Οι Οικουμενικές Σύνοδοι έχουν επιπλέον και τα εξής ιδιαίτερα προσόντα:
Α) Πρώτο ιδιαίτερο προσόν των Οικουμενικών Συνόδων είναι η αειζωΐα και αθανασία, δηλαδή το ότι ισχύουν και έχουν κύρος αιώνια, διότι
έγιναν με τη χάρη και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και διότι σε αυτές κανόνας ήταν το απόλυτο αγαθό και η απόλυτη αλήθεια, τα οποία παραμένουν σταθερά στους αιώνες. Ότι όμως το Άγιο Πνεύμα φώτιζε τον νου των θείων Πατέρων που δογμάτισαν, αυτό το πιστεύουμε διότιείναι αψευδείς οι υποσχέσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που υποσχέθηκε να μας στείλει τον Παράκλητο, ο οποίος θα μείνει για πάντα. «Και εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αλήθειας, για να είναι μαζί σας για πάντα» (Ιω. 14:16). «Και εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες μέχρι τη συντέλεια του κόσμου» (Ματθ. 28:20). Και ότι τα όσα δογμάτισαν οι άγιες Σύνοδοι είναι λόγοι του Αγίου Πνεύματος το μαρτυρεί το κατά Ιωάννην Ιερό Ευαγγέλιο που λέει: «Το Πνεύμα το άγιο, ο Παράκλητος, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα σας είπα» (Ιω. 14:26). Αν λοιπόν πιστεύουμε ότι όλα όσα είπε ο Κύριος είναι νόμοι αμετάβλητοι, πρέπει να πιστεύουμε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που φώτισε και καθοδήγησε τους Αγίους που συγκρότησαν τις ιερές Συνόδους.
Β) Δεύτερο χαρακτηριστικό προσόν των ιερών Συνόδων είναι η αναμαρτησία και το αλάθητο. Διότι μόνο η καθολική (συνολική) Εκκλησία, την οποία εκπροσωπεί η Οικουμενική Σύνοδος, είναι η αλήθεια ή, κατά τον Απόστολο Παύλο, «ο στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας» (Α’ Τιμ. 3:15). Ό,τι αποφασίσουν αυτές, αυτό αποφασίζει και το Άγιο Πνεύμα της αλήθειας. Διότι ο λόγος του Κυρίου «εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας υπενθυμίσει τα πάντα», κυρίως στην περίπτωση των Οικουμενικών Συνόδων επιβεβαιώνεται.
Η πεποίθηση αυτή της Εκκλησίας είναι αρχαιότατη και μαρτυρείται από τους αρχαιότατους Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Γρηγόριος ο θαυματουργός μιλώντας για την τοπική Ιερή Σύνοδο στην Άγκυρα λέει: «μέχρι να αποφασίσουν κάτι από κοινού για αυτά τα θέματα οι Άγιοι που συνεδριάζουν, και πριν από αυτούς αποφασίσει το Άγιο Πνεύμα, διότι ο Θεός εμφυσά τη δικαιοσύνη Του στους αμέτρητους Ιερείς που συγκεντρώθηκαν σε σύνοδο». Αν λοιπόν ο άγιος Πατέρας κάπως έτσι εκφράζεται για μια τοπική Σύνοδο, δεν θα πει το ίδιο και για τις Οικουμενικές, καθώς δεν έχει να πει κάτι παραπάνω γι’ αυτές; Μήπως η Εκκλησία ανέκαθεν δεν αναγνώριζε μόνο εαυτήν αλάθητη και αναμάρτητη; Και πώς όχι, αφού αυτή είναι η μόνη εκλεκτή νύμφη του Κυρίου; (1)
Η Εκκλησία είναι η μόνη αναμάρτητη και αλάθητη και ως τέτοια μόνο αυτήν οφείλουν όλοι να αναγνωρίζουν· διότι τότε μόνο μπορεί και Οικουμενικές Συνόδους να συγκροτήσει και να δογματίσουν αυτές αλάθητο κανόνα. Αν η Εκκλησία δεν διαθέτει αυτό το ιδιαίτερο προσόν, οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν έχουν κανένα κύρος στις συνειδήσεις των πιστών.
Γ) Τρίτο ιδιαίτερο προσόν των Οικουμενικών Συνόδων είναι η υπεροχή και η αυθεντία, εξαιτίας των οποίων όχι μόνο προτείνει με συμβουλευτικό τρόπο τα δίκαια και τα αληθινά, αλλά και πειθαναγκάζει σε υποταγή αυτούς που είναι αντίθετοι επιβάλλοντας τις αρμόζουσες ποινές και κρίνοντας και ανακρίνοντας και Πάπες και Πατριάρχες και τους Αρχιερείς και Επισκόπους σε όλη τη γη και γενικά όλο τον κλήρο και τον λαό.
Δ) Τέταρτο και τελευταίο προσόν των Οικουμενικών Συνόδων είναι το να αποφασίζουν οριστικά και τελικά για κάθε ζήτημα που αναφύεται.
Ότι μόνο η Εκκλησία και οι Οικουμενικές Σύνοδοι διαθέτουν τα ιδιαίτερα αυτά προσόντα, τα οποία ήδη οικειοποιείται ο Μακαριότατος Πάπας, αυτό ανέκαθεν ήταν το καθολικό φρόνημα της Εκκλησίας.
Ο Ιεροσολύμων Κύριλλος δίνοντας τον ορισμό της καθολικής Εκκλησίας λέει: «Καθολική ονομάζεται η Εκκλησία, διότι καθολικά διδάσκει ανελλιπώς και ανεξαιρέτως όλα τα δόγματα που κατευθύνουν τους ανθρώπους στη γνώση για τα ορατά και τα αόρατα. Γι’ αυτό τον λόγο και από όλους τους ανθρώπους ο τελικός κριτής των εκκλησιαστικών υποθέσεων ανακηρύσσεται όχι η θεία γραφή αλλά η Οικουμενική Σύνοδος. Αυτού του τελικού κριτή η ψήφος και η απόφαση, σύμφωνα με τον ΣΤ’ κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, δεν υπόκεινται σε έκκληση (έφεση, διαιτησία) άλλου ανώτερου δικαστηρίου. Διότι, αν η έκκληση είναι προσφυγή από οποιοδήποτε δικαστήριο σε άλλο ανώτερο, σύμφωνα με το Θ’ βιβλίο των Βασιλικών τιτλ. α’, η αμφίβολη ψήφος των επισκόπων υπόκειται στη μεγαλύτερη έκκληση(2) των Μητροπολιτών· η αμφίβολη ψήφος των Μητροπολιτών υπόκειται στη διοίκηση του έξαρχου ή του Πατριάρχη, και αυτή του Πατριάρχη υπόκειται στην Οικουμενική Σύνοδο, όπου περατώνεται κάθε έκκληση.
Η Εκκλησία επομένως είναι ο ανώτατος κριτής που δικαιούται και μπορεί να αποφθέγγεται και να δογματίζει για τα πάντα. Αυτή στηρίζει τις πεποιθήσεις των πιστών και τους βεβαιώνει για την αλήθεια των διδασκαλιών που διδάχθηκαν. Ο ιερός Αυγουστίνος επιβεβαιώνοντας την αλήθεια αυτή λέει ξεκάθαρα: «Στο Ευαγγέλιο δε θα πίστευα, αν δε με έπειθε η αξιοπιστία της Εκκλησίας». Και πράγματι κανείς δεν θα πίστευε στην αλήθεια των τόσο παλαιών γραφών, αν δεν στηριζόταν στο αλάθητο της Εκκλησίας. Το αλάθητο αυτής είναι ο στύλος και το θεμέλιο της Ορθόδοξης πίστης. Αυτός που το σφετερίζεται, το αφαιρεί από την Εκκλησία –διότι, όπως είπαμε, δύο συγχρόνως αλάθητοι δεν μπορούν να συνυπάρξουν– και έτσι καταστρέφει την Εκκλησία.
Το να προσδοκούμε την αλήθεια από ένα πρόσωπο είναι κάτι το πολύ επικίνδυνο, διότι εισάγει την υποκειμενική γνώμη και δίνει χώρο στην αμφιβολία για το κύρος των προγενέστερων θεσπισμάτων. Ο ορθολογισμός γίνεται το μέτρο κάθε αποδεκτής αλήθειας, και δόγμα ό,τι η φαεινή διάνοια του ενός ανθρώπου θα αποφασίσει ως ορθό και λογικό. Με τον τρόπο αυτό στις Εκκλησίες δεν θα μιλούσε πλέον το Άγιο Πνεύμα αλλά το περιορισμένων δυνατοτήτων πνεύμα του ανθρώπου.
(1) Επομένως μεγάλο αμάρτημα διέπραξε ο Μακαριότατος Πάπας με το να κηρύξει τον εαυτό του αλάθητο και αναμάρτητο· διότι αφαίρεσε το πιο ωραίο στολίδι της Εκκλησίας, την πολυτιμότερη αρετή της Νύμφης του Χριστού. Με την αφαίρεση αυτής της αρετής η Αυτού Μακαριότητα εξευτελίζει και ατιμάζει την καθολική Εκκλησία του Χριστού, διότι της στερεί τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος που την φωτίζει και την καθοδηγεί, την οποία χάρη μάλιστα ο ίδιος ο Χριστός την υποσχέθηκε όταν είπε: «Όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά μου, και εγώ είμαι ανάμεσά τους» (Ματθ. 18:20). Και δεν μπορεί να αρνηθεί την αντίφαση αυτή, διότι αποδεικνύεται από μόνη της. Διότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο αλάθητα και αναμάρτητα και συγχρόνως να διαφωνούν.
Η καθολική Εκκλησία διαφωνεί με τον Πάπα· ή επομένως η Εκκλησία έχασε το αλάθητο ή ο Πάπας. Αν το έχασε η Εκκλησία, άρα ο Πάπας είναι το στόμα του Αγίου Πνεύματος, και έπαψε να πραγματοποιείται η υπόσχεση του Χριστού, ότι θα βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς που συγκεντρώνονται στο όνομά του. Η πράξη αυτή ήταν ανάξια του Μεγάλου Ποντίφηκα της Δυτικής Εκκλησίας και απέδειξε με αδιάσειστη μαρτυρία ότι η ανθρώπινη φύση ρέπει προς το λάθος και την αμαρτία.
Ο σφετερισμός (από τον Πάπα) του στολισμού της Εκκλησίας όχι μόνο δεν του προσφέρει καμιά δόξα, αλλά ούτε τιμή γενικά· μάλλον ανυποληψία και μομφή του προσάπτει, διότι το ξένο δεν κοσμεί παρά μόνο τον ιδιοκτήτη. Ο Μακαρ. Πάπας με το να σφετεριστεί τον στολισμό της Εκκλησίας δεν έγινε πιο ένδοξος απ’ ό,τι ήταν προηγουμένως. Το λαμπρό και ένδοξο ένδυμα του αλαθήτου με το οποίο κόσμησε τον εαυτό του δεν τον ανέδειξε λαμπρότερο από τον Λέοντα και τους άλλους προκατόχους του που δεν διέθεταν αυτή τη θεία αίγλη και που προσδοκούσαν την αλήθεια μόνο από τις ιερές Συνόδους, σαν από το μοναδικό στόμα της αλήθειας, την οποία όφειλαν να ακολουθήσουν και με κάθε τρόπο να υποστηρίξουν.
Το αλάθητο καταργεί τις Συνόδους, αφαιρεί από αυτές τη σημασία τους, τις ανακηρύσσει αναρμόδιες και διασαλεύει την εμπιστοσύνη των πιστών προς αυτές. Η ανακήρυξη του Πάπα ως αλάθητου διασάλευσε τα θεμέλια της Δυτικής Εκκλησίας, διότι έδωσε χώρο στις υπόνοιες σχετικά με την αυθεντία αυτών (των Παπών) και, δεύτερον, διότι την εξάρτησε από τη νοητική και πνευματική ανάπτυξη ενός ατόμου, του Πάπα, και η ιστορία μας βεβαιώνει περί της αναμαρτησίας αυτών. Με το αλάθητο ο Πάπας δεν έγινε πιο άγιος, διότι ο τίτλος δεν επιδρά στο ήθος, ούτε απάλλαξε τον εαυτό του από τις ανθρώπινες αδυναμίες, διότι «εν αμαρτίαις συνελήφθη και εν αμαρτίαις εκύησεν αυτόν η μήτηρ του».
(2) Στο πρωτότυπο κείμενο, εδώ και στο τέλος της παραγράφου, έχει τη λέξη Εκκλησία, ωστόσο πρέπει να πρόκειται για τυπογραφική αβλεψία, αφού ο λόγος είναι για την έκκληση δικαστηρίου (Σ.Ε.).
Από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Περί των Ιερών Συνόδων», που το συνέγραψε το 1888, όταν ήταν Αρχιμανδρίτης στην Αλεξάνδρεια (δημοσίευση στο περιοδικό «Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία» 38-39, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 39).