Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Ἁγία Γραφή, Παράδοση καὶ Ἐκκλησία

$
0
0
Meyendorff John
Ὁ κάθε γνώστης τοῦ Βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ ἤθους ἤ ὁποιασδήποτε ἄλλης παραδοσιακῆς τελετουργίας, Δυτικῆς ἤ Ἀνατολικῆς, γνωρίζει τὸν εἰλικρινῆ καὶ ἱερὸ σεβασμὸ τῆς Βίβλου ποὺ αὐτὲς οἱ τελετουργίες χρειάζονται. 
Αὐτὸς ὁ σεβασμὸς σημαίνει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνάγνωση βιβλικῶν κειμένων, ἤ τὴ συνεχῆ ἐπανάληψη στίχων ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, ἤ τὴν καθημερινὴ ψαλμωδία ὕμνων παρμένων ἀπὸ τὴν Παλαιὰ ἤ Καινὴ Διαθήκη.
Σημαίνει ἀναμφίβολα τὸ σεβασμὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ εἰδικώτερα τοῦ Εὐαγγελίου, σὰν βιβλίου.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τοῦ θυμιατίσματος καὶ ἀσπασμοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν λειτανειῶν κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Ἱερὸ Βιβλίο κατέχει θέση τιμητικὴ καὶ ἀντιπροσωπεύει τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ ἀποκαλυπτόμενο ἀπὸ τὸ Λόγο Του.

Μοναδικὸς σκοπὸς αὐτοῦ του Λειτουργικοῦ σεβασμοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι νὰ ὑποδηλώσει στὸν πιστὸ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ περιέχει τὴν πραγματικὴ Ἀλήθεια τῆς Ἀποκάλυψης τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία κατέχει ἐπακριβῶς σὲ μία δοθεῖσα γραπτὴ μορφή. Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονισθεῖ ἀναφορικὰ μὲ αὐτὸ ὅτι, ὁποιαδήποτε ἀξία κι ἂν ἀποδίδεται στὴν Παράδοση καὶ στὴν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ ἀναλλοίωτο τῆς Ἀλήθειας καὶ τοῦ ἀλάθητου τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία οὐδέποτε πρόσθεσε στὴν Ἁγία Γραφὴ δικούς της δογματικοὺς ὅρους. Θεμελιωμένη πάνω στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ἡ Ἁγία Γραφὴ περιλάμβανε, παράλληλα μὲ τὰ θεόπνευστα κείμενα τῶν Ἑβραίων, τὴ γραπτὴ μαρτυρία μόνο ἐκείνων ποὺ εἶχαν δεῖ τὸν ἐγερθέντα Κύριο μὲ τὰ ἴδια τους τὰ μάτια καὶ οἱ ὁποῖοι μποροῦσαν νὰ καταγράψουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία αὐτούσια τὰ λόγια τοῦ Διδασκάλου, καὶ νὰ ἀποδώσουν πιστὰ τὴ διδασκαλία Του. Τὸ μόνο ποὺ ἔκαμε ἡ Ἐκκλησία ἦταν νὰ καθορίσει τὸν «κανόνα», καὶ ὄχι νὰ συνθέσει θεόπνευστα κείμενα γιατί οὐδέποτε ἀποδέχθηκε μία «συνεχῆ ἀποκάλυψη», ἀλλὰ μία μοναδικὴ ἱστορικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ πραγματοποιήθηκε μιὰ καὶ γιὰ πάντα στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. 

Τὰ κείμενα ὀφείλουν τὴν αὐθεντικότητά τους στὸ γεγονὸς ὅτι εἶχαν συγγραφεῖ ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάμει ἡ Ἐκκλησία ἦταν νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν αὐθεντικότητά τους μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, καὶ ὄχι νὰ δημιουργήσει αὐτὴν τὴν αὐθεντικότητα. Βέβαια αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα πρέπει νὰ γίνει ἀντιληπτὴ μὲ μία εὐρύτερη ἔννοια, καὶ νὰ ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στὸ περιεχόμενο καὶ ὄχι κατ’ ἀνάγκη στὴ μορφὴ τῶν Ἁγιογραφικῶν κειμένων. Τὰ Εὐαγγέλια τοῦ Μάρκου καὶ τοῦ Λουκᾶ, γιὰ παράδειγμα, ἐθεωροῦντο ἀπ’ τὴν ἀρχὴ σὰν μέρος τοῦ κανόνα, ἂν καὶ δὲν εἶχαν συγγραφεῖ ἀπὸ μέλη τῆς ὁμάδας τῶν Δώδεκα, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός τους ἀποδιδόταν παραδοσιακὰ στὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου. Ὁ Ὠριγένης καὶ οἱ ἄλλοι πρωτοχριστιανοί, ποὺ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν Παύλειον αὐθεντικότητα τῆς πρὸς Ἑβραίους, δὲν ἐννοοῦσαν ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιστολὴ πρέπει νὰ ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὸν κανόνα, ἐπειδὴ δὲν ἀμφέβαλλαν γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκαλύπτετο ἀπὸ τὴν Παύλειον αὐθεντικότητα μὲ κάποια εὐρύτερη ἔννοια ἀπὸ τὴν ἄμεση συγγραφή. Ἐξ ἄλλου, κανένας δὲν εἰσηγήθηκε ποτὲ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ συμπεριληφθεῖ στὸν κανόνα ὁτιδήποτε ἐκτὸς τῶν ἀποστολικῶν συγγραμμάτων. Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ γενικὴ ἀρχὴ ποὺ καθόρισε τὴν ἀπόρριψη τοῦ «Ποιμένα τοῦ Ἐρμᾶ», καὶ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Βαρνάβα ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἔτσι ἡ Ἀποστολικότητα παρέμεινε τὸ βασικὸ κριτήριο στὴν ἱστορία τῆς διαμόρφωσης τοῦ Κανόνα γιατί ἦτο ἐπίσης τὸ μόνο ἀληθινὸ χαρακτηριστικό τοῦ πραγματικοῦ Χριστιανικοῦ κηρύγματος. Ἡ παρέμβαση καὶ κρίση τῆς Ἐκκλησίας ἀφοροῦσε μόνο στὰ «ὅρια» τῆς ἀληθινῆς Ἀποκάλυψης· καὶ γιὰ νὰ ἐξασκήσει αὐτὴν τὴν κρίση ἡ Ἐκκλησία χρειαζόταν ἕνα ἐξωτερικὸ ἀλλὰ ὄχι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὶς Γραφὲς κριτήριο. Αὐτὸ τὸ κριτήριο εἶναι ἡ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ ὁποίου πραγματοποιήθηκε ἡ Ἐνσάρκωση καὶ τὸ ὁποῖο ἐνοικεῖ τόσο στὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ ὅσο καὶ στὸ σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία, σὰν ἡ κοινωνία ἐκείνων ποὺ ἔχουν δεχθεῖ τὴ Σωτηρία τὴν ἐνεργηθεῖσαν διὰ συγκεκριμένων ἱστορικῶν γεγονότων, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἄλλο θεμέλιο ἐκτὸς «τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν» (Ἐφ. 2:20) οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν «ὅ ἀκηκόασι, ὅ ἑωράκασι τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, ὅ αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν» ( Ἰωὰν 1:1), ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Σωτηρία, τῆς ὁποίας αὐτοὶ εἶναι μάρτυρες, ἔχει ἐπακριβῶς τὸ ἐπακόλουθο νὰ φέρνει τὸ Θεὸ νὰ κατοικεῖ ἀνάμεσά μας καὶ νὰ κάμνει τὸ Πνεῦμα «ὁδηγεῖν ἡμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν» (Ἰωάν. 16:13).

Μόλις ἔχομε ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ περιέλαβε τὴν ὁλότητα τῆς Ἀποστολικῆς μαρτυρίας. Ὅμως αὐτὴ ἡ ὁλότητα δὲν εἶναι κατὰ γράμμα ὁλότητα, ἀκριβῶς ὅπως ἡ αὐθεντικότητα τῶν βιβλικῶν κειμένων δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκη μορφολογικὴ ἤ φραστικὴ αὐθεντικότητα. Ὁ Λόγος τῆς Ζωῆς δὲν εἶναι θεολογικὴ ἐγκυκλοπαίδεια ποὺ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ἀνοιχθεῖ στὴν κατάλληλη σελίδα γιὰ νὰ ἐξευρεθεῖ ἡ ἀναζητούμενη πληροφορία λεπτομερῶς διατυπωμένη. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἔχουν καταδείξει οἱ ἐργασίες τοῦ Oscar Cullmann ἤ τοῦ Joachim Jeremias, ἡ σύγχρονη ἑρμηνευτικὴ ἀνακαλύπτει ὅλο καὶ περισσότερο ὅτι βασικὲς Χριστιανικὲς ἀλήθειες, ὅπως τὸ δόγμα τῶν μυστηρίων, οἱ ὁποῖες ἂν καὶ δὲν ἀντιμετωπίζονται ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τοὺς θεόπνευστους συγγραφεῖς, θεωροῦνται ὅμως ἀπ’ αὐτοὺς σὰν αὐτονόητες. Τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὸν Ἄρτον ἐξ Οὐρανοῦ, τὴν Ἄμπελον ἤ τὸ Ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον — καὶ ἂν ἀκόμη ἡ μυστηριακὴ ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν χωρίων δὲν εἶναι ἡ μόνη δυνατὴ — δὲν μποροῦν νὰ γίνουν πλήρως κατανοητὰ ἂν ἀγνοηθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Χριστιανοὶ τοῦ πρώτου αἰώνα τελοῦσαν τὸ βάπτισμα καὶ τὴ θεία Εὐχαριστία. Αὐτὸ διασαφηνίζει πλήρως τὸ ὅτι ἡ Γραφή, ἐνῶ εἶναι πλήρης καθ’ ἑαυτήν, προϋποθέτει τὴν Παράδοση, ὄχι σὰν μία προσθήκη ἀλλὰ σὰν ἕνα μέσο διὰ τοῦ ὁποίου καθίσταται κατανοητὴ καὶ πλήρης νοήματος. Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμα προκύψει ὁποιαδήποτε συζήτηση γιὰ «τὸν ἀριθμὸ τῶν πηγῶν» τῆς Ἀποκάλυψης, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀπὸ τὴν Καισαρεία, μὲ γλώσσα ἁπλὴ καὶ σχεδὸν ἀφελῆ, ἀναφέρεται στὴν ἀλληλοεξάρτηση καὶ οὐσιώδη ἑνότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Παράδοσης, σὲ ἕνα σπουδαῖο χωρίο τῆς Πραγματείας του γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «Ἀνάμεσα στὰ δόγματα καὶ τὶς διδασκαλίες ποὺ διατηρήθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μερικὰ τὰ πήραμε ἀπὸ γραπτὲς πηγὲς καὶ ἄλλα τὰ συναθροίσαμε ὅπως μεταδόθησαν ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση σὲ μία ἀσαφῆ μορφή. Ἔχουν ὅλα τὴν ἴδια ἀξία. Γιατί ἂν προσπαθούσαμε νὰ παραμερίσουμε τὶς ἄγραφες παραδόσεις σὰν νὰ μὴ εἶχαν μεγάλη ἰσχύ, θὰ ἀποδυναμώναμε ἐν ἀγνοίᾳ μας τὸ Εὐαγγέλιο στὴν οὐσία του. Ἐπὶ πλέον θὰ μετατρέπαμε τὸ κήρυγμα σὲ ἁπλὲς λέξεις». Καὶ συνεχίζει κάνοντας εἰδικὴ ἀναφορὰ στὶς τελετὲς τῆς Χριστιανικῆς μύησης καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Δὲν μπορεῖ ἑπομένως νὰ τεθεῖ ζήτημα γιὰ «δυὸ πηγὲς» Ἀποκάλυψης. Στὴν πραγματικότητα Ἀποκάλυψη δὲν εἶναι μία τυπικὴ ὑπαγόρευση στὴν ἀνθρώπινη διάνοια ὁρισμένων τυπικὰ καθορισμένων ἀληθειῶν. Ἡ Ἀποκάλυψη διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία νέα κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ποὺ ἐγκαθιδρύθηκε μιὰ καὶ γιὰ πάντα. Εἶναι μία συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία ζωή. Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν δημιουργεῖ αὐτὴ τὴ συμμετοχή. Εἶναι μία μαρτυρία, σὲ μία τελικὴ καὶ πλήρη μορφή, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν ὁποίων ἔγινε πραγματικότητα ἡ συμμετοχὴ αὐτή. Γιὰ νὰ γίνει πλήρως κατανοητή, ἡ Βίβλος χρειάζεται τὴν πραγματικότητα τῆς κοινωνίας ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Παράδοση εἶναι ἡ μυστηριακὴ συνέχεια μέσα στὴν ἱστορία τῆς κοινωνίας τῶν Ἁγίων. Κατὰ κάποιο τρόπο εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία.

Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουν ἀκράδαντα στὸν ἀπόλυτο, ὀργανικὸ καὶ ἀλάθητο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς συνέχειας, καὶ τὴ βλέπουν σὰν συνέπεια τῆς ἴδιας τῆς φύσης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἂν αὐτὴ ἡ συνέχεια διακοπτόταν, ἡ Ἁγία Γραφὴ θὰ ἔχανε τὴ σημασία της, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιθυμοῦσε νὰ κάμει διὰ τῆς Ἐνσαρκώσεως, στὴν πραγματικότητα θὰ ἀποτύγχανε. Ἀποτυχίες ἀσφαλῶς συμβαίνουν στὴν ἰδιωτικὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων καὶ στὴ ζωὴ ὁλοκλήρων ἐθνῶν καὶ κοινωνιῶν. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, σὰν δῶρο Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτυχία, γιατί ὁ Θεὸς θέλει «ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἤ ρυτίδα ἥ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾗ ἁγία καὶ ἄμωμος». (Ἐφ. 5:27) Ἡ ὕπαρξη αὐτῆς τῆς Ἐκλλησίας εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν δῶρο Θεοῦ καὶ τὸ ἀλάθητό της δὲν τὸ συμμερίζονται μὲ ὁποιανδήποτε ἔννοια ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἀποτελοῦν, ἀλλὰ εἶναι ἀποκλειστικὴ συνέπεια τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεὸς ἐνοικεῖ εἰς αὐτήν. Ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κάθε Χριστιανικὴ κοινότητα, εἶναι δυνατὸ νὰ ἁμαρτήσουν καὶ νὰ σφάλλουν. Ἀλλὰ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἀποκόπτουν τοὺς ἑαυτοὺς των ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πρέπει νὰ ἐπανενωθοῦν ἐκ νέου διὰ τῆς μετανοίας. 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 19379

Trending Articles