Στην πόλη Μαντζουρία, στα σύνορα της ρωσικής Σιβηρίας και της Κίνας, όπου έζησε και πέθανε ο επίσκοπος Ιωνάς, ζούσε μία ρωσική οικογένεια: Ο άντρας, που ήταν υπάλληλος στον ανατολικό σιδηρόδρομο, η γυναίκα του και ο γιός τους.
Από τη στιγμή που ο πατέρας ήταν στη δούλεψη των κομμουνιστών, η οικογένεια αυτή δεν ενδιαφερόταν για την πίστη αλλά ούτε και για την εκκλησία.
Όμως ο γιός τους αρρώστησε και ασθενούσε για πολλούς μήνες. Τα πόδια του είχαν παραλύσει και ήταν σαν κομμένα. Οι γονείς έκαναν ό,τι μπορούσαν, πληρώνοντας γιατρούς και χρησιμοποιώντας φάρμακα. Όμως τίποτα δε βοήθησε. Τ’ αγόρι πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Κάλεσαν και Ρώσους και Ιάπωνες γιατρούς, χρησιμοποίησαν ακτίνες X και όλα τα μέσα που μπορούσαν, αλλά τίποτα δε βοήθησε. Οι γονείς απελπισμένοι ανέμεναν το θάνατο του παιδιού τους.
Μέχρι την 7η Οκτωβρίου του έτους 1925. Εκείνη την ημέρα εκοιμήθη ο επίσκοπος Ιωνάς. Λόγω του θανάτου του πολυαγαπημένου της επισκόπου ολόκληρη η πόλη ήταν αναστατωμένη. Η μητέρα φρόντισε το άρρωστο παιδί της στο κρεβάτι, το σκέπασε και βγήκε για κάποια δουλειά στην πόλη.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι, το παράλυτο αγόρι, ο γιός της, βγήκε χοροπηδώντας απ’ το δωμάτιό του φωνάζοντας χαρούμενα:
«Μαμά, κοίτα, έγινα καλά!».
Η μητέρα μόλις που μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Αγκάλιασε το γιό της, τον φίλησε κλαίγοντας από χαρά και τον ρώτησε, πώς έγινε καλά έτσι ξαφνικά; Το αγόρι της απάντησε:
«Όταν βγήκες εσύ, εγώ κοιμήθηκα. Και στ’ όνειρό μου παρουσιάστηκε ένας καλός άνθρωπος με άμφια ιερέα και με ρώτησε:
“Γιατί είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι;”.
Εγώ του απάντησα ότι τα πόδια μου δεν είναι καλά και ότι δεν μπορώ να κινηθώ. Τότε αυτός ο άνθρωπος μού είπε:
“Ορίστε τα δικά μου πόδια, πάρ’ τα και πήγαινε, μια κι εγώ δεν τα χρειάζομαι πια”».
Η μητέρα ρώτησε λεπτομερώς το παιδί, πώς ήταν εκείνος ο άνθρωπος, και το παιδί τον περιέγραψε.
Την επόμενη μέρα, η μητέρα πήρε το παιδί και πήγε στην εξόδιο ακολουθία του μακαριστού επισκόπου Ιωνά. Όταν το παιδί είδε το πρόσωπο του κεκοιμημένου δεσπότη, φώναξε: «Μαμά, αυτός είναι εκείνος ο άνθρωπος που ήρθε στ’ όνειρό μου και μου έδωσε τα δικά του πόδια!».
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Εμμανουήλ, εκδ. Χρόες, Αθήνα 2010, σ. 17-19)