του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου- συγγραφέα
ΓΕΝΙΚΑ: Η φιλαργυρία είναι αρρώστια, πάθος, που αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο και τον ρίχνει στα δεσμά άλλων φρικτών παθών.
Για πολλούς ταυτίζεται με την απληστία. Ουσιαστικά απληστία είναι η υπερβολική προσπάθεια ν'αποκτάς, ενώ φιλαργυρία η υπερβολική προσπάθεια να μη χάσεις. Ας δούμε δυο διδακτικές ιστορίες για τη φιλαργυρία.
Α΄ Κάποιος σοφός Άραβας πριν πεθάνει συντάσσοντας τη διαθήκη του έγραψε: “Έκλεισα όλη μου την περιουσία στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο του γραφείου μου. Όσα περιέχει, τα παραχωρώ στον πιο ευτυχισμένο της γης”. Μετά το θάνατό του χιλιάδες άνθρωποι, φιλονικώντας και φωνάζοντας, τρέξανε στον δικαστή να βεβαιώσουν πως ήταν οι ευτυχέστεροι της γης. Ο δικαστής, όμως, έσπευσε να δηλώσει πως αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος κι ο θησαυρός τού ανήκε. Έτσι αποσφράγισε τη διαθήκη. Όμως, αντί για θησαυρό βρήκε μερικά χαλίκια τυλιγμένα σε σημείωμα που έγραφε: “Αν ήσουν πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, δε θα είχες ανάγκη από τα χρήματά μου”.
Β΄ Υπάρχει μια τέχνη των Αφρικανών για να πιάνουν τους πιθήκους ζωντανούς που βασίζεται σε ένα άλλο είδος “ζωικής” φιλαργυρίας. Για να πιάσουν, λοιπόν, ζωντανούς τους πιθήκους κρεμούν ένα σακί με ρύζι, αγαπημένη τροφή των ζώων αυτών, επάνω σ’ ένα δέντρο. Το σακί έχει τόσο άνοιγμα, όσο χωράει για να περάσει το χέρι του ζώου, αλλά όταν γεμίσει την χούφτα του ρύζι είναι αδύνατο να βγει. Ο πίθηκος βάζει το χέρι μέσα στο σακί και παίρνει μια χούφτα από το αγαπημένο του ρύζι. Μόλις αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το βγάλει, μορφάζει, ταράζεται, σπαρταρά, κινείται με βία. Όμως χαμένος κόπος. Ο ιθαγενής προχωρεί και τον πιάνει τότε εύκολα. Δεν είχε ο πίθηκος παρά να χαλαρώσει το χέρι του, να πέσει το ρύζι, για να ξαναβρεί την ελευθερία του. Αλλά προτιμά την αιχμαλωσία παρά ν’ αρνηθεί τη λεία του.
Στενή συγγενής του φθόνου είναι η φιλαργυρία. Δεν εννοούμε μόνο εκείνο το είδος της φιλαργυρίας που περιορίζεται στη συσσώρευση χρημάτων, αλλά τη γενική κάποια χαρά σε άλλους. Ουσιαστικά ο φιλάργυρος υψώνει ένα τείχος που θα σιγουρέψει μόνο για τον εαυτό του τους φτωχικούς του θησαυρούς από τον υπόλοιπο κόσμο. Διακρίνεται εύκολα η σχέση της φιλαργυρίας με τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία και με τον φθόνο.
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ: Στην παγκόσμια γραμματεία έχουμε τη χαρακτηριστική τσιγγουνιά του Αρπαγκόν στο Μολιέρο (ερωτευμένος με το σεντούκι) και του Σάυλοκ στον Σαίξπηρ (που επιμένει να αποζημιωθεί ακόμη και με ανθρώπινη σάρκα). Ο Aγγλος χιουμορίστας συγγραφέας Τζωρζ Μάικς στο κείμενό του “Περί Φιλαργυρίας” δίνει τη συνταγή της επιτυχούς φιλαργυρίας: «Αν θέλετε να είστε φιλάργυρος, να θυμόσαστε έναν πολύ απλό βασικό κανόνα: Ο φιλάργυρος ποτέ δεν είναι τόσο πλούσιος, ώστε να μπορεί να περιφρονήσει έστω και μια πεντάρα. Και δέστε την ιστορία που επαληθεύει τον κανόνα αυτόν: Oταν ήμουν 17 χρονών έτυχε να βρίσκομαι σ'ένα συμβολαιογραφείο της Βουδαπέστης, όπου ένας πλούσιος κύριος, ιδιοκτήτης τεραστίων κτημάτων, πουλούσε ένα από τα σπίτια του. Ο αγοραστής τού μέτρησε 50.000 λίρες και το τραπέζι εξαφανίστηκε κάτω από το τεράστιο χρυσό βουνό που σωρεύτηκε πάνω του. Ο γερο-πλούσιος μέτρησε τέσσερις φορές τα λεφτά. Yστερα άνοιξε μια σαρακοφαγωμένη κασετίνα και έβγαλε τους τίτλους του σπιτιού, τυλιγμένους σε κορδέλα. Τους ξετύλιξε διστακτικά και μετά πολλή σκέψη τους έδωσε στον αγοραστή. Ο τελευταίος, τους πήρε και του είπε: “Μου δίνετε σας παρακαλώ και την κορδέλα για να τους τυλίξω;” Ο γέρος διστάζοντας του απάντησε: “Την κορδέλα; Ευχαρίστως. Πληρώστε μου, όμως, τέσσερις πεντάρες!»
Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΑ: Διαβάζουμε στα Δελφικά παραγγέλματα “Πλούτω απόστει”, δηλαδή μακριά από τον πλούτο, γιατί η φιλαργυρία που γεννιέται απ'τον πλούτο είναι “επονείδιστο πράγμα” (Πλάτων) και “μητέρα κάθε ποταπότητας και φαυλότητας” (Φωκυλίδης). Ο Δημόκριτος έλεγε πως οι “τσιγκούνηδες έχουν τη μοίρα της μέλισσας, δουλεύοντας σαν να πρόκειται να ζήσουν για πάντα” καθώς και ότι “ο δούλος των χρημάτων δε μπορεί να είναι δίκαιος”. Ο Πλάτων τόνιζε ακόμη πως “η ψυχή του φιλάργυρου αφοσιώνεται αποκλειστικά σ’ αυτή τη δουλειά και δεν τον απασχολεί καμιά άλλη σκέψη, εκτός από το καθημερινό κέρδος”, τονίζοντας πως “δεν πρέπει να αποκτάμε μόνο τα αγαθά, αλλά να τα χρησιμοποιούμε, γιατί καμιά ωφέλεια δεν προκύπτει μόνο από την απόκτηση.” Ανάλογα τοποθετείται κι ο Αίσωπος: “Καμία αξία δεν έχει το να αποκτήσεις πολλά χρήματα, αν δεν τα χρησιμοποιείς”. Ο Ζήνων τοποθετούσε τη φιλαργυρία, μαζί με την ακολασία και τη μέθη, στα κορυφαία πάθη, ενώ ο Διογένης έλεγε: “Η φιλαργυρία είναι η μητρόπολη όλων των παθών”. Ο Σωκράτης παρομοιάζει τη ζωή του φιλάργυρου με δείπνο νεκρού που “ ενώ όλα τα έχει δε μπορεί να δοκιμάσει τίποτε”. Ο Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομάχεια) αντιδιαστέλει την ασωτία με τη φιλαργυρία γράφοντας: “Ο άσωτος ξοδεύει υπερβολικά και δεν λαμβάνει αρκετά,ενώ ο φιλάργυρος λαμβάνει υπερβολικά χρήματα και δεν ξοδεύει αρκετά.” Ο φιλόσοφος Βίων έλεγε: “Ο φιλάργυρος δεν έχει περιουσία, η περιουσία έχει αυτόν”, ενώ ο Κικέρων εύστοχα αποφαίνεται για τη γεροντική φιλαργυρία: “Είναι ανόητο να είσαι τσιγκούνης σε προχωρημένη ηλικία. Τι πιο παράλογο από έναν οδοιπόρο που αυξάνει τα αποθέματά του για το ταξίδι που πλησιάζει στο τέλος.” Τέλος, στο Ταλμούδ διαβάζουμε: “Και οι τρεις είναι αφόρητοι: φτωχός και υπερήφανος, γέρος-γυναικάς και πλούσιος-τσιγκούνης”.
Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΟΦΙΑ: Στην πάροδο των αιώνων, οι απόψεις για την φιλαργυρία παραμένουν σταθερά επικριτικές. Έτσι ο Ραφουσκό αναδεικνύει την πλάνη των φιλάργυρων: “στο ότι θεωρούν το χρυσό και το άργυρο αγαθά, ενώ στην πραγματικότητα είναι μόνο τα μέσα για απόκτηση αγαθών”, ξεχνώντας ότι το χρήμα είναι μέσον και όχι σκοπός, ενώ ο Μίλτον με καθαρά οικονομική ορολογία, στηριζόμενος στον Αριστοτέλη, ορίζει τη φιλαργυρία και όχι τη σπατάλη αντίθετη της οικονομίας! Νωρίτερα ο Πετράρχης έγραψε εύστοχα ότι “Όσο περισσότερη η τσιγκουνιά, τόσο περισσότερη η σκληρότητα”, ενώ ο Α. Δουμάς συνιστά: “Μην εκτιμάς το χρήμα ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο απ’ ό,τι του αξίζει. Είναι πολύ καλός υπηρέτης, αλλά πολύ κακός κύριος.” Ο Λαβατέρ δίνει μια πολύ εύστοχη αντιδιαστολή φιλαργυρίας και ασωτίας: “Οι φιλάργυροι πλουτίζουν κάνοντας τον φτωχό, οι δε άσωτοι φτωχαίνουν κάνοντας τον πλούσιο”. Χαρακτηριστικές είναι δύο ασιατικές παροιμίες : “Ο γενναιόδωρος δίνει, αλλά ο τσιγκούνης συμπονάει”, από την Ινδία, και: “Όταν η τσιγκουνιά μπαίνει στο σπίτι η ευτυχία βγαίνει.” από την Κίνα. Η τελευταία μας υπενθυμίζει πόσο υποφέρουν τα μέλη της οικογένειας του φιλάργυρου!
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ: Τη Μεγάλη Πέμπτη, ακούμε στους Ναούς: “Σήμερα ο Ιούδας εγκαταλείπει τον Διδάσκαλο και λαμβάνει ως φίλο και οδηγό του το διάβολο. Τυφλώνεται από το πάθος της φιλαργυρίας και χάνει ο σκοτεινός αυτός άνθρωπος το Φως (το Χριστό)…”. Ο Ιούδας λάτρευε τα χρήματα, άλλωστε αυτός κρατούσε το “γλωσσόκομον”, το κοινό ταμείο των μαθητών. Ένα πάθος που τον οδηγεί σε σκοτείνιασμα του μυαλού του. Σε ώρα σκότους γίνεται η σύλληψη του Χριστού και ... προσφέρεται το προδοτικό φίλημα. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Αντί να ακολουθήσει την οδό της μετανοίας ακολουθεί το δρόμο της απελπισίας και της αυτοκτονίας. Προσκολλάται στον ένα από τους δύο κυρίους (Θεόν ή Μαμμωνάν, όπως έλεγε ο Κύριος). Όμως δεν μπορείς να δουλεύεις σε δύο κυρίους. Έτσι εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι “Η φτώχεια στερείται από πολλά, η δε φιλαργυρία από όλα” (Ισαάκ Σύρος). Τα ίδια λέει και ο Απ. Παύλος: “Η ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία και πολλοί κυριεύθηκαν από αυτή και παραπλανήθηκαν από την πίστη τους και προκάλεσαν στον εαυτό τους πολλές οδύνες” (Α΄Τιμ. Στ΄6,7,10). Πολλοί έχοντες το πάθος της φιλαργυρίας αυτοαποκαλούνται “οικονόμοι”. Γι'αυτούς έγραψε ο Ισάκ ο Σύρος: “Ο δειλός αποκαλεί τον εαυτό του προσεκτικό, όπως ο φιλάργυρος ονομάζει τον εαυτό του οικονόμο”. Ας ακούσουμε όμως τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά (ΕΠΕ 11, 578-580) που εντάσσει στους φιλάργυρους και τους φτωχούς που επιθυμούν χρήματα: “Η φιλαργυρία είναι αιτία όλων των κακών, αισχροκέρδειας, απληστίας, αστοργίας, απιστίας, μισανθρωπίας, αρπαγής αγαθών του άλλου, αδικίας, πλεονεξίας, τοκογλυφίας, δόλου, ψεύδους, (...) και όλων των παρομοίων (...) Μη πείτε: "οι περισσότεροι από μας είμαστε πτωχοί και συ μιλάς για φιλαργυρία (...)” Γιατί η επιθυμία χρημάτων, που έχουμε μέσα μας, βεβαιώνει ότι υπάρχει στην ψυχή μας η αρρώστια της φιλαργυρίας και χρειαζόμαστε γι'αυτήν θεραπεία.” Ιδιαιτέρως εύστοχος είναι ο ορισμός που δίνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής στη φιλαργυρία.
Είναι, λέει, το πάθος εκείνου “που λαμβάνει με χαρά και δίνει με λύπη”! Σ'αυτή τη φράση εμπεριέχεται η “εργαλειοποίηση” του άλλου. Το ίδιο λέει και ο Μ. Βασίλειος όταν, για να περιγράψει τους πλεονέκτες, επιστρατεύει μιαν εικόνα που παραπέμπει σε άπατο πηγαδι: όπως κάνουν τα ψάρια, έτσι και ο πλεονέκτης-φιλάργυρος καταπίνει στο απύθμενο στομάχι του τους αδύναμους. Είναι αδύνατο ο πλεονέκτης να μη στραφεί κατά του συνανθρώπου του. Γι'αυτό ο έμπειρος ασκητής, Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, συνιστά: “Καλύτερα να κάτσεις παρέα με γύπες, παρά με πλεονέκτη και άπληστο."Ανιλαμβανόμαστε ότι οι Πατέρες τη φιλαργυρία δεν την θεωρούν απλό ηθικό ολίσθημα, αλλά “θρησκεία” και βασικό προσανατολισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Στα λόγια του Χριστού ότι «όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας» (Ματθ. στ΄21) μοιάζει να συμφωνεί ο Eριχ Φρομ υποστηρίζοντας ότι “θρησκεία συνιστά η ολόψυχη αφιέρωση σε κάτι, το οποίο και νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ζωή”. Κι αυτό το “κάτι” στον φιλάργυρο είναι το χρήμα. Στη χριστιανική οπτική η δίψα για πλούτο στρέφεται σ'αυτήν τον ίδιο τον υπαρξιακό προσανατολισμό του, υποτάσσοντας σ'αυτήν όλα, πράγματα ή πρόσωπα. Eτσι, το χρήμα αναδεικνύεται σε αληθινό θεό, ώστε ο Χριστός αυτό έφερε ως κορυφαίο παράδειγμα επιλογής ασύμβατης προς τον Ίδιο. ΄Η με τον Θεό, είπε, ή με τον Mαμωνά. Η λατρεία του χρήματος σημαίνει μετάλλαξη του ανθρώπου σε απόλυτη ατομικότητα, σε άπατο πηγάδι που καταπίνει τα πάντα δίχως τελειωμό. Κι επειδή αυτό το αμάρτημα είναι ακόρεστο, οι Πατέρες το χαρακτηρίζουν ως μονιμότερο πάντων. Τα άλλα αμαρτήματα, λέει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, είναι «ολιγόχρονα». Ο εραστής του χρήματος, αλλά και ο πλεονέκτης συμπληρώνει ο Ιωάννης Χρυσόστομος, υποκύπτει στον διάβολο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Eτσι, λοιπόν, είναι εύστοχος ο ορισμός που δίνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής στη φιλαργυρία. Είναι, λέει, “το πάθος εκείνου που λαμβάνει με χαρά και δίνει με λύπη”! Σ'αυτό καθαυτό, δηλαδή, το γεγονός του (ατομικού) πάθους εμπεριέχεται η εργαλειοποίηση του άλλου. Είναι αδύνατο ο πλεονέκτης να μη στραφεί κατά του συνανθρώπου του. Στα φληναφήματα, που καλλιεργούν διαπλεκόμενοι της εκκλησιαστικής εξουσίας πλουτοκράτες, ότι ο πλουτισμός τους είναι “θέλημα Θεού”, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αντιτείνει: «Δεν προέρχεται από τον Θεό το ψωμί του πλεονέκτη». Γι'αυτό και στην εκκλησιαστική παράδοση, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε οι προσφορές στους ναούς αποτελούν κολυμπήθρα του Σιλωάμ ώστε να δικαιώνονται οι τρόποι συσσώρευσης του πλούτου. Αντίθετα αξιώνεται διακοπή της εκμετάλλευσης. Ο Μ. Βασίλειος ταυτίζει τον πλεονέκτη με τον «αποστερητή», μ'αυτόν, δηλαδή, που στερεί από τους εργαζομένους τη δίκαιη αμοιβή τους και δεν χορηγεί στους πενομένους τα χρειαζούμενα. Οι δωρεές του στις εκκλησιές δεν μπορούν να γίνονται δεκτές, διότι δεν πρόκειται να γίνει συμμέτοχος της πλεονεξίας-φιλαργυρίας ο Θεός. Ας δούμε όμως τι λένε δυο Άγιοι των καιρών μας. Ο Γέροντας Παίσιος τόνιζε: “Ο τσιγκούνης, πού αγκύλωσε το χέρι του από το πολύ σφίξιμο, έσφιξε και την καρδιά του και την έκανε πέτρινη. Για να θεραπευθεί πρέπει να επισκεφθεί δυστυχισμένους, να πονέσει, οπότε θα αναγκασθεί να ανοίξει σιγά, σιγά το χέρι του, και θα μαλακώσει τότε και η πέτρινη καρδιά του και θα γίνει καρδιά ανθρώπινη και έτσι θα του ανοιχθεί και η πύλη του Παραδείσου”. Ο Γέροντας Πορφύριος προσθέτει: «Το αν θα πάμε στον Παράδεισο ή στην κόλαση, δεν εξαρτάται από το αν έχουμε λίγα ή πολλά χρήματα, αλλά από τον τρόπο πού θα χρησιμοποιήσουμε αυτά πού έχουμε. Τα χρήματα, τα κτήματα και όλα τα υλικά αγαθά δεν είναι δικά μας, του Θεού είναι, εμείς έχουμε μόνο τη διαχείριση τους. Πρέπει να ξέρουμε ότι ο Θεός θα μας ζητήσει λογαριασμό και για την τελευταία δραχμή μας, αν τη διαθέσαμε σύμφωνα με το θέλημα του ή όχι».
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Και ποια είναι η απάντηση στη φιλαργυρία: Σίγουρα το να ασκηθεί ο άνθρωπος στην ολιγάρκεια, να γίνει «ολιγοδεΐας εραστής» (Άγιος Μάξιμος). Να ζήσει τα πράγματα (χρήμα, πλούτο) με μέτρο και την αγάπη άμετρα. Αυτό δεν σημαίνει αποτράβηξη σε ατομική πνευματική γυμναστική.
Ο Ά. Χρυσόστομος παρατηρεί ότι η ύψιστη αρετή της παρθενίας, ούτε καθολική εντολή συνιστά, ούτε οδηγεί μόνη της στον παράδεισο. Ο φιλάργυρος παρθένος θα βλέπει τον νυμφώνα απ'έξω! Η αλληλεγγύη, όμως, και καθολική εντολή συνιστά και στον παράδεισο οδηγεί, διότι από τη φύση της σημαίνει έγνοια για τον άλλον. Να λοιπόν το αντίδοτο στη φιλαργυρία.
Alfred Adler - Ανθρωπογνωσία, Μετάφραση: Σταύρος Καμπουρίδης, Εκδόσεις Ηλία Μανιατέα, Αθήνα