Πράγματι, εἶναι γεμάτη συγκίνηση ἡ καρδιά μας ἀναλογιζόμενοι τήν παρουσία καί τό πέρασμα τοῦ πατρός Ἀρσενίου καί εἴμαστε ἰδιαίτερα φορτισμένοι ἀπό συναισθήματα ἀνθρώπινης θλίψης καί πόνου
ἀναλογιζόμενοι τίς μέρες πού ἦταν κοντά μας ἤ μποροῦσε νά ἦταν σήμερα, κατά τή δική μας κρίση, κατά τή δική μας λογική. Βέβαια, καί τή θλίψη αἰσθανθήκαμε καί αἰσθανόμεθα, ὡς ἄνθρωποι, κάθε φορά πού τόν θυμόμαστε καί τόν φέρνουμε στό μυαλό μας.
Ὅμως νομίζω αὐτή ἡ ταινία πού ἑτοίμασαν οἱ πατέρες τῆς ἱ.μ. Μαχαιρᾶ, μᾶς ἔλυσε τό πρόβλημα καί μᾶς ὑπενθύμισε αὐτό πού λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: « ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα». Σίγουρα εἶναι πόνος ὁ χωρισμός ἑνός ἀνθρώπου, κάθε ἀνθρώπου ἀπό μᾶς καθώς ὁ θάνατος εἶναι ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ ἔσχατος ἐχθρός καί τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶναι τό μεγαλύτερο πλῆγμα τό ὁποῖο κατάφερε ὁ διάβολος κατά τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καί κατά τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Παρά ταῦτα ὁ Θεός καταργεῖ τόν θάνατο μέ τή δική του Ἀνάσταση. Ἔτσι ἡ εἰκόνα αὐτή ἀρχίζει ὅπως εἴδαμε στήν ταινία αὐτή νά δείχνει τόν πατέρα Ἀρσένιο νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία, νά εὐλογεῖ τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Αὐτό μᾶς δείχνει καί μᾶς ἑρμηνεύει τήν ἐμπειρία τῆς ἐκκλησίας ὅτι νικᾶ τόν θάνατο, ὑπερβαίνει τά ὅρια τοῦ κτιστοῦ, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία τελικά μᾶς εἰσάγει στήν εὐλογημένη βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι αὐτό ἔχει σημασία καί αὐτό εἶναι πού μένει στό τέλος. Τά ἄλλα ὅλα ἀδελφοί μου, εἶναι μάταια πράγματα, εἶναι μάταια λόγια. Γιατί ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά μείνει δέν εἶναι τά λόγια τά δικά μας, πού ξεχνιοῦνται καί χάνονται.
Ἔβλεπα τώρα στίς φωτογραφίες ἀρκετούς ἀπ’ αὐτούς πού ἦταν μέ τόν πατέρα Ἀρσένιο καί ἤδη βρίσκονται στόν οὐρανό καί μικρότεροι καί μεγαλύτεροι καί γέροντες ὅλοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τόν γνώρισαν καί τόν εὐλόγησαν. Ὁ ἄνθρωπος πορεύεται. Πορεύεται τόν δρόμο πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀνακόψει, τόν δρόμο πού πορεύτηκε καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἡ πορεία μας διά τοῦ θανάτου πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ περνᾶ μέσα ἀπό τά ποικίλα δεδομένα τῆς ζωῆς μας, ἀπό τίς περιπέτειες, τίς χαρές, τίς λύπες, τίς θλίψεις, τίς ἀναβάσεις καί τίς καταβάσεις. Ἡ ζωή μας, ὅπως λέει καί τό Ψαλτήριο, ἀνεβαίνει μέχρι τόν οὐρανό καί κατεβαίνει μέχρι τήν ἄβυσσο. Καί ὁ πατήρ Ἀρσένιος ἐβίωσε καί τά πολλά «εὖγε», «εὖγε» ἀλλά καί πολλές θλίψεις.
Ἔστω καί ἄν ἦταν λίγη ἡ ζωή του πέρασε κι αὐτός τίς δικές του δυσκολίες καί τούς δικούς του πειρασμούς καί θλίψεις, εἴτε ἐκκλησιαστικές εἴτε ἐκ τῆς διακονίας του ὡς ἡγούμενος, εἴτε καί ἐκ τῆς ἀθλήσεώς του εἴτε ὡς ὑποτακτικός, εἴτε ὡς φοιτητής ἤ μαθητής, σέ κάθε περίοδο καί σέ κάθε στάδιο τῆς δικῆς του ζωῆς. Δέν εἶναι εὔκολο νά περιγράψει κανείς τή ζωή ἑνός ἀνθρώπου, καί μᾶλλον εἶναι ἀδύνατο, γιατί αὐτά πού φαίνονται, πολύ σπάνια μᾶς ἀντιπροσωπεύουν, αὐτά πού δέ φαίνονται καί τά γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ἐκεῖνα εἶναι πού ἀντιπροσωπεύουν τόν κάθε ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά κρίνομε κανένα ἄνθρωπο, γιατί διαφορετικά εἴμαστε ἐξωτερικά καί διαφορετικά ἐσωτερικά. Κάποτε, κάνουμε πράγματα πού δέν μᾶς ἐκφράζουν, δέ μᾶς ἀντιπροσωπεύουν, πολλές φορές δέν εἴμαστε αὐτοί πού θά θέλαμε νά εἴμαστε. Πολλές φορές μᾶς ἀδικοῦν τά ἐξωτερικά μας δεδομένα κι ἔτσι μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά ξέρει ποιός εἶναι ὁ καθένας ἀπό μᾶς καί σ’ Αὐτόν πρέπει νά ἀποβλέπουμε καί τήν τελευταία κρίση καί τόν τελευταῖο λόγο γιά κάθε ἄνθρωπο θά τόν πεῖ ὁ Πανάγαθος Θεός ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Κι αὐτό πρέπει νά μᾶς παρηγορεῖ καί νά μᾶς ἐνδυναμώνει καί στή δική μας ζωή.
Ζήσαμε μέ αὐτό τόν ἄνθρωπο γιά πάρα πολλά χρόνια, ἀπό νεανικῆς ἡλικίας. Τό 1986 ἦρθε γιά πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος μέ τόν πατέρα Ἰσαάκ, λαϊκοί καί οἱ δυό τότε καί ἐξομολογήθηκε γιά πρώτη φορά κοντά μου, στήν ἔρημο, στή Νέα Σκήτη πού ἐμέναμε. Ἀπό τότε, συνδέθηκε μέ τή συνοδεία μας καί μαζί μου ἰδιαίτερα. Καί μπορῶ νά ὁμολογήσω ὅτι πράγματι, αὐτό πού χαρακτήριζε ἰδιαίτερα αὐτό τόν ἄνθρωπο, ἦταν ἡ μεγάλη καθαρότητα πού εἶχε. Εἶχε καθαρή καρδία καθαρό νοῦ, ἦταν καθαρός ψυχῇ τε καί σώματι, ἦταν καθαρός ἄνθρωπος, παρόλο πού ἦταν πανέξυπνος.
Ὅσοι τόν ἐγνωρίσατε ξέρετε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἔξυπνος, γεμάτος ζωή, μποροῦσε νά πετύχει πολλά πράγματα καί τό μυαλό ἐδούλευε γρήγορα, ἐντούτοις ὅμως, ἐσυνδύαζε τήν ἀθωότητα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του μέ τή μεγάλη του ἐξυπνάδα, ἕνα πράγμα σπάνιο στούς ἀνθρώπους, ἀλλά σύνηθες στούς ἐνάρετους ἀνθρώπους. Εἶναι ἔξυπνοι ἀλλά καί πολύ ἀθῶοι, γιατί δέ θέλουν νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά τους, δέν ἀφήνουν τήν πονηρία, τήν ἁμαρτία νά τούς περικυκλώσει καί νά τούς χαλάσει τόν νοῦ τους καί τό φρόνημά τους καί τό ἦθος τους.
Ὅταν χειροτονήθηκε ἱερομόναχος δέν ἤθελα νά τόν κάνω πνευματικό, γιατί ἔλεγα, αὐτό τό παιδί εἶναι κρίμα νά γίνει πνευματικός, γιατί ἄν γίνει πνευματικός, θά γίνει πανεπιστήμιο κακίας, θά ἀκούει ὅλες τίς κακίες τῶν ἀνθρώπων, ὅλες τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, πού δέν τίς ξέρει τώρα, καί θά χάσει αὐτή τήν καθαρότητα.
Καί θυμᾶμαι, ὅταν πλέον ἦταν ἀνάγκη ν’ ἀναλάβει τό διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ, τήν πρώτη ἑβδομάδα μετά τή χειροθεσία του ὡς πνευματικός, ἦρθε νά μέ βρεῖ στό ἐξομολογητήριο, ἦταν ὁλοκόκκινος, γεμάτος ἀμηχανία καί μοῦ λέει: «Παναγία μου, θά πεθάνω, μά τί μοῦ λέν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι», «ἔ, τί ἐνόμισες θά σοῦ ποῦν τά κατορθώματά τους ἤ τά ἐνάρετα ἔργα τους; στήν ἐξομολόγηση αὐτά ἀκούεις».
Ἦταν ἀδιανόητο πράγμα, γι’ αὐτόν ἡ ἁμαρτία. Ὁ νοῦς του ἦταν καθαρός, ἦταν ἁγνός, ὄχι μόνο στό σῶμα ἀλλά στό μυαλό καί στήν καρδία. Ἐπειδή ἦταν καθαρός ἄνθρωπος, ὁ Θεός τόν ἐφώτιζε καί τόν συνέτιζε καί τόν ἐφύλαττε ἀπό τήν ὁμίχλη αὐτή τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν.
Καί ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία στή συνέχεια, καθοδήγησε τούς πατέρες, ἐφρόντισε τό μοναστήρι, ἔδωσε τεράστια ἀνάπτυξη, ἀπό πάσα ἄποψη, στή μονή. Ἐκεῖ πού ὅλα ἔβαιναν ἀνθρωπίνως καλά, ὁ Πανάγαθος Θεός, ὅπως ἐκεῖνος ἐγνώριζε καλύτερα, τόν ἐκάλεσε κοντά του.
Ἔλεγα καί στούς πατέρες ὅτι, ὁ πάτερ Ἀρσέ- νιος ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή σέ μία πάρα πολύ καλή περίοδο τῆς δικῆς του πνευματικῆς ζωῆς. Ἐνθυμοῦμαι, τούς τελευταίους μῆνες πού τόν ἔβλεπα πού πήγαινα στό μοναστήρι, καί ὡς ἡγούμενος πλέον ἐρχόταν γιά νά μιλήσουμε γιά τά διάφορα θέματα τῶν πατέρων καί τῆς μονῆς καί γιά τή δική του ἐξομολόγηση, ἦταν πραγματικά σέ μία πάρα πολύ καλή πνευματική κατάσταση. Εἶχε μέσα του μεγάλη προσευχή, εἶχε ὡριμάσει πλέον ὡς ἡγούμενος, καταλάβαινε πολύ καλά τί ἔπρεπε νά κάνει στό μοναστήρι, ἀφιέρωνε χρόνο στή μελέτη, στήν προσευχή, στήν ἐπιμέλεια τῶν ἀδελφῶν καί πρόσεχε τόν ἑαυτό του.
Τόν προβλημάτιζε τό ταξίδι του στό Ἅγιον Ὄρος, συνεχῶς μοῦ τό ἀνέφερε, καί ἔψαχνε τρόπο νά τό ἀποφύγει, ὅμως ἦταν ὑποχρεω- μένος, γιατί ὁ μακαριστός Πατριάρχης τοῦ ζήτησε νά τόν συνοδεύσει στό Ἅγιον Ὄρος ὡς ἔχων ἐμπειρία τοῦ τρόπου καί τοῦ τόπου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι, δέν μποροῦσε νά κάνει διαφορετικά. Ἐνθυμοῦμαι εἴχαμε Ἱερά Σύνοδο τήν Παρασκευή καί ἦταν στή Σύνοδο μαζί μας, γιατί μετεῖχαν καί οἱ ἡγούμενοι τότε τῶν σταυροπηγιακῶν μονῶν.
Φεύγοντας ἕνας ἀδελφός, πού ἦταν μαζί μου τόν βρῆκε στήν αὐλή καί τοῦ λέει:
«ἄντε π. Ἀρσένιε, νά πᾶς καί νά ἔρθεις γρήγορα, ἔχομε ἐκλογές τώρα».Τοῦ λέει, «θά πάω, ἀλλά δέ θά ἔρθω, θά μείνω ἐκεῖ», τοῦ λέει «θά μείνεις γιά πάντα στό Ἅγιον Ὄρος;», «θά μείνω ἐκεῖ, θά κάνετε μόνοι σας τίς ἐκλογές». Τελείωσε ἡ Σύνοδος, ὁ ἀδελφός προβληματισμένος μοῦ λέει, «μά ὁ π. Ἀρσένιος σκέφτεται νά μείνει στό Ἅγιον Ὄρος;», μακάρι νά μείνει, ἀλλά δέ θά μείνει, ἔχει πολλές δουλειές νά κάνει ἐδῶ», τοῦ εἶπα.
Τό βράδυ ἐξομολογοῦσα στή Μητρόπολη καί ἦταν ἀργά γύρω στίς 11-11:30μ.μ. Μέ πληροφορεῖ κάποιος ἀπό τούς πατερες ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος μέ ζητᾶ στό τηλέφωνο καί ἐπιμένει νά μοῦ μιλήσει. Ὁ Ἀρσένιος εἶναι «ἀθκιασερός», πού λέμε καί στήν Κύπρο, πῆγε στήν Ἀθήνα, ἐγώ πνίγομαι, χάνομαι, πές του δέν ἔχω χρόνο, δέν ἔχει τίποτε. Ξαναπῆρε τρεῖς μέ τέσσερεις φορές ἐπιμένοντας νά μοῦ μιλή- σει. «Μά τί ἔπαθε, τί συμβαίνει τέτοια ὥρα, ἀφοῦ αὔριο φεύγουν γιά τό Ἅγιον Ὄρος.
Τελοσπάντων, ἀφοῦ ἐπιμένει, δῶσέ μου τον». «Τί θέλεις Ἀρσένιε, τέτοια ὥρα, ἔχω κόσμο πολύ, ἐξομολογῶ, πέρασε ἡ ὥρα». «Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ ὅτι φοβᾶμαι πάρα πολύ αὐτό τό ταξίδι. Ἄν ἐφοβόσουν, ἄς μήν πήγαινες, αὔριο θά εἶσαι στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλίμονο σέ μᾶς πού ἔχουμε χίλιες δουλειές. Φοβᾶμαι, μοῦ λέει, τό ἑλικόπτερο, γιατί μέ ἑλικόπτερο θά πᾶμε ἀπό Ἀθήνα Ἅγιον Ὄρος. Ὅ,τι πάθεις μέ τόν Πατριάρχη θά’σαι, μή φοβᾶσαι καημένε», τοῦ εἶπα.
Μιλήσαμε λίγο, ἦταν πολύ προβληματισμένος, πολύ ἀνήσυχος. Κλείσαμε. Ἔκανα κι ἐγώ τόν σταυρό μου καί εἶπα ὁ Θεός νά τούς βοηθήσει. Ἦταν λίγο φοβητσιάρης ὁ Ἀρσένιος, παρόλο πού ἦταν γεροδεμένος. Φοβήθηκε λέω τό ἑλικόπτερο. Ὅμως δυστυχῶς φαίνεται ὅλα αὐτά ἦταν μία προετοιμασία ἀπό τόν Θεό, πού ἦταν νά τόν πάρει κοντά Του. Μέχρι πού ἀκούσαμε τή δύσκολη εἴδηση ὅτι χάθηκε τό ἑλικόπτερο κι ὅλα τά ἐπακόλουθα. Στή συνέχεια μπήκαμε στήν ἀνθρώπινη ἐκεί- νη ἀτμόσφαιρα τοῦ πένθους.
Μέχρι νά βρεθεῖ τό λείψανο τοῦ π. Ἀρσενίου καί τῶν ὑπολοίπων, ἕνας ἀσκητής μέ πῆρε τηλέφωνο ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί μοῦ λέει: «ἕνας γείτονάς μου ἐδῶ, εἶδε ἐν πνεύματι στήν προσευχή του τόν π. Ἀρσένιο καί τοῦ λέει: «ξέρεις, μᾶς ψάχνουν στή θάλασσα, ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε στόν οὐρανό, τί μᾶς ψάχνουν;» καί αὐτός ἐνῶ δέν τόν ἤξερε, τόν εἶδε ὅπως ἦταν. Λέω κανείς δέν ἀμφιβάλλει ὅτι εἶναι στόν οὐρανό.
Στή συνέχεια ἀφοῦ ἀνευρέθηκαν τά λείψανα καί ἑτοιμάστηκαν, τά φέραμε στήν Κύπρο. Ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία καί ἔκτοτε ἡ παρουσία του εἶναι ζωντανή ἀνάμεσά μας. Χωρίς νά ὑπάρχει διάθεση ὁποιασδήποτε προβολῆς, μπορῶ νά πῶ ὅτι αἰσθανόμαστε τίς προσευχές του, τήν παρουσία του καί στή ζωή τῆς μονῆς καί στή ζωή τῆς ἀδελφότητας καί στήν προσωπική μου ζωή.
Αἰσθανόμαστε ὅτι ἔχουμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος παρίσταται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί πρεσβεύει γιά μᾶς. Αὐτός πού ἦταν μαθητής καί ὑποτακτικός μας καί μικρότερος σέ ἡλικία ἀπό μᾶς, ἔγινε δάσκαλος καί ὁδηγός, γιατί πάνω ἀπ’ ὅλα μᾶς δίδαξε τή ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων πραγ- μάτων, καί πόσο ψεύτικα εἶναι αὐτά πού γίνονται σέ αὐτό τόν κόσμο χωρίς τή σφραγίδα τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό τόν λόγο ἡ ἀνάμνησή του, καί ἡ ζωή του ἔγινε πραγματικά γιά ὅλους μας πού τόν ζήσαμε καί γιά τούς ἀδελφούς τῆς μονῆς, τό καλύτερο μάθημα. Μᾶς ἔδωσε τό τελευταῖο μάθημα μέ τή ζωή του καί τό ἅγιο τέλος του καί τό ἅγιο λείψανό του, πού ἀναπαύεται ἐκεῖ στά σκηνώματα τῆς Παναγίας τοῦ Μαχαιρᾶ πού ἀπό μικρό παιδί ἐπισκεπτόταν.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἦταν ἕνας ἀπό τούς κυριότερους συντελεστές, γιά νά ἐγκαταβιώσουμε στή μονή τοῦ Μαχαιρᾶ. Ὅταν ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄, μᾶς πρότεινε νά πᾶμε στή μονή Μαχαιρᾶ, ἐγώ εἶχα ἀντιρρήσεις στό νά πᾶμε.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἐπει- δή ἀγαποῦσε τό μοναστήρι, ἐπέμενε καί μέ τό γνωστό του τρόπο, πού ἤξερε νά μᾶς πείθει μέ μία χαμογελαστή καί εὐγενική ἐπιμονή, μᾶς ἔπεισε ὅτι ἔπρεπε νά πᾶμε στό μοναστήρι καί ὅτι αὐτό ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὄντως ἔτσι ἦταν, καί εὐχαριστοῦμε τόν Χριστό καί τήν Παναγία, πού μᾶς φιλοξενεῖ μέχρι σήμερα στόν δικό της χῶρο.
Θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι, ἄν ὁ Ἀρσένιος δέν πήγαινε εἰς τόν οὐρανό, θά ἦταν σήμερα μεγάλο καί σοβαρό στέλεχος τῆς ἐκκλησίας μας καί θά προσέφερε πάρα πολλά στόν κόσμο. Ὅπως εἴδατε στή Ρωσία καί στήν Ἀφρική καί παντοῦ εἶχε δραστηριότητες παρόλο τό νεαρό τῆς ἡλικίας του καί ὅτι γιά λίγο καιρό ἦταν ἡγούμενος.
Ἦταν τέτοιος χαρακτήρας, δραστήριος, δυναμικός, ἔξυπνος, ἀλλά καί γιά τήν ἐκκλησία τῆς Κύπρου εἶχε πάρα πολλή ἀγάπη καί ἀφοσίωση καί μέ τή φυσική ἐξυπνάδα πού εἶχε καί μέ τήν κα- θαρότητα τοῦ μυαλοῦ του, θά μποροῦσε νά προσφέρει πάρα πολλά.
Γιατί ὁ Θεός ἔτσι ἐπέτρεψε, ἐμεῖς δέ γνω-ίζομε. Ἕνα πράγμα γνωρίζομε, ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεό, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγα- θόν». Καί τελικά ἀπ’ ὅλους μας ποιός εἶναι ὁ κερδισμένος; Σίγουρα ὁ Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἔχασε μέν κάποια χρόνια ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή του, ἀλλά μέσα στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτά δέν εἶναι τίποτα.
Διότι ἐμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπώμενοι, τί κατορθώσαμε; Φορτώνουμε τήν ψυχή μας καθημερινά μέ χίλιες ἁμαρτίες, χίλια προβλήματα, χίλια βάρη καί δέ ξέρομε ποιό θά εἶναι τό δικό μας τό τέλος, ποιά θά εἶναι ἡ δική μας παράσταση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πολλές φορές πού τόν ἔβλεπα νά λειτουργεῖ, λειτουργοῦσε μέ μεγάλη ἀκρίβεια, πάρα πολύ μεγάλη ἀκρίβεια, τόσο μεγάλη πού καμιά φορά τόν πειράζαμε, ἔτσι ἀστειευόμενοι, καί τοῦ λέγαμε σιγά βρέ παιδί μου, θά φᾶς καί τό ἀντιμίνσιο. Τά πάντα ἔπρεπε νά τελεσθοῦν μέ ἀκρίβεια.
Ὅταν τόν ἔβλεπα πῶς φερόταν καί πῶς ζοῦσε, ἔλεγα ἄραγε αὐτό τό παιδί, τί θά γίνει στά γεράματά του, ἔτσι μοῦ’ ρχόταν αὐτός ὁ λογισμός, ἄν σέ αὐτή τή νεαρή ἡλικία φυλάτ- τει τόν ἑαυτό του μέ τόση προσοχή, ἔχει τόση ἁπλότητα καί καθαρότητα, τί θά γίνει ὅταν μεγαλώσει; Ἀλλά ὁ Θεός γνώριζε διαφορετικά, ἀπ’ ὅσα γνωρίζουμε ἐμεῖς.
Στό τέλος τῆς ταινίας γιά νά ἐπανέλθουμε ἀπ’ ἐκεῖ πού ἀρχίσαμε, παρόλο πού στήν ἀρχή κατάφερε νά ἀναμοχλεύσει μέσα μας τόν πόνο καί τή θλίψη, ἀλλά στό τέλος ἔσβησε τόν πόνο καί τή φλόγα τῆς ἀνθρώπινης θλίψης, προβάλλοντάς μας τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἀναλογιζόμενοι ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρω- πος πορεύθηκε τόν δρόμο τῆς ζωῆς του σάν ἱερεύς, ἐνδεδυμένος τό ἀγγελικό σχῆμα τῶν μοναχῶν, ἔχοντας τήν καθημερινή λατρεία τοῦ Θεοῦ ὡς βίωμα, λειτουργοῦσε σχεδόν καθημερινά, κοινωνοῦσε τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, ἑνωνόταν μέ τόν Χριστό, πορεύθηκε τόν δρόμο τῆς ζωῆς του μέσα στή ὑπακοή, πρῶτος ἀπό μᾶς ἔφυγε.
Ὅταν κάναμε τό κοιμητήριο στή μονή καί κάναμε τούς τάφους, λέγαμε νά πιάσουμε τά μέτρα μας νά δοῦμε τόν τάφο μας. Λέω, ἄτε νά δοῦμε ποιός θά ἐγκαινιάσει τό κοιμητήριο. Γελούσαμε, λέγαμε ὁ Ἀρσένιος, κι ἐκεῖνος κοκκίνιζε καί γελοῦσε καί ἔλεγε ναί ναί, ἄλλος θά πάει πρῶτος, ἀστειευόμενος.Ἀλλά τελικά αὐτός ἔφυγε πρῶτος κι ἔγινε θεμέλιο τῆς μονῆς καί τῆς ἀδελφότητας καί πρόδρομος. Εὐχόμαστε νά εἶναι πρόδρομος πάντων ἡμῶν εἰς τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἄς ἐπικαλούμαστε τίς ἅγιες εὐχές του καί εἴθε ὁ Θεός νά τόν ἀναπαύσει μετά τῶν Ἁγίων, πού πιστεύω ὅτι ἤδη εἶναι εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τή Βασιλεία Του. Ἄς πρεσβεύει καί γιά μᾶς πού εἴμαστε ἐδῶ, πού εἴμαστε περιλειπώμενοι καί πορευόμαστε τόν δρόμο τῆς ζωῆς μας ἐν μέσῳ πολλῶν κινδύνων πνευματικῶν, ἐν μέσῳ σκανδάλων καί πειρασμῶν, ἐν μέσῳ ἁμαρτιῶν καί πτώσεων καί πολλῶν ἄλλων ἐπιβουλῶν, ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν.
Οἱ εὐχές του καί τό παράδειγμα τῆς ἁγίας ζωῆς του ἄς μᾶς συνοδεύουν καί παρηγοροῦν τούς οἰκείους του καί ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι πραγματικά δοκιμάσαμε τήν ἀνθρώπινη θλίψη, ἀλλά ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στήν ἀγάπη καί στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός ἄς ἀναπαύσει τήν ψυχή του καί ἡ εὐχή του ἄς εἶναι μαζί μας. Ἀμήν.