ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Α΄ Ἔκδοσης)
Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντα Μαξίμου Ψιλόπουλου -πνευματικοῦ τέκνου τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Πορφυρίου ἐπί 17 ἔτη- ἀποτολμήσαμε μιά πτωχή παρουσίαση τῆς βαθιᾶς θεολογίας καί τῆς ἁγιοτάτης ζωῆς τοῦ ὁσίου γέροντος Πορφυρίου.
Σκοπός τῆς παρούσης φτωχῆς ἐργασίας εἶναι ἡ πνευματική οἰκοδομή ὅλων μας, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἡ θεολογία καί ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Γέροντος εἶναι πρότυπα γιά τή δική μας ὀρθοδοξία καί ὀρθοπραξία. Περικλείουν θεραπευτικά μέσα ἔξοχα γιά τήν «ἴαση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος», κάθε ἀνθρώπου «καταπεπονημένου».Ὁ Θεός νά δώσει μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντος, νά ἐφαρμόσουμε στήν πράξη ὅσα εἴδαμε, ἀκούσαμε καί διαβάσαμε γι’ αὐτόν, ἔστω καί κατά ἕνα ἐλάχιστο μέρος, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας τοῦ Κυρίου.
Ζητῶ τίς εὐχές τῶν ἀναγνωστῶν, γιά νά δίνει ὁ Θεός «μετάνοιαν ὁλόκληρον καί καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν Του» σέ ὅλους· στούς πνευματικούς μου ἀδελφούς καί τέλος καί σέ μένα. Εὐχαριστῶ πολύ ὅλους, ὅσους βοήθησαν στήν ἔκδοση τῆς παρούσης ταπεινῆς ἐργασίας καθώς καί τόν ταπεινό ἱεραπόστολο καί ἐκδότη κ. Στυλιανό Κεμεντζετζίδη. Ἐξαιρέτως εὐχαριστῶ τόν πνευματικό μου πατέρα, Γέροντα Μάξιμο, γιά ὅλα ὅσα ἔκανε καί κάνει γιά μένα, καθώς καί γιά τήν οὐσιαστική συμβολή του σ’ αὐτό τό ἔργο.
Εὐχαριστῶ ὅλους, ὅσους προσεύχονται ἤ θά προσευχηθοῦν γιά τή σωτηρία ὅλων μας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Β΄ ἔκδοσης)
Σύν Θεῷ, μετά τήν ἐξάντληση τῆς Α’ ἔκδοσης τοῦ μικροῦ πονήματος: «Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς κατά τόν ὅσιο Γέροντα Πορφύριο», προχωρήσαμε στή Β΄ ἔκδοση, πλήρως ἀναθεωρημένη καί συμπληρωμένη.
Προστέθηκε ἕνα καινούργιο βιογραφικό σημείωμα γιά τό Γέροντα σέ ρέουσα γλῶσσα, τό ὁποῖο ἀντικατέστησε αὐτό τῆς Α΄ ἔκδοσης. Προστέθηκε μία ἀρκετά ἐκτενής εἰσαγωγή. Συμπληρώθηκαν περιστατικά μέ αὐτούσια λόγια τοῦ Γέροντα. Ἔγινε ἀναδιάταξη καί συστηματικώτερη παρουσίαση σύνολης τῆς ὕλης. Ἐγινε χωρισμός σέ μικρά κεφάλαια καί ἑνότητες ὅλου τοῦ βιβλίου γιά εὐχερέστερη μελέτη. Ἐπίσης κάποια σημεῖα σχολιάστηκαν περισσότερο, ἐξομαλύνθηκαν γλωσσικά καί ἐκφραστικά – συντακτικά, ἐνῶ ἔγινε προσπάθεια ἐξάλειψης τῶν ἐπαναλήψεων.
Παρακαλῶ εὔχεσθε ὥστε καί ἡ παροῦσα ἔκδοση νά ἀποβεῖ πνευματικά ἐπωφελής σέ ὅλους, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ Μας. Εἴθε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ὁ π. Πορφύριος νά πρεσβεύουν γιά τήν Μετάνοια καί σωτηρία ὅλων μας.
24 Φεβρουάριου 2010
Μνήμη τῆς Α΄ καί Β΄ Εὑρέσεως τῆς Τιμίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, κατά κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στίς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1906, στό χωριό Ἅγιος Ἰωάννης Εὐβοίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καί Ἑλένη, τό γένος Ἀντωνίου Λάμπρου. Ὁ Γέροντας ἀπό μικρός ἀναγκάζεται νά φυλάσσει πρόβατα στό βουνό. Παρακολουθεῖ μόνο τήν Α΄ Δημοτικοῦ καί αὐτήν ὄχι πλήρως. Σέ ἡλικία 7 ἐτῶν πηγαίνει στήν Χαλκίδα, ὅπου ἐργάζεται γιά 2-3 χρόνια. Κατόπιν μεταβαίνει στόν Πειραιᾶ, ὅπου ἐπίσης ἐργάζεται γιά δύο χρόνια σέ παντοπωλεῖο συγγενοῦς του. Στά δώδεκά του χρόνια μεταβαίνει (ὑπερνικώντας τήν ἀγάπη στούς γονεῖς του) στό Ἅγιον Ὄρος. Πόθος του εἶναι νά μιμηθεῖ τή ζωή τοῦ ἀγαπημένου του Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου.
Ἐγκαθίσταται στά Καυσοκαλύβια, στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ κάνει ἀδιάκριτη καί χαρούμενη ὑπακοή στούς δύο αὐταδέλφους Γέροντες του, τόν ἱερομόναχο-πνευματικό Παντελεήμονα καί τόν γέροντα Ἰωαννίκιο. Σέ ἡλικία 14 ἐτῶν γίνεται μοναχός, παίρνοντας τό ὄνομα Νικήτας, ἐνῶ δύο χρόνια ἀργότερα κείρεται μεγαλόσχημος. Δέν περνᾶ πολύς χρόνος καί ὁ Θεός τοῦ δωρίζει τό διορατικό Χάρισμα. Στά 19 του χρόνια ἀρρωσταίνει πολύ σοβαρά καί ἀναγκάζεται, ἐγκαταλείποντας τό Ἅγιον Ὄρος, νά μεταβεῖ στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν, στήν Εὔβοια.
Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν (στά 1926) χειροτονεῖται ἱερέας στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Σιναίου Πορφύριο Γ΄, ὁ ὁποῖος τοῦ δίδει τό ὄνομα Πορφύριος. Στά 22 του χρόνια γίνεται πνευματικός καί λίγο ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης. Γιά ἕνα διάστημα ἐργάζεται ὡς ἐφημέριος καί πνευματικός, σέ διάφορους τόπους στήν Εὔβοια.
Στά 1940 ἐγκαθίσταται στήν Ἀθήνα, ὅπου ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἐφημερίου καί πνευματικοῦ, στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν (Ὁμόνοια, ὁδός Σωκράτους καί Πειραιῶς). Γιά 33 χρόνια διακονεῖ ἐκεῖ, τόν πονεμένο λαό τοῦ Θεοῦ. Στά 1955 ἐγκαθίσταται στά Καλλίσια, στό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καλλιεργεῖ τήν γύρω περιοχή καί συγχρόνως ἀσκεῖ τό πνευματικό του ἔργο, μέχρι τό 1978, ὁπότε παθαίνει ἔμφραγμα.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1979 ἐγκαθίσταται στό Μήλεσι Ἀττικῆς, ἀρχικά σ΄ ἕνα τροχόσπιτο. Ὄνειρό του εἶναι νά χτίσει ἕνα μοναστήρι. Λίγο ἀργότερα μένει σ’ ἕνα σπιτάκι ἀπό τσιμεντόλιθους. Στά 1984 μεταφέρεται σέ κτίσμα τοῦ ὑπό ἀνέγερση μοναστηριοῦ. Ἄν καί εἶναι πολύ ἄρρωστος καί τυφλός, ἐργάζεται μέ πολύ ζῆλο γιά τήν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς (Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτῆρος). Στά 1990, στίς 26 Φεβρουαρίου θεμελιώνει τό Καθολικό τῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἑτοιμάζεται γιά τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του μέ γενική ἐξομολόγηση.
Στά 1991, ἀρχές τοῦ καλοκαιριοῦ, ἐπιστρέφει στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου διατηροῦσε κελλί ἀπό τά 1984. Ἐπιστρέφει στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στήν Καλύβη τῆς μετανοίας του. Ἐκεῖ κοιμᾶται ὁσιακά, τό πρωί τῆς 2ας Δεκεμβρίου τοῦ 1991. Τήν ἑπομένη θάπτεται στό κοιμητήριο τοῦ Κυριακοῦ τῶν Καυσοκαλυβίων (τῆς Ἁγίας Τριάδος), ἁπλά καί ἀθόρυβα, ὅπως τό ἐπιθυμοῦσε.
Τά τελευταῖα του λόγια, ἦσαν αὐτά τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα στή διάρκεια τῆς ζωῆς του πολύ συχνά ἐπαναλάμβανε: «Ἵνα ὦσιν ἕν» .
Ὅταν θά γινόταν ἡ ἀνακομιδή του, εἶχε δώσει ἐντολή στούς Πατέρες τοῦ Κελλιοῦ του, νά μεταφερθοῦν τά ὀστᾶ του σέ ἄγνωστο σημεῖο, μέσα στό δάσος καί νά ταφοῦν πάλι. Αὐτό καί ἔγινε. Ἀπόφυγε ἔτσι καί τήν μετά θάνατον τιμή καί δόξα ἀπό τούς ἀνθρώπους.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στήν παροῦσα ταπεινή- καί ὁπωσδήποτε ἐλλειπή- ἐργασία, διακρίναμε τρεῖς θεραπευτικές πηγές, τρεῖς κρουνούς σοφίας, Χάρης καί γνώσης, πού πηγάζουν ἀπό τόν Ὅσιο Γέροντα Πορφύριο καί μποροῦν νά ξεδιψάσουν τήν, βασανισμένη ἀπό τόν πνευματικά καύσωνα τῆς ἁμαρτίας, ψυχή μας.
Ὁ πρῶτος θεραπευτικός κρουνός, εἶναι ἡ πνευματική του πορεία, ὁ τρόπος, πού πάλαιψε καί νίκησε τούς τρεῖς ἐχθρούς , στόν Ἀόρατο μυστικό πόλεμο.
Ὁ δεύτερος κρουνός εἶναι ἡ θεολογία του, τά χαριτόβρυτα λόγιά του, οἱ θεόπνευστες συμβουλές του
Ὁ τρίτος κρουνός εἶναι ἡ ἁγία χαριτωμένη προσωπικότητά του ὅπως συντίθεται ἀπό ὅλες τίς θεοαγάπητες ἀρετές καί τά θεοδώρητα χαρίσματά του
Ἀντλώντας ἀπό αὐτούς τούς τρεῖς ποταμούς τοῦ «ζῶντος ὕδατος» μποροῦμε νά ποτίσουμε τήν «ἄνυδρη γῆ» τῆς ὕπαρξής μας καί νά λάβουμε θεραπευτική ἀγωγή γιά τήν γεμάτη πνευματικές ἀσθένειες ψυχή μας.
Χωρίσαμε τήν παροῦσα μελέτη σέ τρία βασικά κεφάλαια:
Α΄ Κεφάλαιο: Ἡ πνευματική πορεία τοῦ Γέροντα· ἀπό τή Μετάνοια στή Θεολογία.
Β΄Κεφάλαιο: Τό δόγμα· ἡ θεολογία καί ἡ ποιμαντική-συμβουλευτική τοῦ π. Πορφυρίου καί
Γ΄ Κεφάλαιο: Τό ἦθος· οἱ ἀρετές καί τά χαρίσματά του.
Ἀναλυτικώτερα…
Ὁ Γέροντας Πορφύριος : λεπτός, «αἰσθηματίας» , ὅπως αὐτοαπεκαλεῖτο, χαρισματοῦχος, μέ πλῆθος ἁγιοπνευματικά χαρίσματα, ἁπλούστατος μέσα στή μεγαλοσύνη του, ταπεινός σά μικρό παιδάκι, εὐλαβέστατος καί διακριτικότατος· μᾶς θεραπεύει:
Α)μέ τόν τρόπο, πού ἀγωνίστηκε πνευματικά περνώντας ἀπό τήν πράξη στή θεωρία. Ἡ γνήσια καί εἰλικρινής μετάνοια τόν ὁδήγησε στήν ἄκρα καί χαρούμενη ὑπακοή· ἡ ὑπακοή στήν καθαρά προσευχή· ἡ καθαρά προσευχή στήν γνήσια Θεολογία.
Β)μέ τήν χαριτόβρυτη διδασκαλία – Θεολογία του. Θεολογεῖ ὀρθοδοξότατα, διότι ζεῖ ὀρθόδοξα· καί ζεῖ ὀρθά, διότι ζεῖ μυστηριακά καί μυστικά. Διακρίναμε ἐπί μέρους μικρές ἑνότητες ὥστε νά γίνει μία κατά δύναμη συστηματική παρουσίαση τῆς διδασκαλίας του καί τῶν θεραπευτικῶν προεκτάσεών της.
Στήν Α΄ἑνότητα ἐντάξαμε λόγους τοῦ π. Πορφυρίου γιά:
• τόν Θεό (Θεολογία) καί γιά τόν Χριστό Μας (Χριστολογία),
• τόν ἄνθρωπο, τήν ἀνθρώπινη ψυχή (Ἀνθρωπολογία) καί τόν τρόπο πού μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ (Σωτηριολογία),
• τό τί εἶναι Ἐκκλησία, ποῖος εἶναι ὁ σκοπός Της καί πῶς κανείς ἐντάσσεται ὀργανικά σ’ Αὐτήν (Ἐκκλησιολογία),
• τά ἔσχατα, γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Ἐσχατολογία),
• τήν κτίση (Κτισεολογία),
• τούς ἑτερόδοξους, τίς ἄλλες θρησκεῖες καί τό διάβολο,
Στήν Β΄ἑνότητα ἐντάξαμε λόγους- συμβουλές τοῦ Γέροντα γιά:
• ποικίλα ἄλλα θέματα ὅπως γιά τά ψυχολογικά προβλήματα, γιά τό γάμο, γιά τήν ἐργασία, γιά τόν πνευματικό ἀγώνα κ.λ.π.
Γ) μέ τό ἦθος του (τήν ἐξαγιασμένη προσωπικότητά του). Διακρίναμε καί ἐδῶ ἐπί μέρους ἑνότητες γιά μία συστηματικώτερη παρουσίαση τῶν στοιχείων τῆς προσωπικότητας τοῦ Γέροντα καθώς καί σχετικῶν μέ αὐτά λόγων του. Ὁ Γέροντας προβάλλει ὡς ψυχοθεραπευτικό πρότυπο, ὡς ἕνας ἀληθινά θεραπευμένος ἄνθρωπος καί μᾶς διδάσκει μέ:
• τήν ὑπακοή του,
• τήν μετάνοιά του, τήν συντετριμμένη του καρδία, τήν ταπείνωση, τήν συνεχή Ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία του,
• τήν εὐλάβειά του, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τόν Θεῖο Ἔρωτά του,
• τήν θυσιαστική ἀνιδιοτελή ἀγάπη του γιά ὅλους,
• τήν σωματική κακοπάθεια, τή φιλοπονία καί τήν γενικότερη ἄσκηση του.
Ὅλη του ἡ ζωή, ὁ Χριστός. Τό πᾶν ὁ Χριστός. Πνευματικός ἀγώνας, δόγμα καί ἦθος , ἀλήθεια καί ζωή, πίστη καί ἔργα, ἀλληλένδετα καί ἀξεχώριστα, συνοψίζονται σέ μιά λέξη: «Χριστός».
Ἡ θεολογία του εἶναι καρπός τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς του. «Οἱ λόγοι του εἶναι μιά ὁλόκληρη βιωματική, ἐμπειρική δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας» .
Τό πνεῦμα του εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα· Αὐτό, πού ὁ ἴδιος ἄφησε να ἐνεργοποιηθεῖ διά τῆς μετανοίας του καί νά φανερωθεῖ διά τῆς ἐξαγιασμένης προσωπικότητάς του, ζώντας μέσα στήν ὑπακοή, στήν ἄσκηση, στή μετάνοια, στήν μυστηριακή ζωή. Κινούμενος μέ «λαχτάρα» καί «πόθο» ἀγάπησε τόν Θεό περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἄν καί χαριτώθηκε μ’ ἕνα πλῆθος ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων, παρέμεινε σέ μιά ἄκρα ταπείνωση μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, λέγοντας: «δέν εἶμαι χριστιανός ὀρθόδοξος, ἀλλά προσπαθῶ νά γίνω» .
Μέχρι σήμερα δέν θέλησε νά γίνει γνωστό τό ποῦ βρίσκονται τά ἁγιασμένα λείψανά του, μισώντας κάθε ἀνθρώπινη δόξα καί ὑστεροφημία.
Ἐμβαθύνει μέ καταπληκτική εὐκολία σέ Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, καί ἑρμηνεύει αὐθεντικά τίς θεόπνευστες Γραφές διότι ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού τόν φωτίζει. «Ἀκτινογραφεῖ» πνευματικά, ἀλλά καί σωματικά, αὐτούς, πού κατά Θεόν θέλει, μέ τά χαρίσματα πού ἔχει. Ἡ θεολογία του καί ἡ ζωή του εἶναι μιά διαρκής δοξολογία τοῦ «ἐν Ἁγίοις θαυμαστοῦ» Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀπόπειρά μας, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά προσεγγίσουμε κάπως: α)τήν πνευματική πορεία καί ζωή, β)τό δόγμα-διδασκαλία του καί γ) τό ἦθος-προσωπικότητα τοῦ Γέροντα διαπιστώσαμε ὅτι αὐτά τά τρία ἀλληλοσυμπλέκονται . Ἡ ὀρθόδοξη Πνευματική ἀγωνιστική πορεία τοῦ π. Πορφυρίου, ὁδήγησε στή διαμόρφωση μιᾶς ὀρθόδοξης δογματικῆς συνείδησης καί ἑνός ὀρθοδοξοτάτου ἤθους.
Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ἐπικεντρωθοῦμε στά οὐσιώδη, ὥστε νά μή χαθεῖ ὁ στόχος τοῦ παρόντος ταπεινοῦ πονήματος: Ἡ θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέσα ἀπό τή μελέτη τῆς ζωῆς, τῆς διδασκαλίας καί τῆς προσωπικότητας τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πορφυρίου.
Ἄς εὐχηθοῦμε ἡ συγκομιδή τῶν πολύτιμων πνευματικῶν θεραπευτικῶν μαργαριταριῶν πού θά προκύψει ἀπό τήν μελέτη νά εἶναι πλούσια καί ἀνακαινιστική τῶν ψυχῶν ὅλων μας, πρός δόξαν τοῦ Παναγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πάντων τῶν Ἁγίων καί τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Πορφυρίου. Ἀμήν!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ)
Ἡ πνευματική του Διαθήκη
Ὁ ὅσιος Γέροντας, ἱερομόναχος π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (7/2/1906-2/12/1991), ἕνας ἀπό τούς μεγάλους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, μέ ἁπλά, ἀπέριττα λόγια, σ’ ἕνα ταπεινο σημείωμα-πνευματική Διαθήκη, πού βρέθηκε μετά τήν κοίμησή του, μᾶς σκιαγραφεῖ τή πνευματική του πορεία καί συνοψίζει τή διδασκαλία του. Συνάμα φανερώνει, χωρίς νά τό θέλει, τήν ἐξαγιασμένη προσωπικότητά του.
Διαλάμπει σ’ αὐτό ἡ τέλεια ταπεινοφροσύνη του καθώς καί ἡ μεγίστη ἀγάπη του πρός Θεό καί ἀνθρώπους. Ἐπίσης μέσῳ αὐτοῦ ἐξομολογεῖται δημόσια στό Θεό γιά τίς «πολλές του ἁμαρτίες» ἐνῶ συγχρόνως ζητᾶ συγγνώμη ἀπό ὅλους, ὅσους στενοχώρησε. Ὁ Γέροντας θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του σάν ἕναν πάρα πολύ μεγάλο ἁμαρτωλό, πού δέν ἔχει θέση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐντούτοις δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά προσδοκᾶ τό Θεῖο Ἔλεος, τήν σπλαχνική Πατρική ἀγάπη.
Ἀποκαλύπτει, κατ’ ἀρχήν τό πῶς ξεκίνησε τήν ἐν Χριστῷ ζωή του. Ὅπως γράφει, ἡ ἐπιθυμία γιά τή μοναχική ζωή, τοῦ δημιουργήθηκε, ὅταν διάβασε τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Θέλοντας νά μιμηθεῖ τόν ἀγαπημένο του Ἅγιο Ἰωάννη, φεύγει -ἔπειτα ἀπό πολύ ἀγώνα- κρυφά ἀπό τούς γονεῖς του, γιά τό Ἅγιον Ὄρος.
Τούς δύο αὐταδέλφους γέροντες του, τόν πατέρα Παντελεήμονα καί τόν πατέρα Ἰωαννίκιο, τούς ἀγάπησε «ἐν Χριστῷ ὑπερβαλλόντως». Ἡ εὐχή τους τόν στήριζε. Τούς ἔκανε ἄκρα ὑπακοή. Αὐτή ἡ ὑπακοή τόν βοήθησε πάρα πολύ, στό νά ἀγαπήσει «ἐξ’ ὅλης καρδίας» τόν Θεό ἀλλά καί νά πάρει ἀπό τόν Θεό, ὅλα αὐτά τά ὑπέροχα πνευματικά χαρίσματα, τά ὁποῖα, σύν Θεῷ, θά παρουσιάσουμε στή συνέχεια. Ἡ χαρούμενη καί ἄκρα αὐταπάρνησή του τόν ἔκανε πραγματικά νά χαρεῖ τήν ἀσκητική του ζωή καί νά ζήσει ἀληθινά, ὡς μιμητής τοῦ Πρώτου καί Τέλειου Ὑποτακτικοῦ, τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς του, ὅπως γράφει, τόν φόρτωσε μέ πολλές ἁμαρτίες. Δέν ἔπαψε ὅμως πάντα νά προσπαθεῖ κάνοντας ταπεινά προσευχή καί μελετώντας τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό ἴδιο εὔχεται καί γιά μᾶς καί μᾶς παρακινεῖ νά τό κάνουμε, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι νά μποῦμε ἀπό τώρα στήν ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία, δηλαδή νά ζήσουμε «ἐν Χριστῷ».
Ἡ ἀνταπόκρισή του στήν Θεία κλήση μέ :α) τήν ἄσκηση καί β) τήν συμμετοχή του στά Ἅγια Μυστήρια
Ὁ μακαριστός Γέροντας ἄν καί εἶχε πλημμελή ἐγκύκλεια παιδεία (μόλις στήν Α’ Δημοτικοῦ φοίτησε γιά λίγο), ἐν τούτοις κατέστη ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους θεολόγους καί- στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας- ἁγίους τοῦ 20ου αἰώνα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν σόφισε, ἀφοῦ τόν βρῆκε πρόθυμο συνεργό στό ἔργο Του.
Ὁ Ἀγαθός Παράκλητος ἐνεργεῖ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση τῶν ἀνθρώπων. Ἐργάζεται ὅμως αὐτό τό ἔργο, σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, πού Τοῦ τό ἐπιτρέπουν. Ἐνεργεῖ ἡ θεοποιός Θεία Χάρη σ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετανοοῦν ἀληθινά. Ὁ Κύριος «κρούει τήν θύρα» ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καμμιά θύρα δέν παραβιάζει. Περιμένει νά Τοῦ ἀνοίξουμε καί νά Τόν εἰσαγάγουμε αὐτοπροαίρετα, στόν «οἶκο» μας, στήν ζωή μας. Τό «ἄνοιγμα τῆς πόρτας» εἶναι ἡ μετάνοια μας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν ὑπακοή μας στίς ἐπιταγές τοῦ Χριστοῦ Μας, τῆς Ἁγίας Μας Ἐκκλησίας.
Ἡ ὑπακοή στόν Χριστό μας ἐπιτυγχάνεται ἄν ζήσουμε:
α)ἀσκητικά-ἡσυχαστικά (μέ ἐγκράτεια, ἁγνότητα, σωφροσύνη, ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀκτημοσύνη, ἀκενοδοξία, ἀφιλαργυρία, σωματική κακοπάθεια) καί β)μυστηριακά ( μέ συχνή συμμετοχή στά δύο κατεξοχήν ἁγιαστικά Μυστήρια, τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση καί τήν Θεία Κοινωνία). Αὐτά τά δύο, εἶναι τό «ναί» τοῦ ἀνθρώπου στήν πρόσκληση-πρόκληση τοῦ Θεοῦ γιά σωτηρία. Τότε μόνο, ὁ Θεός εἰσέρχεται στή ζωή μας μέ τήν θεοποιό του ἐνέργεια καί διακονεῖ τήν θέωση τῆς ὕπαρξής μας.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔζησε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο (δηλαδή ἀσκητικά καί μυστηριακά) ἀπό τήν πολύ μικρή του ἡλικία· γιαυτό καί ὁ Κύριος πολύ σύντομα τόν ἐκαθάρισε καί τόν ἔκανε «σκεῦος ἐκλογῆς» Του.
«Πράξις θεωρίας ἐπίβασις». Ἀπό τή Μετάνοια στή Θεολογία…
Ἡ ἀσκητική καί καθαρτική «πράξη», ὁδήγησε τόν Γέροντα Πορφύριο στή «θεωρία» καί τήν ἐμπειρική θεολογία.
Πράξη σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία εἶναι ἡ πρακτική τήρηση τῶν ἐντολῶν δηλαδή:
α)ἡ ἐγκράτεια στό φαγητό, στόν ὕπνο, στή σωματική ἀνάπαυση,
β) ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή καθώς καί ἡ ἀκτημοσύνη μαζί μέ τήν ὑπακοή καί τήν παρθενία. Παρθενία δέ, δέν εἶναι μόνο ἡ καθαρότης τοῦ σώματος ἀλλά καί τοῦ νοῦ. Αὐτό σημαίνει ἐκκοπή ὅλων τῶν πονηρῶν, βλάσφημων καί αἰσχρῶν λογισμῶν.
γ)ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον μέ ὅ,τι αὐτή συνεπάγεται
Θεωρία πάλι, σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, εἶναι ἡ διά τοῦ καθαροῦ νοῦ θέα τοῦ Θεοῦ καί γνώσις τῶν Θείων Μυστηρίων. Ἡ γνώσις αὐτή δέν εἶναι ἐγκεφαλική-θεωρητική ἀλλά ὄχι βιωματική-ὑπαρξιακή καί ἐπιτυγχάνεται διά τοῦ κεκαθαρμένου νοῦ.
Ὅταν ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος καθαρισθεῖ διά τῆς καθαρτικῆς Θείας Χάριτος , τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέχεται τήν Θεία Ἔλλαμψη καί τοῦ δίδεται λόγος ἀπό τόν Θεό, γιά τόν Θεό. Αὐτός τότε «θεωρεῖ τόν Θεό», γίνεται ἀληθινός Θεο-λόγος. Ὁμιλεῖ ἀπό τήν ἐμπειρία του καί ὄχι στοχαστικά γιά τόν Θεό.
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ, καί τῆς Θεότητος ἄξιος; Τάς ἐντολάς φύλασσε· διά τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας» , μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Δηλαδή: «Θέλεις νά γίνεις θεολόγος καί ἄξιος τῆς Θεότητας; Φύλαγε τίς ἐντολές· προχώρησε στό δρόμο σου τηρώντας τά προστάγματα (τοῦ Θεοῦ)· διότι ἡ πράξη εἶναι αὐτή, πού ὁδηγεῖ στήν θεωρία».
Ἡ Ὑπακοή ὁδηγεῖ στήν Προσευχή καί ἡ Προσευχή στή Θεολογία
Βασικό στοιχεῖο τῆς πράξεως εἶναι ἡ ὑπακοή σέ πνευματικό Πατέρα.
«Ἡ ὑπακοή φέρει τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο σέ ἀπάθεια σωματική, ἀλλά καί πνευματική» , δίδασκε ἕνας ἄλλος μεγάλος σύγχρονος Γέροντας, ὁ π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης.
Ἀπό τήν ὑπακοή πάλι πηγάζει ἡ προσευχή, πού μυσταγωγεῖ τόν ἄνθρωπο στά Θεῖα Μυστήρια. Ἔλεγε πάλι ὁ π. Ἐφραίμ, ἀκολουθώντας τούς Ἁγίους Πατέρες: «Θέλεις νά ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λές τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ”, νά τρέχουν τά δάκρυα ποτάμι ἀπό τά μάτια σου; Θέλεις νά ζήσεις τή ζωή τῶν ἀγγέλων; “Eὐλόγησον”, “νά ‘ναι εὐλογημένο”. Ὑπακοή» .
Ἀπό τήν ἀληθινή προσευχή στή συνέχεια, πηγάζει ἡ γνήσια θεολογία.
«Eἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καί εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ» . Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πατερική θέση.
Δηλαδή: «Ἐάν εἶσαι ἀληθινά θεολόγος, τότε θά (τό ἀποδείξεις μέ τό νά) προσεύχεσαι ἀληθινά, καί ἐάν ἀληθινά προσεύχεσαι, τότε εἶσαι καί (πραγματικός) θεολόγος».
Ἡ προσευχή ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή θεολογία καί ὁ γνήσιος θεολόγος ἀποδεικνύεται ἀπό τήν καθαρή προσευχή του.
Ὁ Θεῖος Ἔρωτας εἶναι τό κύριο θεραπευτικό μέσο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς
Ὁ π. Πορφύριος: α)μέ τή «χαρούμενη καί ἄκρα» ὑπακοή του καί β) μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του κατέστη θεοδίδακτος καί «θείῳ ἔρωτι πτερούμενος».
Ἡ ψυχή του θεραπεύτηκε.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δοθεῖ στόν Θεῖο Ἔρωτα, δέχεται ἐντός του τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας. Βρίσκει τότε ὁ ἄνθρωπος τήν κρυμμένη «ἐντός αὐτοῦ» Βασιλεία, πού τοῦ χαρίστηκε δωρεάν μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα.
Ὁ Γέροντας συμβούλευε πάντα ὅτι πρέπει νά ἀγαπήσουμε τήν προσευχή, ὡς συνομιλία μέ τόν Κύριο, πρός τόν Ὁποῖον, θά πρέπει νά ἔχουμε διαρκῶς στραμμένο τό νοῦ μας, ἔτσι ὥστε νά φθάσουμε στόν Θεῖο Ἔρωτα. Ὅταν ἡ ὑπακοή συνδυάζεται μέ προσευχή τότε πολύ γρήγορα ὁ ἄνθρωπος φθάνει στό νά ἀγαπήσει τόν Θεό, ἀνακαλύπτοντας τήν κρυμμένη ἐντός του Βαπτισματική Θεία Χάρη.
«Ἐγώ ἐκεῖ στό Ὄρος», διηγεῖτο περιγράφοντας τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια, «πέρασα ζωή παραδεισένια. Πῆγα μικρός, ἀπό δώδεκα ἐτῶν, εἶχα δύο Γεροντάκια καί τούς ἔκανα ἄκρα ὑπακοή. Μ΄ ἔστελναν νά φέρω χῶμα, δύο τσουβάλια, γιά τά κηπάκια τους, ὥς τό μεσημέρι. Ἐγώ πήγαινα τρέχοντας, πηδώντας ξυπόλητος μέσα στά βράχια, ἀχτένιστος καί φωνάζοντας μέσ’ στίς ἐρημιές: «Ἄσπιλε, Ἀμόλυντε, Ἄφθορε, Ἄχραντε…», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί ἄλλα τροπάρια, πού μάθαινα ἀπ’ ἔξω ἀπό τήν «Παρακλητική», ἀπό τά Μηναῖα». Ἄν μ’ ἔβλεπε κανείς, θά ἔλεγε: «Πάει αὐτό τό καλογέρι τρελλάθηκε»… Ἀλλοιώθηκε ἡ ψυχή μου ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλοιώθηκε καί τό πρόσωπό μου. Διότι κάποια μέρα, πού ἔτρεχα πάλι μέ θεῖο ζῆλο στίς δουλειές, πού μ’ ἔστελναν, εἶδα, χωρίς νά τό ἐπιδιώξω, τό πρόσωπό μου σ’ ἕνα τζάμι. Καί ἐθαύμασα πῶς ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού ζοῦσα στό Ὄρος, εἶχε ὀμορφήνει καί ἐξωτερικά τήν ὄψη μου. Αὐτό τό λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή: «εὐφραινομένης καρδίας τό πρόσωπον θάλλει»» . Ἡ φράση αὐτή, πού χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ π. Πορφύριος, εἶναι ἀπό τό βιβλίο Παροιμίαι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (κεφ. 15 στίχ.13).
Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας, ἔλεγε, νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Χωρίς αὐτήν τήν ἀγάπη ἡ ψυχή παραμένει ἄρρωστη, ἀθεράπευτη, καχεκτική, φίλαυτη, ὑπερήφανη, καταθλιμμένη, κενή, ἀνικανοποίητη…
-Τί εἶναι ὅμως ὁ Θεῖος Ἔρωτας;
-«Ὁ Θεῖος Ἔρωτας», δίδασκε ὁ Γέροντας, «εἶναι μία θεία τρέλλα, πού, ὅταν κυριεύσει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλοιώνει ψυχῇ τε καί σώματι» .
Εἶχε πάει κάποιος μοναχός στόν Γέροντα Πορφύριο καί τοῦ παραπονιόταν ὅτι στό μοναστῆρι πού ἀνῆκε, συνέχεια ἔκαναν προσευχή καί αὐτό τόν εἶχε κουράσει.
Ὁ Γέροντας σάν ἀπάντηση τοῦ εἶπε τήν ἑξῆς ἱστορία(τήν παραθέτουμε ὅπως τήν καταγράφει ὁ ἐν λόγῳ μοναχός): «Ἐρχόταν ἐδῶ μιά κοπέλλα καί ἐξομολογεῖτο. Ἦταν στήν προτελευταία τάξη τοῦ Λυκείου. Κάποτε μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχω ἀγαπήσει ἕνα παιδί καί δέν μπορῶ νά τό ξεχάσω. Συνέχεια τό μυαλό μου εἶναι ἐκεῖ, στό Νίκο. Λές καί ὁ Νίκος εἶναι ἐδῶ (ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τό μέτωπό του). Πάω νά διαβάσω, ὁ Νίκος ἐδῶ. Πάω νά φάω, νά κοιμηθῶ, τίποτα. Ὁ Νίκος εἶναι ἐδῶ. Τί νά κάνω πάτερ μου;»
-Παιδί μου, τῆς εἶπα, ἐσύ εἶσαι ἀκόμα μικρή. Κάνε ὑπομονή νά τελειώσεις τό σχολεῖο καί μετά, ἐδῶ θά ‘ναι ὁ Νίκος. Τώρα νά βάλεις προσπάθεια στά μαθήματά σου.
Πέρασε μιά ἑβδομάδα καί ξαναῆλθε.
-Πάτερ μου, ἀδύνατον νά συγκεντρωθῶ στά μαθήματά μου. Ὅλη μέρα, συνεχῶς, ὁ νοῦς μου, ἡ καρδιά μου εἶναι στό Νίκο. Ὁ Νίκος μοῦ ἔχει κολλήσει μέσα μου καί δέν ξεκολλάει.
(Καθώς ἔλεγε αὐτά, ἐγώ σκεφτόμουν: Μά τί σχέση ἔχουν αὐτά πού μοῦ λέει ὁ Γέροντας μέ τήν ἐρώτησή μου. Ἴσως μοῦ τό λέει νά μέ ξεκουράσει).
Ὁ Γέροντας συνέχισε (διαβάζοντας τή σκέψη μου):
-Ἐσύ τώρα θά λές: Γιατί μοῦ τά λέει αὐτά; Κι ὅμως πές μου σέ παρακαλῶ. Κάθισε αὐτή ἡ κοπέλα σέ κανένα σκαμνί;
(Ἐδῶ ὁ Γέροντας ἀναφερόταν στό χαμηλό σκαμνί, πού συνιστᾶται ἀπό ὡρισμένους πατέρες, σέ ὅσους θέλουν νά κάνουν νοερά προσευχή. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι: Ἔκανε αὐτή ἡ κοπέλλα καμμιά προσπάθεια;)
-Πίεσε τόν ἑαυτό της γιά νά κολλήσει ὁ νοῦς της στό Νίκο; Ὄχι. Αὐτό ἔγινε αὐθόρμητα, ἀβίαστα μέ τήν ἀγάπη. Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ὅταν ἀγαπήσουμε μέ Θεῖο Ἔρωτα τό Χριστό μας, τότε χωρίς καμμία βία ἤ πίεση καί στενοχώρια, θά φωνάζουμε μέ ἀγάπη τό ἅγιο ὄνομά Του.«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Κι ὅταν ἡ καρδιά εἶναι πλημμυρισμένη ἀπ’ αὐτόν τόν Θεῖο Ἔρωτα, δέν χρειάζεται νά λέει ὁλόκληρη τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Πρίν τήν τελειώσει, ἡ καρδιά σταματᾶ ἐκεῖ, ἀπό ἀγάπη καί ἀγαλλίαση. Ἄλλοτε πάλι φωνάζει μόνο τό «Κύριε…» καί σταματᾶ. Φωνάζει μυστικά, ἀλαλήτως.
Κι ἔτσι λέγοντας αὐτά, μοῦ ἔδωσε ἀπάντηση στήν πρώτη μου ἀπορία, πού μόνο τή σκέφτηκα, χωρίς νά τήν ἐκφράσω. Ἔμεινα ἄναυδος. Ἀπό ἔκπληξη σέ ἔκπληξη. Μέσα μου φούντωσε πάλι ἡ θεϊκή φλόγα καί ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά ἀρχίσω νά φωνάζω μέσα στήν καρδιά μου τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας, μέ ἀκατανίκητη ἀγάπη» .
Ὁ ἄνθρωπος δέν κουράζεται νά θυμᾶται τόν Θεό μέ τήν προσευχή, ὅταν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν.
Ἡ ψυχή ἀγάλλεται, ὅταν θυμᾶται τό ὄνομα τοῦ Ἀγαπημένου Ἰησοῦ. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά ὁλοκληρώσει τήν εὐχή. Σταματᾶ στό «Κύριε Ἰησοῦ..» ἤ στό «Κύριε..». Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ ψυχή του τότε, ἔχει πλημμυρίσει ἀπό τήν Θεία ἀγάπη καί μακαριότητα.
Ὁ Γέροντας τά ζοῦσε αὐτά, ἀπό μικρό καλογεράκι στά Καυσοκαλύβια. Ἔτρεχε στά διακονήματα καί συγχρόνως ἔψαλλε, ἤ προσηύχετο, ἤ ἔλεγε τήν «εὐχή». Οἱ διάφοροι ἐπισκέπτες, μερικές φορές τόν παρεξηγοῦσαν, καί νόμιζαν ὅτι δέν εἶναι «καλά στό μυαλό του». Ὅμως ὁ μικρός π. Πορφύριος ζοῦσε τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν θεία τρέλλα καί νοερά βρισκόταν συνεχῶς μέ τόν Κύριο .
Ἕνας ἀληθινά ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἕνας πλήρως καί ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένος πιστός, ἕνας σύγχρονος ὅσιος τῆς Ἐκκλησίας μας. Διά τῆς συνεποῦς μυστηριακῆς καί ἀσκητικῆς του ζωῆς ἐντάχθηκε ἀλλά καί διατήρησε τήν ἔνταξή του στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καθ΄ ὅλη του τή ζωή, βιώνοντας μέ ἰδιαίτερη ἔνταση τό Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
«Ἐγκεντρισμένος εἰς τήν καλλιέλαιον» ἔζησε ἐκκλησιαστικά, μέ τήν πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου. Βίωσε ἕναν ἄμετρο ἔρωτα γιά τόν Χριστό Μας, πού φανερωνόταν στήν μεγάλη του ἀγάπη γιά τήν προσευχή, γιά τίς ἀκολουθίες, καί γιά τούς κανόνες, ὅπως αὐτοί ἔχουν ἀποθησαυριστεῖ στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας (Μέγα Ὡρολόγια, Παρακλητική, Μηναῖα, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο).
Ὁ Γέροντας Πορφύριος: πρότυπο αὐθεντικῆς ὀρθόδοξης προσωπικότητας, ὀρθόδοξης διδασκαλίας καί ἐν Χριστῶ ζωῆς.
Ὁ π. Πορφύριος ἔζησε ἐδῶ στή γῆ, μέ μία ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή γλυκειά καί ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μαζί μέ τόν Θεό ἀγάπησε, ἀγάπησε πάρα πολύ καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Γιαυτό καί οἱ περισσότερες συμβουλές του δέν εἶναι θεωρητικές, ἀλλά θεραπευτικές τῶν ψυχῶν ὅλων ἡμῶν, πού μᾶς ἀγάπησε «ἐν Χριστῷ» ὑπερβαλλόντως.
Τό ἦθος του εἶναι ὀρθοδοξότατο, τριαδοκεντρικό καί ἐκκλησιαστικό, βιβλικό καί πατερικό, ἀσκητικό καί φιλοκαλικό, ταπεινό καί χαριτωμένο, παιδικό καί ἁπλό, ἅγιο καί φιλόσοφο. Τό ἴδια χαρακτηριστικά ἔχει καί τό δόγμα, ἡ θεολογία του, ἡ διδαχή του. Ἀποπνέει τήν ὄντως φιλοσοφία, τήν ἀληθινή φιλοσοφία, πού εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὀ Γέροντας ζοῦσε τόν Θεό μυστικά στήν καρδιά του, σάν ἕνα μικρό ταπεινό παιδάκι, ριγμένο στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του. Ἀνοιγόταν πρός τό Φῶς, ἀδιαφορώντας γιά τό σκοτάδι. Προσπαθοῦσε συνεχῶς, ν’ ἀγαπήσει, ὅλο καί περισσότερο, Αὐτόν, πού εἶναι ὅπως ἔλεγε, «τό ἄκρον ἐφετόν», δηλαδή ὅ,τι ἀνώτερο μπορεῖ κάποιος νά ἐπιθυμήσει.
Ἐκεῖ, στόν Χριστό, στόν Θεῖο Ἔρωτα, ἔβρισκε τά πάντα. Γι’ αὐτό καί φώναζε συνεχῶς: «Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν» . Ἦταν, ὁ ὅσιος π. Πορφύριος, ἕνας ἀληθινά θεραπευμένος ἄνθρωπος, ὑγιής ψυχικά καί πνευματικά.
Μελετώντας τή ζωή του, τη θεολογία καί τήν προσωπικότητά του, ἔχουμε ἕνα πρότυπο αὐθεντικῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς προσωπικότητας καί ζωῆς. Ἡ μίμησή του θά εἶναι καί ἡ δική μας θεραπεία «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἀφοῦ μελετήσαμε ἀκροθιγῶς τήν πνευματική του πορεία ἄς δοῦμε τώρα , μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τό πῶς μᾶς διδάσκει καί μᾶς θεραπεύει: α) μέ τά χαριτόβρυτα λόγια του (δόγμα) καί β) μέ τήν ἐξαγιασμένη προσωπικότητά του (ἦθος).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
(Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ-ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ)
Ὁ π. Πορφύριος μᾶς διδάσκει μέ τήν ἀκραιφνή ὀρθόδοξη διδασκαλία του πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς πορείας του. Μᾶς διδάσκει τόσο μέ τήν Θεολογία του ὅσο καί μέ τήν Ποιμαντική του.
Α΄ ΕΝΟΤΗΤΑ: Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ- ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ…
1) ΘΕΟΛΟΓΙΑ – ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
Ὁ λόγος τοῦ π. Πορφυρίου γιά τόν Θεό, γιά τόν Χριστό μας, εἶναι ἄκρως θεραπευτικός. Ὁ Γέροντας θεολογεῖ χρησιμοποιώντας τή σύγχρονη γλῶσσα τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ λόγος του εἶναι τό περίσσευμα τῆς καθαρῆς του καρδιᾶς, καρπός τοῦ βιώματός του.
«Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν»
Αὐτή τή χαρακτηριστική του φράση ὁ π. Πορφύριος, τήν ἔλεγε κάνοντας ταυτόχρονα μιά ἐπιβεβαιωτική χειρονομία .
Τό λόγια τοῦ Χριστοῦ , ὁ ἅγιος Γέροντας τά πίστευε διότι τά ζοῦσε. Ὁ Χριστός εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος. «Ἐν Αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαί, εἴτε ἐξουσίαι· τά πάντα δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται, καί Αὐτός ἐστιν πρό πάντων καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν» .
Ὁ Χριστός ἐνέπνευσε, ὁδήγησε καί χαρίτωσε τήν ἀσκητική του ζωή, ἀπό 12 ἐτῶν μέχρι τήν τελευταία του στιγμή καί βέβαια «νῦν καί ἀεί».
Ὅλη του ἡ ζωή, ὅλη του ἡ σκέψη, ὅλη του ἡ καρδιά, ὅλη του ἡ ὕπαρξη, ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε, ὅ,τι ἤθελε νά ἔχει καί ὅ,τι δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ, ὅτι θά μποροῦσε νά ἔχει (ἄπειρη μακαριότητα, χαρά, εἰρήνη, πληρότητα, ἀθανασία, ἀφοβία, αἰωνιότητα, τό νά γίνει ἄκτιστος καί κατά Χάριν Θεός), ὅλα τά βρῆκε στόν Χριστό καί μόνον σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί φώναζε καί παρακαλοῦσε καί καλοῦσε τούς πάντες στόν Χριστό μέ τή ζωηρή, λίγο βραχνή γεροντική του φωνή : «Βρέ, πᾶτε μέ τήν ὀρθοδοξία, ρέ παιδιά!» .
Ὁ Χριστός εἶναι τό ΠΑΝ, γιά κάθε ἕνα μέλος Του, γιά κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, πού «ἐγκεντρισθήκαμε» σ’ Αὐτόν μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ὁ Χριστός εἶναι τό ΠΑΝ καί γιά τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία.
Πῶς πρέπει νά βλέπουμε τόν Χριστό Μας
Ἡ ὅρασή τοῦ Γέροντα καί ἡ ἀντίληψή του γιά τόν Θεό, δέν εἶναι νομικιστική, δικανική, ἀντίληψη φοβισμένου ἀνθρώπου. Εἶναι ὅραση φιλική, ὅραση ἀγαπητική, ὅραση παρόμοια μέ τοῦ Μ. Ἀντωνίου, πού ἔλεγε: «Ἐγώ οὐκέτι φοβοῦμαι τόν Θεόν, ἀλλ’ ἀγαπῶ Αὐτόν» .
Ὁ Γέροντας βίωνε τό Γραφικό «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» · διά τοῦτο διακήρυσσε: «τόν Χριστό νά Τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ Ἴδιος, ὅταν λέει: “Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ…”» .
Γιά τόν χριστιανό, ἐπεσήμαινε, δέν ὑπάρχει κατήφεια, δέν ὑπάρχει διάβολος, δέν ὑπάρχει κόλαση, δέν ὑπάρχει θάνατος.
Ζοῦσε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί συμβούλευε πατρικά:
«Ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε τόν Χριστό. Εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. Εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: “Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια. Ἐγώ, βρέ, δέ βαστάω τήν κόλαση στό χέρι, δέ σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νά χαίρεστε μαζί μου τή ζωή”. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός. Δέν εἶναι κατήφεια, οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἐνδοστρέφεια. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά πετάει, νά βλέπει ὅλα, νά βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά θέλει ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά του. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ» .
Ἡ Χριστολογία τοῦ Γέροντος εἶναι βιωματική καί διά τοῦτο αὐθεντική, καταπληκτική γιά τήν ἀμεσότητά της καί παρακλητική-παρηγορητική-θεραπευτική· ὀρθόδοξη καί διαυγής, ὅπως τά διάφανα νερά τῆς ἁγιορείτικης θάλασσας.
Ὁ π. Πορφύριος ἐπειδή ἔχει βιώσει σωστά τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἔχει βιωματικά γνωρίσει τόν ἀληθινό Χριστό, γιαυτό καί ζεῖ αὐθεντικά τήν Ὀρθοδοξία. Ἀποδεικνύει ἔτσι μέ τήν ζωή του, τήν στενή σύνδεση τῶν δύο πραγματικοτήτων: τῆς ὀρθῆς πίστης γιά τό Χριστό καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς· τῆς ὀρθοδοξίας καί τῆς ὀρθοπραξίας, τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους.
«Δέν ξέρουμε τίποτε, βρέ παιδιά ἀπό Χριστό… Τίποτα δέν ξέρουμε…», ἔλεγε σέ πνευματικά του παιδιά, διεκτραγωδώντας τήν ἐπιφανειακή βίωση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς περισσότερους σημερινούς Χριστιανούς.
Ὁ Γέροντας ἔζησε τόν ἀληθινό Χριστό, γιαυτό καί ὁ λόγος Του εἶναι χριστοποιητικός, λυτρωτικός, φωτιστικός, καθαρτικός, ὁδηγητικός, μυσταγωγικός καί ἀναγωγικός. Τό ἴδιο καί ἡ ζωή του καθώς καί ἡ ὅλη του ὕπαρξη καί παρουσία.
Ἡ διπλῆ ἀγάπη: Πρός τόν Χριστό καί πρός τόν συνάνθρωπο
Ὁ π. Πορφύριος ἀγάπησε πάνω ἀπό ὅλα τόν Χριστόν. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀγάπησε καί ὅλον τόν κόσμο.Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, πού εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι», τότε ἀγαποῦμε τούς πάντας καί τά πάντα. Τότε τούς θέλουμε ὅλους κοντά μας, μέσα μας.
Τότε πονᾶμε γιά ὅλους, διότι ζοῦμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι «ἡ τῶν πάντων ἑνότης καί κοινότης». Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό, μᾶς ἐντάσσει ὀργανικά στό Σῶμα Του καί συντηρεῖ αὐτήν τήν ζωντανή κοινωνία καί ἕνωση, πού μᾶς χαρίστηκε στό ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ Γέροντας βίωνε αὐτό, πού καί ὁ σύγχρονός του μεγάλος θεολόγος, πατήρ Σωφρόνιος Σαχάρωφ, διακηρύσσει:
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ μετανοῶν καί ἀγαπῶν τόν Θεόν, «διά τῆς δυνάμεως τῆς Θείας ἀγάπης περιπτύσσεται τόν κόσμον ἅπαντα» . Τόν περιπτύσσεται ἀγαπητικά καί προσεύχεται ἔμπονα «μέχρις αὐτολήθης καί μεγάλων δακρύων» , βιώνοντας τόν παγκόσμιο πανανθρώπινο πόνο προσωπικά, σάν δικό του.
Ὁ Γέροντας εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγάπησε «μανικῶς» τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί ὁμολογοῦσε : Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, τό φῶς, ὁ Παράδεισος.
Ὁ Χριστός γεμίζει μέ χαρά τούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ». Ἡ πληρότης πού νιώθει ὁ, γεμᾶτος Θεῖο Ἔρωτα, πιστός μοιάζει μέ μέθη. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι ἡ ἀρχή τῆς παραδείσιας ζωῆς, «ἐδῶ καί τώρα».
Γιά τόν Γέροντα ὁ Χριστός, ὁ Τριαδικός Θεός, εἶναι τό ἀκρότατον ἀγαθόν… Εἶναι ὅ, τι ἀνώτερο μπορεῖ νά ἐπιθυμήσει καί νά βιώσει ὁ ἄνθρωπος στή γῆ.
Εἶναι τό ἄγαθό τό πανυπέρκαλλο, τό πάνω ἀπό κάθε κάλλος, τό πάνω ἀπό κάθε ὀμορφιά. Στό Χριστό σταματᾶ κάθε πόθος, κάθε ἐπιθυμία, κάθε ἔφεση. Ὁ Θεῖος Ἔρωτας εἶναι τό ἀνώτατο ἀνθρώπινο βίωμα… Ποτέ δέ χορταίνεται.
Ὁ Χριστός Μας εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς μας
Ὁ π. Πορφύριος ζοῦσε τό Θεῖο Ἔρωτα συνεχῶς, χωρίς κορεσμό. Ἐπληροῦτο ἀπό τή θεία ἀγάπη καί διακήρυσσε ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό πρέπει νά εἶναι σχέση ἀγάπης, πού ξεπερνάει κάθε γνωστή ἀγαπητική σχέση: σχέση υἱοῦ πρός πατέρα, φίλου πρός φίλο, νυμφίου πρός νύμφη. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς ψυχῆς μας. Ἡ ψυχή μας εἶναι ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ στό μαρτύριο, τοῦ Γολγοθᾶ, στή Σταύρωση, ἀλλά καί στήν Ἀνάσταση.
Ὁ χωρισμός ἀπό τόν Χριστό. Τό «μπέρδεμα», πού δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία καί τό «ξεμπέρδεμα» μέ τό Θεῖο Ἔρωτα
Ὑπάρχει ὅμως κάτι, πού μᾶς βγάζει ἀπό αὐτή τήν ἀγαπητική σχέση μέ τόν Θεό καί μᾶς στερεῖ τόν Παράδεισο: ἡ ἁμαρτία. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι «ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά» .
Ἡ λέξη «μπέρδεμα» χρησιμοποιεῖται συνήθως ἀπό τόν Γέροντα, ἀντί τῆς λέξης ἐγωισμός ἤ ὑπερηφάνεια. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιά «ψυχικό μπέρδεμα» καί γιά «μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων».
Τό ξεμπέρδεμα ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔλεγε, γίνεται μόνο μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Θεῖο Ἔρωτα. Ἡ πρός τόν Θεόν ἀγαπητική κίνηση, εἶναι ἡ μόνη θεραπευτική κίνηση, πού μπορεῖ καί πρέπει νά κάνει ὁ κάθε ἄνθρωπος.
«Ἀγαπῶ» δέ, τόν Θεόν σημαίνει, «τηρῶ τίς ἐντολές Του».
Ὁ Γέροντας ἐξ αἰτίας τῆς ὑπακοῆς του βίωσε τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀγαπητικής αὐτῆς κίνησης πρός τόν Θεό. Γι’ αυτό καί διακήρυσσε ὅτι, ὁ Θεῖος Ἔρωτας μᾶς θεραπεύει, μᾶς χαρίζει τήν πληρότητα, εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν· δέ συγκρίνεται μέ τίποτε ἄλλο.
Αὐτό, πού βαθύτερα ἀναζητοῦμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γιά νά πληρώσουμε τό ὑπαρξιακό μας κενό εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Θεῖος Ἔρωτας.
Ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει.
Ὁ Θεῖος ὅμως Ἔρως μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα καί ἀληθινή ψυχοσωματική ὑγεία.
Ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός, ἔλεγε, τότε ὅλα ἀλλάζουν.
Ὁ ἄνθρωπος, πού ζεῖ ἐν Χριστῷ, ὑπάρχει παντοῦ καί εἶναι γεμάτος εἰρήνη καί χαρά. Διά τῆς Θείας Χάριτος, τῆς Θείας Ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ Μας, πού εἶναι Ἐνέργεια ἐπίσης τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦμε νά εἴμαστε παντοῦ. Ἀκριβῶς ἔτσι συμβαίνει μέ τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» παντοῦ, χαρισματικά παρόντες (δηλαδή μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Γι’ αὐτό καί ὅταν τούς ἐπικαλούμαστε μᾶς βοηθοῦν, σ’ ὅποιο σημεῖο τῆς γῆς καί ἄν βρισκόμαστε σωματικά.
Ζωή μακριά ἀπό τόν Χριστό, εἶναι σύμφωνα μέ τόν π. Πορφύριο , ζωή θλίψης, μελαγχολίας, ἄγχους, ἀρρώστιας ψυχικῆς καί σωματικῆς.
Φάρμακο εἶναι ἡ Λατρεία τοῦ Χριστοῦ (ἡ ἀνώτερη ἔκφραση τῆς πρός τόν Θεό εὐγνωμοσύνης καί ἀγάπης μας), πού ὅλα τά ἁγιάζει καί τά θεραπεύει.
Ἡ Λατρεία, θεραπεύει ψυχοσωματικά καί παρηγορεῖ, καλλιεργώντας τόν Θεῖο Ἔρωτα, γιά τόν ὁποῖον ὁ Γέροντας ἔλεγε, ὅτι εἶναι μιά ἡδονή ἀκόρεστος.
Ὁ Θεός ἐμπνέει στόν ἄνθρωπο τήν ἀληθινή ἀγάπη
Ἡ ἀγάπη τοῦ π. Πορφυρίου γιά τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους ἦταν «ἔμπονη», θυσιαστική, κενωτική, ἀνιδιοτελής, τελεία. Μιλώντας στά πνευματικά του παιδιά ὑπογράμμιζε ὅτι, ἀγάπη στόν Χριστό σημαίνει πάντα καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Αὐτή μάλιστα, ἀγκαλιάζει ὅλους, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς. Οἱ δύο ἐντολές, τά δύο σκέλη τοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό (κατακόρυφο σκέλος) καί ἡ ἀγάπη στόν πλησίον (ὁριζόντιο σκέλος), εἶναι οὐσιαστικά μία, κατά τό Κυριακόν λόγιον: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου· αὕτη ἐστίν ἡ μεγάλη καί πρώτη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ, ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» .
Ὅταν κανείς ἀγαπάει πραγματικά τόν Χριστό, δέν μπορεῖ παρά νά ἀγαπάει συγχρόνως καί ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τούς ἀγαπᾶ χωρίς νά ρωτᾶ ἄν αὐτοί εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης του, ἤ ἀκόμη ἄν ἀποδεχονται αὐτήν τήν προσφορά ἤ τήν ἀπορρίπτουν.
Ἡ Χριστιανική ἀγάπη ἔχει μερικά βασικά καί ἀναφαίρετα χαρακτηριστικά, πού τήν τοποθετοῦν στήν κορυφή κάθε ἄλλης μορφῆς «ἀγάπης». Εἶναι ἀγάπη ἀνιδιοτελής, θυσιαστική, κενωτική, χωρίς νά βάζει ὅρια, καί χωρίς νά κάνει διακρίσεις· εἶναι ἀγάπη, πού δέ ζητάει τήν ἀνταπόδοση, οὔτε τήν ἀποδοχή, οὔτε τήν ἀνταπόκριση, οὔτε τόν ἔπαινο, οὔτε τήν ἀναγνώριση.
Ὁ Γέροντας, ἀκολουθώντας ἀπόλυτα τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τήν ἀγάπη, τόνιζε ὅτι μόνο ζώντας σωστά ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς μας σωστά καί ἀληθινά.
Τόν Χριστό Τόν συναντᾶμε στήν Ἐκκλησία
«Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία (στήν Ὁποία καλοῦνται νά ἐνταχθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι) καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, πού μᾶς ἔχει προσλάβει ὅλους στόν Ἑαυτό του… », παρατηροῦσε· καί συνέχιζε: «ὅταν θέλεις νά συναντήσεις τόν Χριστό, θά Τόν βρεῖς στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἐδῶ εἶναι ἑνωμένη ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖς μέ τόν Χριστό καί νά μήν τά ἔχεις καλά μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους» .
Ὁ Γέροντας ἦταν ἐράσμιος. Εἶχε ἀγάπη μέχρις αὐτοθυσίας γιά τό Θεό ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Στόν ἅγιο Χαράλαμπο στήν Εὔβοια, σύμφωνα μέ τίς διηγήσεις του, ἐξομολογοῦσε ἀσταμάτητα, νύκτα μέρα γιά ὁλόκληρα 24ωρα. Ἀργότερα, ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς ἱερέας τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γερασίμου, συνέχισε τή θυσιαστική του ζωή. Ὑπηρετοῦσε τούς ἀσθενεῖς -πολλές φορές- μέχρι ἀργά τήν νύκτα, παρηγορώντας «αὐτούς πού δέν εἶχαν κανένα».
Ὁ Γέροντας ἀγάπησε μέ πολλή θέρμη τόν Θεό · γι’ αὐτό καί Τόν γνώρισε ὅσο εἶναι δυνατό… Ἔφθασε στήν Θεία Θεωρία. Ἀνήκει στούς «διαβεβηκότας εἰς θεωρίαν».
Ὁ Γέροντας ἐπίσης ἀγάπησε μέ πολλή θέρμη καί ὅλους τούς ἀνθρώπους· γι’ αὐτό καί τούς γνώρισε σέ βάθος, τούς «κατανόησε ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης». «Τρελλάθηκε» (παροξυσμός = τρέλλα) ἀπό ἀγάπη · γι’ αὐτό καί γνώρισε πολύ καλά τόν ὅλο ἄνθρωπο. Διείσδυσε στά μυστικά μονοπάτια τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί περιέγραψε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο αὐτή θεραπεύεται ἀπό τό κακό, τήν ἁμαρτία. Συνάμα λόγῳ τῆς μεγάλης του αὐτῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους, τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό τό ἰαματικό χάρισμα «ψυχῶν τε καί σωμάτων».
Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί προνοεῖ γιά μᾶς
Ἡ θεολογία τοῦ Γέροντα εἶναι λεπτή, ὑπέροχη, σύγχρονη στό γλωσσικό της ἔνδυμα, βιωματική, ἐμπειρική.
Ὁ π. Πορφύριος βίωσε «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί».
Κατάλαβε καί διδασκε ὅτι ὁ Πανάγιος Τριαδικός Θεός δέν εἶναι ἁπλός θεατής τῆς ζωῆς μας. Ἀντίθετα, μᾶς ἔχει στό νοῦ Του κάθε στιγμή. Συμπλήρωνε τή διδασκαλία του λέγοντας πώς «ὁ Θεός φροντίζει ἀκόμη καί γιά τίς πιό μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας. Δέν ἀδιαφορεῖ γιά μᾶς, δέν εἴμαστε μόνοι στόν κόσμο… Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει πολύ καί μᾶς προστατεύει. Πρέπει νά τό καταλάβουμε αὐτό καί νά μή φοβόμαστε τίποτε .
Δόγμα καί ἦθος συμπλέκονται. Τό πόσο θεραπευτικά εἶναι αὐτά γιά τό σύγχρονο, «ἀγχωμένο», γεμάτο φοβίες καί ἀνασφάλειες «χριστιανό» μπορεῖ ὁ καθένας εὔκολα νά τό ἀντιληφθεῖ…
Ἡ στάση μας ἀπέναντι στόν Θεό, διδασκε ὁ Γέροντας, πρέπει νά εἶναι στάση μικροῦ παιδιοῦ, πού ρίχνεται στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του. Ἡ σωστή, ἡ ζωντανή πίστη (=ἐμπιστοσύνη) στόν Θεό – Ἀγάπη ὁδηγεῖ στή πραγμάτωση τοῦ «ἀφήματος» στή Θεία παρηγοριά καί Θεία Πρόνοια .
Ὁ Θεός καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Χριστός γεμίζει τήν ψυχή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνοιχτεῖ σ’ Αὐτόν. Ποτέ ὅμως δέν τό κάνει αὐτοβούλως καί χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι ὁ Χριστός Μας Ταπεινός, Ἀφανής, Διακριτικός. Ὁ Θεός, παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, ἐργάζεται μυστικά, δέν θέλει νά ἐπηρεάσει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Πανάγαθος Κύριος γνωρίζει καί ρυθμίζει τά πάντα, ἀλλά δέν θέλει νά φαίνεται. Ἄν ἔκανε τά ἔργα Του μέ τρόπο φανερό – ἐκκωφαντικό θά μᾶς ἀνάγκαζε νά Τόν ἀποδεχτοῦμε. Ἄν πάλι ἐπιδίωκε νά συμμορφώσει, θέλοντας καί μή, τόν καθέναν, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, τότε ὁ Ἴδιος θά ἔφευγε ἀπό τό δρόμο πού ἔχει χαράξει (δηλ. τό δρόμο τῆς ἐλευθερίας).
Ὁ Θεός σέβεται τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί δέν τό ἀκυρώνει ποτέ· δέν μᾶς ἐξαναγκάζει νά γίνουμε καλοί, οὔτε μᾶς πειθαναγκάζει νά Τόν ὑπακούουμε.
«Ὁ ἄνθρωπος» δίδασκε ὁ π. Πορφύριος «εἶναι ἐλεύθερος νά διαλέξει τό ἕνα ἤ τό ἄλλο… Ὁ Θεός ἐργάζεται μυστικά. Δέ θέλει νά ἐπηρεάσει τοῦ ἀνθρώπου τήν ἐλευθερία. Τά φέρνει ἔτσι καί σιγά-σιγά-σιγά-σιγά πάει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ πού πρέπει» .
Διαλάμπει ἐδῶ ἡ ἔξοχη, ὀρθοδοξότατη ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντα, πού καταδεικνύει ὡς κύριο συστατικό τοῦ «κατ’ εἰκόνα» τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία. Γι’ αὐτήν θά μιλήσουμε ἀναλυτικώτερα στό ἑπόμενο κεφάλαιο (Ἀνθρωπολογία-Σωτηριολογία).
Τοῦτο τό θεϊκό δῶρο τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας τοῦ καθενός εἶναι ἀπαραβίαστο ὄχι μόνο ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἀλλά καί ἀπό Αὐτόν τόν Θεόν.
Ἡ εὐγένεια τοῦ Θεοῦ
Ὁ π. Πορφύριος τό διδάσκει μ’ ἕναν πολύ ὄμορφο λεκτικά τρόπο: «Ὁ Χριστός εἶναι εὐγενής» παρατηρεῖ. Σέβεται τό αὐτεξούσιο τοῦ δημιουργήματος. Στέκεται ἔξω ἀπ’ τή θύρα τῆς ψυχῆς μας καί κρούει γιά νά Τοῦ ἀνοίξουμε, μά δέν μπαίνει μέσα.
Νά πῶς μᾶς τό δηλώνει στήν Ἀποκάλυψη: «Ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τίς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» . Ἄν Τοῦ ἀνοίξουμε θά ἔλθει μέσα καί θά μᾶς δώσει τόν Ἑαυτό Του, θά μᾶς διακονήσει. Ὁ φιλοξενούμενος θά γίνει ὁ φιλοξενῶν. Θά ζωστεῖ τό λέντιον γιά νά μᾶς ὑπηρετήσει, νά μᾶς καθαρίσει. Θά τό κάνει δέ, μυστικά καί ἀθόρυβα.
Ὁ Γέροντας θεολογεῖ μέ μιά καταπληκτική δογματική συνέπεια, ἁπλᾶ καί ἀλάνθαστα, τριαδοκεντρικά, ἀλλά καί μέ λέξεις κατανοητές, ἀπό τούς σημερινούς ἀνθρώπους.
«Καί τώρα τό Ἅγιο Πνεῦμα θέλει νά μπεῖ στίς ψυχές µας», παρατηροῦσε, «ὅπως καί τότε, ἀλλά σέβεται τήν ἐλευθερία µας, δέ θέλει νά τήν παραβιάσει. Περιμένει νά Τοῦ ἀνοίξουμε µόνοι µας τήν πόρτα· τότε θά μπεῖ στήν ψυχή µας καί θά τήν µεταµορφώσει. Ὅταν ἔρθει καί κατοικήσει σ’ ὅλο τό χῶρο τῆς ψυχῆς µας ὁ Χριστός, τότε φεύγουν ὅλα τά προβλήματα, ὅλες οἱ πλάνες, ὅλες οἱ στενοχώριες. Τότε φεύγει καί ἡ ἁµαρτία» .
Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε, ὅτι ἡ Θεία Χάρη κρούει συνεχῶς τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καί περιμένει νά Τῆς ἀνοίξουμε. Ἄν τό κάνουμε, τότε ἡ ψυχή μας θά «γεμίσει». Ἐκεῖνος, πού μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει αὐτό τό πλήρωμα, αὐτό τό γέμισμα τῆς ψυχῆς εἶναι μόνο ὁ Χριστός, ἡ Παναγία Μας, ἡ Ἁγία Τριάς.
Ἄς ἀποτολμηθεῖ ἕνα δογματικό σχόλιο στά ἀνωτέρω τρία ἀποσπάσματα τῶν λόγων του. Στό πρῶτο λέγει «ὁ Χριστός κρούει», στό δεύτερο ὅτι «τό Ἅγιον Πνεῦμα κρούει»καί στό τρίτο ὅτι ἡ «Θεία Χάρη» εἶναι αὐτή, πού «κρούει». Φαίνεται καθαρά ἀπό αὐτά ὅτι ὁ Γέροντας διακρίνει σαφῶς οὐσία καί ἐνέργειες στό Θεό. Οὐσία ἀμέθεκτη καί ἐνέργειες μεθεκτές ἀπο τούς ἀνθρώπους.
Πράγματι ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ,ἡ ὁποία στή Ἁγ. Γραφή λέγεται καί Ἅγιον Πνεῦμα (ὡς θεία ἐνέργεια καί ὄχι ὡς πρόσωπον, ἤ ὡς οὐσία), εἶναι Αὐτή, πού κρούει στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ Θεία Χάρις εἶναι ἡ κοινή ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἄκτιστη θεοποιός Χάρις, στήν Ὁποία, ὅποιος μετέχει γίνεται κατά Χάριν Θεός. Σ΄ αὐτήν μετέχει κάθε ἄνθρωπος πού θέλει, κάθε ἄνθρωπος, πού μετανοεῖ, βαπτίζεται καί τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ἡ γνώσις τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο
Γιά νά γνωρίσουμε τόν Χριστό καί νά φωτισθοῦμε, πρέπει Ἐκεῖνος πρῶτος νά μᾶς γνωρισθεῖ, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου . Βαδίζοντας στ’ ἀχνάρια τῶν Ἁγίων Γραφῶν ὁ Γέροντας διδασκε, ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά γνωσθεῖ ἀπό ἐμᾶς, παρά μόνο τόσο, ὅσο Ἐκεῖνος θέλήσει νά μᾶς ἀποκαλύψει τόν Ἑαυτό Του. Χρησιμοποιώντας τήν καταφατική ἀλλά καί τήν ἀποφατική θεολογία ἔλεγε, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολύ μυστικός, εἶναι ἀπρόσιτος ἀλλά εἶναι καί ἀλάθητος. Δέν κάνει κάτι καί μετά τό διορθώνει.
-Καί πῶς μᾶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός;
-Μέ τό νά μᾶς δίνει τό χάρισμα τῆς ταπεινώσεως. Χωρίς τήν ταπείνωση δέν εἶναι δυνατόν νά γνωρίσουμε ὁ,τιδήποτε γιά τόν Θεό. Διότι ὁ Θεός γνωρίζεται ὅταν βιώνεται. Εἶναι ἀδύνατον ὅμως νά ζήσουμε τόν Ταπεινό Θεό, ἄν δέν γίνουμε κι ἐμεῖς ταπεινοί. Ὁ ταπεινός γνωρίζει τά πάντα, ἤ πιό σωστά τοῦ ἀποκαλύπτονται τά πάντα. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ τελειότης, ἡ ὁποία δίδεται στόν χριστιανό- ὅπως λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος- μετά τό τέλος τῆς «πολιτείας»· δηλαδή ἀφοῦ ὁλοκληρωθοῦν μέ τήν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης, οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες καί φθάσει ὁ πνευματικός ἀγωνιστής στήν ἀπάθεια.
Ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Γέροντας, δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἀπό ἐμᾶς.
Οἱ βουλές Του εἶναι ἀνεξιχνίαστες, ἡ οὐσία Του παντελῶς ἄγνωστη καί ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές Του ἀκατάληπτες, ἡ ὅλη Του ὕπαρξη καλύπτεται ἀπό μιά ἄπειρη μυστικότητα.
Ἡ σοφία Του εἶναι ἄπειρη καί διά τοῦτο οἱ ἐνέργειές Του εἶναι πάντα τέλειες καί ἀλάθητες.
Ζοῦμε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, «τίς βλέπουμε», «τίς αἰσθανόμαστε», μετέχουμε σ’ αὐτές, ὅταν εἴμαστε ταπεινοί. Διαφορετικά εἴμαστε «κωφοί» καί «τυφλοί» καί «ἀναίσθητοι» πνευματικά. Νομίζουμε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, ἤ ὅτι δέν παρεμβαίνει στή ζωή μας. Ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι πολύ διαφορετική.
Ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή μας, τό φῶς μας, ἡ ὅρασίς μας, ἡ χαρά καί ἡ ἀνάστασίς μας· ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν. «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» .
Ὁ Γέροντας θεολογεῖ ὀρθόδοξα περί Θεοῦ καί χρησιμοποιεῖ καί τίς τρεῖς θεολογίες:
α) τήν ἀποφατική (ὁ Θεός εἶναι «ἀκατάληπτος, ἀπρόσιτος στήν οὐσία Του ἀλάθητος»),
β) τήν καταφατική (ὁ Θεός εἶναι «μυστικός»), καί
γ) τή μυστική ἤ ἐμπειρική θεολογία (διά τῆς ταπεινωσεως «ζοῦμε τόν Θεό»).
Ἡ ζωή μέ τόν Χριστό εἶναι ἡ μόνη ζωή πού ἀξίζει νά ζήσει κανείς
Μέ σπουδές Α΄ Δημοτικοῦ ὁ Γέροντας δέ λαθεύει δογματικά, διότι θεολογεῖ, ὄντας μέτοχος αὐτῆς τῆς ἄκτιστης Θείας Χάρης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀνόθευτη πηγή τῆς αὐθεντικῆς θεολογίας ἀλλά καί τῆς αὐθεντικῆς καί «πεπληρωμένης» ζωῆς.
Ὁ Χριστός εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» καί διά τοῦτο ἔλεγε ὁ ὅσιος π. Πορφύριος ὅτι, ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή.
Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζωή μέ τόν Χριστό, εἶναι ἡ μόνη ζωή, πού ἀξίζει νά ζήσει κανείς.
Αὐτό τό βίωνε πανηγυρικά· γι’ αὐτο καί διακήρυσσε ὅτι ζωή χωρίς τό Χριστό εἶναι θάνατος. Ὅποιος ζεῖ μέ τό Χριστό ζεῖ μέσα στόν Παράδεισο, ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή ζωή.
Ὁ Παράδεισος δέν βιοῦται μόνον μετά τόν θάνατον. Βιοῦται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ Αὐτόν, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀκόμη κι’ ἄν ζεῖ στήν Ὁμόνοια, δέν βλέπει τίποτε ἄλλο, δέν ἀκούει τίποτε διαφορετικό, π.χ. αὐτοκίνητα, ἄλλους ἀνθρώπους κ.λ.π. Ἀντίθετα συνομιλεῖ καί συνδιάγει ἀκατάπαυστα μέ τόν ἀγαπημένο του Χριστό. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι, πού ζεῖ ἀληθινά τήν ὄντως Ζωή, τόν Χριστό.
Ἀπό τόν καθένα ἐξαρτᾶται ἄν θά ζεῖ τήν «ὄντως Ζωή» «ἐδῶ καί τώρα», ἤ ἄν θά προγεύεται τόν «ὄντως θάνατο», τόν «ἀθάνατο θάνατο», πού εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό Χριστό, ἀπό τήν Θεία Χάρη. Αὐτόν τόν θάνατο πρέπει νά φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος.
2) ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ – ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ
Ὁ Γέροντας ἐκτός ἀπό μία ἀλάνθαστη χριστολογία-θεολογία, ἔχει καί μιά βαθειά ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία-σωτηριολογία.
Τήν πρώτη κίνηση, ἔλεγε, τήν κάνει ὁ Χριστός. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες…» . Ἔπειτα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεχόμαστε αὐτό τό φῶς μέ τήν ἀγαθή μας προαίρεση, πού τήν ἐκφράζουμε μέ τήν ἀγάπη μας ἀπέναντί Του, μέ τήν γεμάτη λαχτάρα προσευχή μας, καί μέ τήν συμμετοχή μας στά Πανάγια Μυστήρια.
Ὁφείλουμε ἐδῶ νά παρουσιάσουμε μιά καίρια, ὅσο καί λεπτότατη, ἀνθρωπολογική παρατήρηση τοῦ π. Πορφυρίου, πού σχετίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση-αὐτεξούσιο. Ἐπεσήμαινε ὅτι γιά νά κάνουμε τό καλό, πρέπει πρῶτα νά τό ἐπιθυμήσουμε καί νά τό ἀγαπήσουμε. Τό κάθε καλό «ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον, ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων» .Ὅμως, αὐτό τό καλό γιά νά τό οἰκειωθοῦμε προσωπικά, πρέπει νά τό θελήσουμε ἐλεύθερα καί νά τό ἀγαπήσουμε. Γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά ὑπάρξει συνεργασία τῆς ἀνθρώπινης βούλησης μέ τήν Θεία Ἐνέργεια.
Τότε ὁ Θεός ἐνεργεῖ, μᾶς βοηθεῖ στέλνοντας τήν Θεία Χάρη, ἡ Ὁποία καί ἐργάζεται τελικά τό καλό.
Ἡ καλλίτερη ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ περιφρόνηση
Γιά νά καθαριστοῦμε, δέν πρέπει κυνηγᾶμε το σκοτάδι, ἀλλά νά στρεφόμαστε πρός τό Φῶς, δηλαδή πρός τόν Χριστό. «Νά»,ἔλεγε ὁ Γέροντας, «θά ἀνάψουμε τό φῶς καί τά σκοτάδια θά φύγουν μόνα τους. Θά ἀφήσουμε νά κατοικήσει σ’ ὅλη τήν ψυχή μας ὁ Χριστός καί τά δαιμόνια θά φύγουν μόνα τους… Στήν ψυχή, πού ὅλος ὁ χῶρος της εἶναι κατειλημμένος ἀπό τό Χριστό, δέ μπορεῖ νά μπεῖ καί νά κατοικήσει ὁ διάβολος, ὅσο κι ἂν προσπαθήσει, διότι δέν χωράει, δέν ὑπάρχει κενή θέση γι’ αὐτόν» .
Ἡ σωτηριολογία, ὁ τρόπος τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, πού διδάσκει ὁ Γέροντας, εἶναι θεμελιωμένος ἁγιοπατερικά καί ἐπιβεβαιωμένος ἐμπειρικά στή ζωή τῶν ἁγίων μας. Τό διάβολο καί τά πάθη πρέπει νά τά περιφρονοῦμε. Ἡ ψυχή, ἔλεγε, εἶναι σάν ἕνα δωμάτιο. Ἄν τό δωμάτιο τό γεμίσουμε μέ τό καλό, ποῦ νά χωρέσει τό κακό;
Τό κύριο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό νά μπεῖ στό Φῶς τοῦ Χριστοῦ
Τό σκοτάδι, τά πάθη, ὁ διάβολος, ἡ ποικίλη κακία δέν πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ. Ἡ κύρια προσπάθειά μας θά πρέπει νά εἶναι τό νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός, εἶναι Αὐτός πού κάνει τά πάντα γιά τη σωτηρία μας. Τό δικό μας ἔργο, ἡ δική μας ἐλάχιστη συμβολή στή σωτηρία μας εἶναι ἡ κατάφαση στή Θεία Ἀγάπη, στή Θεία Ἐνέργεια, τό «ἄνοιγμα» πρός τόν Θεόν, τό δικό μας «Ναί», πού πρέπει νά εἶναι σταθερό, διαρκές, γνήσιο καί πλῆρες.
Ἕνας εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος, σύμφωνα μέ τό Γέροντα, ὥστε νά μποροῦμε νά λέμε συνεχῶς καί σωστά αὐτό τό «Ναί» πρός τόν Θεό: τό νά Τόν ἀγαπήσουμε, νά ἀποκτήσουμε τόν Θεῖο Ἔρωτα, ἀφήνοντας τά τυπικά. Ἄν Τόν ἀγαπήσουμε τότε κι’ Ἐκεῖνος θά ἔλθει, θά μᾶς ἀγαπήσει καί θά μᾶς πλημμυρίσει μέ χαρά, ἀφοῦ εἶναι ἡ πηγή τῆς γνήσιας καί ἀναφαίρετης χαρᾶς.
Ὁ Χριστός Μας, ἔρχεται καί μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅταν ταπεινωθοῦμε καί Τόν ἀγαπήσουμε
Μᾶς γνωρίζεται ὁ Χριστός, δίδασκε ὁ βιβλικότατος Γέροντας, ὅταν ταπεινωθοῦμε καί Τόν ἀγαπήσουμε ἀνιδιοτελῶς «ἐκ καθαρᾶς καρδίας». Τότε ἔρχεται ἡ Θεία Χάρη, τότε ἡ ψυχή θεραπεύεται, τότε ὅλα μεταμορφώνονται.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Πολλοί λένε ὅτι ἡ χριστιανική ζωή εἶναι δυσάρεστη καί δύσκολη, ἐγώ λέω ὅτι εἶναι εὐχάριστη καί εὔκολη, ἀλλά ἀπαιτεῖ δυό προϋποθέσεις: ταπείνωση καί ἀγάπη… Ἄν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅλοι καί ὅλα ἀλλάζουν, ἔλα ὅμως πού γιά νά ἔρθει, χρειάζεται πρῶτα νά ταπεινωθοῦμε!» . Τότε μόνος Του ἔρχεται ὁ Χριστός καί ἀγκαλιάζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὑπάρχουν αὐτά, πού Τόν εὐχαριστοῦν δηλ. καλή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη.
Ἐπίσης γιά νά μπορέσει νά ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, θά πρέπει νά ζητᾶ συγγνώμη, ἄν ἔχει κάποιο κατάκριμα μέσα του. Θά πρέπει νά ρίχνει τό φταίξιμο στόν ἑαυτό του γιά κάθε τί, πού συμβαίνει καί νά προσεύχεται μέ ἀγάπη ἀκόμη καί γι’ αὐτούς, πού τόν βλάπτουν, τόν ἐχθρεύονται ἤ τόν συκοφαντοῦν.
Δέν πρέπει νά ἁμαρτάνουμε, διότι τότε ἡ ζωή μας γίνεται πολύ δύσκολη. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σάν νά περπατᾶ κάποιος ἀνάποδα, μέ τά χέρια. Ἡ φυσιολογική ζωή εἶναι ὅταν περπατᾶμε κανονικά, μέ τά πόδια· δηλαδή ὅταν ζοῦμε χωρίς νά ἁμαρτάνουμε.
«Πρέπει παιδί μου», συμβούλευε πνευματικό του παιδί, «νά μήν ἀκολουθοῦμε τή μέση ὁδό τοῦ Χριστιανοῦ, γιατί αὐτή εἶναι πολύ δύσκολη. Πρέπει νά ξεπεράσουμε τό στάδιο αὐτό καί ν’ ἀνέβουμε ψηλά. Τότε εἶναι ὅλα εὔκολα». Ὅταν δέν πέφτουμε σέ ἁμαρτίες, τότε ἔχουμε ξεπεράσει τήν «μέση ὁδό» καί εἴμεθα πραγματικοί Χριστιανοί.
3) ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας
-Τί εἶναι ἡἘκκλησία;
-Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν μοναδικό ὁρισμό, πού ὑπάρχει (τοῦ Ἀποστόλου Παύλου), εἶναι τό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἶναι μία πραγματικότητα, πού δέν ὁρίζεται, ἀλλά βιώνεται. Βιώνεται ἀπό αὐτόν, πού ἐντάσσεται ἀλλά καί παραμένει ὀργανικά ἐνταγμένος σ’ Αὐτήν.
Πρέπει, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, νά τονίσουμε ὅτι, ὅταν χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μόνον Αὐτήν.
Καμμιά ἄλλη, ἀπό τίς λεγόμενες «Ἐκκλησίες», δέν ἀποτελεῖ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἀφοῦ Μία Ἐκκλησία θεμελίωσε ὁ Χριστός Μας στήν γῆ: Τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Αὐτή, μόνη, διαφύλαξε ἀπαράτρωτα τά δόγματα τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθώς καί τήν Ἱερά Παράδοση (Ἁγία Γραφή, Ἱεροί Κανόνες, συγγράμματα Ἁγίων Πατέρων, Λατρεία, Εἰκονογραφία, γενικότερα ὀρθόδοξο δόγμα καί ἦθος).
Ὅταν βιωθεῖ τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ζωντανῆς πίστεως, τῆς «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης», τότε ὁ πιστός γνωρίζει ἀληθινά, τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν λέμε Ἐκκλησία οἱ περισσότεροι σκεπτόμεθα τό ναό ἤ τήν ἱεραρχία καί τό ἱερατεῖο. Ἀσφαλῶς, καί αὐτά ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει Κεφαλή Της τόν Χριστό μας καί μέλη Της ὅλους ἐμᾶς, τούς βαπτισμένους ὀρθόδοξους Χριστιανούς, Κληρικούς καί Λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ὀρθόδοξα ἐντός Της (δηλ. ζοῦμε τήν ἀσκητική-ἡσυχαστική ζωή Της, καθώς καί τήν συχνή μετοχή μας στή Θεία Χάρη διά τῶν ἁγίων Της μυστηρίων: τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας).
Ἡ πρώτη, ἄναρχη, ἄκτιστη καί προαιώνια Ἐκκλησία, εἶναι τά Τρία Μακάρια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅλοι οἱ ζήσαντες καί κοιμηθέντες ὀρθοδόξως πιστοί, ὅλες οἱ Ἀγγελικές Δυνάμεις- οἱ μή ἐκπεσοῦσες, καθώς καί ὅλοι οἱ «ἐν ταύτῃ τῇ ζωῇ» ἀγωνιζόμενοι καί πιστεύοντες ὀρθοδόξως.
Ἡ Ἐκκλησία ὁδήγησε τούς ἤδη κεκοιμημένους ἁγίους καί συνεχίζει νά ὁδηγεῖ τά ζῶντα μέλη Της, εἰς τό νά Τήν βιώσουν ὡς μίαν θεανθρώπινη πραγματικότητα, καί κοινωνία θεώσεως. Ἐγκεντριζόμενοι οἱ πιστοί στό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου καθαριζόμαστε, φωτιζόμαστε καί θεωνόμαστε. Αὐτό κατόρθωσε καί ὁ «σύγχρονος Στάρετς τῶν Ἀθηνῶν», ὅσιος Πορφύριος.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων
Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα εἶναι τό ὑπέρτατο Μυστήριο, τό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων. Εἶναι τό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔχει κεφαλή τόν Ἴδιο καί μέλη του ὅλους τούς ἀληθινά πιστούς.
Ὅπως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει σῶμα χωρίς τήν κεφαλή ἔτσι δεν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, εἶναι ἄκτιστη, ἀτελεύτητη καί αἰώνια. Θά μείνει ἀπαρασάλευτη στους αἰῶνες.
Ὁ Χριστός, εἶναι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι». Ἡ Ἐκκλησία, δίδασκε ὁ Γέροντας, περιλαμβάνει τά πάντα, περικλείει τά πάντα, ἀγκαλιάζει τά πάντα. Ὅλα εἶναι μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μεριμνᾶ ἀγαπητικά καί προσλαμβάνει συγκαταβατικά τούς πάντες καί τά πάντα.
Ὅλοι καί ὅλα ἔχουν τήν δυνατότητα νά εἶναι «ἐν Χριστῷ καί σύν Χριστῷ». Ὅλα ἐπίσης πορεύονται πρός τόν Χριστό, ἀφοῦ: «δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται» .
Ὁ Χριστός, θεολογοῦσε ὁ π. Πορφύριος, ἐνέταξε στό σῶμα Του κάθε μικρό ἀγριολούλουδο, κάθε μικρό ἔντομο, τά ζῶα, τά πουλιά, τούς ἀνθρώπους, τούς ἀγγέλους, ὅλη τήν κτίση, τόν ουρανό καί τή γῆ. Ὅλα εἶναι «δυνάμει» Ἐκκλησία· ὅλα καλοῦνται νά γίνουν καί «ἐνεργείᾳ» Ἐκκλησία.
Οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν, ἀξιοποιῶντας τό αὐτεξούσιό τους, νά κινηθοῦν, νά «εἰσοδεύσουν» πρός τήν Ἐκκλησία, νά γίνουν ζωντανά μέλη τοῦ σώματός Του. Τότε ὁ Χριστός γίνεται, ὅπως καί εἶναι, τό πᾶν γιά τούς ἀνθρώπους καί αὐτοί τό ζοῦν, τό αἰσθάνονται αὐτό.
Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν γιά ὅλα τά ὄντα· ἡ ρίζα, ἡ ἀρχή, ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξής μας. Ὁ Χριστός εἶναι ἐπίσης καί ἡ αἰτία τῆς συνέχισης τῆς ὕπαρξής μας, χάρις στήν στοργική Του Θεία Πρόνοια. Ὅπως λέει πολύ ὄμορφα ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς κι’ ἐμεῖς τό πᾶν γι’ Αὐτόν. Τί περισσότερο θέλεις ἀπ’ αὐτό;». Τίποτε δέν εἶναι ἱκανό νά κάνει τόν Χριστό νά πάψει νά μᾶς ἀγαπᾶ μ’ αὐτήν τήν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν» ,«τρελλή», θά λέγαμε, ἀγάπη.
Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Σκοπός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Σωτῆρος εἶναι νά ἐπανεισαγάγει τούς ἀνθρώπους στήν πρώτη Ἐκκλησία, δηλαδή στήν Ἁγία Τριάδα.
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά ζήσουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι «ἐν Αὐτῷ»(μέσα Του) καί Ἐκεῖνος «ἐν ἡμῖν»(μέσα μας). Αὐτό δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ διαφορετικά παρά «διά τῆς Ἐκκλησίας» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία ἐξ’ αἰτίας τῆς παρακοῆς του. Ἔχασε τήν κοινωνία του μέ τήν Ἁγία Τριάδα, ἔχασε τήν ἄκτιστη Θεία Χάρη, πού τοῦ εἶχε δοθεῖ μέ τό Θεῖο ἐμφύσημα, κατά τή δημιουργία του.
Ὁ Θεός ὅμως δέν τόν ἐγκατέλειψε στήν τραγική μοναξιά του. Γνώριζε Πανάγιος Τριαδικός Θεός- τόνιζε ὁ Γέροντας, ἀκολουθώντας τούς ἁγίους Πατέρες- ὅτι ἔξω ἀπό Αὐτόν, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ Θεός, γιά νά μᾶς σώσει, ἄνοιξε πάλι τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, διά τοῦ Χριστοῦ. Βρῆκε τρόπο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ὁδηγήσει στή θέωση- πού ἦταν ὁ ἀρχικός Του σκοπός- χωρίς νά παραβιαστεῖ τό αὐτεξούσιό μας.
Μέ τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, θεολογεῖ ὁ π. Πορφύριος, φανερώθηκε τό «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφο» καί προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας: ἡ κατά Χάριν θέωσή μας, διά τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ θέωσή μας ἀπ΄ αὐτή τή ζωή, καί ὄχι μόνον στά ἔσχατα, προβάλλει ὡς ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας, στά λόγια τοῦ Γέροντα. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεου εἶναι γεγονός ὄχι μόνο τοῦ μέλλοντος ἀλλά καί τοῦ παρόντος. Γεγονός πού βιοῦται «ἐδῶ καί τώρα», ὅταν κανείς ζεῖ «ἐν Χριστῷ», δηλαδή «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ὅλοι «ἕνα»
Ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία Τριάδα, τά Τρία Πανάγια Πρόσωπα, πού εἶναι ὁ Ἕνας Θεός, ἔχουν μεταξύ Τους μια τέλεια κοινωνία ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι, μέλη τῆς «ἐπίγειας ἄκτιστης Ἐκκλησίας», καλούμαστε, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, νά γίνουμε καί ἐμεῖς ἕνα, ὁμοιάζοντες στόν Ἕνα Τριαδικό Θεό.
Αὐτή ἄλλωστε εἶναι ἡ ἔσχατη προσδοκία καί τό πλέον εὐάρεστο (κατ’ εὐδοκίαν) θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπως τό ἐξέφρασε στήν ἀρχιερατική Του προσευχή: «Ἵνα ὦσιν ἕν» .
Μέσα στήν Ἐκκλησία , τόνιζε ὁ π. Πορφύριος, γινόμαστε ὅλοι ἕνα. Ἀλλοίμονο ἐάν νιώθουμε μόνοι μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι δεν ζοῦμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, που εἶναι τό μυστήριο τῆς ἑνότητας.
Δέν εἴμαστε ἐνταγμένοι σωστά μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐάν ξεχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τούς ἄλλους.
Εἴμαστε «ἀλλήλων μέλη» , ὁ καθένας εἶναι «σάρκα ἀπό τήν σάρκα μας». Ἡ πρόοδος τοῦ ἑνός εἶναι πρόοδος ὅλων καί ἡ πτώση τοῦ ἑνός εἶναι πτώση ὅλων.
Τήν αἴσθηση, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα μέ κεφαλή τόν Χριστό, τή θεωροῦσε ὁ Γέροντας ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν. Ἔλεγε, ὅτι θά πρέπει νά κάνουμε δικές μας, τίς χαρές καί τίς λύπες ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Προπάντων θά πρέπει νά πονᾶμε καί νά ποθοῦμε τή σωτηρία ὅλων.
Ὁ πόθος μας θά πρέπει νά εἶναι ὁ ἑξῆς: ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν, νά μποῦν στόν Παράδεισο. Δέν θά πρέπει νά ἐνδιαφερόμαστε μόνον γιά τήν προσωπική μας αἰώνια ἀποκατάσταση. Ἡ σωτηρία μας, εἶναι στά χέρια τῶν ἀδελφῶν μας. Σωζόμαστε ὅλοι μαζί, ὡς ἐκκλησιαστική κοινότητα, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς Ἐκκλησία· ὄχι ἀτομικά, ἰδιωτικά.
Ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων εἶναι ἡ σωτηρία μας
Εἶναι λάθος, δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, νά προσευχόμαστε γιά τόν ἑαυτό μας. Πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους, γιά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἐμεῖς πρέπει νά γινόμαστε συνεχῶς «ἕνα» μέ τούς ἄλλους, ὁπότε ὅταν σώζονται οἱ ἄλλοι, σωζόμαστε καί ἐμεῖς.
Ὁ ἀληθινός χριστιανός μεριμνᾶ ἀγαπητικά γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Προσλαμβάνοντας συγκαταβατικά, κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ, τούς πάντες καί τά πάντα -ἐκτός ἁμαρτίας- γίνεται «τοῖς πᾶσι τά πάντα».
Ὁ μοναχός, πού ἐγκαταλείπει τά ἐγκόσμια, δέν πρέπει, νά τό κάνει ξεχωρίζοντας τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Ἀντίθετα πρέπει νά φεύγει ἀπό τό πολυθόρυβο πέλαγος τοῦ κόσμου, γιά τόν ἑξῆς λόγο: γιά νά μπορεῖ πλέον, ἀπερίσπαστα, στήν ἡσυχία, νά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί μέ ὅλους, διά τῆς συνεχοῦς προσευχῆς.
Φεύγει ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο, ὥστε νά μπορεῖ νά εὔχεται συνεχῶς, ὥστε, εἰ δυνατόν, νά μήν χαθεῖ κανείς. Βγαίνει ἔξω ἀπό τήν μικρή του οἰκογένεια, γιά νά ἐνταχθεῖ στή μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζει ὅλους, ὄχι μόνο τή μικρή μας οἰκογένεια. Τό θέλημά Του εἶναι νά ἐνεργεῖ κατά ὅμοιο τρόπο καί ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὥστε νά γίνουμε ὅλοι μία μεγάλη οἰκουμενική, παγκόσμια οἰκογένεια.
Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας δίδασκε ὁ π. Πορφύριος: Νά μᾶς κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους «ἕνα», κατά μίμησιν τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Παράδεισος: ἡ ἀγάπη γιά τούς ἄλλους
Παράδεισος χωρίς τούς ἄλλους, χωρίς τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινός Παράδεισος. Ὁ χριστιανός πονάει γιά τήν ψυχή τοῦ κάθε ἀδελφοῦ του, ὅπως γιά τήν δική του. Δέν ἀγαπάει τόν ἑαυτό του φίλαυτα, δηλαδή ἐγωιστικά, ἀλλά κενώνεται στόν ὁποιοδήποτε, θυσιάζεται γιά ὅλους, ἔχει ταπείνωση.
Ζητάει τόν Παράδεισο πρῶτα γιά ὅλο τόν κόσμο καί τελευταῖα γιά τόν ἑαυτό του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού τόν κάνει νά ζεῖ τόν Παράδεισο, ἀπ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Ἐνταγμένος στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ «Παράδεισος ἐπί γῆς», μαζί μέ ὅλους, τούς ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένους πιστούς, ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τό οὐράνιο πανηγύρι ἐδῶ καί τώρα.
Γινόμαστε εὐτυχισμένοι ὅταν ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά, τόνιζε ὁ Γέροντας. Κανείς δέν μπορεῖ νά φθάσει στόν Θεό, ἄν δέν περάσει ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό περνάει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό μας, διότι, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἐώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» .
Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀληθινῆς μακαριότητας.
Θά πρέπει νά ἀγαπήσουμε μυστικά ὅλους τούς ἀνθρώπους, δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, προσευχόμενοι θερμά γι’ αὐτούς.
Ἡ μυστική προσευχή, πού ἀγκαλιάζει ὅλους, εἶναι μιά ἄριστη ἀγάπη καί μιά «μυστική ἀγαπητική συνωμοσία», πού φέρνει τήν ἀληθινή μακαριότητα μέσα μας. Τότε νιώθουμε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Τότε ὅλοι ἔρχονται κοντά μας, ἑλκυόμενοι ἀπό τήν Θεία Χάρη, πού ἀκτινοβολοῦμε λόγῳ τῆς προσευχῆς μας. Μᾶς πλησιάζουν ὅλοι, διότι νιώθουν πολύ ὄμορφα κοντά μας, καί δέν ξέρουν τό γιατί…
Ἡ ἀγάπη μας πρέπει νά εἶναι ἀνιδιοτελής καί ἡ ταπείνωσή μας θεομίμητη
Ὅλους πρέπει νά τούς ἀγαπᾶμε ἀνιδιοτελῶς, παρατηροῦσε ὁ Γέροντας Πορφύριος, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Αὐτή ἡ ἀνιδιοτελής, μή ἀνταποδοτική ἀγάπη εἶναι, πού χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν ψυχοσωματική του ἰσορροπία.
Σήμερα, ἐν πολλοῖς, οἱ ἄνθρωποι εἶναι «ἀνισόρροποι», ζοῦν σχιζοφρενικά, διότι ἀγαποῦν ἰδιοτελῶς, ἐγωιστικά, φίλαυτα. Κινοῦνται ἔτσι ἀντίθετα μέ τίς προδιαγραφές τοῦ Κατασκευαστῆ μας Χριστοῦ πού εἶναι: α)ἡ Ἀγάπη καί β)ἡ Ταπείνωση.
Ὁ Κύριος μέ τή ζωή καί τόν λόγο Του μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ ἀγάπη μας θά πρέπει νά εἶναι:
α)ἀνιδιοτελής· κατά μίμησιν τῆς Θείας Ἀγάπης,
β) χωρίς ὅρια· ἀγάπη πού φθάνει μέχρι τό θάνατο γιά χάριν τοῦ πλησίον καί
γ) χωρίς διακρίσεις· ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει ὅλους (δέν πρέπει νά κάνουμε διακρίσεις μή ἀγάπης λέγοντας: αὐτός εἶναι δικός μας, αὐτός εἶναι ξένος, αὐτός μᾶς ἀγαπᾶ, αὐτός δέν μᾶς ἀγαπᾶ, κ.λ.π.).
Ἐπίσης ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε μέ τό παράδειγμά Του τήν Ταπείνωση.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα βασανίζονται, διότι, ὅπως παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, ὑπάρχει πολύς ἐγωισμός. Οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά ταπεινωθοῦν, ὥστε νά τούς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, διά τῆς Χάριτός Του.
Ἡ ταπείνωση εἶναι μίμηση Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἀρετή (μαζί μέ τήν ἀγάπη), πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ὁμοιάζει πολύ μέ τόν Θεό καί ἐπιτυγχάνεται μέ:
α)Τό νά βάζει ὁ ἀνθρωπος τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό ὅλους. Γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτό θά πρέπει ὁ ἀγωνιστής πιστός:
– νά ζητάει πάντα τό συμφέρον τῶν ἄλλων, σύμφωνα μέ τό τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «μηδείς ζητήτω τό ἑαυτοῦ, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» καί
– νά ἐπιγράφει, νά ἀποδίδει δηλ. στόν Θεό, τό ὅποιο «κατόρθωμά» του.
β)Τό νά ἀγαπᾶ τό σωματικό κόπο, ὁ ὁποῖος ταπεινώνει τό σῶμα καί συνταπεινώνει τήν ψυχή. Ἡ κατάσταση τοῦ σώματος διαμορφώνει ἀναλόγως καί τήν ψυχική μας κατάσταση.
γ)Τό νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα, διότι ἡ προσευχή ὡς «πνευματική ζητιανιά» ταπεινώνει τήν ψυχή, πού, πλανεμένα μπορεῖ νά νομίζει, ὅτι μόνη της, χωρίς τήν Θεία βοήθεια, δύναται νά κατορθώσει τήν ἀρετή.
Ὁ Χριστιανός δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τό Θεό καί τούς ἄλλους
Ὁ χριστιανός, πού ζεῖ γιά τόν ἑαυτό του δέν εἶναι χριστιανός, διότι δέν ζεῖ ἐκκλησιαστικά. Ὁ ἀληθινά χριστιανός ζεῖ γιά τόν Θεό καί γιά τόν συνάνθρωπο, μιμούμενος τούς χριστιανούς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Τότε εἶναι, πού ζοῦμε κατά τό πρότυπο τῶν πρώτων χριστιανῶν , ὅταν ζοῦμε «κοινοβιακά» (κοινό θέλημα, κοινή οὐσία, κοινή περιουσία, «ἅπαντα κοινά»).
Ἡ γνήσια ἐκκλησιαστική ζωή τῶν Πράξεων, πρέπει νά ἀποτελέσει τό πρότυπο καί τῶν σημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων-ἐνοριῶν.
Τότε, στά πρῶτα 200 χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα λειτουργοῦσε ὡς ἕνα μεγάλο Κοινόβιο. Αὐτή ἡ ἀρχέγονη τέλεια ἐκκλησιαστική χριστιανική ζωή (ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης καί κοινότης) διασώθηκε μέχρι σήμερα στά ὀρθόδοξα Μοναστήρια-Κοινόβια.
Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μοναστικῶν ἐνοριῶν, (δηλαδή τῶν Κοινοβιακῶν Μοναστηριῶν) θά πρέπει νά γίνει τό πρότυπο γιά τίς σημερινές κοσμικές ἐνορίες (τίς ἐκκλησιαστικές κοινότητες πού λειτουργοῦν μέσα στόν κόσμο).
Ἡ ἑνότης τῶν ἀνθρώπων κατορθώνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία
Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας ὅλων, ἄρα ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια. Ἔχουμε κοινή φύση, κοινό Πατέρα καί καλούμαστε νά ἔχουμε καί κοινό πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε ἡ ἑνότης εἶναι πλήρης.
Αὐτη ἡ ἑνότης εἶναι κατορθωτή μόνον μέσα στήν Ἐκκλησία ὅταν τά μέλη της:
α) μετέχουν τακτικά στά Ἅγια Μυστήρια καί
β) ζοῦν τήν ἀσκητική-ἡσυχαστική ζωή πού Ἐκείνη (ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας) μᾶς διδάσκει.
Ὁ Γέροντας βίωνε αὐτή τήν ἑνότητα. Γι’ αὐτό καί ὅταν προσηύχετο γιά τούς ἄλλους ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί ὄχι «ἐλέησον ἡμᾶς», ἤ «ἐλέησε τόν τάδε, τόν τάδε κ.λ.π.». Ἔνιωθε «ἕνα» μέ ὅλους, διότι εἶχε μέσα στήν καρδιά του ὅλην τήν ἀνθρωπότητα. Λέγοντας τό «με» τοῦ «ἐλέησόν με», περιλάμβανε στήν αἴτησή του ὅλην τήν ἀνθρωπότητα.
Παράδεισος: ἡ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος
Ἡ ἐν Θεῷ ἑνότητα, τό νά ἀγαπήσουμε «ἐν Χριστῷ» (ἀνιδιοτελῶς) ὅλους, γινόμενοι «ἕνα» μέ ὅλους, αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία, θεολογοῦσε ὁ π. Πορφύριος· αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος, αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἀναφερόμενος στό ρητό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη, ὑμεῖς δέ ἐστέ μέλη Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» , δίδασκε ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅταν νιώσουμε τόν ἄλλον, ὅταν τόν σπλαχνισθοῦμε, ὅταν ποθήσουμε διακαῶς τή σωτηρία του, ὅταν εἴμαστε ἕτοιμοι ἀκόμη καί νά πεθάνουμε γιά χάρη ὅλων, ὅσο μακριά καί ἄν βρίσκονται, τότε μπήκαμε στό νόημα τοῦ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία ὅταν θέλουμε νά εἴμαστε ὅλοι μαζί καί ἐδῶ ἀλλά καί στόν οὐρανό, στόν Παράδεισο, στόν Χριστό.
Δέν ὑπάρχει ὡραιότερο πράγμα, ἀπό τό νά ζεῖ ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον, ὁ ἕνας γιά τόν Ἄλλο (δηλ. γιά τόν Θεό) καί γιά τόν ἄλλο (τόν συνάνθρωπο). Αὐτή ἡ ἑνότητα, εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, πού ὀφείλει νά καλλιεργεῖ τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γιά κάθε ἄλλο μέλος Της.
Δίδασκε ὁ Γέροντας ὅτι, νιώθοντας «ἕνα» μέ ὅλους, τότε μποροῦμε νά λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», καί νά εἴμαστε ταυτισμένοι μέ ὅλους. Τότε εἶναι, πού κάνουμε τά προβλήματά τους δικά μας καί πετυχαίνουμε ἔτσι νά τούς ἀγαπήσουμε ἀληθινά.
Αὐτό βέβαια, δέν σημαίνει ὅτι ἀπαγορεύεται νά προσευχηθοῦμε, ἀναφέροντας καί τό ὄνομα τοῦ ἄλλου, λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησε ἤ φώτισε τόν δοῦλο σου τάδε…». Ὁ π. Πορφύριος δίδασκε καί αὐτόν τόν τρόπο προσευχῆς.
Ὅταν, ἔλεγε, συνεχῶς προσευχόμαστε γιά τόν πλησίον, τότε ὁ Θεός ἀρχίζει νά στέλνει καλούς λογισμούς σέ κεῖνο τό πρόσωπο, γιά τό ὁποῖο προσευχόμαστε.
Ἡ «ἐν ἀγάπῃ» προσευχή μας γιά τόν ἄλλον, ἡ «ἐν Χριστῷ» ταύτισή μας μαζί του, εἶναι μια ἀνακούφιση, ἕνα πνευματικό χάδι, πού ἀγκαλιάζει, ζωογονεῖ καί ἕλκει τόν συνάνθρωπό μας πρός τόν Χριστό καί πρός ἐμᾶς.
Τότε εἶναι, πού φανερώνεται ὁ Χριστός. Τότε ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα μεταξύ μας καί μαζί Του. Τότε καί οἱ ἄλλοι, οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας, πληροφοροῦνται ὅτι εἴμαστε γνήσιοι μαθητές Του…
Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ μυριοϋπόστατος ἑνάς
Ὁ π. Πορφύριος συμπλέκοντας ἄριστα τριαδολογία καί ἐκκλησιολογία, ἀνθρωπολογία καί σωτηριολογία, δόγμα καί ἦθος, δίδασκε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητά μας, εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά γίνουμε ΕΝΑΣ ἄνθρωπος μυριοϋπόστατος, ὅπως τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ΕΝΑΣ Θεός τρισυπόστατος. Ὅπως τά Τρία Πρόσωπα ἔχουν:
α)κοινή (γιά τήν ἀκρίβεια ταυτή, δηλαδή τήν ἴδια) οὐσία,
β)κοινή (ταυτή ἐνέργεια) καί
γ)κοινή (ταυτή) θέληση, ἔτσι καί ἐμεῖς.
Καλούμαστε, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἐκ φύσεως ἔχουμε:
α)τήν ἴδια κοινή οὐσία –φύση (τήν ἀνθρώπινη), νά ἔχουμε καί
β)τήν ἴδια (ταυτή) θέληση καί
γ)τήν ἴδια ἐνέργεια, ἤ ἀλλιῶς τό ἴδιο πνεῦμα. Αὐτό τό κοινό πνεῦμα (πού θά ἐμπνέεται καί θά κατευθύνεται ἀπό τίς ἐπιταγές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), εἶναι ὁ ἑνοποιός παράγων, πού θά μᾶς κάνει ὅλους «ἕνα».
Δέν εἶναι δυνατόν ὅμως, παρά μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί διά τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ ταυτότητα τῶν ποικίλων ἐνεργειῶν, ἐπιθυμιῶν καί θελημάτων τῶν ἀνθρώπων. Μόνον ζώντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκτοῦμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα-πνεῦμα, πού εἶναι τό θέλημα-πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό συμβαίνει διότι κάθε στιγμή, ζώντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαρνούμαστε τό δικό μας καί κάνουμε ὑπακοή στό Ἅγιο δικό Του θέλημα.
Σέ καμμιά θρησκεία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, δέν βρίσκουμε τέτοια διδασκαλία. Μόνον στήν ὀρθοδοξία ζητιέται μιά τέτοια τέλεια ἑνότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτήν τήν ἑνότητα, τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν διασπάσει: οὔτε ὁ διάβολος, οὔτε ὁ φόβος, οὔτε ἡ κόλαση, οὔτε ὁ θάνατος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωση καί ἀγάπη «οὐδέποτε ἐκπίπτει» , ὅπως λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος.
«Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει πρέπει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά ἄρει τόν σταυρό του»
Δέν μπορεῖ ὅμως κανείς νά μπεῖ μές στήν Ἐκκλησία, ἄν δέν ἀρνηθεῖ τό θέλημά του, ἄν δέν «πεθάνει πρίν πεθάνει», ἄν δέν πεθάνει ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο. Θά πρέπει νά πάψει νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά τόν ἑαυτό του, γιά τά πάθη του. Θά πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τελείως τόν κακό ἑαυτό του καί νά φθάσει νά βιώνει τό τοῦ Ἀποστόλου: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγω, ζεῖ δέν ἐν ἐμοί Χριστός».
Γιά νά γίνει αὐτή ἡ ζωοποιός νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πρέπει νά ἔχουμε ἀγαθή προαίρεση καί νά ἀνοίξουμε τήν πόρτα μας στόν Χριστό. Τότε θά ἔλθη Ἐκεῖνος καί «καινά ποιήσει πάντα»· θά τά μεταβάλλει ὅλα, θά τά κάνει ὅλα καινούργια.
Ὁ ἄνθρωπος, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, θά πρέπει νά γίνει ἄξιος τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα του. Ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, εἶναι αὐτό, πού μᾶς καθιστᾶ ἀξίους τοῦ Χριστοῦ. Τότε παύουμε νά ζοῦμε ἐγωιστικά, ἐγωκεντρικά· τότε ζοῦμε, ἔχοντας ὅλα κοινά, ἔχοντας τό αἴσθημα τοῦ «ἑνός».
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη ἀγκαλιάζει καί τούς ἐκτός Ἐκκλησίας, τούς ἐγγύς καί τούς μακράν
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἐν Χριστῷ, ἄρα καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀγαπᾶ τούς πάντες. Ἀγαπᾶ καί αὐτούς, πού δέν τόν ἀγαποῦν· ἀγαπᾶ καί τούς «μή δικούς του». Ἀγαπᾶ καί αὐτούς, πού εἶναι ἀκόμη μακριά του, δηλαδή μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γίνεται ἕνα καί μ’ αὐτούς, ἀφοῦ τούς θεωρεῖ «δυνάμει» δικούς του. Κάνει προσευχή νά μποῦν καί αὐτοί μέσα στόν ἐπίγειο ἄκτιστο Παράδεισο, τήν ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία . Ἔτσι μιμεῖται τόν Χριστό, πού «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» .
Ἀγαπᾶ καί αὐτούς, πού εἶναι μακριά του, διότι ἀγαπᾶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχουν ἀποστάσεις. Ἔτσι καί γιά τούς ἁγιοπνευματικούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν ἐνεργό μέσα τους τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ὑπάρχουν ἐμπόδια καί ἀποστάσεις. Ἀγαποῦν τούς πάντες «ἐν Χριστῷ», χωρίς νά ζητοῦν καμμιά ἀνταπόδοση καί χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σωματική παρουσία τοῦ ἄλλου, κοντά τους γιά νά τόν ἀγαπήσουν.
Ἀπαραίτητη ἡ ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο
Δίδασκε ὁ Γέροντας: Γιά νά διατηρήσουμε τήν ἑνότητά μας, θά πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, στους Ἐπισκόπους Της. Ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία, ὑπακούουμε στόν ἴδιο τό Χριστό. Ὁ Χριστός θέλει νά γίνουμε μία ποίμνη μέ ἕναν ποιμένα .
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας
Τόνιζε ὁ Γέροντας ὅτι δέν πρέπει νά δεχόμαστε τούς ἱεροκατηγόρους· νά μήν ἐπιτρέπουμε νά κατηγοροῦν τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά πρέπει νά πιστεύουμε τούς κατηγόρους τῶν ἱερωμένων. Ἀκόμη οὔτε καί νά σκεπτόμαστε τά λεγόμενά τους. Οὔτε νά τά μεταφέρουμε σέ ἄλλους.
Ὅσοι κατηγοροῦν τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, δέν Τήν ἀγαποῦν. Ὅποιος ἀγαπάει θυσιάζεται, προσεύχεται, ἀγκαλιάζει τόν ἄλλον. Σκεπάζει τά λάθη τοῦ ἄλλου, μιμούμενος τον Χριστό. Ἀνταποδίδει καλό στό κακό.
Ἡ κατάκριση καί μάλιστα ἡ ἱεροκατάκριση, εἶναι πολύ βαριά ἁμαρτία. Χαρακτηριστικά ἔλεγε ὁ σύγχρονος ἅγιος Λουκᾶς, ἐπίσκοπος Κριμαίας, ὅτι «εἶναι πολύ ἐλαφρύτερο νά κατακρίνεις ὅλον τόν κόσμον, ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, παρά ἕναν ἱερέα».
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε κανένα
Ὁ ἀληθινός χριστιανός δέν κατακρίνει, οὔτε τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Οὐσιαστικά ὅποιος κατακρίνει τούς ἄλλους, κληρικούς ἤ λαϊκούς, κατακρίνει τόν ἑαυτό του· διότι ὅλοι εἴμαστε κομμάτια τοῦ ἑνός Σώματος καί «ἀλλήλων μέλη».
Ὁ ἄλλος εἶναι οὐσιαστικά ὁ «ἑαυτός» μας, πού καλούμαστε νά τόν ἀγαπήσουμε, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» . Ὁ πλησίον μας εἶναι ὁ ἄλλος ἑαυτός μας καί πρέπει νά τόν πλησιάζουμε, ὅπως θά πλησιάζαμε τόν Χριστό.
Τό ὀρθόδοξο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὁ Γέροντας εἶχει βιώσει στό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι πνεῦμα ἐχθρικό πρός τήν κατάκριση. Εἶναι πνεῦμα βαθύ, σιωπηλό, ἀγαπητικό, συγχωρητικό, ἡσυχαστικό, ἀντιεριστικό.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἄν δεῖ κάποιον μέ τά μάτια του νά ἁμαρτάνει, δέν τό πιστεύει. Ἡ κατάκριση, ἡ μωμοσκοπία , φανερώνουν ἄνθρωπο ὑπερήφανο, ἐγωιστή, στερημένο τῆς ἀγάπης γιά τόν πλησίον.
Αὐτός πού κρίνει – κατακρίνει τούς ἄλλους, ἔχει ἤδη αὐτοτοποθετηθεῖ ὑψηλότερα ἀπό τούς ἄλλους· ἄρα εἶναι ὑπερόπτης, ὑπερήφανος, ὑψηλόφρων. Ἡ ὑπερηφάνεια δέ, εἶναι ἡ χειρότερη ἁμαρτία, ἡ ὁποία καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἀκάθαρτο καί βδελυκτό ἀπέναντι στό Θεό. «Ἀκάθαρτος παρά τῷ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» καί «τό ἐν ἀνθρώποις ὑψηλόν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
Ἡ κατάκριση εἶναι ἀκόμη ἁρπαγή ἐξουσίας ἀπό τόν Χριστό καί αὐτοτοποθέτησή μας πάνω ἀπό τόν Χριστό καί πάνω ἀπό τόν Θεό Πατέρα.
Διδάσκει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής: «ἐνῶ ὁ Θεός – Πατήρ δέν κρίνει κανέναν, ἀφοῦ «πᾶσαν τήν κρίσην δέκωκεν τῷ Υἱῷ» – σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ μας- αὐτός πού κατακρίνει μπαίνει πάνω καί ἀπό τόν Χριστό, πάνω καί ἀπό τόν Θεό Πατέρα». Ὤ! τῆς ἀνοίας καί τῆς ὑπερηφανείας!
Ὁ Γέροντας Πορφύριος μέ αὐτά πού λέγει, ἀποδεικνύεται ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένος χριστιανός δέν κατακρίνει κανέναν, κληρικό ἤ λαϊκό, διότι ὅλοι εἶναι στήν Ἐκκλησία εἴτε «ἐνεργείᾳ», εἴτε «δυνάμει».
Πῶς ἀντιμετωπίζεται τό κακό
Πολλές φορές ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ κακές συμπεριφορές. Πῶς πρέπει νά ἐνεργοῦμε;
-Πάντα πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη, τόνιζε ὁ π. Πορφύριος, καί νά μήν ἀφήνουμε οὔτε τήν ἐλάχιστη κακή σκέψη γιά τόν πλησίον, νά μένει μέσα μας.Ὑπογράμμιζε δέ, ὅτι ποτέ δέν πρέπει νά ἀγανακτοῦμε μέ τόν συνάνθρωπό μας, ἀλλά νά στέλνουμε πάντα τήν ἀγαθή μας διάθεση πρός ὅλους.
Συμβούλευε νά ἔχουμε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη, γιά νά βοηθᾶμε τόν συνάνθρωπό μας ὅταν κυριεύεται ἀπό τό κακό. Νά μήν λέμε λόγια γιά τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά εἴμαστε ἐλεήμονες καί νά τόν συγχωροῦμε. Νά μήν ἀγανακτοῦμε μέ τούς βλάσφημους, ἀλλά νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς. Σ’ αὐτούς, πού μᾶς κουράζουν καί μᾶς δυσκολεύουν, συμβούλευε, νά προσφέρουμε τήν ἀκραιφνή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά σιωποῦμε. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ σιωπή, ἡ μυστική ἀγάπη, ὅλα αὐτά «ἀκτινοβολοῦν» στόν πλησίον.
Ὅταν κάποιος ἀδελφός μας κυριεύεται ἀπό τό κακό, δέν θά πρέπει νά τόν κατακρίνουμε, ἀλλά ἐάν εἶναι δυνατόν, νά τόν διορθώνουμε.
«Μέ τήν καταδίκη», παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, «ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά χαθεῖ, μέ τήν κατανόηση καί βοήθεια θά σωθεῖ. Τόν ἁμαρτωλό πρέπει νά τόν ἀντικρύζουμε μέ ἀγάπη καί μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία του. Ὅταν ἕνα οἰκογενειακό μας πρόσωπο, ρίχνει ἕνα βάζο ἀπό τό τραπέζι καί τό σπάει, συνήθως ὀργιζόμαστε. Ἄν ἐκείνη τήν στιγμή, τήν κρίσιμη, μέ μιά κίνηση ψυχικῆς ἀνύφωσής μας, δείξουμε κατανόηση καί δικαιολογήσουμε τή ζημία, κερδίσαμε καί τήν ψυχή μας καί τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ μας. Κι’ αὐτη εἶναι ὅλη ἡ πνευματική ζωή μας: μιά κίνηση ἀνύψωσής μας, μέσα στίς δοκιμασίες τῶν θλίψεων, ἀπό τήν ἀγανάκτηση τοῦ ἐγωισμοῦ, στήν κατανόηση τῆς ἀγάπης» .
Ὁ Γέροντας, μιμούμενος τόν Θεό, σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου· ἀκόμη καί ὅταν ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος τήν χρησιμοποιεῖ αὐτοκαταστροφικά, ἀντιτασσόμενος στίς Θεῖες Ἐντολές.
Παρατηροῦσε ἐπίσης εὔστοχα, ὅτι τό κακό ἀρχίζει ἀπό τίς κακές σκέψεις.
«Ὅταν πικραίνεσαι καί ἀγανακτεῖς, ἔστω μόνο μέ τή σκέψη», ἔλεγε, «χαλᾶς τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα. Ἐμποδίζεις τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἐνεργήσει, καί ἐπιτρέπεις στό διάβολο νά μεγαλώσει τό κακό. Ἐσύ πάντοτε νά προσεύχεσαι, νά ἀγαπᾶς καί νά συγχωρεῖς, διώχνοντας ἀπό μέσα σου κάθε κακό λογισμό» .
Ὄχι κατάκριση ἀλλά ἀγάπη
Βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Γέροντα σχετικά μέ τήν κατάκριση εἶναι τά ἀκόλουθα:
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε κανέναν.
Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματα.
Οἱ ψυχές, πού ταλαιπωροῦνται ἀπό τά λάθη τους, ἑλκύουν πολύ τή εὐσπλαχνία καί τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νά σιωποῦμε, νά ἀνεχόμαστε καί κυρίως νά προευχόμαστε, ζώντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τότε ὠφελοῦμε μυστικά τούς ἄλλους. Ὁ Θεός μέ τήν Χάρη Του καθαρίζει τό νοῦ τους καί τούς βεβαιώνει ὅτι τούς ἀγαπᾶ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ, τότε ἡ ψυχή του «ἀνοίγει», λουλουδίζει. Τότε ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό Θεῖο Ἔρωτα, διότι, «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ὁ ἄλλος, κατά κανόνα δέν προσέχει τό λόγια μας, ἀλλά «εἰσπράττει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκπέμπουμε» πρός αὐτόν. Εἶναι αὐτή ἡ Χάρη, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀντανακλοῦμε ὡς «κάτοπτρα» στούς ἄλλους. Ὅσο καθαρότερα κάτοπτρα εἴμαστε, τόσο καλλίτερα ἀντανακλοῦμε τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ· τόσο περισσότερο ζοῦμε «ἐν Χριστῷ» καί τόσο καθαρότερα τό ἀντιλαμβάνονται καί οἱ γύρω μας.
Ὅσο περισσότερο βιώνουμε ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», τόσο καλλίτερα βεβαιώνουμε καί τούς ἄλλους, τούς «εὑρισκομένους εἰς χώραν μακράν», ὅτι ὁ Θεός τούς ἀγαπᾶ. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα καί γι’ αὐτούς νά μεταστραφοῦν, ἀκόμη δέ, καί νά μᾶς ξεπεράσουν. Ὅσο δυναμικά – ἐνεργητικά ἦταν δοσμένοι κατά τό παρελθόν στήν ἁμαρτία, τόσο κατόπιν, μέ τόν ἀνάλογο δυναμισμό μετανοώντας, μποροῦν ἄν θέλουν νά ἀνέβουν πρός τόν Θεό.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μᾶς παρακινεῖ σέ ἱεραποστολή
Ὁ χριστιανός, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ π. Πορφυρίου, πρέπει νά πονᾶ, νά ἐνδιαφέρεται γιά ὅλους. Ὀφείλει νά μεριμνᾶ καί γιά ἐκείνους τούς ἀδελφούς του, πού δέν εἶναι ἀκόμη ἐνεργά, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί πρέπει νά δραστηριοποιεῖται ἱεραποστολικά.
Ὁ Γέροντας θεωροῦσε τήν ἱεραποστολική διάθεση καί δράση, ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν. Ἐπεσήμαινε ὅμως, ὅτι ἡ καλλίτερη ἱεραποστολή γίνεται μέ τό καλό μας παράδειγμα, τήν ἀγάπη μας, τήν πραότητά μας.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι, ὅπως ὁ Χριστός στέκεται στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί χτυπάει, χωρίς ὅμως νά τήν παραβιάζει· ἀντίθετα περιμένει τήν κάθε ψυχή νά Τοῦ ἀνοίξει μόνη της, ἐλεύθερα… ἔτσι καί μεῖς πρέπει νά στεκόμαστε μπροστά σέ κάθε ψυχή.
Στήν ἱεραποστολική προσπάθεια, τόνιζε ὅτι, σημασία ἔχει ὁ λεπτός μας τρόπος. Τόν κυριώτερο ρόλο παίζει ἡ προσευχή καί ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας. Δέν ἔχουν οὐσιαστικό ἀποτέλεσμα τά λόγια μας, ὅταν δέν συνοδεύονται ἀπό τόν ἀνάλογο ὀρθό βίο. Τότε συνήθως μένουν ἄκαρπα.
Δέν πρέπει, παρατηροῦσε, κατά τήν ἱεραποστολική προσπάθεια νά ὑπάρχει φανατισμός, ἀλλά ἀντίθετα ἀγάπη καί σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου.
Θά πρέπει ὁ Χριστιανός νά τιμᾶ τούς πάντες, ἀνεξάρτητα ἀπό τό σέ ποιό θρήσκευμα ἀνήκουν, ἀφοῦ εἶναι εἰκόνες τοῦ ἀγαπημένου μας Χριστοῦ.
Ὁ φανατισμός δέν ἔχει σχέση μέ τόν κατά Θεόν ζῆλο.
Ὁ ἀληθινά ζηλωτής, εἶναι αὐτός, πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διπλῆ ἀγάπη, καί ἄν ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό, δέν ἔχει σάν αἰτία της, τήν ἀγαπη πρός τόν Θεό, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα διπλῆ, ἔχει δύο σκέλη: ἕνα κάθετο (ἀγάπη πρός τόν Θεό) καί ἕνα ὁριζόντιο (ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο).
Ἐπίσης ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα εὐγενική, λεπτή, ἀνιδιοτελής, χωρίς ὅρια, θυσιαστική, χωρίς διακρίσεις. Οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί, οἱ ἅγιοι, ἀγαποῦν τούς πάντες καί μάλιστα ἐξ’ ἴσου. Αὐτήν τήν ἀγάπη, τή γνήσια, δίδασκε ὁ Γέροντας.
Διά τοῦτο δέν πιέζε τούς ἄλλους νά γίνουν καλοί, ἀλλά προσευχόταν μυστικά γι’ αὐτούς, χωρίς νά τούς κατακρίνει. Συμβούλευε νά κάνουμε προσευχή γιά νά καταστήσουμε τούς ἄλλους ἄξιους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δική μας προσευχή καί ἀφοσίωση στόν Θεό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα, τό νά ἐνεργήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στίς ταλαιπωρημένες ψυχές, ἐκείνων πού δέν Τόν ἀγάπησαν ἀκόμη. Τότε γίνεται ἡ ἀληθινή ἱεραποστολή.
Πρέπει νά ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία διότι εἶναι ἡ Μητέρα Μας
Πρέπει νά ἀγαπᾶμε πολύ τήν Ἐκκλησία, τόνιζε ὁ Γέροντας, ἀφοῦ εἶναι ἡ πραγματική καί ἀληθινή Μητέρα μας. Αὐτή μᾶς ἀναγέννησε πνευματικά, αὐτή μᾶς τρέφει, αὐτή μᾶς σώζει. Ὅποιος Τήν ἀγαπᾶ, συμπεριφέρεται ὅπως ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει» .
Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, καλούς καί κακούς, ἁγίους καί ὑποκριτές, αὐθεντικούς καί πλανεμένους. Τούς ἀγκαλιάζει μέ τήν προσευχή του, τούς ἔχει στήν καρδιά του καί «καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκει» γιά τήν σωτηρία τους.
Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία
Ἡ Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τόν Γέροντα εἶναι ἄκτιστη ἀφοῦ ὁ Ἱδρυτής της, ὁ Πανάγιος Τριαδικός Θεός, εἶναι ἄκτιστος.
Εἰσερχόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐντός Της καί ζώντας σύμφωνα μέ τό Θεῖο θέλημα, γίνεται καί αὐτός κατά Χάριν ἄκτιστος.
Τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρῖσμα καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο, «δυνάμει» Θεό, ὑποψήφιο Θεό κατά Χάριν . Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθεῖ στήν Θεία αὐτή δωρεά διαφυλάσσοντας τόν θησαυρό, τότε γίνεται καί «ἐνεργείᾳ» Θεός, Θεός κατά Χάριν, ἄκτιστος κατά Χάριν.
Ὁ τρόπος διαφύλαξης τῆς Θείας Χάρης εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι «προδόσαμε τήν Χάρη καί δέν φυλάξαμε τόν θησαυρό», δηλαδή τήν καθαρότητα καί τή Θεία Χάρη, πού μᾶς προσπόρισε τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρῖσμα, χρειάζεται νά μετανοήσουμε. Καλούμαστε, νά πενθήσουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, νά τίς μισήσουμε καί νά πράξουμε τίς ἀντίθετες μ’ αὐτές ἀρετές. Ἡ ἐπιστροφή μας αὐτή στόν «Πατρικό οἶκο», θά σημάνει καί τήν ἐπανανακάλυψη τῆς, «μπαζωμένης» ἀπό τίς ἁμαρτίες, βαπτισματικῆς Θείας Χάρης.
Θά πρέπει, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά ξεπεράσουμε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά πεθάνουμε ὡς πρός τόν «παλαιό ἄνθρωπο» καί νά γίνουμε ἔνθεοι. Θά πρέπει νά ζοῦμε τήν χριστιανική ζωή γιά τόν Χριστό καί μέ τόν Χριστό συνεχῶς.
«Παιδιά μου προσέχτε», ἐπεσήμαινε ὁ π. Πορφύριος, «πρέπει νά φροντίσομε νά προσκολληθοῦμε στό Χριστό καί νά γίνομε ἅγιοι καί νά μποῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία Του· καί ὅλοι μέσα στήν Ἐκκλησία Του νά γίνομε ἕνα σῶμα· ὅλοι δηλαδή οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί» . Φαίνεται ἐδῶ ξεκάθαρα ἡ ὀρθοδοξία τοῦ Γέροντα. Δέν μπορεῖς νά μπεῖς στήν «Ἐκκλησία Του», ἄν δέν εἶσαι ὀρθόδοξος χριστιανός. Δέν εἶναι δυνατόν νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία χωρίς τόν ἁγιασμό πού ἔρχεται μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, τή Μετάνοια καί τήν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν.
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή δέν εἶναι θέμα ἐγκεφαλικῆς κατανόησης, ἀλλά ἁγιοπνευματικοῦ βιώματος, δηλαδή διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐφαρμογῆς αὐτῆς τῆς διδασκαλίας· δηλαδή τελικά εἶναι θέμα ζωῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτή ἡ ζωή προσφέρεται στούς ταπεινούς καί στούς ἔχοντας τήν διπλῆ ἀγάπη: πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο.
Ἡ κατάργηση τοῦ διαβόλου, ἡ ἀνυπαρξία τῆς κόλασης καί ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου
Ἡ ὀργανική ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στήν Ἐκκλησία ἔχει κάποιες ὑπέροχες συνέπειες γιά τή ζωή του. «Καί ὅταν αὐτό κατορθώσομε», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «τότε γιά μᾶς πού θά κατορθώσωμε νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει, γιά μᾶς, οὔτε θάνατος, οὔτε κόλασις, οὔτε διάβολος. Τό λέει μέσα τό Εὐαγγέλιο. Τό ἔχεις βρεῖ… Ὑπάρχει ἀλλά δέν τό βρίσκουνε. Πρέπει νά ἔχεις τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γιά νά τό καταλάβεις».
«Ἀντικειμενικά» ὑπάρχουν ἀλλά ὅταν κανείς εἶναι «ἐν Χριστῷ», τά νικᾶ διά τοῦ Χριστοῦ, πού ζεῖ μέσα του. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πού ὁδηγεῖ τότε, αὐτόν τόν ἄνθρωπο.
«Καί ἔρχεται λοιπόν», συνέχιζε ὁ Γέροντας, «καί σέ πηγαίνει καί πιστεύεις ἀκριβῶς ὅπως εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος. Δέν σοῦ ἀρέσει αὐτή ἡ θρησκεία;… Πρέπει ἐμεῖς νά πᾶμε ἐκεῖ· σ’ αὐτό τό σημεῖο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, πού θά καταργηθεῖ γιά μᾶς ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος καί ἡ κόλασις. Καί μποροῦμε νά ζοῦμε ἔπειτα μέσα εἰς τήν χαρά τοῦ Θεοῦ καί ποτέ νά μήν σκεπτόμαστε τόν θάνατο. Καί νά ἔρθεις στό τέλος τῆς ζωῆς σου καί νά εἶναι τό πόδι σου μέσα στό λάκκο. Ἐσύ μπορεῖ νά φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νά φτιάνεις περιβόλια γιά τούς συνανθρώπους σου, νά φτιάνεις ἐκκλησίες καί νά ἔχεις τό ἕνα ποδάρι μές στό λάκκο. Γιατί τά κάνεις αὐτά; -Ἀπό τήν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος καί θέλεις καί τούς συνανθρώπους σου, πού θά ἔλθουν πάλι ἐδῶ νά βροῦνε κάτι, νά γίνουνε καλοί, νά μήν γίνουνε κλέφτες καί κλέβουνε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Γι’ αὐτό φυτεύεις καί τά φροῦτα καί τά καρύδια καί τά σῦκα. Γι’ αὐτό φτιάνεις καί ἐκκλησία καί ὅλα. Ἀπό ἀγάπη».
Γιά τόν «κόσμο», αὐτό εἶναι «τρελλό», ἀφοῦ δέν θά «προλάβεις ἐσύ νά τά χαρεῖς». Ὅμως γιά τόν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένο ἄνθρωπο ἡ χαρά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλ’ ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικεῖ μόνιμα μέσα του, ἐπειδή ἀγαπᾶ .
Νά μποῦμε ὅλοι στήν ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία
Ὁ Γέροντας θεολογεῖ αὐθεντικά, ἐκκλησιολογικά ὀρθά, διότι θεολογεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Εἶναι γεμᾶτος μέ τήν Θεία Χάρη, πού συσσώρευσε ἡ ἄκρα ταπείνωσή του. Σ’ αὐτήν τήν ταπείνωση ἔφθασε μέ τόν συνεχή πνευματικό του ἀγῶνα. «Καί πάντα εὔχομαι», γράφει στήν πνευματική του διαθήκη, «τά πνευματικά μου παιδιά νά ἀγαπήσουν τόν Θεό, πού εἶναι τό πᾶν, γιά νά μᾶς ἀξιώση νά μποῦμε στήν ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία Του. Γιατί ἀπό ἐδῶ πρέπει νά ἀρχίσουμε. Ἐγώ πάντα εἶχα τήν προσπάθεια νά προσεύχομαι καί νά διαβάζω τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἁγία Γραφή καί τούς βίους τῶν Ἁγίων μας καί εὔχομαι καί ἐσεῖς νά κάνετε τό ἴδιο. Ἐγώ προσπάθησα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά πλησιάσω τόν Θεό καί εὔχομαι καί σεῖς νά κάνετε τό ἴδιο» . Τώρα εἶναι στή Βασιλεία Του καί «ἐκτυπώτερον» μετέχει τοῦ Ἠγαπημένου.
4) ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ
«Πρέπει νά πεθάνεις πρίν πεθάνεις γιά νά μήν πεθάνεις ὅταν πεθάνεις»
Ὁ Γέροντας ζοῦσε τά ἔσχατα ἀπό τό παρόν, γι’ αὐτό καί ἔχει μία ὀρθοδοξότατη ἐσχατολογία. «Εἶμαι αἰώνιος», διακήρυσσε πανηγυρικά. Ὅποιος μπαίνει στήν Ἐκκλησία… γίνεται αἰώνιος. Γιά τόν ἄνθρωπο, πού ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει θάνατος, παρά μόνον ζωή ἐν Χριστῷ. Ἡ Ἐκκλησία ἐμπεριέχει, διασφαλίζει καί παρέχει τήν νέα ζωή. Αὐτή ἡ ζωή «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» καί ἐπίσης δέν ἔχει τέλος. Ὁ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμένος ἄνθρωπος πεθαίνει ὡς πρός τήν σάρκα, τά πάθη, τόν «παλαιό ἄνθρωπο σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» , ἀλλά γιά νά μήν πεθάνει ποτέ. «Πεθαίνει ὡς πρός τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, πρίν πεθάνει (βιολογικά), γιά νά μήν πεθάνει (ὑπαρξιακά), ὅταν πεθάνει (βιολογικά)».
Ζώντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ζοῦμε τόν Παράδεισο, ἔχοντας ὑπερβεῖ τόν φόβο τῆς κολάσεως
Ὁ ἄνθρωπος ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, ζεῖ τά ἔσχατα «ἐδῶ καί τώρα». Ζεῖ τόν Παράδεισο. Ὁ βιολογικός θάνατος (=ὁ προσωρινός χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα) δέν εἶναι παρά ἡ γέφυρα, πού θά τήν περάσει σέ μια στιγμή, γιά νά συνεχίσει νά ζεῖ στήν «ἀβράδυαστη μέρα» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Ἐκκλησία νιώθει ὅτι εἶναι μία αἰώνια ὕπαρξη. Αὐτό ζοῦσε συνεχῶς ὁ μακαριστός π. Πορφύριος. Γιά νά φθάσει ὁ πιστός σ’ αὐτό τό βίωμα θά πρέπει νά περάσει ἀπό κάποια στάδια μέ πρῶτο τήν μετάνοια.
Ὁ ἀρχικός φόβος τῆς κολάσεως παρακινεῖ τόν κοσμικό ἄνθρωπο νά μετανοήσει. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἀπό φόβο γιά νά μήν κολαστεῖ. Ὁ ἄνθρωπος, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες,πρέπει νά περάσει ἀπό αὐτόν τόν ἀρχικό φόβο.
Ὁ Γέροντας τό γνώριζε καί καλλιέργησε στήν ἀρχή τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, αὐτόν τόν ἀρχικό φόβο. Τό ἀγώνισμα περιλαμβάνει: τήν μνήμη τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως, τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί τῆς Αἰωνίου Κολάσεως.
Ὅλα αὐτά, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, βοηθοῦν στό νά προφυλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία. Εἶναι ὅμως ἕνα κατώτερο (χαμηλό) κίνητρο-αἰτία, γιά νά ἔχουμε σχέση μέ τό Θεό. Εἶναι ἕνα εἶδος ἐμπορικῆς συναλλαγῆς, προκειμένου νά μήν πάει κανείς στήν Κόλαση, ἤ γιά νά κερδίσει τόν Παράδεισο. Αὐτό, ἄν τό καλοεξετάσουμε, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἔχει μια ἰδιοτέλεια, ἕνα «ἴδιον συμφέρον». Θά πρέπει ὁ πνευματικός ἀγωνιστής σιγά-σιγά νά φθάσει στό νά ἀκολουθεῖ τόν Θεό ἀπό ἀγάπη. Γιά νά φθάσει ὅμως σ’ αὐτήν τήν ἀγάπη, στόν Θεῖο Ἔρωτα, πρέπει νά περάσει ἀπό τόν ἀρχικό φόβο, τόν φόβο τῆς Κολάσεως.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπήσει τόν Θεό τότε φεύγει αὐτός ὁ φόβος· ἡ Κόλαση καί ὁ θάνατος τότε, δέν εἶναι τρομακτικά.
Μέ τήν ἀγάπη στό Θεό ὅλα γίνονται εὔκολα: ἡ ὑπακοή, ἡ ταπείνωση, ἡ πραότητα. Ὁ φόβος εἶναι κατάλληλος καί βοηθητικός στούς ἀρχάριους, σ’ αὐτούς, πού ζεῖ μεσά τους ἀκόμη ὁ παλαιός ἄνθρωπος. «Ἡ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δέ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν ἀγάπῃ» .
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος, ἡ Χαρά, ἡ Ἀλήθεια. Ὅποιος ἀκολουθήσει τό Χριστό, χαίρεται ἀπ’ αὐτήν τή ζωή, προγεύεται τόν Παράδεισο ἀκόμη καί ὅταν πάσχει. Διασαλπίζει μαζί μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τό: «πάντοτε χαίρετε» καθώς καί τό «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» .
Τό ξεπέρασμα τῆς τυπικῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τό φθάσιμο στόν Θεῖο Ἔρωτα, στό Χριστό, ἦταν ἡ συνεχής προτροπή τοῦ Γέροντα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει τόν Χριστό, ζεῖ Αὐτόν, πού εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος· ζεῖ παντοῦ καί πάντοτε…
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό κάνει τόν ἄνθρωπο νά σπάζει τό φράγμα τοῦ χρόνου καί νά ζεῖ συνεχῶς στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Παύει ὁ διαχωρισμός τοῦ χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον.
Ὁ π. Πορφύριος, σάν ἀληθινός σύγχρονος Στάρετς, ζοῦσε τά ἔσχατα , ζοῦσε ἀναστημένα ἀπ’ αὐτή τή ζωή, γι’ αὐτό καί διακήρυσσε: «Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, τότε ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ», κατά τό ἀποστολικό: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» .
Ἔλεγε ὅτι, ἄν αὐτό τό κατορθώσουμε, τότε ζοῦμε σέ μιά ἄλλη κατάσταση ζηλευτή, ὅπου δέν ὑπάρχουν φοβίες. Τόν ἄνθρωπο αὐτό, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στόν Θεῖο Ἔρωτα, τόν ἀπασχολεῖ συνεχῶς ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἄσκηση τῆς διπλῆς ἀγάπη: πρός τόν Χριστό καί πρός τόν συνάνθρωπο. Δίδασκε ὁ Γέροντας, ὅτι ὅταν κατοικήσει ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, τότε τά πάθη ἐξαφανίζονται. Ζεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός καί ὁ θάνατος δέν εἶναι παρά ἡ ζεύξη μέ τήν Αἰώνια Ζωή.
Στά ἔσχατα θά καταργηθεῖ ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος
Στήν Αἰώνιο Βασιλεία, ἡ πίστη θά καταργηθεῖ, ἀφοῦ θά βλέπουμε τόν Χριστό, ὅπως τώρα τόν ἥλιο. Σ’ αὐτή ἐδῶ τή ζωή ὅμως, ἡ πίστη εἶναι ἀπαραίτητη. Τοῦτο συμβαίνει ἐπειδή ὑπάρχει τό φθαρτό ὑλικό σῶμα καί δέν βλέπουμε καθαρά τόν πνευματικό κόσμο. Τώρα βλέπουμε «διά πίστεως» , «ἐν ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι» , τότε δέ «πρόσωπο πρός πρόσωπο» .
«Ὑπάρχει κακό πνεῦμα», ἔλεγε, «θά καταργηθεῖ μία μέρα, πού θά τελειώσουνε τά πάντα καί θά πᾶμε σέ μια νέα κτίση, ὅπως πιστεύει δηλαδή ἡ θρησκεία μας» .
Δέν ὑπάρχει «ἀποκατάσταση τῶν πάντων»
Ἐπίσης ὁ Γέροντας, ὀρθοδοξότατα, δέν παραδέχεται τήν «ἀποκατάσταση τῶν πάντων». «Ὁ Θεός», ἔλεγε, «μπορεῖ νά τούς βάλει ὅλους στόν Παράδεισο, καί ὅλων τῶν θρησκειῶν νά τούς βάλει ὅλους… Αὐτό ὅμως τά χαρτιά μας δέν τό γράφουνε, ἀλλά οὔτε καί πρέπει ἐμεῖς νά τό πιστεύουμε… Δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε αὐτό» .
5) ΚΤΙΣΕΟΛΟΓΙΑ
Ἡ Κτίση «διηγεῖται τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ»
Ὅλη ἡ κτίση δοξάζει τόν Θεό. Ἡ κτίση μᾶς φανερώνει τή σοφία, τήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τά πάντα (ἀνθρώπους καί κτίσματα).
Ὁ π. Πορφύριος ἀγαποῦσε τήν ἔρημο, τήν ἡσυχία καί ὅλη τήν κτίση. Ἦταν ἡσυχαστικός-μυστικός. Ἔκανε ἀδιάλειπτη προσπάθεια νά ζεῖ τόν Χριστό, ζώντας μέσα στό «σπίτι μας», πού εἶναι τό Σύμπαν, ἡ ὅλη Δημιουργία.
Πόθος γιά ζωή μέσα στήν Δημιουργία τοῦ Θεοῦ
Ἀφοῦ πῆρε ἀπό τόν Θεό τό διορατικό χάρισμα, ἤθελε νά φύγει καί νά ζεῖ «μόνος μόνῳ Θεῷ». Ἐπειδή ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε νά φύγει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως, ὅπου κι’ ἄν πῆγε, συνέχιζε νά ἐπιδιώκει τήν ἡσυχία, τή μόνωση καί τή ζωή μέσα στήν ὄμορφη φύση.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε κάτι, ἀπό αὐτά πού διηγεῖται γιά τή ζωή του, στό μοναστήρι τοῦ Ἁγιου Χαραλάμπους, στήν Εὔβοια. Τοῦ ἄρεσε νά ζεῖ ἔξω τή νύκτα, στό ὕπαιθρο. Γιά τό σκοπό αὐτό ἔφτιαξε ἕνα κρεββάτι μέ σχίνους, πού ἔπλεξε μέ τά κλαδιά ἑνός πρίνου, ψηλά στά δύομιση μέτρα. Ἐκεῖ πάνω στό δένδρο, μόνος, χωρίς νά τόν ἐνοχλεῖ κανείς, προσευχόταν ὧρες ἀτελείωτες.
Ἀγάπη γιά ὅλην τήν κτίση
Μαρτυρεῖ, σχετικά, καί ὁ προσωπικός του γιατρός, καθηγητής Γ. Παπαζάχος:
«Ὁ Γέροντας δέν ἦταν μόνο γιατρός. Ἦταν καί κτηνίατρος. Ἀγαποῦσε τα ζῶα. Ἐξημέρωσε ἐπιθετικούς παπαγάλους καί τούς ἔμαθε τήν Εὐχή. Ἐξεπλάγην ὅταν ἄκουσα μέσα στό κελλί τόν παπαγάλο νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή. “Εἶναι πιό πνευματικός ἀπό μένα”, εἶπε. “Ἐγώ ἀποκάμνω καί κοιμοῦμαι, ἀλλ’ αὐτός ἀγρυπνεῖ”. Τελευταῖα προσπαθοῦσε νά ἐξημερώση ἕναν ἀετό.
Κάποιο Σαββατοκύριακο, στή βόρειο Εὔβοια πού ἡσύχαζε, συνέβη τό ἑξῆς, πού μοῦ διηγήθηκε ὁ ἴδιος: “Μιά τσομπάνισσα παρακάλεσε νά διαβάσω μιά εὐχή στό κοπάδι της, γιατί ἀρρώσταιναν τά γίδια της. Συμφώνησα καί ἔφεραν ὄλο τό κοπάδι κοντά στό ἐκκλησάκι πού ἔμενα. Στάθηκα μπροστά στό κοπάδι, σήκωσα τά χέρια μου ψηλά καί εἶπα διάφορες προσευχές ἀπό ψαλμικούς στίχους, πού ἀναφέρονται στήν κτίση. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιωπή στά ζῶα. Κανένα δέν κουνιόταν. Ὕστερα κατέβασα τά χέρια μου καί ὁ τράγος κινήθηκε μόνος του. Ἦρθε κοντά, μοῦ φίλησε τό χέρι καί ὑποχώρησε ἤρεμα… Τά λέω σωστά Πηνελόπη;” φώναξε στήν ἀνηψιά του, πού στεκόταν πιό πέρα. “Ναί, Γέροντα. Ἀκριβῶς ἔτσι ἔγιναν. Ἐγώ ἤμουν ἐκεῖ”» .
Μιλώντας γιά τό πῶς ὀνειρευόταν τό μοναστήρι του ἔλεγε: «Στό μοναστήρι πολύ σύντομα θ’ ἀρχίσουν νά ἔρχονται καί πουλιά. Θ’ ἀκοῦνε τό καμπανάκι καί θά ἔρχονται νά τρῶνε. Θά κάθονται ἔξω καί θ’ ἀκοῦνε τόν ἑσπερινό. Εἶναι οἱ σύντροφοί μας τοῦ δάσους, πού θά ἔρχονται νά συμμετέχουν στήν προσευχή μας» .
Ἡ Κτίση μᾶς ἐμπνεέι. Ἀγαπώντας την, βοηθούμαστε στό νά ἀγαπήσουμε τόν Δημιουργό
Κάποιος τόν ἐρώτησε: – «Πῶς μποροῦμε Παππούλη μου, νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό;»
-«Ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό, παιδί μου», ἀπάντησε, «πραγματοποιεῖται ὡς ἑξῆς: Σηκώνουμε τόν ἐσωτερικό μας ἑαυτό πρός τόν Θεό καί Τόν ἐπικαλούμεθα. Βλέποντας ὅμως τή φύση, τά δένδρα, τά λουλούδια, τά πουλιά, τίς μέλισσες, τά ἄνθη, τή θάλασσα, τά ψάρια, τά ἄστρα, τό φεγγάρι, τόν ἥλιο, καί τά τόσα ἄλλα ὑπέροχα δημιουργήματά Του, στρέφουμε τό νοῦ πρός τόν Θεόν καί δοξάζοντάς Τον μέσα ἀπ’ αὐτά, προσπαθοῦμε νά τά καταλάβουμε πόσο ὡραῖα καί θαυμάσια εἶναι καί ἀγωνιζόμαστε νά τά ἀγαπήσουμε. Ὅταν τά ἀγαπήσουμε ὅλα αὐτά, τότε ἡ ἀγάπη μας ἀνεβαίνει πρός τόν Δημιουργό μας καί ἔτσι πραγματικά καί ἀληθινά Τόν ἀγαπᾶμε. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν δημιουργημάτων, ἀλλά ἀκόμη περισσότερη πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπό μας. Γι’ αὐτό πρέπει νά πραγματοποιοῦμε ἐπισκέψεις στά Νοσοκομεῖα, στίς Φυλακές, στά Ὀρφανοτροφεία, στά Γηροκομεῖα κ.λ.π. καί γι’ αὐτό τό σκοπό καί μόνο θά πρέπει νά γίνονται αὐτές. Τότε ἡ ἀγάπη μας εἶναι εἰλικρινής» .
Ὁ Γέροντας, ἕνας ἀληθινά θεραπευμένος, «κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν» ἄνθρωπος
Ὁ Γέροντας ἔνιωθε τήν κτίση, μιλοῦσε μέ τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, μέ τά βράχια, μέ τά πουλιά, αἰσθανόταν τίς προσευχές, καταλάβαινε τά κελαηδήματα, τά ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, χαιρόταν τά χρώματα, τήν ἁρμονία, πού ὑπάρχει σ’ ὅλο τό σύμπαν. Ἦταν ὁ Γέροντας Πορφύριος ἕνας ἀληθινά φυσιολογικός ἄνθρωπος, πού χαιρόταν τήν Δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί Τόν δόξαζε -ὅπως καί τώρα – μέ τήν θεραπευμένη του προσωπικότητα.
6) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ,
ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ,
ΤΙΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ
Γιά τόν Παπισμό
«Ἀμερικανίδα καθηγήτρια διαβίβασε σέ Ὀρθόδοξο κληρικό τήν ἐπιθυμία τοῦ πάπα, νά προσκαλέσει τόν Γέροντα Παΐσιο καί Γέροντα Πορφύριο, νά πᾶνε στό Βατικανό. Ἡ ἀπάντηση καί τῶν δύο ἦταν ἡ ἑξῆς: Ὄχι δέν μποροῦμε νά πᾶμε. Διότι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ὁ Πάπας δέν εἶναι ἕτοιμοι. Ἔχουν πολύ ἐγωισμό. Ὄχι μόνο θέλουν νά μᾶς ὑποτάξουν, ἀλλά καί δέν πιστεύουν ὅτι ἔχουμε τήν ἀλήθεια ἐμεῖς. Δέν χρειάζεται νά πᾶμε. Καλλίτερα θά βοηθήσουμε τήν ὑπόθεση μέ τήν προσευχή μας» .
Βλέπουμε ἀπό τά ἀνωτέρω καθαρά τήν θέση καί τῶν δύο Γερόντων:
1)Ὁ π. Πορφύριος καί ὁ π. Παΐσιος, λένε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Πάπας εἶναι αἱρετικός. Ἔχει χάσει τήν Ὀρθοδοξία λόγῳ ἐγωισμοῦ. Ἡ ἀποξενωμένη ἀπό τόν Θεό ζωή, πού ἐπικράτησε στή Δύση, ἐξ αἰτίας τῆς ὑποδούλωσης τῆς Δυτικῆς Ρωμανίας (τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ὀρθόδοξου Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους) στούς αἱρετικούς καί βαρβάρους Φράγκους, ὁδήγησε στήν αἵρεση.
Συνήθως ἔτσι συμβαίνει: ἡ ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας ζωή, τό ἀλλοτριωμένο ἦθος, ἡ φιλαρχία καί ὁ ἐγωισμός ὁδήγοῦν στό ἀλλοτριωμένο δόγμα δηλ. στήν αἵρεση. Ὅταν ζοῦμε ζωή ἀντίθετη ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, «κατασκευάζουμε» καί ἀντίστοιχα ἀλλοιωμένα δόγματα, τά ὁποῖα «στεγάζουν» αὐτήν τήν ἀλλοτριωμένη ζωή.
2)Ἀπό τήν ἀνωτέρω ἀπάντηση τῶν Γερόντων φαίνεται ἐπίσης καθαρά ἡ θέση τους ὅτι δέν ὠφελεῖ ὁ διάλογος μέ τόν Πάπα, ἀλλά ἡ προσευχή· διότι ὁ Πάπας δέν εἶναι ἕτοιμος…
-Γιατί ἄραγε δέν εἶναι ἕτοιμος ὁ Πάπας;
-Διότι δέν ἔχει ἀπορρίψει τίς αἱρετικές προσθῆκες στό δόγμα: ἄσπιλη σύλληψη, Filioque, ἀλάθητο, πρωτεῖο καί πολλές ἄλλες.
Συμφωνοῦν ἐδῶ οἱ σεβάσμιοι Γέροντες μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.
Ὁ τόσο ὑβριζόμενος, μέχρι σήμερα ἀπό τούς Παπικούς, ἅγιος ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς) μᾶς διδάσκει, ὅτι γιά νά γίνει διάλογος μέ τούς Λατίνους (Παπικούς) θά πρέπει πρῶτα αὐτοί νά ἀφαιρέσουν τήν «προσθήκη», πού ἔχουν κάνει στό σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλ. τό Filioque .
Ὄχι λοιπόν στό Διάλογο λένε οἱ δύο μεγάλοι σύγχρονοι Γέροντες, διότι ὁ Πάπας δέν εἶναι ἀκόμη ἕτοιμος.
3)Ὁ Πάπας, σύμφωνα μέ τούς δύο ἅγίους Γέροντες, δέν φρονεῖ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τήν ἀλήθεια.
Πράγματι πρόσφατα οἱ Γέροντες ἐπαληθεύθηκαν, ἀφοῦ ὁ νῦν Πάπας ἰσχυρίστηκε ὅτι αὐτοί (δηλ. οἱ Παπικοί) ἔχουν τήν ἀληθινή Ἐκκλησία καί ἐμεῖς (δηλ. οἱ ὀρθόδοξοι) ἔχουμε «ἐκκλησιολογικό ἔλλειμμα»! Μέ λίγα λόγια μᾶς εἶπε ὅτι εἴμαστε λειψοί ὡς πρός τά δόγματα καί θά πρέπει νά ἐπιστρέψουμε στήν πλήρη ἀλήθεια, πού κατέχει ὁ Παπισμός!!!
Στήν πραγματικότητα θά πρέπει νά γίνει τό ἀντίστροφο. Ὁ Πάπας δηλαδή νά ἀποκηρύξει τά αἱρετικά του δόγματα καί νά ἐπιστρέψει στήν Ὀρθοδοξία…
Ὁ Γέροντας Πορφύριος γνωρίζει πολύ καλά τά σχέδια τοῦ Παπισμοῦ. «Μή φοβᾶστε», ἔλεγε, «οἱ διαθέσεις τοῦ Πάπα ἀνέκαθεν ἦταν νά ὑποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θά ἔλθει ἡμέρα, πού ὁ διάλογος θά ματαιωθεῖ· τίποτε δέν πρόκειται νά γίνει· ἄλλωστε οἱ οὐνίτες, αὐτός ὁ δούρειος ἵππος, εἶναι φῶς φανάρι ὅτι τούς ἐνδιαφέρει νά ἀναγνωρίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι κεφαλήν τόν Πάπα καί τίποτε περισσότερον».
Ἀληθινή πίστη εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη. Δέν ὑπάρχουν νέες ἀλήθειες
Ὁ π. Πορφύριος δέν δεχόταν τήν θεωρία ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἁπλῶς διαφορετικά «μονοπάτια» (σύμφωνα μέ τήν νεοεποχίτικη ὁρολογία), πού πᾶνε στό ἴδιο Θεό. «… Ἐμεῖς ἐδῶ οἱ Ἕλληνες», ἔλεγε, «ἔχομε μία θρησκεία, εἴμαστε χριστιανοί… Ὅμως … Καί ἀπό μᾶς τούς Ἕλληνες, τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς γίνανε καί ἄθεοι καί ξέρω κι ἐγώ. Μόνο ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἑνώνει καί ὅλοι πρέπει νά προσευχόμαστε νά ἔρθουνε σ’ αὐτή τή θρησκεία καί ἔτσι θά γίνει ἡ ἕνωσις. Ὄχι μέ τό νά πιστέψεις ὅτι ὅλοι εἴμαστε τό ἴδιο· ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο. Δέν εἶναι τό ἴδιο… Ἡ ἀγάπη ἡ ἀληθινή εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ » .
Ποῦ εἶναι ἄραγε ὅλοι αὐτοί οἱ ἰνστρούχτορες τῆς Νέας Ἐποχῆς, πού διατείνονται ὅτι ὅλοι πιστεύουμε στόν ἴδιο Θεό;
Σύμφωνα μέ τό Γέροντα, ἀληθινή θρησκεία εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Καί τό πνεῦμα, αὐτό τό ὀρθόδοξο, εἶναι τό ἀληθές. Τά ἄλλα πνεύματα εἶναι πνεύματα πλάνης καί οἱ διδασκαλίες τους εἶναι μπερδεμένες, γιατί δέ γνωρίζουν τό μεγαλεῖο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τόν προορισμό μας, τήν ὁμοίωση μέ Αὐτόν.
Ὁ Γέροντας δέ δέχεται τίς ἄλλες θρησκεῖες ὡς ἀληθινές. Ἔλεγε πάλι μέ ἁπλότητα: «Παίρνουν τηλέφωνο… ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο, καί ν’ ἀκουστεῖ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, ἔχω ἐλεύθερο πνεῦμα καί παραδέχομαι ὅλες τίς θρησκεῖες; Ὄχι δέν παραδέχομαι! Ὅποιος νά μοῦ πεῖ· καί ἕνας ἄγγελος νά ‘ρθει νά μοῦ πεῖ… -Ὄχι θά τοῦ πῶ, λές ψέμματα, δέν εἶσαι πνεῦμα ἀγαθόν, εἶσαι πονηρόν πνεῦμα καί λέγεις αὐτά. Ἔτσι θά τοῦ πῶ ἐγώ τοῦ ἀγγέλου. Δέν θά τόν πιστέψω. Λάβετε τά μέτρα σας» .
Ἡ Ἀλήθεια μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ. Δέν ὑπάρχουν νέες ἀλήθειες. «Δέν μπορεῖ καθένας νά λέγει» τόνιζε ὁ π. Πορφύριος«Εἶμαι ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ κι ἐγώ φέρνω μιά νέα ἀλήθεια, πού ταιριάζει σήμερα στόν κόσμο. Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ ὅπως τίς ἔχει πεῖ ἀπό τήν ἀρχή αὐτές εἶναι, δέν ὑπάρχουνε ἄλλες ἀλήθειες… νέες ἐπειδή ὁ κόσμος προόδεψε καί ἡ ἐπιστήμη καί οἱ ἄνθρωποι πήγανε στά ἄστρα… Ἄν πάει κανείς στά ἄστρα καί πεῖ, καί κεῖ πάνω ὑπάρχουνε ἄνθρωποι, καί τούς δοῦμε, δέ θά χαλάσει ἐμένα ἡ σκέψη μου… θά πῶ, καί κεῖ πάνω εἶναι ὁ Χριστός, καί κεῖ εἶναι ὁ Θεός, ἔχει πάει καί ἐκεῖ».
Ἡ πίστη πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη
Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἀπαιτεῖ ὅλα αὐτά, πού παρέχει ὁ Χριστός: τήν Θεία Χάρη, τόν ἐνθουσιασμό, τή Θεία τρέλλα, τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη. Τά ἀπαιτεῖ ὅπως, κατ’ ἀναλογία, τό ἀνθρώπινο σῶμα ἀπαιτεῖ τήν ὑλική τροφή, γιά νά αὐξηθεῖ καί νά συντηρηθεῖ.
Ἄν κανείς δέν ἀκολουθήσει τόν Χριστό, πεθαίνει ψυχικά. Ἀντίθετα, ἐάν Τόν ζήσει, ἡ ψυχή του ζωοποιεῖται, ἡ ὅλη του ὕπαρξη πραγματώνει τόν προορισμό της: ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά Χάριν Θεός καί ἀγαπᾶ ὅλους γινόμενος ἕνα μέ ὅλους. Ἡ Ὀρθοδοξία καί μόνο Αὐτή κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἕνα, πραγματώνοντας τό αἴτημα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου: «ἵνα ὦσιν ἕν».
Γιά τόν Διάβολο, πού ὑπάρχει καί κάνει ψευτοθαύματα
Ὁ διάβολος, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ π. Πορφύριου, ἀλλά καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὑπάρχει.
«Ἡ θρησκεία μας» ἔλεγε μέ ἁπλότητα ὁ Γέροντας, «τόν διάβολο τόν ἔχει κάνει δόγμα (ἀφοῦ ὁ Χριστός μας ἦλθε γιά νά λύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου). Ἄμα βγάλεις τόν διάβολο, πᾶνε ὅλα τῆς θρησκείας μας» .
Ὁ διάβολος δέν λυτρώνει. Κάνει ψευτοθαύματα. «Ὑπάρχουν πολλά φῶτα», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «πού βλέπει κανείς καί ἐντυπωσιά¬ζεται… μά ἕνα εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινόν… Δέν γίνεται τίποτα μέ κεῖνα (ἐννοεῖ τά τῶν ἄλλων θρησκειῶν). Ἐκεῖνα ἔχουνε ταχυδακτυλουργίες καί τά τοιαῦτα. Κι αὐτές οἱ ὑλοποιήσεις καί ὅλα. Ἐνῶ στή θρησκεία μας ἐμεῖς τά ἔχουμε ὅλα… Καί ὑλοποιήσεις καί ὅλα μές στούς ἁγίους μας. Ἀλλά οἱ ὑλοποιήσεις εἶναι δύο εἰδῶν. Εἶναι ἡ κακιά καί ἡ καλή… Μπορεῖ ἕνας νά κάνει προσευχή πού οἱ ἄλλοι δέν ἔχουνε λάδι, καί βασανίζονται διότι τούς ἔχει λείψει τό λάδι νά ἀνοίξει τά χέρια του καί νά γεμίσουν τά κιούπια μέ λάδι. Ἔ! μπορεῖ καί ἕνας γκουροῦ νά κάνει κάτι ἄλλο, μιά ἄλλη ὑλοποίηση, μά δέν εἶναι ἡ ἴδια. Δέν εἶναι τοῦ ἀγαθοῦ πνεύματος. Γιατί ὅπως εἴπαμε ὑπάρχει καί τό κακό. Καί τό κακό ἔχει τή δύναμη νά δώσει στόν ἄνθρωπο πού τό πιστεύει τό κακό… ἔχει τή δύναμη νά τοῦ δώσει νά τό κάνει. Γι’ αὐτό καί ὑπάρχουνε καί διάφοροι μάγοι, γκουροῦδες, φακίρηδες…εἶναι τοῦ κακοῦ πνεύματος» .
Γιά τόν Τίμιο Σταυρό καί τόν ἀδύναμο διάβολο
Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι το μεγαλύτερο ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός καί δεύτερο ἡ περιφρόνηση. «Ἄφησέ τον αὐτόν», ἔλεγε σέ πνευματικό του παιδί (ἐννοώντας τό διάβολο). «Μήν τοῦ δίνεις σημασία. Ὅσο τοῦ δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σέ πλησιάζει. Ἄν θέλεις νά τόν διώξεις, νά τόν ἀπομακρύνεις ἀπό κοντά σου, πάψε νά τοῦ δίνεις σημασία. Περιφρόνησέ τον. Μόνο ἡ περιφρόνηση τοῦ ἀξίζει. Ἀπό τή στιγμή, πού θά ἀρχίσει νά τήν εἰσπράττει, θά ἀρχίσει καί νά ὑποχωρεῖ. Μέχρι πού, τελικά, θά τραπεῖ σέ φυγή. Ἡ περιφρόνηση ἀποτελεῖ τό δεύτερο ὅπλο, μετά τόν Τίμιο Σταυρό, κατά τοῦ διαβόλου! …Τήν δέ περιφρόνηση δέν τήν ἀντέχει. Γιατί εἶναι ὑπερόπτης καί σκάει ἀπό τό κακό του! Ἐξάλλου, αὐτή ἡ ὑπεροψία ἦταν αἰτία νά ἐκπέσει καί νά γίνει αὐτό πού ἔγινε. Εἰσέπραξε τήν τιμωρία του…»
Μέ τόν Τίμιο Σταυρό καί τά ἅγια Μυστήρια, μέ τήν ἐκκλησιαστικοποίησή μας, καταλύονται τά ἔργα τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος εἶναι πάρα πολύ ἀδύνατος.
«Μιά μέρα πηγαίνοντας ἀπό τήν Πολυκλινική πρός τήν Ὁμόνοια», διηγεῖται πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα, «συνέπεσε νά ἔχει λήξει ἕνα συλλαλητήριο καί ἕνας ἀπό τούς πολλούς πυροσβέστες, πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ καί καθάριζαν τό μέρος, σήκωσε τό σωλήνα του καί ἔβρεξε κατά λάθος κάποιον ἄλλο πυροσβέστη, πού ἦταν ἀπέναντί του, ὁπότε καί αὐτός μέ τή σειρά του πιάνει τό δικό του σωλήνα καί τόν στρέφει πρός τόν πρῶτο παίζοντας μέ τό νερό ποιός νά νικήσει τόν ἄλλον. Ὁ ἕνας ὅμως σωλήνας εἶχε μεγαλύτερη διάμετρο καί περισσότερη πίεση καί νικοῦσε τόν ἄλλον μέ τή λιγότερη πίεση, καθώς ἀντάμωναν τά νερά τους σέ καμπύλη στόν ἀέρα. Καί βλέποντάς τους ὁ Παππούλης μοῦ λέει: «Βλέπεις ἐκεῖ πέρα τί γίνεται; Τό πιό δυνατό νικάει τό ἀδύνατο. Ἔτσι γίνεται καί μέ τόν πιστό Χριστιανό, πού νικᾶ τόν κακό δαίμονα, διότι ὁ Χριστός εἶναι Παντοδύναμος σέ σύγκριση μέ τόν πονηρό, πού εἶναι πάρα πολύ ἀδύνατος» .
Ὁ διάβολος καταργεῖται (δέν ὑπάρχει) γι’ αὐτόν πού θά μπεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία. Καταργεῖται ἤδη ἀπ’ αὐτή τή ζωή .
Β΄ΕΝΟΤΗΤΑ: Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ- ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
1) ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς. Ἡ προετοιμασία
Ἡ προσευχή γιά νά γίνει, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πρέπει νά βρεθοῦμε στό κατάλληλο κλῖμα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς τή διδάξει.
Ὅπως ἔλεγε ἄλλος φωτισμένος Γέροντας (ὁ Γερο-Παναγῆς ἀπό τήν Κύπρο), «γιά νά ἀνάψει τό φῶς πρέπει, προηγουμένως, νά ἔχουμε κάνει ἠλεκτρολογική ἐγκατάσταση».
Ἡ «ἐγκατάσταση», δηλ. οἱ προϋποθέσεις μιᾶς σωστῆς προσευχῆς εἶναι: α) ἡ προσευχή προετοιμασίας γιά τήν προσευχή, β) τό νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς δώσει δάκρυα, γ) τό θυμίαμα, δ) τό κερί, ε) ἡ ἡσυχία, στ) ἡ ἀμεριμνία, ζ) ἡ μελέτη, η) ἡ ἀποκοπή ἀπό ὅλους καί ὅλα, θ) τό καντηλάκι, ι) ἡ χαρά, ια) ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό, ιβ) τό ἀπόλυτα ἄφημα στόν Κύριο.
Πρέπει, ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, νά σκεπτόμαστε ὄμορφες εἰκόνες, προετοιμάζοντας τήν ψυχή μας γιά προσευχή. Ἐπίσης, πολύ βοηθάει νά διαβάζουμε καί νά ψάλλουμε μέ ἀγάπη, μέ Θεῖο Ἔρωτα, ὁπότε ἔρχεται μέσα μας ἡ χαρά, ἡ εὐφροσύνη. Αὐτή εἶναι ἡ δική μας συμβολή, στό νά μποῦμε στήν ἀληθινή προσευχή, τήν ὁποία τελικά μόνον ὁ Κύριος μᾶς τή δίνει. Γι’ αὐτό στή Θεία Λειτουργία παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς φωτίσει: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς Σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμούς διάνοιξον εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν» .
Πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε
Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ λαχτάρα, μέ συντριβή, μέ Θεῖο Ἔρωτα, μέ δάκρυα, ταπεινά.
Ὁ Γέροντας τόνιζε τήν ἀνάγκη νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό.
Αὐτό θά τό πετύχουμε μέ τό νά εἶναι ἡ προσευχή μας κατανυκτική, συνοδευμένη ἀπό δάκρυα (πού θά Τοῦ τά ζητήσουμε μέ προκαταρκτική προσευχή), νά γίνεται μέ ἁπλότητα, μέ συντριβή, μέ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι νά πάρουμε τή Θεία Χάρη. Νά προσευχόμαστε, προέτρεπε ὁ π. Πορφύριος, μέ θέρμη, μέ παρακλητικό ὕφος, ἀλλά καί μέ στοργή – ὅπως μιλᾶμε στά ἀγαπημένα μας πρόσωπα. Ἡ ἀναφορά μας στόν Κύριο νά γίνεται μέ λαχτάρα, χωρίς ἄπρεπους τονισμούς· ὄχι μέ ξηρό ὕφος, ἀλλά μέ ὑπομονή, μέ ἀγαλλίαση, μέ προσδοκία καί ἐλπίδα, μέ πίστη καί ἡσυχία. Τά λόγια μας νά ἔχουν γλυκύτητα, πόθο γιά τό Χριστό μας, Θεῖο Ἔρωτα: «Ἰησοῦ μου, Χριστέ μου…». Νά προσευχόμαστε νοερῶς, ἀλλά κάποτε καί μέ τό στόμα, ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση, ὅτι τίποτε δεν μποροῦμε νά καταφέρουμε χωρίς Αὐτόν.
Ἡ προσευχή εἶναι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Γέροντα, τό καταφύγιο σέ ὅλες τίς θλιβερές καταστάσεις. Ὅ,τι μᾶς στενοχωρεῖ, συμβούλευε, πρέπει νά τό κάνουμε προσευχή. Ἐπίσης, νά πηγαίνουμε στόν πνευματικό, νά τό ἐξομολογούμαστε καί ἔτσι αὐτό θά τελειώνει. Παρέπεμπε στόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος λέγει: “Τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος” .
2) ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ, ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ, ΤΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ.
Γιά τήν ἰατρική
Στό θέμα τοῦ ἄν πρέπει νά καταφεύγουμε στήν ἰατρική βοήθεια ἤ ὄχι, ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἕνα ξεκάθαρο «ναί».
Ποτέ δέν ἀρνήθηκε τήν ἰατρική βοήθεια τῶν πολλῶν γιατρῶν-πνευματικῶν του παιδιῶν, ὅπως τοῦ καρδιολόγου του, Γ. Παπαζάχου. Αὐτός μιά μέρα τόν ἐρώτησε: “Γιατί πολλοί πνευματικοί ἄνθρωποι, κυρίως μοναχοί, ἀρνοῦνται τήν ἰατρική βοήθεια, πιστεύοντας ὅτι θά τούς βοηθήση κατ’ εὐθείαν ἡ Παναγία;” Ἡ ἀπάντηση πού πῆρε ἦταν ἡ ἑξῆς: “Εἶναι ἐγωϊσμός -πονηρή ἐνέργεια- νά νομίζης ὅτι ὁ Θεός θά κάνη, κατ’ ἐξαίρεση ἀπό τούς πολλούς, θαυματουργική ἐπέμβαση γιά σένα. Ὁ Θεός κάνει θαύματα καί τώρα, ἀλλά ἐσύ δέν πρέπει νά τό προσδοκᾶς γιά σένα. Εἶναι ἐγωϊστική ἐξαίρεση. Ἄλλωστε καί μέσω τῶν γιατρῶν ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐνεργεῖ. «Ἰατρούς καί φάρμακα Κύριος ἔδωκεν” , λέει ἡ Ἁγία Γραφή.
Μόνο τήν Κλασσική Ἰατρική
Δεχόταν δέ ὁ Γέροντας μόνο τήν κλασσική ἰατρική , πολλά κεφάλαια τῆς ὁποίας γνώριζε ἄριστα . Δέν δεχόταν τήν ὁμοιοπαθητική καί τίς ἄλλες ἐναλλακτικές θεραπευτικές μεθόδους, ἀφοῦ ὅλες συνδέονται μέ τίς δαιμονικές ἀνατολικές θρησκεῖες ἤ εἶναι ἀπάτες (τσαρλατανισμός). Ὁ ἴδιος, ὁ π. Πορφύριος πολλές φορές κατέφυγε στούς κλασσικούς γιατρούς – καί μόνο σ’ αὐτούς- γιά προσωπικά του προβλήματα ὑγείας.
Ὅταν ἡ κλασσική ἰατρική δέν μπορούσε νά βοηθήσει, σέ ὀξέα ἤ σέ χρόνια περιστατικά, τότε ἐπενέβαινε ὁ Γέροντας μέ τό θαυματουργικό του χάρισμα. Πάντα ὅμως, θεράπευε τούς ἄλλους καί ὄχι τόν ἑαυτό του… Διότι, ὅπως ἔλεγε, ντρεπόταν νά ἐνοχλήσει τόν Θεό, αἰτώντας κάτι γιά τόν ἑαυτό του. Ἡ Θεία Χάρη, πού τήν εἶχε ἄφθονη, ἐξεπέμπετο ἀπ’ αὐτόν, θεραπεύοντας τά ποικίλα ψυχικά καί σωματικά νοσήματα, ὅλων ἐκείνων, πού προσέτρεχαν στήν ταπεινότητά του.
Διάκριση στό θέμα τῆς ἐργασίας
Ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο ἐκτιμοῦσε τήν ἐργασία καί τήν συνιστοῦσε σάν τρόπο γιά τήν ἀρχική θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν προβλημάτων (π.χ. κατάθλιψης), ἀλλά γνώριζε καί τήν ἀξιολόγική της ἱεράρχηση. «Ἡ Μαρία», παρατηροῦσε, «δέν ἦταν τεμπέλα, ἡ Μαρία ἦταν καί Μάρθα, ἦταν ἐργατική ὅπως ἡ Μάρθα, ἀλλά εἶχε καί κάτι σπουδαῖο παραπάνω ἀπ’ αὐτήν: Ἤξερε νά βάζει σέ μιά σωστή σειρά τίς ἐργασίες της, τίς πνευματικές πάνω ἀπό τίς ὑλικές. Ἤξερε, ὅτι εἶναι μεγάλο λάθος, ὅταν μᾶς μιλᾶ ὁ Χριστός, ἐμεῖς νά ἀσχολούμαστε μέ ὑλικές φροντίδες. Ὑπῆρχε ὁ κατάλληλος καιρός καί γι’ αὐτές τίς ἐργασίες. Πρώτη ὅμως ἐργασία γιά ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν ἡ ἀκρόαση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, πού θά ἔδινε ἀξία καί στά ἔργα τῆς ὑλικῆς διακονίας, πού θά ἀκολουθοῦσαν» .
Διάκριση στό θέμα τῶν λεγόμενων ψυχολογικῶν προβλημάτων (συμπλέγματα κατωτερότητας καί μελαγχολία)
Πολύ μεγάλη ἦταν ἡ διάκριση τοῦ Γέροντα στά λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα: Ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιά τή διαφορά τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπό τό πλέγμα τῆς κατωτερότητας… «Ὁ ταπεινός, ἔλεγε, δέν εἶναι μιά προσωπικότητα διαλυμένη. Ἔχει συνείδηση τῆς κατάστασής του, ἀλλά δέν ἔχει χάσει τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς του. Ξέρει τήν ἁμαρτωλότητά του, τή μικρότητά του καί δέχεται τίς παρατηρήσεις τοῦ πνευματικοῦ του, τῶν ἀδελφῶν του. Λυπᾶται ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Θάβεται, ἀλλά δέν ἐξουθενώνεται καί δέν ὀργίζεται.
Ὁ κυριευμένος ἀπό τό πλέγμα κατωτερότητας ἐξωτερικά καί στήν ἀρχή μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Ἄν ὅμως λίγο τόν θίξεις ἤ τόν συμβουλεύσεις, τότε τό ἀρρωστημένο ἐγώ ἐξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αὐτήν τή λίγη εἰρήνη πού ἔχει.
Τό ἴδιο, ἔλεγε, συμβαίνει καί μέ τόν παθολογικά μελαγχολικό σέ σχέση μέ τόν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό. ‘’Ὁ μελαγχολικός περιστρέφεται κι ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του καί μόνο. Ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ’ τόν ἑαυτό του. Αὐτό το μεγάλο ἔχει ἡ πίστη μας, τόν ἐξομολόγο· τόν πνευματικό. Ἔτσι καί τό ‘πες στό Γέροντα κι ἔλαβες συγχώρεση μή γυρνᾶς πίσω’’. Αὐτό τό τόνιζε πολύ» .
Πίσω ἀπό τίς ψυχικές νόσους κρύβονται δαιμόνια
Ὁ π. Πορφύριος εἶχε πολύ σαφή θέση καί ξεκάθαρη γνώση γύρω ἀπό τό θέμα τῶν λεγόμενων ψυχολογικῶν καί ψυχικῶν νοσων. Δίδασκε ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά κρύβονται πονηρά πνεύματα.
«Ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ» παρατηροῦσε, «πάνω σ’ αὐτά πού ἔχω ἰδεῖ στή ζωή μου, ἀπό ἀνθρώπους, πού κατείχοντο ἀπό τέτοια συναισθήματα, δηλαδή σατανικά συναισθήματα. Δηλαδή ὁ διάβολος, ὁ κακός ἑαυτός μας κατορθώνει καί παίρνει ἀπό τήν μπαταρία τῆς ψυχῆς μας, πού ἔχει τή δύναμη γιά νά κάνομε τό καλό…αὐτός κατορθώνει καί μᾶς τήν κάνει θλίψη, κατάθλιψη καί ξέρω πῶς τά λένε οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι. Ἐμεῖς δέν τά λέμε ἔτσι, τά λέμε σατανική ἐνέργεια. Λέμε ἀκηδία, λέμε λογισμοί, καί λέμε ὁ διάβολος τῆς ἀκηδίας, ὁ διάβολος τῆς πορνείας, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, γιά κάθε σατανική ἐνέργεια πού μᾶς δημιουργοῦν» .
Σέ πνευματικό του παιδί ἔλεγε: «εἶσαι εὐαίσθητος πολὺ καὶ ἀπὸ τὴν στενοχώρια σου σοῦ πονάει τὸ στομάχι σου καί ἡ κοιλιά σου ἐκεῖ χαμηλά.Ἔτσι δὲν εἶναι;
-Ναὶ μὰ εἶναι κακὸ Παππούλη, τὸν ρωτάει ὁ ἀδελφός, νὰ εἶναι κανεὶς εὐαίσθητος;
-»Ναί, τοῦ ἀπαντάει ὁ Γέροντας εἶναι κακὸ νὰ εἶναι κανεὶς πολὺ εὐαίσθητος σὰν ἐσένα, γιατί μὲ τὴ στενοχώρια δημιουργεῖς διαφορὲς σωματικὲς ἀρρώστιες. »Δὲν ξέρεις ἀκόμα ὅτι καὶ ὅλες οἱ ψυχικὲς ἀρρώστιες εἶναι δαιμόνια;»
-Ὄχι τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
-»Ἐ! μαθὲ τὸ τώρα ἀπὸ μενα» κατέληξε ὁ Γέροντας» .
Δημιουργεῖται μεγάλη παραπλάνηση ἀπό τήν ψυχολογική-ψυχιατρική ὁρολογία καί οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τήν θεραπεία ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει. Ἄν δέν καταπολεμηθεῖ ὁ πονηρός καί οἱ ἐνέργειές του ὁ ἄνθρωπος δέν θεραπεύεται ποτέ.
Ὁ διάβολος καταφέρνει νά ἀχρηστεύει τόν ἄνθρωπο ρίχνοντάς τον στήν ἀπογοήτευση, τήν ἀκηδία, τόν ψυχικό θάνατο.
Ἡ ψυχολογία-ψυχιατρική βασισμένη στήν ἰδέα ὅτι δέν ὑπάρχει διάβολος, προσπαθεῖ νά βρεῖ ἄλλα αἴτια γι’ αὐτές τίς καταστάσεις. Δίνει διαφορετικά ὀνόματα ἀπό αὐτά πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀληθινοί ἰατροί τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας: Ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ἡ αὐτονόμηση τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί τό χάσιμο τῆς Ὀρθοδοξίας ὁδήγησε στήν «κατασκευή» μιᾶς «ἐπιστήμης-φάντασμα»: τῆς ψυχολογίας, καί πολλῶν «ψυχοθεραπειῶν». Ὅλα αὐτά ὅμως στήν πραγματικότητα δέν εἶναι παρά φιλοσοφικές προσεγγίσεις καί θεωρίες γύρω ἀπό τά αἴτια καί τόν τρόπο θεραπείας τῶν ψυχικῶν νοσημάτων.
Ἡ ἀληθινή αἰτία (οἱ δαιμονικές ἐνέργειες) μένει ἀπολέμητη καί ὁ ἄνθρωπος ἀθεράπευτος. Μόνο κάποια νευρολογικῆς φύσεως προβλήματα διορθώνονται μέ τήν ψυχιατρική, πού δέν εἶναι παρά ἰατρική τοῦ Νευρικοῦ συστήματος καί ὄχι τῆς ψυχῆς .
Ἡ ἀληθινή θεραπεία τῆς ψυχῆς καί ἡ ἀπαλλαγή της ἀπό τά ποικίλα «ψυχολογικά» γίνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν Θεία Χάρη καί τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος Τήν προσπορίζει ἄφθονη στόν ἄνθρωπο.
3) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΘΥΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΑΠΛΟΤΗΤΑ, ΤΗΝ ΑΠΑΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΕΙΛΙΑ
Ὅτι δέν πρέπει νά ξαναθυμόμαστε μέ λεπτομέρεια τίς ἁμαρτίες μας
Ἡ Θεία Χάρη ἡ ὁποία ἔρχεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ , ἐξομολογηθεῖ καί κάνει ὑπακοή στόν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ, θεραπεύει τά ψυχικά νοσήματα.
Ὁ Γέροντας συμβούλευε ὅτι δέν πρέπει νά ξαναθυμόμαστε τίς ἁμαρτίες, πού ἐξομολογηθήκαμε διότι αὐτό κάνει κακό. Ὅταν κάποιος πού ἐξομολογήθηκε νομίζει ὅτι δέν συγχωρήθηκε, δείχνει ὀλιγοπιστία στό Ἱερό Μυστήριο.
Ὁ ἄνθρωπος, πού λυπᾶται ὑπερβολικά γιά τά παλαιά λάθη του, φθάνοντας μέχρι ἀπελπισίας, «παίζει τό παιγνίδι» τοῦ πονηροῦ. Ἐγκλωβίζεται, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ταπείνωσης, στό αἴσθημα τῆς ἀπογοήτευσης καί τῆς λύπης, πού ὁδηγεῖ στήν ἀπροθυμία γιά τά πνευματικά, στήν ἀκηδία, στήν ἀπελπισία. Εἶναι μιά καλοστημένη παγίδα τοῦ πονηροῦ, πού ἔρχεται «ἀπό δεξιά», ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔχει πληγωθεῖ. Τό πλήγωμα ὀφείλεται στόν ἐγωισμό καί στήν ὑψηλή ἰδέα (οἴηση), πού ἔχει κάποιος γιά τόν ἑαυτό του. Δέν πρέπει νά χάνεται πολύτιμος χρόνος. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγωνίζεται συνεχῶς, προχωρώντας ἀνοδικά καί ὄχι γυρίζοντας πίσω. Ἔτσι μόνο θά μπορέσει νά φθάσει, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν κάθαρση καί θεραπεία τῆς ψυχῆς του.
Ἁπλότητα καί ἁπαλότητα στόν πνευματικό ἀγῶνα
Στήν πάλη ἐνάντια στούς τρεῖς μεγάλους ἐχθρούς (παλαιός ἄνθρωπος, κόσμος, διάβολος) χρειάζεται, παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, ἕνας λεπτός τρόπος. Ὁ πνευματικός ἀγώνας πρέπει νά γίνεται ἁπλά καί ἁπαλά, χωρίς βία, χωρίς ἄγχος, χωρίς σφίξιμο καί ἀγριότητα. Ἁπλᾶ καί ἀπαλά πλησιάζουμε στόν «πρᾶο καί ταπεινό» Κύριο . Μέ ἁπλότητα καί ἁπαλότητα πολεμᾶμε τά πάθη μας, τόν ἀρχέκακο καθώς καί τό κοσμικό φρόνημα.
Τό σπουδαιότερο ὅπλο εἶναι ἡ περιφρόνηση, ἡ μή ἐνασχόληση μαζί τους.
Ὅλη μας δύναμη, θά πρέπει νά κατευθυνθεῖ πρός τόν «ἀνθόκηπο» (πρός τά σπέρματα τῶν ἀρετῶν, τοῦ καλοῦ, τοῦ καινούργιου ἀνθρώπου) πού ἔχουμε μέσα μας. Τότε ὁ «ἀγκαθόκηπος» μας (ὁ παλαιός ἄνθρωπος, τά πάθη, ἡ κακία) θά μαραθεῖ…
θά πρέπει νά μελετᾶμε τά λόγια τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά ἀποστηθίζουμε ψαλμούς καί ἁγιογραφικά-πατερικά χωρία, νά προσευχόμαστε μέ θέρμη καί κατάνυξη, νά ἐντρυφοῦμε στούς βίους τῶν ἁγίων καί νά γινόμαστε μιμητές τους.
Πρέπει νά μήν μᾶς ἀπασχολοῦν οἱ ἀδυναμίες καί τά πάθη μας· ἁπλῶς νά ἔχουμε τήν διάθεση νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτά. Κάποια στιγμή πού θά εἴμαστε ἕτοιμοι (θά ἔχουμε γίνει ἀρκετά ταπεινοί), τότε θά τά πάρει ὁ Θεός. Ὅλη ἡ προσπάθειά μας θά πρέπει νά κατευθυνθεῖ στό νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό.
Ὅτι δέν πρέπει νά δειλιάζουμε, ἀλλά νά εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς
Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι, δέν πρέπει ὁ χριστιανός νά δειλιάζει. Ἡ δειλία ἔχει σάν αἰτία τήν κενοδοξία, τήν φιλαυτία, τήν φιλοζωΐα. Ὁ Χριστιανός δέν ζεῖ σ’ αὐτήν τήν Ἀντίθετα πρέπει νά λέγει μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» .
Θά πρέπει νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, τίποτε δεν μπορεῖ νά κάνει τόν Χριστό μας, νά πάψει νά μᾶς ἀγαπάει. Γι’ αὐτό ἄς προχωροῦμε μέ θάρρος, λέγοντας μαζί μέ τόν μεγάλο Ἀπόστολο: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία, ἤ διωγμός, ἤ λιμός, ἤ γυμνότης, ἤ κίνδυνος, ἤ μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» .
Νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά ζήσουμε νικηφόρα καί θά βροῦμε τήν Θεία Χάρη, ἀρκεῖ νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μας. Σ’ αὐτό τό σημεῖο ὁ Γέροντας θυμόταν τό Γραφικό: «Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέ ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν» .
4) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΙΚΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ, ΓΙΑ ΤΟ ΓΑΜΟ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ.
Γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά ἐπιθυμοῦμε τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων
Ὁ Γέροντας ἀνάμεσα στ΄ ἄλλα τόνιζε ὅτι δέν πρέπει νά ἐπιθυμοῦμε τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων. Τό πρόβλημα δέν εἶναι νά ἑλκύσουμε τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων. Δέν θά μᾶς κάνει αὐτή εὐτυχισμένους. Ἔχουμε τόση ἀγάπη ἀπό τόν Χριστό μας πού δέν μᾶς χρειάζεται καμμιά ἄλλη ἀγάπη. Ἐκεῖνο πού ἀληθινά μᾶς χρειάζεται εἶναι νἀ ἀγαπήσουμε ἐμεῖς τόν Χριστό μας καί μάλιστα πάνω ἀπ’ ὅλα. Εἶναι ἐγωισμός νά θέλουμε νά μᾶς ἀγαπᾶνε οἱ ἄλλοι.
Ὁ Χριστός Μας ἄλλωστε δέν μᾶς εἶπε: «κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε γιά νά ἐξασφαλίσετε τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων». Ἀντίθετα εἶπε ἐμεῖς νά ἀγαπήσουμε τούς ἄλλους («Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» ) καί τότε θά λυθοῦν ὅλα τά προβλήματά μας.
«Σήμερα οἱ ἄνθρωποι», παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, «ζητοῦν νά τούς ἀγαπήσουν καί γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν. Τό σωστό εἶναι νά μήν ἐνδιαφέρεσαι ἄν σέ ἀγαποῦν, ἀλλά ἄν ἐσύ ἀγαπᾶς τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους. Μόνο ἔτσι γεμίζει ἡ ψυχή». «Τό πᾶν», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «εἶναι νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό καί ὅλα τά προβλήματα τακτοποιοῦνται» .
Γιά τό ὅτι δέν πρέπει νά ἀντιδικοῦμε
Γιά τόν τρόπο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καί τῆς ἱεραποστολῆς συμβούλευε: «Δέν πρέπει νά κάνεις τόν χριστιανικό σου ἀγῶνα μέ κηρύγματα καί ἀντιδικίες, ἀλλά μέ πραγματική μυστική ἀγάπη». «Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά μάχεται» μᾶς διδάσκει καί τό «στόμα τοῦ Χριστοῦ» ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Ὅταν ἀντιδικοῦμε», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος «οἱ ἄλλοι ἀντιδροῦν. Ὅταν τούς ἀγαπᾶμε, συγκινοῦνται καί τούς κερδίζουμε. Ὅταν ἀγαπᾶμε, νομίζουμε ὅτι προσφέρουμε στούς ἄλλους, ἐνῶ στήν πραγματικότητα προσφέρουμε πρῶτα στόν ἑαυτό μας. Ἡ ἀγάπη χρειάζεται θυσίες. Νά θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, πού στήν πραγματικότητα εἶναι τοῦ Θεοῦ» .
Ἡ κενοδοξία εἶναι τό προστάδιο τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς χειρότερης ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες. Ὁ π. Πορφύριος ἐπιστοῦσε τήν προσοχή τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν στό θέμα αὐτό. Τούς δίδασκε νά ἀποφεύγουν τήν κενοδοξία ἡ ὁποία «μπαίνει παντοῦ». Γράφει ὁ Γ. Παπαζάχος, ὁ καρδιολόγος του : «Ὁ Γέροντας, σάν γιατρός μου, δέν “ἔβλεπε” μόνο τίς σωματικές μου ἀσθένειες. Προσπάθειά του νά βρῶ τήν ταπείνωση. Ἕνα ἀπόγευμα μοῦ τηλεφώνησε στό ἰατρεῖο, ἀκριβῶς μετά τήν ὑπερβολική ἐκδήλωση ἀγάπης ἑνός ζεύγους ἀσθενῶν μου, πού περιποιήθηκα. Μεταφέρω τά λόγια του: “Γιωργάκη, εἶμαι ὁ Γέροντας. Ἐμεῖς οἱ δυό θά πᾶμε μαζί στήν κόλαση. Θά ἀκούσουμε: Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ… Τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου ἀπήλαυσες, ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;” Τόν διέκοψα: “Τί ἀπολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αὐτή τή ζωή; Τό σαράβαλο αὐτοκίνητο, τό ἄδειο βιβλιάριο ἤ τόν ἀνύπαρκτο ὕπνο μας;” Ἀπάντησε ἀπότομα: “Τί εἶναι αὐτά πού λές; Δέ σοῦ λέει ὁ κόσμος: Τί καλός γιατρός πού εἶσαι; Μᾶς ἀγαπᾶς, μᾶς φροντίζεις, δέν μᾶς γδέρνεις. Καί σύ τά ἀποδέχεσαι, τά χάφτεις. Ἔ! Τόν ἔχασες τό μισθό σου. Τό ἴδιο παθαίνω καί ἐγώ. Μοῦ λένε πώς ἔχω “χαρίσματα”, πώς μπορῶ νά τούς ἀκουμήσω καί νά κάνω θαύματα, πώς εἶμαι ἅγιος. Καί τά χάφτω, ὁ ἀνόητος καί ἀδύναμος. Ἔ! Γι’ αὐτό σοῦ εἶπα ὅτι μαζί θά πᾶμε στήν κόλαση!“. “Ἄν εἶναι νά πᾶμε μαζί”, τοῦ ἀπάντησα, “πᾶμε καί στήν κόλαση!”. Kι’ ἐκεῖνος ἔκλεισε τό τηλέφωνο, λέγοντας: “Ἐγώ σοῦ μιλάω σοβαρά καί σύ πάντα ἀστειεύεσαι. Καλή μετάνοια καί στούς δυό μας”.
Ἄλλη μέρα ἤμουν βαρύθυμος, σκεπτόμενος ὅτι ἔφυγαν τά περισσότερα χρόνια μου ἄκαρπα, μέσα ἀπό ἄχρηστες καθημερινές λεπτομέρειες. Τηλεφώνησε ὁ Γέροντας καί μέ ἀναπτέρωσε μέ δυό τρεῖς φράσεις του: “Ἄκουσες ποτέ, γιατρέ, τό ‘οὐ μή γεύσονται θανάτου’;. Μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά ἀποφύγουμε τήν πεθαμενίλα. Ἀρκεῖ νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Καί σύ ‘ἐξ’ ὅλης τῆς καρδίας σου’, κύριε καρδιολόγε” (γελάει…)».
Για τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν
Νά πῶς συμβούλευε τούς γονεῖς γιά τήν διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν: «Δέν πρέπει νά πολεμᾶτε τά παιδιά σας, ἀλλά τό σατανᾶ πού πολεμᾶ τά παιδιά σας. Νά τούς λέτε λίγα λόγια καί νά κάνετε πολλή προσευχή. Ἡ προσευχή κάνει θαύματα. Δέν πρέπει ἡ μητέρα νά ἀρκεῖται στό αἰσθητό χάδι στό παιδί της, ἀλλά νά ἀσκεῖται στό πνευματικό χάδι τῆς προσευχῆς. Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ σας περνάει μέσα ἀπό τόν ἐξαγιασμό τό δικό σας. Ὁ ἁγιασμός δέν εἶναι ἀκατόρθωτο πράγμα, εἶναι μάλιστα εὔκολος, φθάνει ἐσεῖς νά ἀποκτήσετε ταπείνωση καί ἀγάπη. Ἂν θέλεις μπορεῖς νά ἁγιάσεις καί μέσα στήν Ὁμόνοια» .
Ἄν τίποτε σχεδόν δέν διορθώνεται στήν κοινωνία ἀπό γενιά σέ γενιά, εἶναι διότι οἱ γονεῖς δίνουν λανθασμένη ἀγωγή στά παιδιά.
Τούς τρέφουν τήν κενοδοξία ἀπό τήν πρώτη στιγμή, μέ τά καλοπιάσματα καί τούς ἐπαίνους. Ἔτσι, τό παιδί γίνεται ἕνας ἐγωιστικό καί ἀπροσάρμοστο ἄτομο .
Νά πῶς δίδασκε καί συμβούλευε σχετικά ὁ Γέροντας: ««Ἔρχονται ἐδῶ ἑκατοντάδες γονεῖς καί μέ κλάματα στά μάτια μέ παρακαλοῦν νά βοηθήσω τά παιδιά τους, γιατί ἄλλα ἔμπλεξαν μέ ναρκωτικά, ἄλλα μέ κακές παρέες, ἄλλα τούς βρίζουν, τούς ζητοῦν χρήματα, γιά νά τά χρησιμοποιήσουν στίς χαρτοπαιχτικές λέσχες καί στά ἄλλα τυχερά παιχνίδια, καί ὅταν δέν ἔχουν νά τούς δώσουν, τούς ἀπειλοῦν καί ἀκόμη καί τούς χτυποῦν! Ἔτσι φτάνουν οἱ γονεῖς νά καταριῶνται καί αὐτά καί τήν ὥρα καί τήν στιγμή πού τά ἔφεραν στήν ζωή! Ἔχω δεῖ γονεῖς, νά κλαῖνε μέ μαῦρο δάκρυ, γιά τό κατάντημά των παιδιῶν τους καί νά λένε, χίλιες φορές νά μήν τά εἴχαμε! Γιατί, τότε θά εἴχαμε ἕνα καημό καί μιά στεναχώρια, πού δέν θά εἴχαμε παιδιά, ἐνῶ, τώρα μοῦ λένε ἔχουμε χίλιους καημούς καί ἄλλες στεναχώριες γιά τά προβλήματα τά φοβερά, πού μᾶς δημιουργοῦν καθημερινά καί ντρεπόμεθα νά κυκλοφοροῦμε στόν κόσμο. Γι’ αὐτό ζητᾶνε νά τούς βοηθήσω μέ τίς προσευχές μου, γιά νά σώσουν τα παιδιά τους. Ὅμως, ὅταν τούς ρωτῶ ἐσεῖς τί κάνατε, ἤ τί κάνετε τώρα, γιά νά βοηθήσετε αὐτά τά δυστυχισμένα πλάσματα, μοῦ ἀπαντοῦν, σχεδόν, στερεότυπα, ὅτι δέν μποροῦσαν νά κάνουν τίποτα, γιατί ξέφυγαν ἀπό τόν ἔλεγχό τους, γιατί ἦταν ἔφηβοι! Ἔ! Ἑπόμενο ἦταν. Ἀφοῦ ἀφήσατε ὅλα τά παιδικά χρόνια ἀνεκμετάλλευτα καί περιμένατε νά ἔλθει ἡ ἥβη, γιά νά ἀσχοληθεῖτε μέ τά παιδιά σας, ἀσφαλῶς αὐτά τα ἀποτελέσματα, θά εἴχατε καί θά πρέπει νά περιμένετε καί χειρότερα. Τό παιδί εἶναι σάν τό ζυμάρι. Ὅσο πιό μαλακό εἶναι τό ζυμάρι, τόσο πιό εὔκολα πλάθεται, διαμορφώνεται, διαπαιδαγωγεῖται καί τελειοῦται. Τώρα, πού θυμηθήκατε ἐσεῖς, ὅτι ἔχετε παιδιά, ἤ μᾶλλον σᾶς τά θύμισαν αὐτά μέ τίς ἀταξίες τους, τίς ἀπαιτήσεις, τίς παρανομίες τους καί γενικά μέ τήν ἀνήθικη συμπεριφορά τους, τώρα εἶναι ἀργά. Πέταξε τό πουλάκι. Καί ἄν πετάξει τό πουλί, πού τό εἴχαμε στό κλουβί δύσκολα πιάνεται, γιά νά μήν πῶ, πώς δέν ξαναπιάνεται! Ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ παιδιοῦ εἶναι τό Α καί τό Ω τῶν ὑποχρεώσεων, πού ἔχουν οἱ γονεῖς σ’ αὐτήν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού μέ τήν θεϊκή συνύπαρξη, φέρνουν στήν ζωή! Γονεῖς, πού ἀπέτυχαν νά διαπαιδαγωγήσουν τό παιδί τους σωστά, θεωροῦνται ἀποτυχημένοι σέ ὅλα! Σέ ὅλα, μέ ἀκοῦτε; Γιατί, ἄν ὑποθέσουμε, ὅτι ὑπάρχουν γονεῖς, πού ἀφιέρωσαν ὅλη τους τήν ζωή νά ἐπεκτείνουν τίς βιομηχανικές τούς ἐγκαταστάσεις καί νά πολλαπλασιάσουν τα χρήματά τους, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνουν μεγιστάνες τοῦ πλούτου, ἐνῶ παράλληλα δέν ἔκαναν τίποτε γιά τήν χρηστή διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τους, τότε, σᾶς λέω, ὅτι ὄχι μόνο δέν προσέφεραν τίποτε στά παιδιά τους, ἀλλά ἠγωνίστηκαν καί κόπιασαν γιά νά δημιουργήσουν τεμπέληδες, ἀκαμάτες καί ἐγκληματίες! Ναί! Σᾶς τό βεβαιώνω ἐγώ. Ἐγκληματίες ἔφτιαξαν! Καί ξέρετε γιατί; Γιατί τό χρῆμα, ὅταν βρεθεῖ σέ χέρια διεφθαρμένων ἀνθρώπων, κάνει κακό καί στούς ἴδιους, πού τό ἔχουν καί στούς ἄλλους, πού τό στεροῦνται. Γιατί, οἱ πρῶτοι ἐξαγοράζουν τούς τελευταίους ἀπό ἀνάγκη καί τούς χρησιμοποιοῦν σάν ἄβουλα ὄντα, ὅπου, ὅποτε καί γιά ὁποιονδήποτε λόγο θέλουν. Πάντως ποτέ γιά καλό! Δέν ἔχετε ἀκούσει πού λένε: «Τό χρῆμα διαφθείρει συνειδήσεις;». Πιό σωστή κουβέντα γιά τόν ρόλο πού παίζει το χρῆμα στή συνείδηση τοῦ ἀτόμου καί εἰδικότερα στήν ἐξαγορά τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀπό καταβολῆς κόσμου, ἐγώ τουλάχιστον, δέν ἔχω ἀκούσει. Ποῦ πᾶτε μακρυά; Ὁ Ἰούδας δέν πρόδωσε τόν Ἰησοῦν μας, γιά τό χρῆμα; Γιά τά τριάκοντα ἀργύρια; Αὐτό δέν σᾶς φτάνει; Δέν εἶναι ἀρκετό νά σᾶς πείσει γιά τήν καταστρεπτική δύναμη πού ἔχει το χρῆμα, ὅταν τό χειρίζονται ἄνθρωποι, πού δέν ἔχουν μέσα τους Θεό; Καί αὐτοί, πού δέν ἀσχολοῦνται μέ τή θεϊκή διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τους τί νομίζετε ὅτι φτιάχνουν; Ἰοῦδες φτιάχνουν! Καί ἀλλοίμονό τους! Γιατί συγκεντρώνουν θησαυρούς ἐδῶ στήν γῆ καί ἀδιαφοροῦν γιά τή Βασιλεία των Οὐρανῶν. Ἐξάλλου, αὐτά πού συγκεντρώνουν ἐδῶ, οὔτε καί οἱ ἴδιοι θά προλάβουν νά τά ἀπολαύσουν, ἀλλά οὔτε καί τά κακομαθημένα παιδιά τους θά μπορέσουν νά τά διατηρήσουν. Καί ξέρετε γιατί; γιατί οἱ μέν γονεῖς ἔχουν προσβληθεῖ ἀπό ἀνίατη ἀρρώστια, πού λέγεται φιλαργυρία. Καί μέ αὐτή θά πεθάνουν ἀγκαλιά! Ὅλα τα ἄλλα ἀγαθά, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο τούς ἀφήνουν ἀδιάφορους. Ἑπομένως θά πεθάνουν χωρίς νά μπορέσουν νά τά ἀπολαύσουν! Τά δέ παιδιά τους, ἀνίκανα, ὅπως τά κατάντησαν, δέν θά εἶναι σέ θέση νά τά διατηρήσουν! Γιατί, τό νά διατηρήσει κανείς τά ἀγαθά, εἶναι δυσκολότερο ἀπό τό νά τά ἀποκτήσει!» .
Δυστυχῶς ἀσχολοῦνται οἱ γονεῖς μέ τίς ἐπιχειρήσεις τους, τήν καριέρα τους καί ξεχνοῦν ὅτι ἔχουν παιδιά. Ξεχνοῦν ὅτι ἡ κύρια ἀποστολή τους εἶναι νά τά μεγαλώσουν διαπαιδαγωγόντας τα ὀρθόδοξα, χριστιανικά.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀπευθυνόμενος στούς γονεῖς, λέγει ὅτι, τότε φέρεις ἐπάξια τόν τίτλο τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας, ὅταν ζήσεις ἐσύ πνευματικά, ἀλλά συνάμα βοηθήσεις καί τό παιδί σου νά ένεργοποίήσει τήν Βαπτισματική Χάρη, νά μετανοήσει καί νά σωθεῖ.
Δέν εἶσαι γονιός μόνο ὅταν γεννᾶς, ἀλλά γίνεσαι πραγματικός πατέρας καί μητέρα, ὅταν ἀναγεννᾶς πνευματικά τό παιδί σου. Τότε «ἀποκαθιστᾶς» πραγματικά τό παιδί σου, ὄχι ὅταν τό ὁδηγήσεις στό γάμο ἁπλῶς, ἀλλά ὅταν τό βάλεις στόν δρόμο γιά τόν Παράδεισο: Τό μάθεις νά ἐξομολογεῖται τάκτικά, νά ἐκκλησιάζεται, νά κοινωνεῖ, νά ἀσκεῖται πνευματικά, νά ἐγκρατεύεται, νά προσεύχεται, νά μελετᾶ τίς Ἅγιες Γραφές κ.λ.π. Ἄν δέν καταφέρεις νά τό σώσεις, κινδυνεύεις καί σύ νά μήν σωθεῖς.
Πολλοί γονεῖς καταριοῦνται τά παιδιά τους, ἔλεγε ὁ Γέροντας καί εὔχονται νά μήν τά εἶχαν, ἐξ’ αἰτίας τῆς κακῆς διαγωγῆς τους. Αὐτή ὅμως ὀφείλεται στήν κακή διαπαιδαγώγηση ἤ καί στήν τελεία ἔλλειψη διαπαιδαγώσης ἀπό τούς ἀνάξιους αὐτούς γονεῖς .
Γιά τόν Γάμο καί τήν εὐτυχία σ’ αὐτόν
Γιά τό γάμο ἔλεγε: «Εὐτυχία μέσα στό γάμο ὑπάρχει, ἀλλά ἀπαιτεῖ μία προϋπόθεση: νά ἔχουν ἀποκτήσει οἱ σύζυγοι πνευματική περιουσία, ἀγαπώντας τό Χριστό καί τηρώντας τίς ἐντολές Του. Ἔτσι θά φτάσουν νά ἀγαπιοῦνται ἀληθινά μεταξύ τους καί νά εἶναι εὐτυχισμένοι» . Ἡ προετοιμασία γιά τόν Γάμο ἀρχίζει ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου καί συνεχίζεται ὅλα τά ὑπόλοιπα χρόνια. Ἡ ἀγωγή, πού θά πάρει ἀπό τούς γονεῖς του, καθώς καί ἡ προσωπική πνευματική προσπάθεια γιά κάθαρση-φωτισμό καί θέωση, θά παίξουν καθοριστικό ρόλο γιά τό ἄν τελικά ἡ συζυγική του ζωή θά εἶναι εὐτυχισμένη. Ὁ κοινός Πνευματικός τῶν δύο συζύγων βοηθεῖ πολύ σ’ αὐτό.
Ἡ κατ’ οἶκον Ἐκκλησία, πού εἶναι μία ἐπιτυχημένη οἰκογένεια πραγματώνεται ὅταν καθένας ἀπό τούς συζύγους ἀγωνίζεται ν’ ἀγαπήσει τόν Κύριο καί νά τηρεῖ τίς ἐντολές Του.
Γιά τίς ἀσθένειες καί τίς θλίψεις
Γιά τίς ἀρρώστεις καί τίς διάφορες θλίψεις ἔλεγε: «…Οἱ ἀσθένειες μᾶς βγάζουν σέ καλό, ὅταν τίς ὑπομένουμε ἀγόγγυστα, παρακαλώντας τόν Θεό νά μᾶς συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες καί δοξάζοντας τό ὄνομά Του… Ἡ μεγάλη λύπη καί ἡ στενοχώρια δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, εἶναι παγίδα τοῦ διαβόλου… Νά γεμίσεις τήν ψυχή σου μέ Χριστό, μέ Θεῖο Ἔρωτα, μέ χαρά. Ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ θά σέ γιατρέψει» .
Συμβούλευε πνευματικό του παιδί: «Ὅταν εἶσαι ἄρρωστος,…Νά παρακαλᾶς τόν Θεό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες σου….Ἀλλά πρόσεξε:…Νά μή λές, “Θεέ μου συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μου”, καί τό μυαλό σου νά εἶναι προσκολλημένο στή σωματική σου ἀσθένεια… Ἐσύ ὅταν προσεύχεσαι, νά ξεχνᾶς τή σωματική σου ἀρρώστεια, νά τήν ἀποδέχεσαι σάν κανόνα, σάν ἐπιτίμιο, γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Κι ὁ Θεός, ἐπειδή θά τόν παρακαλᾶς πονεμένος, θά σοῦ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες σου καί θά σέ κάνει καλά καί στό σῶμα…» .
Γιά τήν ἀποδοχή μέ χαρά τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ
Ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντα, θά πρέπει μέ χαρά νά ἀποδέχεται κάθε θλίψη, διότι αὐτή προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ὅλα γίνονται, εἴτε κατά εὐδοκία, εἴτε κατά παραχώρηση τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ ἄπειρα. Θά πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ὅλα, ὅσα μᾶς συμβαίνουν εἶναι γιά τό καλό μας, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά δώσει κάτι «κακό». Κάθε τί πρέπει νά τό δεχόμαστε μέ εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη, ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ. Ὁ Λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι σαφής: «Ὅν ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγεῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται» .
Συνάμα ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι «ἔχει μετρήσει καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας» , δηλαδή ἔχει στοργική πρόνοια καί γιά τά πιό ἐλάχιστα, πού ἀφοροῦν σ’ ἐμᾶς.
Ἀκόμη μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι «δέν θά μᾶς ἀφήσει νά πειραστοῦμε παραπάνω ἀπό ὅσο ἀντέχουμε. Ἐπίσης μᾶς ἔχει διαβεβαιώσει ὅτι μαζί μέ τόν πειρασμό θά μᾶς δίδει κάθε φορά καί τήν λύση καί τόν τρόπο καί τήν δύναμη γιά νά τόν ὑπομείνουμε» .
Ἄρα ὅλα εἶναι «καλά» καί «γιά τόν Χριστιανό δέν ὑπάρχει κάτι, πού νά μπορεῖ νά τόν στενοχωρήσει», ὅπως δίδασκε καί ὁ μακαριστός π. Παΐσιος. Ὁ Χριστιανός «θλίβεται» (ἐξωτερικά) ἀλλ’ «οὐ στενοχωρεῖται» (ἐσωτερικά)· δέν στενοχωριέται γιά τίποτε.
Ἄν γογγύζουμε καί λέμε «γιατί Θεέ μου;», εἶναι σάν νά λέμε: «Θεέ μου δέν μ’ ἀγαπᾶς, δέν εἶσαι ἀγάπη», πρᾶγμα πού εἶναι βλασφημία καί μεγάλη ἀχαριστία.
Ὁ π. Πορφύριος «γιὰ νὰ διορθώσει σ’ ἕναν ἀδελφὸ τὰ πολλὰ ἐλαττώματα του , ὅπως καὶ σὲ ὅλους μας, ἔπαιρνε παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴ ζωή του καὶ ἔλεγε:
-»Νὰ ξέρεις παιδί μου τίποτα δὲν ἔγινε εἰκῆ καὶ ὡς ἔτυχε.Ὅλα ἔχουν τὸ σκοπό τους. Καὶ τίποτα δὲν γίνεται χωρὶς νὰ ὑπάρχει αἰτία. Οὔτε μία πευκοβελόνα δὲν πέφτει ἀπὸ τὸ πεῦκο ἂν δὲν θέλει ὁ ΘΕΟΣ.
Γι’αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μὴν στεναχωριέσαι γιὰ ὅ,τι σοῦ γίνεται.
Ἔτσι ἁγιαζόμαστε. Νά! ἐσὺ στεναχωριέσαι μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ βασανίζεσαι πότε μὲ τὴν γυναίκα σου καὶ πότε μὲ τὰ παιδιά σου.
Αὐτὰ εἶναι ὅμως, ποὺ σὲ κάνουν καὶ ἀνεβαίνεις πνευματικὰ ψηλά.
Ἂν δὲν ἦσαν αὐτοὶ ἐσὺ δὲν θὰ προχωροῦσες καθόλου.
Σοῦ τοὺς ἔχει δώσει ὁ ΘΕΟΣ γιὰ σένα.
Μὰ θὰ μοῦ πεῖς εἶναι καλὸ νὰ ὑποφέρουμε ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους μας;
Ἐ! ἔτσι τὸ θέλει ὁ ΘΕΟΣ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
(Η ΕΞΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Ὁ Γέροντας διά μέσου τῶν διαφόρων στοιχείων τῆς ἐξαγιασμένης προσωπικότητάς του προβάλλει ὡς ἕνα αὐθεντικό πρότυπο ἁγίου ἀνθρώπου, θεραπευμένου ἐκκλησιαστικά καί ἀληθινά ὀρθόδοξου. Μελετώντας τίς διάφορες ἀρετές του πολύ ὠφελούμαστε καί γνωρίζουμε πολύτιμα ψυχοθεραπευτικά καί ἀποτελεματικότατα βότανα κατάλληλα γιά τήν θεραπεία τῆς δικῆς μας νοσούσης προσωπικότητας.
Α΄ΕΝΟΤΗΤΑ : Η ΥΠΑΚΟΗ ΤΟΥ
Συναίσθηση ἁμαρτωλότητας καί ὑπακοή
Ἡ βαθειά ταπείνωση καί ἡ συναίσθηση τῆς ἄκρας ἁμαρτωλότητας συνεῖχαν τόν π. Πορφύριο σ’ ὅλη του τή ζωή· κατ’ ἐξοχήν δέ αὐτά φανερώνονται στό «κύκνειο» ἆσμα του, τήν «ἐπιστολή του πρός τά πνευματικά του παιδιά». Ὅ,τι ἔκανε, τό ἔκανε δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων του Γερόντων, πού «ἀγάπησε πάρα πολύ». Ἡ πολλή του ἀγάπη τόν ὁδήγησε στήν «ἄκρα ὑπακοή», τουτέστιν στήν ἄκρα ταπείνωση, πού εἶναι μίμηση Χριστοῦ. Ἡ ἄκρα ταπείνωση τόν ἔκανε δεκτικό τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Αὐτό (δηλαδή ἠ ἄκρα ὑπακοή) μέ βοήθησε πάρα πολύ», γράφει, «αἰσθάνθηκα καί μεγάλη ἀγάπη καί πρός τόν Θεό καί πέρασα πάρα πολύ καλά» Ὁμιλεῖ πολύ ταπεινά, «κρύπτων ἑαυτόν». Τό χάρισμα τῆς διοράσεως τοῦ δωρήθηκε στά 17 του χρόνια.
«Ἀλλά κατά παραχώρηση Θεοῦ, γιά τίς ἁμαρτίες μου» -πάλιν καί ἀείποτε μνημονεύει τῶν ἁμαρτιῶν του- «ἀρρώστησα πολύ καί οἱ Γέροντές μου, μοῦ εἶπαν νά πάω στούς γονεῖς μου στό χωριό μου…» . Ὅ,τι ποιεῖ, τό «ποιεῖ μετά ἐρωτήσεως», εὐλογίας καί ἐντολῆς τοῦ «μετά Θεόν θεοῦ» του, τοῦ πνευματκοῦ του πατρός.
Ἡ χαρούμενη ὑπακοή, πηγή τῶν Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ἡ ἀναμφισβήτητη γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης βιοτῆς τοῦ ὁσίου γέροντος διαλάμπει στή «χαρούμενη νέκρωση θελήματος καί φρονήματος», πού ζεῖ κάθε στιγμή. Τό ἦθος του, ἀσκητικό καί ταπεινό, φανερώνει τή συσταύρωση μέ τόν Χριστό, τόν «γενόμενον ὑπήκοον μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυροῦ» .
Ἔλεγε χαρακτηριστικά, ὁ λαμπρός μιμητής τοῦ Πρώτου καί Μεγίστου Ὑποτακτικοῦ, ὅτι ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή τόν ἔσωσε.
«Οἰκονομοῦσε» ἀκόμη καί τούς Γεροντάδες του, παραιτούμενος ἀπό κάθε «δικαίωμα», θέλημα καί ὑψηλό φρόνημα.
Ἡ μεγάλη ἀγάπη, πού εἶχε πρός τούς Πνευματικούς του Πατέρες, θυμίζει τήν ἀντίστοιχη τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πρός τόν Γέροντά του, τόν ὅσιο Συμεων τόν Εὐλαβή. Ὁ Ὅσιος Συμεών ὁσάκις ἤθελε νά πάρει εὐλογία, ἠσπάζετο τά ἴχνη τῶν ποδῶν τοῦ Πνευματικοῦ του Πατρός.
«…Αὐτή ἡ εὐλογημένη ὑπακοή πολύ μέ ὠφέλησε», ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος, «μέ ἄλλαξε. Ἔγινα ξύπνιος, γρήγορος, πιό γερός στό σῶμα καί στήν ψυχή… Πάνω στήν ὑπακοή εἶχα σκύψει καί ἐγκύψει. Τά ὑπόλοιπα, πού ὁ Θεός ἔφερε στή ζωή μου, ἦλθαν μόνα τους. Καί τό χάρισμα τό προορατικό μοῦ δόθηκε ἀπ’ τόν Θεό ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς» .
Ὁ Γέροντας ἐδῶ ἐπιβεβαιώνει μέ τή ζωή του τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Σιναΐτη, πού γράφει στήν οὐρανοδρόμο Κλίμακα: «Ἐξ ὑπακοῆς ταπείνωσις· ἐκ ταπεινώσεως διάκρισις· ἐκ διακρίσεως διόρασις· ἐκ δέ ταύτης προόρασις» .
«Ἡ ὑπακοή», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, «δείχνει τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Κι ὁ Χριστός ἰδιαίτερα ἀγαπάει τούς ὑπάκουους. Γι’ αυτό λέει: “Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέν ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν” . Μές στήν Ἁγία Γραφή ὅλα εἶναι γραμμένα, ἀλλά κεκαλυμμένα» .
Ὑπακοή στήν Ἐκκλησία
Ἡ ὑπακοή τοῦ Γέροντα εἶναι καθολική, δηλαδή πρός ὅλους καί σέ ὅλα, ἐκτός ἁμαρτίας. Ἡ ὑπακοή του ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία· ὄχι μόνο στούς ἀναγεννήσαντας αὐτόν Πνευματικούς πατέρες τῶν Καυσοκαλυβίων. Εἶναι ἀπόλυτη πίστη καί ὑπακοή στήν Ἁγία Γραφή, στά ὀρθόδοξα δόγματα καί τούς Ἐπισκόπους.
Ἔλεγε χαρακτηριστά: «Ἄν τά χαλάσω μέ τόν ἐπίσκοπο, ἄν ὁ ἐπίσκοπος εἶναι θυμωμένος μαζί μου, ἡ προσευχή μου δέν ἀνεβαίνει στόν οὐρανό» .
Κάθε φατριαστική καί ἀποσχιστική τάση μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν ἔβλεπε σάν ἀκρωτηριασμό καί διαίρεση τοῦ ἑνιαίου σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀντιδροῦσε ἔντονα σ’ αὐτήν .
Δέν ἤθελε οὔτε νά σκέφτεται διαφορετικά, ἀπό ὅ,τι μᾶς διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας.
Κάποτε εἶχε μία συγκλονιστική ἐμπειρία μέ τά ἀηδονάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τοῦ φάνηκε ὅτι μπορεῖ νά ἦταν ἄγγελοι, πού δοξολογοῦσαν τόν Δημιουργό. Ὅμως γρήγορα αὐτοδιορθώνεται καί συγκρατεῖ τό λογισμό του, λέγοντας ὅτι δέν πρέπει νά σκεπτόμαστε διαφορετικά ἀπό ὅ,τι μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Θεός, διά μέσου τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὑπακοή μέ χαρά στό Θεῖο Θέλημα, ὅπως αὐτό φανερώνεται μέσα ἀπό τίς θλίψεις καί τίς ἐντολές τῶν Ἐπισκόπων-πνευματικῶν μας πατέρων
Ἀρρώστησε βαρειά καί ἀναγκάστηκε, πάλι ἁπό ὑπακοή, νά ἀφήσει τήν ἀγαπημένη του ἡσυχία, τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔζησε γιά ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του, στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στήν Εὔβοια.
Τότε συνέβη κάτι, πού φανέρωσε τήν βαθειά του ταπείνωση καί τήν ἄκρα του ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Ὁ τοπικός ἐπίσκοπος (ὁ Παντελεήμων Φωστίνης) ἦλθε στό μοναστήρι μαζί μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ὄρους Σινᾶ, τόν Πορφύριο Γ΄. Ὁ Γέροντας, μέ τό χάρισμα πού εἶχε, εἶπε στόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Σινᾶ κάτι προσωπικό του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐνθουσιάστηκε καί ἤθελε νά τόν χειροτονήσει, ἐνῶ ὁ π. Πορφύριος ἦταν τότε μόλις εἴκοσι ἐτῶν. Ὁ ταπεινός μικρός Πορφύριος ἠρνῆτο…Τελικά ὅμως ὑπήκουσε διότι, ὅπως ἔλεγε, δέν ἐπιτρέπεται νά μήν ὑπακούουμε στήν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἐπίσκοπος, ἔλεγε ὁ Γέροντας, -καταφάσκοντας στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ».
Ἡ ὑπακοή χαρίζει τήν ψυχοσωματική ὑγεία στόν ἄνθρωπο
Ἡ ὑπακοή εἶναι αὐτή, πού δίνει τήν ψυχική ὑγεία στόν ἄνθρωπο, διότι ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση ἑλκύει τή Θεία Χάρη, τήν «τά ἀσθενῆ θεραπεύουσαν καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσαν» . Ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ μαρτυρεῖ ὅτι «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» . Ἡ Θεία Χάρη εἶναι τό «παντοφάρμακο», πού θεραπεύει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο. Ἡ ὑπακοή εἶναι πανάκεια. Θεραπεύει ὅλα τά πνευματικά νοσήματα-πάθη τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ὑπακοή τοῦ π. Πορφυρίου εἶναι «ἔλλογος»καί ἡ ταπείνωσή του γνησία. Γι’ αὐτό καί ξεπερνάει ὅλες τίς παγίδες τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ, χωρίς νά βλάπτεται.
Τό Γεροντικό ἀναβιώνει καί ἐπιβεβαιώνεται πανηγυρικά στή ζωή του .
Β΄ΕΝΟΤΗΤΑ : Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ , Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ, Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, Η ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ
Βαθειά συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του
Ὁ Γέροντας ζοῦσε τό ἱερό μυστήριο τῆς μετανοίας κάθε στιγμή. Γράφει στήν πνευματική του διαθήκη: «Καί ἐνῶ ἀπό μικρό παιδί εἶχα κάνει πολλές ἁμαρτίες, ὅταν ξαναπῆγα στόν κόσμο, συνέχισα τίς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες μέχρι καί σήμερα ἔγιναν πάρα πολλές. Ὁ κόσμος ὅμως μέ πῆρε ἀπό καλό καί ὅλοι φωνάζουνε ὅτι εἶμαι ἅγιος. Ἐγώ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Ὅσα ἐνθυμόμουνα βεβαίως τά ἐξομολογήθηκα, ἀλλά γνωρίζω ὅτι γι’ αὐτά, πού ἐξομολογήθηκα μέ συγχώρησε ὁ Θεός· ἀλλ’ ὅμως τώρα ἔχω ἕνα συναίσθημα ὅτι καί τά πνευματικά μου ἁμαρτήματα εἶναι πάρα πολλά καί παρακαλῶ ὅσοι μέ ἔχετε γνωρίσει νά κάνετε προσευχή γιά μένα· διότι καί ἐγώ ὅταν ζοῦσα, πολύ ταπεινά ἔκανα προσευχή γιά σᾶς· ἀλλ’ ὅμως τώρα, πού θά πάω γιά τόν οὐρανό, ἔχω τό συναίσθημα ὅτι ὁ Θεός θά μοῦ πεῖ: τί θέλεις ἐσύ ἐδῶ; Ἐγώ ἕνα ἔχω νά Τοῦ πῶ· δέν εἶμαι ἄξιος Κύριε γιά ἐδῶ, ἀλλ’ ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Σου ἄς κάμει γιά μένα. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα δέν ξέρω τί θά γίνει. Ἐπιθυμῶ ὅμως νά ἐνεργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ… Παρακαλῶ ὅλους σας νά μέ συγχωρέσετε γιά ὅ,τι σᾶς στενοχώρησα» . Κείμενο ἔξοχο, ταπεινό, ἀποπνέον ἁγιότητα. Ἄν καί εἶναι τόσο ἅγιος, ἔχει τόσο βαθειά συναίσθηση τοῦ βάρους τῶν ἁμαρτιῶν του…
Συνεχής μετάνοια καί ἐξομολόγηση
Ἡ βιοτή τοῦ Γέροντα ἦταν μία διαρκής ἐξομολόγηση· διά τοῦτο μποροῦσε νά ὁμολογεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπό αὐτό τό μυστήριο τῆς μετανοίας – ἐξομολογήσεως. Στόν ὀρθόδοξο χριστιανό, ἔλεγε, δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Ὅ,τι κι’ ἄν κάνει, ὅσο χαμηλά καί ἄν πέσει δέν μπορεῖ νά φθάσει σέ ἀπόγνωση. Δέν μπορεῖ νά ἀπελπιστεῖ, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς ἀποκατάστασης τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό, διά τοῦ Πνευματικοῦ. Ἁμαρτάνει κανείς , ὡς ἀδύναμος ἄνθρωπος, ἀλλά ἐξομολογεῖται καί ἔρχεται πάλι ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ μέσα του. Αὐτά τά ἔλεγε, ἀλλά καί τά ζοῦσε ὁ Γέροντας.
Ὁ τέλειος τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπό τό κακό, εἶναι τό μυστήριο τῆς μετανοίας – ἐξομολογήσεως. Αὐτό τό Μυστήριο ἀποτελεῖ τήν τέλεια ἔκφραση τῆς θείας φιλανθρωπίας. Αὐτό διακήρυσσε συνεχῶς ὁ Γέροντας· αὐτό ζοῦσε καί μέ τή βοήθεια αὐτοῦ τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου γαλήνευε, εἰρήνευε, χαιρόταν, ζοῦσε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά ποικίλα ψυχικά τραύματα γίνεται διά τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως
Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἐκτός ἀπό τά ποικίλα προσωπικά του ἁμαρτήματα φέρει μέσα του καί τά βιώματα τῶν προγόνων του. Ἔχει μέσα του ὅλον τόν Ἀδάμ.
Ὁ Γέροντας μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί τά πολλά του χαρίσματα, μᾶς ἀποκάλυψε αὐτήν τήν σπουδαία λειτουργία τῆς γενικῆς ἐξομολόγησης: τήν, διά μέσου αὐτῆς, θεραπεία τῶν ψυχικῶν τραυμάτων καί τῶν ἀρνητικῶν βιωμάτων, πού ὑπάρχουν μέσα μας ἐξ αἰτίας τῶν προγόνων μας.
Ἐκτός ἀπό τήν εὐθύνη γιά τά δικά του παραπτώματα ὁ ἄνθρωπος, δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, ἔχει μέσα του καί τό βάρος τῶν βιωμάτων τῶν γονέων του καί μάλιστα τῆς μητέρας του. Εἰδικότερα μάλιστα κατ’ ἐξοχήν ἐπηρεάζεται ἀπό τά βιώματα, πού εἶχε ἡ μητέρα του ὅταν τόν κυοφοροῦσε. Αὐτά τά βιώματα ἀσκοῦν τεράστια ἐπιρροή ἐπάνω στή συμπεριφορά του, χωρίς ὁ ἄνθρωπος νά μπορεῖ νά τά ξεπεράσει μόνος του. Τό ξεπέρασμα γίνεται μόνο μέ τή Θεία Χάρη, ἡ ὁποία ἐπισκέπτεται τόν μετανοημένο καί ἐξομολογούμενο μέ εἰλικρίνεια, ἄνθρωπο.
Κατά τή διάρκεια τῆς γενικῆς ἐξομολογήσεως καί ἐνῶ ὁ ἱερέας προσεύχεται γιά τόν ἐξομολογούμενο, ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό βάρος τῶν ποικίλων βιωμάτων, εἴτε αὐτά προέρχονται ἀπό τούς προγόνους του, εἴτε ἀπό τόν ἴδιο. Γιά τόν Γέροντα αὐτή εἶναι ἡ «θεία ψυχανάλυση». Μάλιστα τόνιζε, ὅτι αὐτήν τήν ἱκανότητα, τῆς ἐκπομπῆς «θεραπευτικῶν ἀκτίνων» Θείας Χάρης, τήν ἔχουν ὅλοι οἱ Πνευματικοί Πατέρες· τούς τήν ἔχει δώσει ὁ Θεός.
Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, λίγο πρίν κοιμηθεῖ, ἔκανε μία γενική ἐξομολόγηση σέ ὑπέργηρο Πνευματικό.
Εἶναι πολύ ὠφέλιμο, δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ὁ ἄνθρωπος, νά κάνει μιά γενική ἐξομολόγηση. Νά ἀναφέρει ὄχι μόνον τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά ὅλα τά βιώματά του, καθώς καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον, ἀντιμετώπισε τά διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς του.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξομολογεῖται καί δέν μετανοεῖ, ἀρρωσταίνει ψυχικά
Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγηση μοιάζει μ’ ἕνα πολύ καλό «σέρβις», πού κάνει ὁ ἄνθρωπος στήν ψυχή του, διά τῆς Θείας Χάριτος. Οἱ ἔξοχες ἀνθρωπολογικές καί σωτηριολογικές ἀλήθειες, πού διατύπωνε ὁ Γέροντας σχετικά μέ τό φιλανθρωπότατο αὐτό Μυστήριο, εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρες στή σύγχρονη, γεμάτη ψυχικές νόσους ἐποχή, μας.
Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἔχουν-λόγω τῆς ἀπομάκρυνσής τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- περί πολλοῦ τή λεγόμενη «ψυχιατρική» καί τούς «λεγόμενους ψυχιάτρους» . Γι’ αὐτό καί καταφεύγουν σ’ αὐτούς ἀντί νά πᾶνε στό ἀληθινό καί μόνο Ψυχ-Ἰατρεῖο πού εἶναι ἡ Ἁγία Μας ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-τό Ταμεῖο τῆς Θείας Χάρης. Ὑποφέρουν πολύ ἀπό ποικίλα ψυχικά νοσήματα καί μάλιστα ἀπό κατάθλιψη, διότι δέν ἐξομολογοῦνται, δέν μετανοοῦν, δέν ἔχουν Θεο-πεποίθηση, ἀλλά πολλή αὐτο-πεποίθηση, δηλ. πολύ ἐγωισμό.
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ἀπερίφραστα ὅτι αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωισμός καί θεραπεία της ἡ ταπείνωση .
Ἡ πραγματική αἰτία τῶν ποικίλων «ψυχολογικῶν» προβλημάτων εἶναι οἱ διάφοροι δαίμονες. Οἱ ψυχολόγοι καί οἱ ψυχίατροι, ἐπειδή δέ θέλουν νά μιλήσουν γιά τό διάβολο, χρησιμοποιοῦν ἄλλες λέξεις: ψύχωση, νεύρωση, ἀνασφάλεια, στρές, ἄγχος, κατάθλιψη, μειωμένη αὐτοεκτίμηση, φοβία, ἔλλειψη αὐτοπεποίθησης κ.λ.π. .
Ἄν κανείς ἀρκεσθεῖ σ’ αὐτά καί δέν μετανοήσει-ταπεινωθεῖ-ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ δέν εἶναι δυνατόν νά θεραπευτεῖ πραγματικά ἀπό τά διάφορα ψυχολογικά του προβλήματα.
Ἡ χαρούμενη ὑπακοή καί ἡ γνήσια μετάνοια ὁδηγοῦν στήν ἀληθινή ταπείνωση, ἡ ὁποία καί θεραπεύει τόν ἄνθρωπο
Περιγράφοντας, ὁ π. Πορφύριος, τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια ἔλεγε ὅτι οἱ Γέροντές του, ποτέ δέν τοῦ εἶπαν «μπράβο», οὔτε ὁ ἴδιος τό ζήτησε ποτέ. Στόν ἔπαινο δέν εἶχε συνηθίσει. Οὔτε στό σπίτι του τόν ἐπαινοῦσαν. Αὐτή ἡ ταπείνωση, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, τόν ὠφέλησε πολύ.
Ἔζησε μέ τρόπο ἀφανή. Ἦταν βέβαιος ὅτι δέν ἔχει κανείς τίποτε νά πάρει ἀπό αὐτόν. Πίστευε ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει τίποτα. Ἀντίθετα ἔλεγε, ὁ Χριστός μόνον ἔχει τό πᾶν.
Ὁ Γέροντας φανέρωνε τά Χαρίσματά του γιά νά παρακινήσει σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί νά ὁδηγήσει τά πνευματικά του τέκνα στήν ὑπακοή
Ὁ π. Πορφύριος φανέρωνε τίς ἐξαιρετικές ἐνέργειες τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή του. Τό ἔκανε αὐτό, ὄχι γιά νά δοξασθεῖ ἀλλά γιά νά φανερώνει τήν ἄπειρη ἀγάπη, πού ἔχει ὁ τέλειος Θεός στό ἀτελῆ κτιστό ἄνθρωπο. Ἤθελε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά μᾶς βοηθήσει νά ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς τόν Χριστό πού συγκαταβαίνει, μᾶς πλησιάζει καί μᾶς εὐεργετεῖ τόσο πολύ.
Συγκαταβαίνει πράγματι, ἄπειρα ὁ Θεός, ἀγκαλιάζει ζεστά τόν κάθε ἄνθρωπο, τόν γεμίζει δῶρα καί χαρίσματα. Δυστυχῶς ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι πάντα δεκτικός τῆς Χάρης, δέν ἀποδέχεται, δέν ἀξιοποιεῖ τόν προσφορά.
Ὁ Γέροντας εἶναι ἀπό αὐτούς, πού ἀνταποκρίθηκαν πρόθυμα, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀνταποκρίθηκε μέ τήν ὑπακοή στούς Γέροντές του. Διά τοῦτο καί φανέρωσε τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ἐνεργήματα τῆς Θείας Χάρης, ἡ ὁποία τοῦ δόθηκε δωρεάν -ὅπως ἄλλωστε καί σέ ὅλους τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς-μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρῖσμα. Ἔχοντας ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του, ἔγινε εὐεργέτης ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, «λόγῳ καί ἔργῳ».
Ἡ μεγάλη του ταπείνωση
Ὁ Γέροντας εἶχε πραγματικά τήν ἀληθινή αὐτογνωσία πού εἶναι ἡ ταπείνωση. Πίστευε ὅτι εἶναι τό τίποτα, τό «οὐδέν».
«Ἐκεῖνος εἶναι πού πραγματικά γνωρίζει τόν ἑαυτό του» , λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «αὐτός πού νομίζει ὅτι εἶναι τό οὐδέν».
Συμβούλευε κάποτε, ἕνα πνευματικό του παιδί, μέ τά ἑξῆς λόγια: «Διάβασε τό Εὐαγγέλιο, μάθε Το καλά. Καί ὅπου ἔχεις ἀπορίες ἔλα νά σ’ τό πῶ ἐγώ, ὁ ἀγράμματος, ὁ ταπεινός. Δέ λέω ἐγώ ὅτι εἶμαι χριστιανός, δέ λέω ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξος. Ἐπιθυμῶ, θέλω, ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ, μά δέν ἔχω γίνει χριστιανός..ὀρθόδοξος. Ἔτσι εἶναι τό αἴσθημά μου καί εἶναι ἀληθινό» . Ὁ τόσο ἅγιος δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο νά ὀνομάζεται χριστιανός…
Διηγεῖται ὁ π. Ἰωαννίκιος Κοτσώνης: «Μιά ἀπό τίς φορές, πού τόν ἐπισκέφθηκα , μοῦ εἶπε: “Ἀπορῶ κι’ ἐξίσταμαι, γιατί ὅλος αὐτός ὁ κόσμος ἔρχεται σ’ ἐμένα. Ἐγώ δέν αἰσθάνομαι νά λέω τίποτε σπουδαῖο. Ὅ,τι μέ φωτίζει ὁ Θεος ἐκείνη τήν ὥρα, αὐτό τούς λέω”» .
Ἡ διαφορά τῆς ταπείνωσης ἀπό τήν ταπεινολογία (ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένος ἐγωισμός)
Ὁ σεσοφισμένος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος π. Πορφύριος, ἐγνώριζε τήν πλάνη τῆς ψευτοταπείνωσης· διά τοῦτο ἔλεγε ὅτι δέν πρέπει νά ταπεινολογοῦμε, ἀλλά νά ταπεινοφρονοῦμε.
Μπορεῖ, παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, κάποιος νά μιλάει γιά τίς ἁμαρτίες του καί νά εἶναι ὑπερήφανος· κι’ ἄλλος νά μιλάει γιά τίς ἀρετές του καί νά εἶναι ταπεινός. Νά εἴμαστε ταπεινοί, ἀλλά νά μήν ταπεινολογοῦμε. Ἡ ταπεινολογία εἶναι παγίδα τοῦ διαβόλου, πού φέρνει τήν ἀπελπισία καί τήν ἀδράνεια, ἐνῶ ἡ ἀληθινή ταπείνωση φέρνει τήν ἐλπίδα καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ .
Σ’ ἕνα πνευματικό του τέκνο εἶπε ὁ Γέροντας: «Σοῦ ἔχει δώσει πολλά χαρίσματα ὁ Θέος. Σέ προίκισε μέ δῶρα σπάνια. Τό νιώθεις; Νά Τόν εὐχαριστεῖς συνεχῶς καί νά ταπεινώνεσαι στήν Ἀγάπη Του. Παρακάλει τόν Θεό, νά σοῦ στείλει τήν ἁγία ταπείνωση. Ὄχι αὐτή πού λέει, εἶμαι τελευταῖος, εἶμαι τιποτένιος. Αὐτή εἶναι σατανική ταπείνωση. Ἡ ἁγία ταπείνωση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ» .
Ἡ ταπείνωση ὁδηγεῖ στήν διάκριση. Ἠ μεγάλη διάκριση τοῦ Γέροντα, καρπός τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης του.
Ἐξαιτίας τῆς μεγάλης του ταπείνωσης ὁ Θεός τοῦ χάρισε μιά λεπτότατη διάκριση. Πλεῖστα περιστατικά ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν διακριτικός καί σοφός. Δείγματα τῆς μεγάλης του διάκρισης εἶναι ὅλες οἱ χαριτωμένες του διδαχές καί μάλιστα αὐτές γιά τήν ταπείνωση, τήν ἐργασία, τήν ἰατρική καί τά ψυχολογικά προβλήματα, ὅπως τίς παρουσιάσαμε στό Β΄ Κεφάλαιο.
Ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιά τόν Θεό
Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα πρός τόν Χριστό ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ἤθελε νά ὑποφέρει γιά τόν Χριστό ἀπό Θεῖο Ἔρωτα. Νά τί μαρτυρεῖ ὁ προσωπικός του γιατρός, ἀείμνηστος καθηγητής Γεώργιος Παπαζάχος: «…Ἕνα βράδυ, μετά τήν καρδιολογική ἐξέταση καί τό τυπικό ἠλεκτροκαρδιογράφημα, μέ συνεκλόνισε…Μοῦ εἶπε “Θα σοῦ ἐξομολογηθῶ κάτι, ἀλλά νά μείνει μυστικό. Ἔχω καρκίνο στήν ὑπόφυση. Ἤδη αἰσθάνομαι τή γλώσσα μου μεγαλωμένη καί δέ γυρίζει καλά μέσα στή στοματική κοιλότητα”. Ὕστερα μοῦ ἀνέλυσε ἰατρικά καί σωστά τή λειτουργία τῶν ἐνδοκρινῶν ἀδένων καί κατέληξε: “Πρέπει νά ξέρεις ὅτι, ὅταν ἤμουν καλογεράκος -ἴσως 16 χρονῶν- στό Ἅγιον Ὄρος αἰσθανόμουνα τόσο εὐτυχισμένος, ἰδίως μετά τή Θεία Κοινωνία, ὥστε ἔβγαινα στό δάσος καί μέ δάκρυα φώναζα: Δόξα σοι, Κύριε! Ἦρθες ὁλόκληρος μέσα μου, σέ μένα τόν ἁμαρτωλό. Ἐσύ ὁ Χριστός μου, πού σταυρώθηκες καί πόνεσες γιά μένα καί σήκωσες τίς ἁμαρτίες μου. Κι’ ἐγώ τί κάνω γιά σένα; Ποιόν πόνο ὑποφέρω γιά σένα; Κύριε, στεῖλε μου ἕναν καρκίνο! Χριστέ μου, χάρισέ μου ἕναν καρκίνο, νά ὑποφέρω κι ἐγώ μαζί Σου! Αὐτή τήν προσευχή, τήν ἔκανα συνέχεια καί μετά τό ἐξομολογήθηκα στούς Γεροντάδες μου. Ἐκεῖνοι μοῦ σύστησαν νά μήν τήν ἐπαναλάβω, γιατί ἐκπειράζω τόν Θεό. Ξέρει Ἐκεῖνος τί θά κάνει. Δέν τήν ξανάκανα αὐτή τήν προσευχή. Ἀλλά τώρα, Γιωργάκη μου, μοῦ τόν ἔστειλε τόν καρκίνο! Καταλαβαίνεις τήν εὐεργεσία; Ἔστω καί ἀργά, θά ὑποφέρω λίγο μαζί Του”. Ἔμεινα ἐνεός. Πρώτη φορά στήν ἰατρική σταδιοδρομία μου ἄκουγα τή φράση: “Δόξα τῷ Θεῷ, ἔχω καρκίνο!”» .
Ὁ Γέροντας χαιρόταν πού πονοῦσε, διότι ἔνιωθε περισσότερο τούς πόνους, πού ὑπέφερε ὁ Χριστός Μας γιά τή σωτηρία μας. Ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστιανός θά πρέπει νά ἔχει ψυχή τρυφερή, λεπτή, ἀγαπητική· ψυχή πού νά συμπονάει καί νά εἶναι γεμάτη συμπάθεια.
Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός, παρατηροῦσε χαριτωμένα, πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής· νά πετάει μές στ’ ἄπειρο, μές στ’ ἄστρα, μές στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά εἶναι εὐαίσθητος, λεπτός, νά θέλει νά πονάει γι’ αὐτόν πού ἀγαπάει. Ἡ ἀγάπη πάντα θέλει νά κάνει κόπο γιά τόν ἀγαπημένο. Τέτοιος κόπος εἶναι ἡ κατά Χριστόν ἄσκηση.
Οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅτι εἶναι κόποι, πού γίνονται γιά τόν Ἀγαπημένο. Γι’ αὐτό πρέπει νά γίνονται χαρούμενα καί μέ ἀγάπη, χωρίς πίεση («ὄχι ἀγγάρεια»). Σέ ὅ,τι γίνεται ὡς ἀγγαρεία ἡ ψυχή ἀντιδρᾶ.
Μόνον ἡ ἀγάπη ἑλκύει τή Χάρη καί ὅ,τι γίνεται ἀπό ἀγάπη δέν κουράζει.
Ἡ στάση του ἀπέναντι στό Θεό:
α) «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη»,
β) «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί»,
γ) «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου»
Ὁ Γέροντας ἦταν πιστός (μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή Θεία Ἀγάπη καί Πρόνοια). Ἦταν πολύ διακριτικός, ὄχι μόνο ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπέναντι στόν Θεό. Ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα Του
Δέν ἤθελε νά ἐνοχλεῖ τόν Θεό, ζητώντας ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του ἤ ἐπιμένοντας σέ κάποιο ἄλλο προσωπικό αἴτημά του. Ἤθελε πάντα νά κάνει τό ἀπόλυτα εὐάρεστο θέλημά τοῦ Θεοῦ (τό «κατ’ εὐδοκίαν» θέλημά Του). Δεχόταν καθετί ἀπ’ Αὐτόν μέ δοξολογία, ἀκόμη καί τόν πόνο.
Τήν ἐποχή, πού εἶχε κάνει ἐγχείρηση στό μάτι, πονοῦσε πολύ. Εἶχε φθάσει στά πρόθυρα τοῦ θανάτου καί οἱ γιατροί τόν εἶχαν ξεγράψει. Οἱ μοναχές σκέφθηκαν νά τοῦ ζητήσουν εὐλογία, γιά νά γίνει τό Μυστήριο τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου. Ὁ Γέροντας συγκατένευσε.
Τό Ἱ. Εὐχέλαιο ἔγινε καί οἱ πόνοι ὑπεχώρησαν. Ἀλλά μετά ἀπο μερικές ἡμέρες ἐπανῆλθαν. Τοῦ πρότειναν, νά ξανακάνουν Εὐχέλαιο. Τότε ὁ πονεμένος Γέροντας ἀπάντησε, πώς δέν θά ἔπρεπε νά ἐνοχλοῦν τό Θεό. Ἀφοῦ, μετά τό πρῶτο Εὐχέλαιο, οἱ πόνοι ἔφυγαν, ἀλλά γύρισαν πάλι, σημαίνει ὅτι αὐτό ἦταν τό ἅγιο θέλημά Του : νά πονάει.
Ὁ ἅγιος Γέροντας συνελάμβανε τά θεῖα μηνύματα, μέσα ἀπό τά γεγονότα.
Δίδασκε νά προσευχόμαστε καί νά ζητοῦμε ἀπ’ τόν Θεό νά γίνει τό θέλημά Του στή ζωή μας.
Ἡ μεγάλη του ἀσκητικότητα-φιλοπονία-ἐργατικότητα ἦταν καρπός τῆς μεγάλης του ἀγάπης γιά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο
Ὁ Γέροντας εἶχε σ’ ὅλη του τή ζωή, τήν ἄκρα ὑπακοή, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἀγάπη του ἐκφραζόταν μέ μία ἄκρα ἐργατικότητα, πού ἔφθανε ὥς τήν αὐτοθυσία. Ἦταν ὑπερβαλλόντως ἐργατικός καί θυσιαστικός.
Περιγράφοντας τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια ἔλεγε ὅτι οὔτε τί εἶναι τεμπελιά ἐγνώριζε, οὔτε τό σῶμα του λυπόταν. Ὅσο περισσότερο διαμαρτυρόταν τό σῶμα του ἀπό τήν καταπόνηση, τόσο περισσότερο τό παίδευε μέ τίς ἐργασίες, ὅπως περιγράφεται στίς σελίδες τοῦ βιβλίου «Βίος καί Λόγοι». Πολλές φορές κουβαλοῦσε βάρος ἑβδομῆντα ὀκάδων (δηλ. πάνω ἀπό 80 κιλά) σέ μία ἀπόσταση ἀντίστοιχη μέ τήν ἀπόσταση: Πλατεία Ὁμόνοιας – κορυφή Λυκαβητοῦ.
Ἔλεγε χαρακτηριστά ὅτι δέ γίνεται κανείς χριστιανός μέ τήν τεμπελιά καί ὅτι χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά . Συμπλήρωνε ἐπίσης, πώς ἡ ἀγάπη χρειάζεται θυσίες. Νά θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, πού στήν πραγματικότητα εἶναι τοῦ Θεοῦ .
Ὅλα αὐτά μᾶς θυμίζουν τόν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς, ὁ ὁποῖος διδάσκει τά ἑξῆς: «Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, ἐξαιτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀγαπᾶ τόν Θεό» .
Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο στό νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό εἶναι ἡ φιλαυτία. Ἡ καταπολέμησή της γίνεται μέ τήν ἄσκηση, τήν φιλοπονία, τήν ἀγάπη γιά τήν κακοπάθεια καί τόν κόπο.
Ἡ διακριτική ποιμαντική του
Ὁ διακριτικός Γέροντας συμβούλευε ἄριστα σέ κάθε περίπτωση, ἀνάλογα μέ τόν χαρακτήρα τοῦ ἐξομολογουμένου. Ἦταν ποιμένας καί καθοδηγητής, πνευματικός πατέρας, γεμάτος ἀγάπη. Ὑπῆρξε ὁ πνευματικός, στόν ὁποῖον προσέτρεχαν πολλές πονεμένες ψυχές. Ἐξομολογοῦσε μέ τίς ὧρες ἤ καί ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα.
Ἄφηνε τόν ἐξομολογούμενο ἐλεύθερο, νά μιλήσει ἄνετα, καί νά πεῖ ὅ,τι τόν ἀπασχολοῦσε. Πρόσεχε τά πάντα, ὅλα, ὅσα τοῦ ἔλεγε ὁ ἐξομολογούμενος καί συγχρόνως «ἔβλεπε τήν ψυχή του διά τῆς προσευχῆς». Δέν τόνιζε ἰδιαίτερα τά σοβαρά παραπτώματα, ἀλλά ἐνεργοῦσε μέ πολλή διάκριση καί ἀνάλογα μέ τό πρόσωπο. Ἔκανε «ἐξατομικευμένη» ἀγωγή. Τόνιζε στόν ἐξομολογούμενο τό γεγονός ὅτι συγχωρέθηκε, καί ὅτι πρέπει νά προσεύχεται. Τοῦ ὅριζε τέλος, μετά ἀπό πόσες ἡμέρες νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, χωρίς νά τόν κατακεραυνώνει γιά τά σοβαρά του ἁμαρτήματα. Αὐτό φανερώνει τήν διάκριση καί τό «θεοδίδακτον» τοῦ Γέροντα.
Ὁ πνευματικός, σύμφωνα μέ τόν Μέγα Βασίλειο ἔχει τό δικαίωμα νά συντομεύει τόν χρόνο τῶν ἐπιτιμίων, ἄν βλέπει στόν μετανοοῦντα ἄνθρωπο ἔντονη καί βαθειά μετάνοια. Αὐτόν τόν κανόνα χρησιμοποιοῦσε ὁ διακριτικός Πνευματικός π. Πορφύριος.
Ὁ Γέροντας μιλάει ἀπό τήν ἐμπειρία του καί προσπαθεῖ νά ἐμπνεύσει τόν ἐνθουσιασμό του
Ὁ Γέροντας ἦταν ἐμπειρικός διδάσκαλος. Καλεῖ, κατά τό «γεύσασθε καί ἴδετε» σέ μιά ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ. «Νά μελετήσετε, νά τά σκεφτεῖτε», ἔλεγε σέ νεαρούς συνομιλητές του, «καί θά δεῖτε ὅτι ἀξίζει κανείς νά λατρέψει τόν μόνο ἀληθινό Θεό, τόν Κύριον Ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν» .
Ἦταν ἐπίσης ἐνθουσιαστικός. Κάποτε εἶχε κοντά του ἕνα πνευματικό του παιδί, τό ὁποῖο προσπαθοῦσε νά «βγάλει» ἀπό τήν κατάθλιψη. Διηγήθηκε τήν ἑξῆς συνομιλία, πού εἶχε μαζί του: «Καί τοῦ λέω, κοίταξε ἐδῶ, αὔριο στήν ἐργασία θά πᾶς, ἀλλά ξέρεις, λέω, πῶς θά δουλεύεις; Θά μέ θυμᾶσαι ἐμένανε καί θά λές: Ὁ γέροντας μοῦ εἶπε νά δουλεύω σάν τρελός. Θά παίρνεις τό φτυάρι προύπ, προύπ, νά πετᾶς τήν πέτρα ἔξω…
-Μοῦ λέει: τί, νά δουλεύω σάν τρελός;
-Σάν τρελός τοῦ λέω. Ἅμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐνθουσιασμό, τοῦ λέω, κάνει κάτι, πού οἱ ἄλλοι τόν βλέπουν καί γελᾶνε, ἐνῶ αὐτός ζεῖ μιά ζωή ἔτσι ἐνθουσιαστική» .
Ὁ δρόμος τῶν δούλων καί ὁ «εὔκολος δρόμος τῶν υἱῶν»
Ὁ Γέροντας ἀνήκει στούς υἱούς καί ὄχι στούς δούλους ἤ τούς μισθωτούς. Ἔλεγε, ἀναφερόμενος στούς τρόπους τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γιά τή σωτηρία, ὅτι ὑπάρχουν ἐκτός ἀπό τόν Θεῖο Ἔρωτα καί πολλοί ἄλλοι τρόποι, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, τῆς κόλασης καί τοῦ διαβόλου. Αὐτοί ὅμως οἱ τρόποι ἁρμόζουν στούς δούλους· ἁρμόζουν σ’ αὐτούς, πού πᾶνε ἀπό φόβο ἤ ἀπό ἰδιοτέλεια κοντά στό Θεό.
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι αὐτοι οἱ τρόποι κουράζουν, προξενοῦν ἀντίδραση καί μερικές φορές ὁδηγοῦν στό ἀντίθετο στρατόπεδο.
Ἐκεῖνος προτιμοῦσε τόν «εὔκολο δρόμο», τό Θεῖο Ἔρωτα. Αὐτό τόν τρόπο τόν βρίσκουμε στούς κανόνες τῶν ἁγίων, τῶν ὁσίων, τῶν ἀσκητῶν. Αὐτοί βρῆκαν τόν τρόπο νά ἀγαπήσουν τόν Θεό. Μποροῦμε, ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά «κλέψουμε τόν τρόπο αὐτό». Πρέπει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γέροντας ἔβαζε τά καλογέρια του (γιά νά βοηθηθοῦν στήν προσπάθειά τους νά ἀγαπήσουν τόν Θεό) νά συγκεντρώνουν μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες λέξεις, πού φανερώνουν τό Θεῖο Ἔρωτα τῶν ἁγίων.
ΕΝΟΤΗΤΑ Γ΄: ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ
Ἡ ἄκρα του ταπείνωση, πού προῆλθε ἀπό τήν τέλεια ὑπακοή του, τόν γέμισε μέ πλῆθος χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦταν πολυχαρισματοῦχος: διακριτικός, προορατικός, ἰαματικός, γλώσσας λαλῶν.
Τό χάρισμα τῆς διοράσεως
Εἰδικώτερα, τό χάρισμα τῆς διοράσεως τοῦ δόθηκε, ἕνα συγκλονιστικό γιά τόν Γέροντα πρωινό κατά τό ὁποῖο εἶχε μεταβεῖ στό Κυριακό τῶν Καυσοκαλυβίων. Δέν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη ἡ ὀρθρινή ἀκολουθία. Μπῆκε στόν νάρθηκα καί στάθηκε ἀθέατος σέ μία γωνιά. Ἦταν τότε, πού εἰσῆλθε στόν ἴδιο χῶρο ἕνας ἅγιος ρῶσος ἀσκητής, ὁ Γερο-Δημᾶς. Αὐτός, νομίζοντας ὅτι εἶναι μόνος του, ἄρχισε νά κάνει στρωτές μετάνοιες, λέγοντας τήν εὐχή. Σέ λίγο ἔπεσε σέ ἔκσταση, λουσμένος μέσα στό ἄκτιστο Φῶς. Τότε ἦταν, πού ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀκτινοβολήθηκε καί στόν μικρό ἀλλά δεκτικό π. Πορφύριο. Μετέδωσε ὁ Γερο-Δημᾶς στό νεαρό ἀσκητή τά χαρίσματά του. Κατόπιν, ὁ μικρός π. Πορφύριος, κοινώνησε καί ἔφυγε τρέχοντας στό δάσος. Ἔλεγε τήν Εὐχαριστία γιά τή Θεία Μετάληψη, πλημμυρισμένος ἀπό μιά θεϊκή τρέλλα καί χαρά. Δόξαζε καί εὐχαριστοῦσε τόν Θεό.
Σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ αὐτήκοου καθηγητοῦ Γ. Παπαζάχου, διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Λέγοντας “Δόοοξα Σοι ὁ Θεός” πῆγα νά κάνω ἕνα βῆμα καί βλέπω ὅτι δέν εἶχα βάρος. Τό βῆμα ἀντί νά πάει στό ἕνα μέτρο, πῆγε δέκα μέτρα πέρα· καί πήγαινα, λέει, ὅπως πᾶνε αὐτοί οἱ ἀστροναῦτες ἀπάνω στό φεγγάρι πού σάν νά εἶναι ἀπό βαμβάκι. Πατᾶς ἐδῶ καί βρίσκεσαι πέρα… Νόμιζα πώς δέν εἶμαι ἐγώ» . Ξαναζωντανεύουν σελίδες τῆς Φιλοκαλίας μπροστά στά μάτια τοῦ μελετητῆ τῆς χαρισματικῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Γέροντα .
Ὁ Γέροντας συνέχισε νά τρέχει συγκινημένος δοξάζοντας τόν Θεό μέ ὅλην τήν ψυχή καί τό σῶμα του. Ἄνοιγε τά χέρια του γιά νά ἐκφράσει τήν μεγάλη του εὐγνωμοσύνη. Κάποια στιγμή τά χέρια του ἔμειναν ἀκίνητα, σέ ἔκσταση· ὅλο τό σῶμα του ἔγινε ἕνας ζωντανός σταυρός…
Ὅταν γύρισε στό κελλί πνίγηκε στή συγκίνηση καί στά δάκρυα, πού κράτησαν ὥς τό βράδυ. Δέν μποροῦσε νά ψάλλει. Ἔλεγε συνέχεια τήν εὐχή χωρίς νά μπορεῖ νά κάνει τίποτε ἄλλο, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη γιά τή Θεία ἐπίσκεψη.
Κατά τό ἀπόγευμα, ἐνῶ κοιτοῦσε πρός τή θάλασσα, «εἶδε» πίσω ἀπό τό βουνό τούς γέροντές του, πού ἐρχόντουσαν φορτωμένοι μέ τά δισάκια τους. Τό βουνό σάν νά ἦταν ἀπό τζάμι. Ὁ Γέροντας γιά πρώτη φορά γεύθηκε τή Θεία δωρεά, πού λέγεται «διορατικό χάρισμα». Ὅταν τό φανέρωσε στόν γέροντα – πνευματικό του, ἐκεῖνος πολύ σοφά – διακριτικά τοῦ συνέστησε νά σιωπᾶ. Ἐπίσης τόν συμβούλευσε νά μή δίνει σημασία σ’ αὐτό, διότι ὁ διάβολος παρακολουθεῖ καί μποροῦσε βεβαίως νά τόν ρίξει – ὅπως καί τόν κάθε χαρισματοῦχο – στήν χειρότερη ἀπ΄ ὅλες τίς ἁμαρτίες, στήν ὑπερηφάνεια. Αὐτή μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί ἀπενεργοποιεῖ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι σαφέστατος ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι Χάριν» .
Τό χάρισμα τῆς τηλεδιαγνωστικῆς
Μαζί μέ τή διόραση ὁ Γέροντας εἶχε τήν προόραση και τό ἰαματικό χάρισμα. Νά τί σημειώνει ὁ προσωπικός του γιατρός Γ. Παπαζάχος: «Ὁ Γέροντας θεραπεύει. Εἰδικότητά του ἡ τηλε-διαγνωστική! Ἔβλεπε μέ καταπληκτική ἀκρίβεια ἀλλαγές στόν ἑαυτό του καί σέ ἄλλους· συχνά καί στούς γιατρούς του.
Ὁ ἴδιος μοῦ διηγήθηκε ὅτι διέγνωσε ὑπογοναδισμό σέ ἕνα νέο, μόνο κοιτάζοντάς τον· κάταγμα σπονδύλου σέ μιά μοναχή, πού βρισκόταν σέ ἄλλη πόλη. Εἶναι ἴσως χιλιάδες αὐτοί, πού δέχθηκαν τή διαγνωστική του ἐνέργεια καί ἐπιβεβαιώθηκε ἡ νόσος ἀργότερα καί ἐπιστημονικά.
Ἐδῶ θά ἀναφέρω μιά αὐτοδιάγνωσή του. Διεπίστωσε μεταβολές στό ἠλεκτροκαρδιογράφημά του, χωρίς καρδιογράφο. Ἕνα βράδυ μοῦ τηλεφώνησε ἀνήσυχος: “Ἔλα ἔστω καί ἀργά καί θά δεῖς ἀλλοιώσεις στό καρδιογράφημα. Πονάω σήμερα, πολλές φορές, καί ὁ πόνος εἶναι στηθαγχικός”. Διαπίστωσα πράγματι ἰσχαιμικές μεταβολές (στίς ἀπαγωγές v3-v6) καί τόν ρώτησα σέ ποιό στρές βρέθηκε σήμερα. Ἄρχισε νά κλαίει καί μέ διακοπές νά μοῦ περιγράφει λεπτομερῶς σκηνές ἀπό τίς ὁδομαχίες στή Ρουμανία. Ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἐξεγέρσεως τοῦ λαοῦ κατά τοῦ Τσαουσέσκου καί μέ τό “χάρισμά” του ἔβλεπε τούς πυροβολισμούς καί τούς θανάτους στίς πλατεῖες, ὅπως τίς δημοσίευσαν οἱ ἐφημερίδες τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Συνέχισε νά κλαίει καί τόν παρεκάλεσα νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό νά τοῦ ἀφαιρέσει γιά λίγο αὐτή τήν “ὅραση”…
Ἐγώ πήγαινα στό κελλί του σάν διαγνώστης γιατρός, ἀλλά πολλές φορές ἐκεῖνος ἔκανε διαγνώσεις γιά μένα. Θά ἀναφέρω δύο: Εἶχα χειρουργηθεῖ ἀπό τόν καθηγητή κ. Βασ. Γολεμάτη (δύο βουβωνοκῆλες ταυτόχρονα) καί ἐνῶ ἤμουν στή φάση τῆς ἀναρρώσεως, πήγαμε μέ τή γυναίκα μου στόν Ὠρωπό. Δέν ξέρω ἄν εἶχε μάθει ἀπό φίλους ὅτι ἤμουν χειρουργημένος, ἀλλά μόλις μπήκαμε, μέ κοίταξε ἐπίμονα γιά πολλή ὥρα στήν κοιλιά καί μοῦ εἶπε: “Βλέπω ὅτι δεξιά ἔγινε καλή ἐγχείρηση, ἀλλά ἀριστερά ἀριστοτεχνική”.
Ἡ γυναίκα μου μοῦ ἔκανε νόημα: “Tί λέει ὁ Γέροντας;” Δέν εἴχα πεῖ οὔτε σέ ἐκείνη οὔτε σέ ἄλλον ὅτι ὁ χειρουργός εἶχε ἐφαρμόσει τήν μέθοδο Soudaice ἀριστερά, ἐπειδή ἦταν μεγάλη. Ὁ Γέροντας τό “εἶδε”.
Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1990 ἤμουν στό κρεββάτι μέ τήν πολλοστή γαστρορραγία μου. Σέ κάποια στιγμή ἔντονου προβληματισμοῦ μου ἄν πρέπει νά χειρουργηθῶ ἤ ὄχι, χτύπησε τό τηλέφωνο. Μεταφέρω αὐτούσια τά λόγια τοῦ Γέροντα: “Αὐτές τίς μέρες σέ ἐπισκέπτομαι συχνά καί μέ τό ‘χάρισμα’, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἐνεργῶ θεραπευτικά. Ποτέ δέν εἶχα μπεῖ στό σπίτι σου τόσες πολλές φορές σέ λίγες μέρες… Κάτι μοῦ λέει νά μήν τό χειρουργήσεις τώρα, ἀλλά νά ἀλλάξεις τρόπο ζωῆς, νά χαλαρώσεις. Ἄφησε τό χειρουργεῖο νά τό σκεφθοῦμε ἀργότερα. Τί κάνω ἐγώ τώρα, τό γιατρό στό γιατρό; (γελάει). Νά ξεκουράζεσαι περισσότερο, γιατί σέ ἀγαπάει ὁ κόσμος. Μοῦ ἔφαγες τή δόξα (γελάει)”…
Τό χάρισμά του τόν ἔκανε περισσότερο εὐαίσθητο ἀπέναντι στόν ἀνθρώπινο πόνο. Ἕνα σούρουπο διέκοψαν τήν καρδιολογική ἐξέταση οἱ μοναχές, γιατί ἔξω εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοί ἄνθρωποι καί περίμεναν νά πάρουν τήν εὐχή του πρίν νυχτώσει. Βγῆκα ἔξω ἀπό τό κελλί καί οἱ ἐπισκέπτες φίλησαν ἁπλῶς τό χέρι του. Ἦταν κουρασμένος καί δέ μίλησε σέ κανέναν. Ἡ τελευταία κυρία βγῆκε κλαίγοντας. Ὅταν ξαναμπῆκα, βρῆκα τό Γέροντα νά κλαίει. “Aὐτά παθαίνω πάντα, μοῦ εἶπε. Εἶδα τώρα αὐτή τή μετέρα νά τή δέρνει αὔριο ὁ ναρκομανής γυιό της, γιά νά τοῦ δώσει χρήματα. Καί ἡ καημένη ἀσφαλῶς θά σκανδαλίστηκε πού ἔχει τέτοιο πρόβλημα καί ἔφυγε χωρίς βοήθεια… Τί μπορεῖς ἐσύ νά κάνεις φτωχέ Πορφύριε… Κύριε Ἰησοῦ…”.
Ἦταν τόσο ἁπλός καί γλυκός ἄνθρωπος, ὥστε νά μή κωλύεσαι νά τοῦ ἀπευθύνεις ὁποιαδήποτε ἀνόητη ἐρώτηση. Ἔτσι μιά μέρα τόν προκάλεσα ἀδιάκριτα: “Πῶς ξέρεις, Γέροντα, ὅτι αὐτό τό προορατικό σου χάρισμα εἶναι ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἀπό τό διάβολο; ”Γέλασε καλοκάγαθα καί μοῦ εἶπε: “Τό δοκίμασα, Εἶναι ἐκ Θεοῦ, γιατί δέν λανθάνει. Νά σοῦ δώσω παράδειγμα· ἡ νεωκόρος στήν Πολυκλινική πόναγε στόν δεξιό ἄνω γομφίο καί κράταγε τό δεξιό μάγουλό της. Τῆς εἶπα ὅτι εἶναι χαλασμένος ὁ ἀριστερός γομφίος. Ἐκείνη ἐπέμενε, ἀλλά ὅταν γύρισε ἀπό τό ὀδοντίατρο, μοῦ εἶπε ἐνθουσιασμένη ὅτι εἶχα δίκαιο. Στήν ἀκτινογραφία ἡ βλάβη ἦταν ἀριστερά, ἀλλά αἰσθανόταν τόν πόνο δεξιά, ἐπειδή ἦταν στό ἴδιο νευροτόμιο. Ἄν λοιπόν, ἦταν ἀπό τόν πονηρό, αὐτή ἡ προόραση θά βασιζόταν στό αἴσθημα τοῦ ἀσθενοῦς καί θά βγαινε λανθασμένη. Τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνέργεια δέν σφάλλει” .
Θεόπτης. Ἡ δύναμη τῆς κοινῆς προσευχῆς.
Ἀλλά ὁ Γέροντας ἐκτός ἀπό χαρισματοῦχος ἦταν πράγματι καί θεόπτης. Στόν Ἅγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια, τίς πιό πολλές ὧρες τίς διέθετε γιά ἐξομολόγηση καί βέβαια γιά προσευχή. Ὁ ἴδιος διηγεῖται πώς ἕνα βράδυ προσευχότανε μαζί μέ τήν ἀδελφή του στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καθώς λέγανε τήν προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» τούς πλημμύρισε Θεῖο Φῶς. Το Φῶς αὐτό, πού ἔλουζε τήν Ἐκκλησία, τό εἶχε δεῖ καί ἡ μητέρα τους, πού τούς παρακολουθοῦσε ἄγρυπνη.
Ὁ π. Πορφύριος συνεργοῦσε μέ τίς προσευχές του ὥστε καί τά πνευματικά του παιδιά, νά ἔχουν παρόμοιες ἐμπειρίες, ὅταν συνομιλοῦσαν μέ τόν «Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων» .
Πίστευε πολύ στή δύναμη τῆς κοινῆς προσευχῆς. Πίστευε ἀπόλυτα στό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» .
Σχετικά διηγεῖται πνευματικό του παιδί : «Ὁ Παππούλης προσηύχετο πολύ. Καί ἤθελε καί τά δικά του πνευματικά παιδιά νά κάνουν το ἴδιο. Ἰδιαίτερα σέ ἐμένα ἤθελε, μέ κάθε τρόπο, νά μέ πείσει νά τό κάνω. Γι’ αὐτό συνεχῶς μοῦ μιλοῦσε γιά τή δύναμη τῆς προσευχῆς.
Προσευχή, παιδί μου, Ἀνάργυρε, ἔλεγε, σημαίνει συνομιλία μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, πού εἶναι ὁ Πλάστης, εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος! Εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσή Του. Εἶναι Ἐκεῖνος, πού ἔφτιαξε αὐτά πού βλέπουμε, ἀλλά καί ἐκεῖνα πού δέν βλέπουμε μέ τά ἀνθρώπινα μάτια μας. Τέλος εἶναι Ἐκεῖνος πού δέν ἀρνιέται ποτέ νά συνομιλήσει μαζί μας, ἀρκεῖ νά τοῦ τό ζητήσουμε ἐμεῖς, ὅποτε θέλουμε καί ὅσες φορές θέλουμε. Δέν πρόκειται νά μᾶς πεῖ ποτέ ὄχι. Ἀντίθετα, εἶναι πάντα πρόθυμος νά μᾶς ἀκούσει μέ προσοχή καί μέ ἀγάπη ὅπως κάνει κάθε καλός Πατέρας, ὅταν τοῦ τό ζητᾶ τό παιδί του. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί νά μᾶς δώσει ὅ,τι τοῦ ζητήσουμε, ἀρκεῖ νά εἶναι αὐτό, πού τοῦ ζητᾶμε πρός τό συμφέρον της ψυχῆς μας. Ἀλήθεια ἀναλογίστηκες ποτέ παιδί μου νά συνομιλήσεις ἔστω καί μιά φορά μέ κάποιον ἀπό τούς σημερινούς ἄρχοντές της Πατρίδας μας καί νά ἔγινε ἡ ἐπιθυμία σου; ἄν ὄχι σοῦ συνιστῶ νά τό τολμήσεις. Θά διαπιστώσεις ὅτι ἡ ἐπιθυμία σου θά παραμείνει ἁπλῶς ἐπιθυμία! Οὐδέποτε θά δεχτοῦν νά μιλήσουν μαζί σου. Τό πολύ-πολύ νά σέ παραπέμψουν σέ κανένα παρακατιανό, γιά νά σέ ξεφορτωθοῦν… Ἀντίθετα ὁ Κύριος μας, πού εἶναι ὁ Βασιλεύς των Βασιλέων, δέν πρόκειται ποτέ νά σέ παραπέμψει σέ κανέναν καί δέν πρόκειται ποτέ νά ἀρνηθεῖ νά συνομιλήσει μαζί σου, διά τῆς προσευχῆς καί πρόσθεσε: τά καταλαβαίνεις αὐτά πού σοῦ τά λέω;
– Ἀσφαλῶς ναί, Παππούλη μου, τοῦ ἀπάντησα.
–Καί, ὅμως ἐμένα κάτι μου λεει, πώς δέν θέλεις νά τά καταλάβεις. Γιατί, ἐάν τά καταλάβαινες, θά ἔκανες πιό πολύ προσευχή.
– Μά, προσεύχεστε ἐσεῖς γιά μένα, προσέθεσα.
–Και ὅταν τρώγω ἐγώ, χορταίνεις ἐσύ; μέ ρώτησε. Ὁπότε μέ ἀφόπλισε τελείως!
– Ἄκουσε Ἀνάργυρε, μοῦ λέει. Θά σοῦ κάνω μιά πρόταση, ἀλλά θέλω ἐξ ἀρχῆς νά μοῦ ὑποσχεθεῖς, ὅτι θά τήν δεχτεῖς, καί θά τήν τηρήσεις.
–Σᾶς τό ὑπόσχομαι, Παππούλη. Εἶμαι ἕτοιμος νά κάνω ὅ,τι μοῦ πεῖτε.
–Ε! τότε σοῦ προτείνω νά προσευχόμεθα τήν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς, καί οἱ δυό μαζί. Καί ὁ ἕνας θά προσεύχεται γιά τόν ἄλλο. Συμφωνήσαμε καί ὑποσχεθήκαμε.
Καθορίσαμε, μάλιστα καί τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἦταν ἡ 10 μ.μ.
Ὁ Παππούλης, ὅπως μοῦ ἐξήγησε, πίστευε πάρα πολύ σ’ αὐτό τό εἶδος τῆς προσευχῆς. Τά ἀποτελέσματα, μοῦ ἔλεγε, τῆς κοινῆς προσευχῆς, εἶναι καταπληκτικά. Θά τό διαπιστώσεις καί μόνος σου. Θέλω ὅμως, ἀκριβῶς στίς 10 μμ. νά εἶσαι πιστός στό ραντεβού μας. Νά μήν παραλείψεις, οὔτε μία φορά νά τηρήσεις τήν ὑπόσχεσή σου. Καί ἐγώ θά κάνω τό ἴδιο. Προχωρώντας μέ τόν Παππούλη, φτάσαμε στήν ἀφετηρία τῶν λεωφορείων τοῦ Πολυγώνου. Αὐτήν τήν φορά δέν μέ ἄφησε νά τόν ἀκολουθήσω μέχρι τό σπίτι του, ὅπως συνήθως ἔκανα.
Ὄχι, μοῦ λέει, δέν θά ἔρθεις μαζί μου. Θά πᾶς σπίτι σου. Πρό ὀλίγου ὑποσχεθήκαμε κάτι. Πρέπει νά ἀρχίσεις ἀμέσως. Ἀπό ἀπόψε. Τό γοργόν καί χάριν ἔχει. Ὑπάκουσα. Ὁ Παππούλης ἐπιβιβάστηκε στό λεωφορεῖο καί ἐγώ περίμενα τήν ἀναχώρησή του. Μόλις ξεκίνησε τό λεωφορεῖο, θυμᾶμαι καλά, μοῦ χτύπησε τό τζάμι καί μοῦ εἶπε: Στίς 10 ἀκριβῶς!
Νομίζω πώς αὐτή τήν στιγμή βλέπω τήν μορφή του καί ἀκούω τήν φωνή του! Τό πρόσωπό του ἔλαμπε καί ὁμοίαζε μέ ἀγγελικό! Ἦταν βέβαια, καί κατά 30 χρόνια νεώτερος. Στήν πιό δημιουργική ἡλικία. Περίμενα στήν ἀφετηρία μέχρι τήν στιγμή, πού τό λεωφορεῖο χάθηκε μέσα στό χάος τῆς ἀπέραντης Ἀθήνας κουβαλώντας μαζί του καί ἕναν ἄγνωστο, μέχρι τότε, Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καί ἀμέσως μετά ἔφυγα τροχάδην γιά τό σπίτι μου, προκειμένου νά εἶμαι ἀπόλυτα συνεπής στό ραντεβού της προσευχῆς.
Πράγματι! Στίς 10 μ.μ. κλείστηκα στό δωμάτιό μου καί ἄρχισα νά προσεύχομαι. Ὅμως, ἀπό τό πρῶτο κιόλας λεπτό, ἄρχισαν νά διαπερνοῦν το σῶμα μου ἔντονα ρεύματα, πού ἄρχιζαν ἀπό τά κάτω ἄκρα καί ἔφθαναν μέχρι τήν κεφαλή μου καί τανάπαλιν(!), ἐνῶ ἕνα ἰσχυρό ἄπλετο φῶς πλημμύρισε ὅλο το δωμάτιό μου καί μοῦ ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι βρισκόμουν μέσα σέ φλόγες, οἱ ὁποῖες, ὅμως δέν μέ ἔκαιγαν! Στήν ἀρχή τρόμαξα πολύ καί λίγο ἔλειψε νά καταληφθῶ ἀπό πανικό! Ἀμέσως ὅμως συνειδητοποίησα ὅτι ὅλα αὐτά τά φαινόμενα ἀπέρρεαν ἀπό τήν δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ Παππούλη καί ὄχι μόνο ἡρέμησα, ἀλλά καταλήφθηκα ἀπό μιά πρωτοφανή ἀγαλλίαση, πού μοῦ ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι δέν πατοῦσα καθόλου στήν γῆ! Ὅλα αὐτά συνεχίστηκαν μέχρι τό τέλος τῆς προσευχῆς.
Τήν ἄλλη μέρα ἡ πρώτη μου δουλειά ἦταν νά ἐπικοινωνήσω μέ τόν Παππούλη. Ἤμουν ἀποφασισμένος νά μήν τοῦ πῶ τίποτα. Ἤθελα πρῶτα νά μιλήσει ὁ παππούλης. Καί ἔτσι ἔγινε.
Μόλις ζήτησα τήν εὐχή του, ὁ παππούλης μέ ἰδιαίτερη ἱκανοποίηση καί μέ τρανταχτά γέλια, μοῦ εἶπε: Τρόμαξες ἔ! Καί λίγο ἔλειψε νά τό βάλεις στά πόδια… Ὅμως ἐγώ σέ ἔβλεπα μέσα σέ ἔντονο φῶς, πού πλημμύριζε ὅλο τό δωμάτιό σου καί ἐσύ περιχαρής ἀνέβαινες –ἀνέβαινες σάν νά ἤθελες νά φτάσεις στό Θρόνο τοῦ Κυρίου! Βλέπεις τί δύναμη ἔχει αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ προσευχή; Συνέχισε καί θά μέ θυμηθεῖς.
Πράγματι! Τόν θυμᾶμαι. Καί θά τόν θυμᾶμαι ὄχι μόνον σ’ αὐτή, ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή. Γιατί τά φαινόμενα αὐτά προϊόντος τοῦ χρόνου, ἔγιναν τόσο ἔντονα ὥστε νά μήν μπορῶ νά τά περιγράψω!» .
Τό περιστατικό καταδεικνύει τήν ἁγιότητα τοῦ γέροντα, τήν πλούσια Χάρη, πού εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό καί τήν ἱκανότητά του νά Τήν διαχειρίζεται. Μποροῦσε νά στέλνει πακέττα-δῶρα Θείας Χάρης ἐκεῖ πού ἤθελε. Τώρα βέβαια ἀκόμη περισσότερο πρεσβεύει καί χαριτώνει ὅσους τόν παρακαλοῦν.
Τά γνωρίσματα-χαρίσματα τοῦ ἀληθινά θεραπευμένου ἀνθρώπου
Ὁ Γέροντας ζοῦσε μέσα στ’ ἄστρα, μές στό ἄπειρο, στόν οὐρανό. Ζοῦσε ὑπέρ φύσιν, ἦταν «καινή κτίσις».
Τό χάρισμα τῆς διοράσεως, ποτέ δέν τό εἶχε ἐπιθυμήσει. Οὔτε ζήτησε ποτέ, ἀπ’ τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει κάτι. Ὅταν ὅμως ἀναγνώρισε ὅτι τοῦ εἶχε δοθεῖ, ἡ ζωή του ἄλλαξε καί ἦταν ὅλος χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πολλαπλασίασε ὅλα τά χαρίσματα. «Ἔβλεπε» πολλά πράγματα, ἀλλά δέν μιλοῦσε, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος .
Ὁ Γέροντας ἔβλεπε τούς λόγους τῶν ὄντων. Μετά τη λήψη τοῦ χαρίσματος ἀπέκτησε τήν ἱκανότητα νά συνομιλεῖ μέ τά βράχια, μέ τήν ἄλογη κτίση. Μποροῦσε νά ὀσφρανθεῖ ἀπό μακρυά τό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν καί νά ἀναγνωρίσει τά πουλιά (τό εἶδος τους), πού ψάλλουν καί δοξολογοῦν τόν Πλάστη. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε τά πάντα.
Εἶχε ἐπίσης τό χάρισμα νά βρίσκει ὑπόγεια νερά, ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος. Προσευχότανε καί ἔβρισκε νερό πολύ βαθιά. Κάποτε τό δοκίμαζε γιά νά διακριβώσει τή γεύση του. Ἐντόπιζε ἀκριβῶς τήν τοποθεσία ὅπου ὑπῆρχε νερό ἄφθονο καί ὡραῖο γιά τούς ἀνθρώπους πού τό ζητοῦσαν.
ΕΝΟΤΗΤΑ Δ΄ : Η ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ
Ἡ μεγάλη του εὐλάβεια
Ἡ ἀγάπη του στον Θεό ἐκφραζόταν μέ τήν σεμνοπρεπή στάση του στή Θεία Λατρεία. Διακρίθηκε ὡς εὐλαβέστατος λειτουργός- ἱερεύς.
Γράφει πνευματικό του παιδί: «Προσπαθοῦσα, πάντοτε, κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας νά βρίσκομαι μέσα στό Ἱερό Βῆμα. Καί τοῦτο, διότι ἤθελα ἀπό πολύ κοντά νά παρακολουθῶ τόν π. Πορφύριο, πῶς τελοῦσε τήν ἀναίμακτη αὐτή θυσία. Καί δέν μετάνοιωσα γιά τήν προσπάθειά μου αὐτή.
Ἀντίθετα, καί σήμερα δηλώνω ἀπερίφραστα, πώς, ἐάν ζοῦσε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας θά ἔκανα πάλι τό ἴδιο. Γιατί ἐκεί μέσα γνώρισα ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς πίστεως! Ἐκεῖ μέσα ἔζησα στιγμές συγκινητικές καί ἀπερίγραπτες! Ἐκεῖ μέσα ἄκουσα νά συνομιλοῦν τά κάτω μέ τά ἄνω! Ἐκεῖ μέσα εἶδα ἔναν Παππούλη νά ὑψώνει τα ἅγια χεράκια του πρός τόν Ὕψιστον, ὅπως ἀκριβῶς τά μικρά καί ἁγνά παιδάκια κατά τήν ὥρα τῆς παιδικῆς τους προσευχῆς! Ἐκεῖ μέσα παρακολούθησα μέ πόση εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ ἔκανε ὅλη τήν προετοιμασία τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τήν ὥρα τῆς Προσκομιδῆς! Ἰδίως αὐτό το τελευταῖο μέ εἶχε κυριολεκτικά συγκλονίσει!
Γιατί ὁ π. Πορφύριος ὅλο αὐτό τό Θεῖο Μυστήριο τό ζοῦσε στήν πραγματικότητα. Καί αὐτό τό ἔδειχνε μέ τόν τρόπο πού χρησιμοποιοῦσε το πρόσφορο. Δέν τό θεωροῦσε σάν μιά προσφορά. Πίστευε ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη κρατοῦσε τό ἴδιο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί κάθε φορά πού τό ἔκοβε, πονοῦσε ἡ ψυχούλα του, γιατί ἦταν περισσότερο ἀπό βέβαιος, ὅτι τήν ὥρα ἐκείνη κόβει τό ἴδιο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ! Στίς δέ εὐχές πού ἔλεγε κατά τό χρόνο τῆς Προσκομιδῆς τῶν Θείων Δώρων ἔδινε τέτοια ἔμφαση καί τέτοιο πόνο καί χρῶμα, πού συγκλόνιζαν ἀκόμη καί τόν πλέον ἄπιστο καί βάρβαρο στήν ψυχή!
Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νά λησμονήσω τόν τρόπο, πού ἐδέετο ὑπέρ τῶν ζώντων καί τεθνεώτων! Αὐτό τό ‘’μνήσθητι, Κύριε, τοῦ δούλου σου τάδε’’ τό ἔλεγε καί τό ζητοῦσε ἀπό τό Θεό μέ τόση γλυκύτητα καί μέ τέτοιο παρακλητικό τόνο, πού ἦταν ἀδύνατον νά τοῦ τό ἀρνηθεῖ, ὄχι ὁ Θεός πού εἶναι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος, μακρόθυμος καί γεμάτος ἀγάπη, ἀλλά καί ὁ μεγαλύτερος ἐγκληματίας ὁλοκλήρου της οἰκουμένης. Ἀκόμη, εἶχα παρατηρήσει ὅτι ὁ Παππούλης καθόλη τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἔδινε τήν ἐντύπωση πώς οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει, οὔτε ἔχει καμιά ἐπαφή μέ τόν ἔξω κόσμο. Ἐκεῖνος ζοῦσε στό δικό του κόσμο…
Ἐκεῖνο πού τόν ἐνδιέφερε, ἦταν νά προφέρει σωστά καί καθαρά ὅ,τι ἔψαλλε καί νά γίνεται αὐτό κατανοητό ἀπό τό ἐκκλησίασμα ἀφ΄ ἑνός καί νά ἔχει ἄμεση καί συνεχή ἐπαφή μέ τό θεῖο ἀφ’ ἑτέρου. Καί τά ἐπετύγχανε καί τά δυό! Γιατί εἶχε μεγάλη πίστη στόν Θεό καί τόν ἀγαποῦσε ὅσο τίποτε ἄλλο. Γι΄ αὐτό καί ὁ Θεός τόν ἐδόξασε ‘’ἔτι ζῶντα’’!» .
Μελετητής τῶν λατρευτικῶν κειμένων
Ὀ ἅγιος Γέροντας μελετοῦσε ἀχόρταγα τά λειτουργικά κείμενα.
Ἐμβάθυνε στήν ἔννοια τῆς κάθε λέξης καί ζοῦσε ὑπαρξιακά τό περιεχόμενό τους. Πάσχιζε νά μεταδώσει αὐτά τά βιώματά του καί στα πολυάριθμα πνευματικά του παιδιά. Ὅλα τά ἅγια γεγονότα, τά βίωνε μέ συγκλονιστικό τρόπο ἐπειδή ἦταν σέ μια κατάσταση ἀδιάλειπτης κοινωνίας μέ τόν «ἠγαπημένο» Ἰησοῦ.
Ἄνθρωπος τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς
Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Ἀπό τήν προσωπική του πείρα εἶχε καταλάβει πολύ καλά ὅτι ὅλα τά προβλήματα τά λύνει ἡ προσευχή. Προσπαθοῦσε νά ἐφαρμόσει αὐτά πού λέμε στή Θεία Λειτουργία: «…πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» καί «γεννηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Μᾶς συμβούλευε νά ἔχουμε ἀγάπη, φλόγα στήν προσευχή. Νά μήν ἔχουμε ἄγχος, ἀλλά ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Νά ἀφήσουμε τά τηλέφωνα, τίς ἐπικοινωνίες καί τά πολλά λόγια μέ τούς ἀνθρώπους. Ὅλα τά θέματά μας, νά τά ἀναθέτουμε στόν Θεό καί ὅταν ἔχουμε ἕνα σοβαρό πρόβλημα ἤ δίλημμα, νά προηγεῖται πολλή προσευχή καί νηστεία. Ἄν ὁ Κύριος δέ βοηθήσει, τί νά κάνουν οἱ δικές μας οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες;
Ἡ νοερά προσευχή
Ἡ αὐτενεργοῦσα προσευχή ἐπιτυγχάνεται, ὅταν ἀγαπήσουμε πολύ τόν Χριστό. Τότε ἡ εὐχή λέγεται μόνη της, γιατί ὁ Χριστός εἶναι συνεχῶς στό μυαλό μας καί στήν καρδιά μας.
Ὁ ὅσιος Γέροντας, ἐπειδή «ἠγάπησε πολύ», διακρίθηκε ὡς νηπτικός, ἄνθρωπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἔλεγε, ἀναφερόμενος στή ζωή του στά Καυσοκαλύβια, ὅτι διάβαζε τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ Δαβίδ, Υἱοῦ…» καί προσπαθοῦσε νά τό ἀποστηθίσει. Τό διάβαζε καί ἐνῶ ἐργαζόταν τό ἔλεγε μέσα του. Τόν ἐνδιέφερε νά ἔχει στό νοῦ του ἅγια λόγια. Τό ἔκανε αὐτό γιά νά ἔχει καθαρότητα στό νοῦ του. Ὁ καθαρός νοῦς πολύ εὐκολώτερο κατορθώνει τήν καθαρά προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι τό πλέον εὐάρεστο στό Θεό ἔργο τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Γέροντας δίδασκε μέ πολύ ὡραῖο τρόπο τά περί τῶν διαφόρων τρόπων προσευχῆς καί γιά τήν συμμετοχή τοῦ σώματος σ’ αὐτήν.
Διηγεῖται πνευματικό του παιδί: «Καθισμένος στά βράχια ἤ κατάχαμα μᾶς ἀποκαλύπτε μυστήρια κι’ ἀλήθειες. Μιλώντας γιά τή μεγάλη σημασία, πού ἔχουν οἱ μετάνοιες καί δείχνοντάς μας τό σωστό τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά γίνεται ἡ “μετάνοια”, μᾶς ἑρμήνευε τή σημασία τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στήν προσευχή καί τήν ἑνότητα τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου.
Μά ἐκεῖνο πού φυσικά τόν ἔκανε νά λάμπει μέ παιδιάστικη χαρά ἦταν τό νά μιλάει γιά τή νοερά προσευχή. Μέ τήν καθαρή, λίγο ἀδύναμη φωνή του καί μέ μιά χαριτωμένη χειρονομία, ὑπογραμμίζοντας, ἔλεγε ἀργά μιά, μιά τίς λέξεις: “Κύριε, ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”.
Καί πρόσθεσε κάποτε σέ μία τέτοια συζήτηση: “Ἐμένα μοῦ ἔδωσε τή χάρη ὁ Θεός ν’ ἀσχοληθῶ πολύ μέ αὐτή τήν ἐργασία”. “Ἐργασία” ὀνόμαζε τήν ἄσκησή του στήν καρδιακή προσευχή. “Aὐτή ἡ ἐργασία εἶναι πολύ χρήσιμη γιά ὅλους τούς πιστούς. Καθαρίζει τήν ψυχή καί κρατάει τό νοῦ συγκεντρωμένο”. Στίς περισσότερες συζητήσεις κάτι θά ἔλεγε γιά τήν εὐχή. Ἀργότερα, ὅταν εἶχε πρόχειρα ἐγκαταβιώσει στό Μήλεσι τοῦ Ὠρωποῦ (πρίν ἀκόμη ἀνεγερθοῦν τά κτίρια τοῦ Ἡσυχαστηρίου) ὀνειρευότανε τή δημιουργία ἑνός χώρου κατάλληλου, πού θά ἀφιερωνότανε στήν “ἐργασία αὐτή”» .
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Ἡ ἄκρα καί χαρούμενη ὑπακοή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, τό πλῆθος τῶν Ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων, ἡ ἄκρα του ταπείνωση ἀνέδειξαν τόν Γέροντα ἀληθινό ἐκκλησιαστικό ἄνθρωπο, ἀληθινό θεολόγο. Ὁ Γέροντας ἔγινε ἀληθινά θεοειδής, οἰκουμενικός, ἄνθρωπος τῆς διπλῆς ἀγάπης πού, τόν ἕνωσε γιά πάντα μέ τόν Θεό καί τόν «πλησίον». Ἔνιωθε «ἕνα μέ ὅλους», ζοῦσε μέσα στήν «ἐπίγειο ἄκτιστο Ἐκκλησία». Ἡ ὁσία βιοτή του καί τά λόγια του ἦταν ἔκφραση μιᾶς ἐκπληκτικῆς Ἐκκλησιολογίας, μιᾶς γνήσιας ὀρθόδοξης πίστεως καί Θεολογίας…
Ἡ πίστη (δόγμα – διδασκαλία) τοῦ Γέροντα πήγαζε ἀπό τήν ἀσκητική του ἐμπειρία (τή ζωή του) καί ἐπιβεβαιωνόταν ἀπό τήν ἐσωτερική μαρτυρία τοῦ πνεύματός του .
Ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος εἶχε πράγματι ἀκέραιο ὀρθόδοξο δόγμα καί ὀρθόδοξο ἦθος. Γιαυτό ὁ λόγος του, ἡ προσωπικότητά του ἀλλά καί ἡ ἄμεμπτη χριστιανική ζωή του μπορεῖ νά ἀξιοποιηθεῖ ὡς πρότυπο ἀπό ἐμᾶς καί νά θεραπεύσει τήν δική μας προσωπικότητα καί ζωή. Ἄν ἀκολουθήσουμε τά λόγια του καί μιμηθοῦμε τή ζωή του θά ὁδηγηθοῦμε στήν ἐλευθερία τῶν κατά χάριν υἱῶν «οὕς ὁ Υἱός ἐλευθέρωσε». Ὁ Γέροντας γεύθηκε αὐτήν τήν ἐλευθερία ἀπό μικρή ἡλικία καί τήν φύλαξε γιά πάντα.
Ἔγινε, κατά τό λόγιο τοῦ Κυρίου, «φρόνιμος ὡς ὁ ὄφις καί ἀκέραιος ὡς ἡ περιστερά» . Ἔζησε ὀρθόδοξα, ἀσκητικά, μέ πλήρη αὐταπάρνηση, σηκώνοντας τό σταυρό του , τόν ἐλαφρύ σταυρό τῆς χαρούμενης ὑπακοῆς.
Καθάρισε ἔτσι, τόν ἑαυτό του ἀπό τό σαρκικό φρόνημα καί σέ πολύ νεαρή ἡλικία ἔγινε δεκτικός τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μᾶς θεράπευε ὅταν ζοῦσε· μᾶς θεραπεύει καί τώρα μέ τό λόγο του καί τή Θεία Χάρη. Ἔζησε μέ ἄκρα αὐταπάρνηση προσφέροντας τόν ἑαυτό του «θυσία ζῶσα» στόν Θεό καί στόν πλησίον.
Θαυματούργησε καί θαυματουργεῖ. Ζεῖ τώρα εὐφραινόμενος στά οὐράνια σκηνώματα πλησίον Αὐτοῦ, πού ἀγάπησε πάνω ἀπ’ ὅλα· πλησίον τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό «πᾶν», τό «ἄκρον ἐφετόν», τό «πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀγαπίου μοναχοῦ, Ἡ θεϊκή φλόγα πού ἄναψε στήν καρδιά μου ὁ γέρων Πορφύριος, Αθῆναι 2000.
Βλάχου Ἱεροθέου, μητρ., Βίος καί Λόγοι τοῦ Γέροντος Πορφυρίου, στό περιοδικό «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», Ἀπρίλιος 2003.
Γιαννιτσιώτη Κωνσταντίνου, Κοντά στό γέροντα Πορφύριο. Ἕνα πνευματικοπαίδι του θυμᾶται, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Ἀθῆναι 1995.
Ζία Νίκου, Ὁ πατήρ Πορφύριος, ὁ Γέροντας τῆς Πεντέλης, στό περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», τεῦχος 36, 1992.
Ἰωαννίδη Κλείτου, Ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἀθῆναι 1993.
Καλλιάτσου Ἀνάργυρου, Ὁ Πατήρ Πορφύριος: Ὁ Διορατικός, Ὁ Προορατικός, Ὁ Ἰαματικός, ἐκδ. Ἐπτάλοφος, Ἀθήνα 1996.
Κρουσταλάκη Γεωργίου, Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἐκδ. Ἰχνηλασία, Ἀθήνα 1997.
Λαμπρινοῦ Κοσμᾶ, ἀρχιμ., Σύγχρονα καί νεώτερα παραδείγματα καλῶν ποιμένων.
Λυσικάτου Σωτηρίου, Χαριτωμένες διδαχές τοῦ γέροντος Παϊσίου, ἔκδ. Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2004, http://www.pigizois.gr/afieromata/paisios/xaritomenes_didaxes.htm.
Παπαζάχου Γεωργίου, Γέρων Πορφύριος, Δεκατέσσερα χρόνια κοντά του, στό περιοδικό «Σύναξη», Ἰανουάριος – Μάρτιος 2001.
Πορφυρίου Ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, ἐπιμ. Κ. Καρακόλη, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Μήλεσι 2003.
Πορφυρίου Ἱερομονάχου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇν 4/17 Ἰουνίου 1991.
Πορφυρίου Ἱερομονάχου, Συνομιλία γά τήν κατάθλιψη, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Μήλεσι 2003.
Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, ἔκδ. Ζ΄, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2006.
Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Τό Πνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές, ἔκδ. Ἱεροῦ γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Κ.Π. 3. Ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου μέ φίλους τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού ἔγινε τό 1989.
Τζαβάρα Ἀναστασίου, Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Πορφύριο, τόν διορατικό καί προορατικό πνευματικό μας πατέρα. Ἀθήνα 2001.
Τσελεγγίδη Δ., Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μέ θέμα: «Δόγμα καί ἦθος», πού ἔγινε στή Θεσσαλονίκη στίς 15-01-05 (κτίριο ΧΦΕ).
Τσελεγγίδη Δ., Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα. Σημειώσεις ἀπό τίς Πανεπιστημιακές Παραδόσεις.
Σελίδες 170.
Σχέδια: Μιχαήλ Κικιοάκα.
Τηλ. Παραγγελιῶν:6947612075
Τιμή: 4€