Στέργιος Ν. Σάκκος ομοτιμ. καθηγ. Πανεπιστημίου
Δίπλα στό πρόσωπο τού Υιού καί Λόγου του Θεού, που ευδόκησε να δανεισθεί την σάρκα της και να μπει στην ιστορία ως ο Μονογενής Υιός της Παρθένου, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου κατέχει μία θέση μοναδική.
Aνάμεσα στήν υπερτίμηση των παπικών, που σχεδόν θεοποίησαν τη σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ, καί στην υποτίμηση των προτεσταντών, που τη θεωρού ν ως μία ἁπλή γυναίκα, σύζυγο του ᾿Ιωσήφ, στέκει η ορθόδοξη πίστη μας.
Εδώ η Θεοτόκος απολαμβάνει την πρέπουσα τιμή. Το πρόσωπό της αναδεικνύεται κριτήριο ορθοδοξίας, καθοριστικό για τη διατύπωση των δογματικῶν όρων.
Ζωντανή κι αγαπημένη η μορφή της στις καρδιές των πιστών εκπληρώνει ανά τους αιώνες την προφητική διαβεβαίωση της ίδιας· «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1, 48).
Πλήθος οι γιορτές προς τιμήν της αγκαλιάζουν όλα τα γεγονότα της ζωής της, απο τη σύλληψη ως την κοίμησή της.
Αναρίθμητα τα πρόσωπα που φέρουν το όνομά της, πάμπολλοι οι ναοί και τα εξωκλήσια τα αφιερωμένα στη χάρη της μαρτυρούν τη βαθειά ευλάβεια του λαούστό πρόσωπό της. Πράγματι, ποιος απο μας, μικρό παιδί ακόμη, δεν ψέλλισε προσευχές στη μεγάλη Μάνα; Ποιος δεν την έχει ἐπικαλεσθεί καί δεν έχει προστρέξει στη δική της πρεσβεία σε κάθε δυσκολία;
Οπως όλα τα θέματα της ορθοδόξου παραδόσεώς μας, έτσι και η θέση της Παρθένου στήν πίστη μας έχει σαφώς αγιογραφική στήριξη καί αφετηρία. Λιτά αλλά πολύ εύγλωττα προβάλλει ἡ Κ. Διαθήκη τήν υπέρλογη καί μοναδική συμβολή της στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Σ΄όλους τους σταθμούς της θείας οικονομίας, από τον Ευαγγελισμό μέχρι την Ανάληψη, όπως ιστορούν τα Ευαγγέλια, η Παρθένος κατέχει θέση πρωταρχική.
Αλλά εκτός από τις ιστορικές διηγήσεις, τα Ευαγγέλια περιέχουν επίσης εξαίσιους καί θεόπνευστους εγκωμιαστικούς ύμνους· το χαιρετισμό του αγγέλου, τον «ἀσπασμό» της Ελισάβετ, την προφητεία της ίδιας της Θεομήτορος αλλά και το μακαρισμό της γυναίκας απόο το ανώνυμο πλῆθος.
Αυτά αποτελούν την απαρχή και το έναυσμα για τα εγκώμια που θα της απευθύνουν οι πιστοί όλων των αιώνων.
Ιδιαίτερα στις Επιστολές του Aποστόλου Παύλου παρουσιάζεται η ιερή της προσωπικότητα μέσα ἀπό σύντομες αλλά τόσο σαφείς αναφορές, ώστε καί μόνο αυτές αρκοῦν γιά νά σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο της Παναγίας μας. Στόν περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου μόνο ἐπιλεκτικά καί ἐπιγραμματικά θά μνημονευθούν.
Στην πρός Ρωμαίους Επιστολή, καθώς αναφέρεται ο Απόστολος στην ανθρώπινη φύση του Ιησου σημειώνει· «γενόμενος ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα» (1,3). Παρόμοια στο κύκνειο άσμα του, στή Β´ προς Τιμόθεον Επιστολή, παραδίδοντας ο απόστολος στον ἀγαπημένο του μαθητή τό «εὐαγγέλιον», το όλο μυστήριο τού ἀποκαλυφθέντος Θεού από την ενανθρώπηση μέχρι το θάνατο καί την ανάσταση, μνημονεύει «᾿Ιησοῦν Χριστόν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ» (2,8).
Ως ἄνθρωπος ὁ Χριστός προήλθε από το γενεαλογικό δένδρο του Δαυΐδ. Δέν είχε καμία σχέση αίματος μέ τόν μνήστορα ᾿Ιωσήφ, διότι γεννήθηκε ασπόρως οπό τή Μαρία, απόγονο του βασιλικού γένους του Δαυΐδ. Δια μέσου αυτής ἐκπληρώνονται στό πρόσωπό του όλες οἱ μεσσιακές προφητείες που τον περιμένουν ως «σπέρμα», απόγονο, τοῦ Δαυΐδ.
Η παρουσία της Παρθένου Μαρίας στο προσκήνιο της ιστορίας συμπίπτει μέ «τό πλήρωμα του χρόνου», όπως μας πληροφορεί ο θεόπνευστος Παῦλος στην προς Γαλάτας ᾿Επιστολή (4,4).
Ο λαός τού Θεού, που σαν φυτώριο καλλιεργούνταν με το νόμο και το θέλημά του, είχε φθάσει στην ακμή της αποδόσεώς του· είχε να δώσει στον Θεό τον πιο εκλεκτό βλαστό του, τήν Παρθένο Μαρία.
Την ώρα που εκείνη συγκατανεύει στο θέλημα του Κυρίου και υπάκουα παραδίδει τον εαυτό της στό «ρῆμα» του αγγέλου (Λκ 1,38), φθάνει το πλήρωμα του χρόνου· ο Υιός του Θεου σκηνώνει στά σπλάχνα της.
Γεννιέται εκ γυναικός ὁ Χριστός,όπως κάθε κοινός άνθρωπος, αλλά μέ μία στοιχειώδη διαφορά· γεννιέται «ἄνευ σπορᾶς πατρός», ὅπως εἶχε προφητευθεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη.
Στην κλίμακα των ταπεινώσεων του Θεανθρώπου, που τόσο ανάγλυφα παρουσιάζεται στην πρός Φιλιππησίους Επιστολή, ο Απόστολος επισημαίνει δύο οριακά σημεία· την ενανθρώπηση ως αρχή και το σταυρό ως την εσχάτη των ταπεινώσεων.
Το πρώτο σκαλοπάτι της «κενώσεως» του θείου Λόγου είναι η σύλληψή του στη μήτρα της Παρθένου Μαρίας (Φι 2,7-8). Η Παναγία, λοιπόν, καί ο Σταυρός αποτελούν τα ορόσημα που οριοθετούν τήν ιστορική πορεία του Ιησού στο σχέδιο τής θείας οικονομίας.
Το γνώρισμα τής ανθρώπινης φύσεως είναι η μετοχή στή φθαρτή ύλη, η σάρκα καί τό αίμα, φορείς του προπατορικού αμαρτήματος.
Ο άυλος Θεός προσέλαβε οπό τη Μητέρα του σάρκα καί αίμα, σημειώνει η προς Εβραίους Επιστολή, αλλά «παραπλησίως» (2,14), όχι ακριβώς όπως τα έχουν όλοι οι άνθρωποι.
Εκείνοι έχουν μέσα στη φύση τους την προπατορική αμαρτία, που την κληρονομούν με τη φυσική γέννηση. Ο Ιησοῦς Χριστός ήταν αναμάρτητος, διότι η γέννησή του προήλθε μέ τρόπο μοναδικό, ασπόρως.
Στό 9ο κεφάλαιο της ίδιας επιστολής γίνεται λόγος για την παλιά σκηνή και τα αντικείμενά της τα οποία είναι τύπος, προφητεία, των μελλόντων.
Στην κιβωτό της σωτηρίας, λοιπόν, υπήρχε και η ράβδος πού βλαστάνοντας κατοχύρωσε την αυθεντία του Ααρών. Αυτή η ράβδος προτύπωνε τή Θεοτόκο, από τήν παρθενική μήτρα της οποίας προήλθε ὁ θεϊκός βλαστός.
Αλλά και ολόκληρη η σκηνή προεικόνιζε την αχειροποίητη σκηνή, το σώμα το οποίο έλαβε ο Ιησούς από την Παναγία μας· «Χριστός δέ παραγενόμενος ἀρχιερεύς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διά τῆς μείζονος καί τελειοτέρας σκηνῆς» (῾Εβ 9,11).
Γίνεται μνεία της ενανθρωπήσεως για να τονισθεῖ ἡ ανωτερότητα του Αρχιερέα Ι ησού ο οποίος «παραγενόμενος», όταν ήρθε στον κόσμο, γεννήθηκε αρχιερέας καί δέν χρειάσθηκε νά χρισθεί, όπως χρίονταν οι άλλοι «χριστοί Κυρίου». Αυτή η ενανθρώπηση τελέσθηκε διά της αειπαρθένου Μαρίας, η οποία ως αχειροποίητος ναός δέχθηκε τήν εγκατοίκηση του Αγίου Πνεύματος στα σπλάχνα της.
Στό πρόσωπο της Θεοτόκου ο απόστολος Παύλος βλέπει την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, το πλήρωμα του χρόνου για την εφαρμογή του σχεδίου της σωτηρίας, το πρώτο ορόσημο στην επίγεια πορεία του Ιησού, τον αχειροποίητο ναό, όπου βρήκε άγιο κατοικητήριο ἡ θεότητα και έλαβε σάρκα και οστά.
Είναι τα στοιχεία δια των οποίων την κατέστησε ο Θεός θεωμένη προσωπικότητα, τον πρώτο «ἀνθρωπόθεο», και την πρόσφερε στις γενιές τῶν πιστών ως το «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».
Αυτό τό τελειότατο δημιούργημα της χάρης τοῦ Θεοῦ, προβάλλει η Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ως πρότυπο καί χειραγωγό του ανθρώπου προς τη θέωση. Ο κάθε πιστός, γράφει στούς Κορινθίους ο Παύλος, μιμούμενος τήν Παναγία, φιλοξενεί μέσα του τόν Τριαδικό Θεό. Σαν ἐκείνη, γίνεται κι αυτός ναός του Θεού άγιος, «Θεοῦ κατοικητήριον»· «ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἔστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α´ Κο 3,17).
Από: aktines