό τό ἔλεγε καί σέ ὅλους πού τόν ἐπισκέπτονταν, γι’ αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι μέ τήν προτροπή του ἄρχισαν νά ἐξομολογοῦνται. Ἔλεγε: «Πρέπει νά ἐξομολογεῖστε, γιά νά μιλᾶμε στήν ἴδια συχνότητα.
Ἀλλιῶς δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Μέ τήν ἐξομολόγηση, ἔλεγε, κόβονται τά σχοινιά μέ τόν διάβολο καί δέν ἔχει πιά δικαιώματα».
Εἶπε γιά μιά ψυχή, πού λίγο μετά τήν ἐξομολόγηση ἀναπαύθηκε: «Τώρα ἄς γαυγίζουν ἀπ’ ἔξω τα σκυλιά, αὐτή εἶναι μέσα στό αὐτοκίνητο, πάει καλά, ἄφοβα».
Ὅταν βρέθηκε στό ἀεροδρόμιο γιά πρώτη φορά καί θά ταξίδευε μέ τό ἀεροπλάνο, βλέποντας ὅλη τήν διαδικασία καί τόν ἔλεγχο πού γινόταν πρίν ξεκινήσει, ἀναλογιζόταν μέ τό νοῦ του τήν ὥρα πού θά βγαίνει ἡ ψυχή καί τά τελώνια πού μέλλει νά συναντήσει καί ἔλεγε:
«Ἄν γίνει τέτοια ἐξέταση καί τότε, χαθήκαμε». Ὅλα τα ἀξιοποιοῦσε πρός τό καλό.
Ὁ ἅγιος πατήρ γινόταν «τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώση». Μέ τούς μεγάλους ἦταν μεγάλος, μέ τούς μικρούς γινόταν πιό μικρός. Ἔπαιζε μαζί τους καί συχνά τούς πείρα- ζε καί γελοῦσε σάν μικρό παιδί. Εἶχε χιοῦμορ. Ἤθελε ἐπίσης νά εἴμαστε ἀκριβεῖς.
Μιά φορά θυμᾶμαι μοῦ ἔδωσε ὁδηγίες ἀκριβεῖς, γιά νά πάω στά κελλιά τά γύρω ἀπό τό κελλί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τοῦ παπα-Παΐσιου, πού γιόρταζε καί νά καλέσω τούς πατέρες στό πανηγυράκι. Ἀφοῦ μοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς νά πῶ, γυρνάει μέ χιοῦμορ καί λέει: «Θά κάνουμε πρόβα γιά νά δῶ, ἄν θά τά πεῖς σωστά». Βγαίνω κι ἐγώ ἔξω, χτυπάω τήν πόρτα καί ὁ γέροντας ἀνοίγοντάς την μοῦ λέει:
Μιά φορά θυμᾶμαι μοῦ ἔδωσε ὁδηγίες ἀκριβεῖς, γιά νά πάω στά κελλιά τά γύρω ἀπό τό κελλί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τοῦ παπα-Παΐσιου, πού γιόρταζε καί νά καλέσω τούς πατέρες στό πανηγυράκι. Ἀφοῦ μοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς νά πῶ, γυρνάει μέ χιοῦμορ καί λέει: «Θά κάνουμε πρόβα γιά νά δῶ, ἄν θά τά πεῖς σωστά». Βγαίνω κι ἐγώ ἔξω, χτυπάω τήν πόρτα καί ὁ γέροντας ἀνοίγοντάς την μοῦ λέει:
«Τί εἶναι, βρέ παλληκάρι, τέτοια ὥρα μέσ’ στό μεσημέρι σέ ἔστειλαν;». Ἐγώ τά ἔχασα καί κο- ντοστάθηκα, γιατί δέν ἦταν μέσα στά προγραμ- ματισμένα λόγια τῆς πρόσκλησης. Φεύγοντας τοῦ εἶπα νά πάρω κι ἕνα μπαστούνι μαζί μου γιατί φοβόμουν τά φίδια. Ἦταν Μάρτιος μήνας καί ἔβγαιναν στά μονοπάτια. Μέ ἀποστόμωσε λέ- γοντας: «Τί τά φοβᾶσαι, ἐγώ τά ταΐζω κιόλας».
Ἄλλοτε πάλι εἶπε σ᾽ ἕνα μικρό παιδί ἀπό τά Γιαννιτσά πού τόν εἶχε ἐπισκεφθεῖ μαζί μέ τόν πατέρα του καί ἔβγαιναν ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελιοῦ του: «Ξέρεις, ὅσοι περνοῦν ἀπό αὐτήν τήν πόρτα δέν ἐπιτρέπεται νά κάνουν ἀταξίες». Στενοχωρήθηκε ὁ μικρός καί ὁ πατήρ πού δέν ἤθελε νά φύγει κακοκαρδισμένο τό παιδάκι εἶπε:
«Ἔ, μόνο μικρές ἀταξίες, ἐντάξει;» καί συμφώνησε ὁ μικρός.
Κουραζόταν φυσικά πολύ ὁ γέροντας ἀπό τόν κόσμο. χαιρόταν ὅμως ὑπερβολικά ὅταν περνοῦσαν δύο τρία καλά παιδιά μέ ἐνδιαφέροντα πνευματικά καί ἰδανικά. «χαλάλι, ἔλεγε, καί ὅλοι οἱ ἄλλοι πού μέ κούρασαν».
Σέ ὅλους μας, μικρούς καί μεγάλους, ἔλεγε:
«Ἔλειψε ὁ σεβασμός στούς μεγαλυτέρους, φιλότιμο δέν ὑπάρχει. Τό πνεῦμα τῆς θυσίας, ἀπ’ ὅπου γεννιέται ἡ χαρά, δέν τό γνωρίζουμε». Μά ἡ καλύτερη καί ὡραιότερη λέξη στό λεξικό τοῦ πατρός ἦταν ἡ «ἀρχοντιά». Ὅλα τά ἄλλα εἶναι δεύτερα. Μά τί εἶναι αὐτή ἡ «ἀρχοντιά»;
Ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Νά κάνεις τό καλό σέ κάποιον μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μήν αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος, ἀλλά τό ἀντίθετο. Νά ἀγαπᾶς τόν χριστό, ὄχι μέ φθηνή ἀγάπη πού φθάνει μέχρι ἐκεῖ πού δέν κολάζει.
Ἔλεγε ὁ γέροντας: «Ἄν ἔχω ἕνα καλό, ἤ ἔχω κάνει ἕνα καλό, πρέπει νά τό ξεχνάω. Ἄν μοῦ κάνουν ὅμως ἕνα καλό, ἐκεῖνο πρέπει πάντα νά τό θυμᾶμαι». Καί ἐπίσης συμβούλευε: «Νά δουλεύουμε τό μυαλό ἐκεῖ πού χρειάζεται. Νά μήν βάζουμε τή λογική ἐκεῖ πού δέν χρειάζεται».
Ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Νά κάνεις τό καλό σέ κάποιον μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μήν αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος, ἀλλά τό ἀντίθετο. Νά ἀγαπᾶς τόν χριστό, ὄχι μέ φθηνή ἀγάπη πού φθάνει μέχρι ἐκεῖ πού δέν κολάζει.
Ἔλεγε ὁ γέροντας: «Ἄν ἔχω ἕνα καλό, ἤ ἔχω κάνει ἕνα καλό, πρέπει νά τό ξεχνάω. Ἄν μοῦ κάνουν ὅμως ἕνα καλό, ἐκεῖνο πρέπει πάντα νά τό θυμᾶμαι». Καί ἐπίσης συμβούλευε: «Νά δουλεύουμε τό μυαλό ἐκεῖ πού χρειάζεται. Νά μήν βάζουμε τή λογική ἐκεῖ πού δέν χρειάζεται».
Δυστυχῶς, ὅμως, κάποτε ἦρθε ἡ ὥρα γιά τό μεγάλο ταξίδι. ςτίς 12 Ἰουλίου τοῦ 1994 ὁ ἅγιος πατήρ ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀλλά ὑψώθηκε στόν οὐρανό κοντά στόν χριστό καί ἔγινε τώρα προσωπικός πατήρ σέ ὅποιον τόν ἐπικαλεῖται μέ πίστη.
Ἄς προσέξουμε νά τηρήσουμε τή συμβουλή του πού ἔδωσε σέ κάποιον φοιτητή, πού τόν παρακάλεσε κάτι νά τοῦ πεῖ προτοῦ κοιμηθεῖ. Καί ὁ καλός πατήρ τοῦ εἶπε: «Κοίταξε, παιδί μου, ὅταν φύγεις ἀπό αὐτή τήν ζωή νά μήν χρωστᾶς κανένα μάθημα».
Ἄς παρακαλέσουμε τόν καλό πατέρα μας, τόν Ἅγιο Παΐσιο, νά συνεχίσει νά μᾶς εὐλογεῖ ἀπό τό οὐράνιο περιβόλι πού βρίσκεται. Καί ἄν τυχόν δέν εἴμαστε ἄξιοι εὐλογίας, πού εἶναι καί τό ἀληθέστερο, νά μᾶς ρίχνει καμιά πετρούλα, ὅπως ἔλεγε τότε, γιά νά μᾶς συνεφέρνει. Ἀμήν.
Ἄς προσέξουμε νά τηρήσουμε τή συμβουλή του πού ἔδωσε σέ κάποιον φοιτητή, πού τόν παρακάλεσε κάτι νά τοῦ πεῖ προτοῦ κοιμηθεῖ. Καί ὁ καλός πατήρ τοῦ εἶπε: «Κοίταξε, παιδί μου, ὅταν φύγεις ἀπό αὐτή τήν ζωή νά μήν χρωστᾶς κανένα μάθημα».
Ἄς παρακαλέσουμε τόν καλό πατέρα μας, τόν Ἅγιο Παΐσιο, νά συνεχίσει νά μᾶς εὐλογεῖ ἀπό τό οὐράνιο περιβόλι πού βρίσκεται. Καί ἄν τυχόν δέν εἴμαστε ἄξιοι εὐλογίας, πού εἶναι καί τό ἀληθέστερο, νά μᾶς ρίχνει καμιά πετρούλα, ὅπως ἔλεγε τότε, γιά νά μᾶς συνεφέρνει. Ἀμήν.