Διηγείται ο Γέρων Ησύχιος ο Γρηγοριάτης († 1896-1999).
Κατά τό 1916, λόγῳ τοῦ πολέμου, ἐμαστίζετο ὁ κόσμος ἀπό τήν πεῖνα καί τήν φτώχεια. Τότε στό Μοναστήρι μας, ὑπῆρχε ἄλεσμα μόνο γιά μία παρασκευή ψωμιῶν.
Γι᾿ αὐτό καί οἱ μοναχοί π. Χρύσανθος καί π. Μιχαήλ, κατέβηκαν στήν ἀποθήκη νά κοσκινίσουν τό τελευταῖο σιτάρι, νά τό ἀλέσουν καί νά ζυμώσουν τό τελευταῖο ψωμί. Ἐνῶ συζητοῦσαν μεταξύ τους γιά τήν δυστυχία πού γρήγορα θά τούς ταλαιπωροῦσε, παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά τους ἕνας ἀσπρογένης παπποῦς.
-Εὐλογεῖτε Πατέρες, τί κάνετε;
-῾Ο Κύριος, Πάτερ, καλῶς ὡρίσατε. Ἀπό ποῦ μᾶς ἔρχεσθε;
-Ἐγώ προέρχομαι ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας.
-῎Α, ἀπ᾿ ἐκεῖ κατάγεται καί ὁ Παπποῦς μας, ὁ ῞Αγιος Νικόλαος προστάτης τῆς Μονῆς μας.
-Πῶς τά περνᾶτε ἐδῶ; ῎Εχετε σιτάρι νά ζήσετε καί αὐτή τήν χρονιά;
-Αὐτό πού βλέπεις, Πάτερ, εἶναι τό τελευταῖο. Μετά μόνο ὁ Θεός καί ὁ ῞Αγιος Νικόλαος γνωρίζουν τί θα κάνουμε.
῾Ο ῞Αγιος Νικόλαος ἐπῆρε λίγο σιτάρι στά χέρια του, τό εὐλόγησε καί χωρίς νά τούς εἰπῇ τίποτε, ἐξαφανίσθηκε. ῎Εκτοτε οἱ Πατέρες, παρά τίς δύσκολες συνθῆκες σέ παγκόσμια κλίμακα, δέν ἐπείνασαν, διότι ἐφρόντιζε γι᾿ αὐτούς ὁ ῞Αγιος Νικόλαος.