Δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού κάθε άνθρωπος είναι μια μοναδική, ανεπανάληπτη ύπαρξη, μια παρουσία που δεν υπήρχε μέχρι τώρα, αλλά και που δεν θα υπάρξει άλλη στον κόσμο.
Και αυτό συμβαίνει διότι κάθε άνθρωπος αντανακλά στην ύπαρξή του κατά τρόπο μοναδικό, προσωπικό, τον Δημιουργό. Κάθε άνθρωπος αντανακλά μια μοναδική λάμψη του κάλλους και του πληρώματος του Θεού.
Το βλέπουμε αυτό μερικές φορές στα αθώα πρόσωπα των παιδιών, στα πρόσωπα των Οσίων που καθαρίστηκαν με τα δάκρυα, στα αναγεννημένα δια των βασάνων πρόσωπα των μαρτύρων. Με τη θεϊκή εικόνα που φέρει μέσα του κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του έναν ατίμητο θησαυρό, η ψυχή του είναι πιο ακριβή απ’ ό,τι ολόκληρος ο κόσμος.
Το βλέπουμε αυτό μερικές φορές στα αθώα πρόσωπα των παιδιών, στα πρόσωπα των Οσίων που καθαρίστηκαν με τα δάκρυα, στα αναγεννημένα δια των βασάνων πρόσωπα των μαρτύρων. Με τη θεϊκή εικόνα που φέρει μέσα του κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του έναν ατίμητο θησαυρό, η ψυχή του είναι πιο ακριβή απ’ ό,τι ολόκληρος ο κόσμος.
Καταλαβαίνουμε έτσι πόσο βαθύς είναι αυτός ο λόγος των πατέρων: «Είδες έναν άνθρωπο; Είδες τον Θεό» (Γεροντικό, Αββάς Απολλώς 3). Και καταλαβαίνουμε γιατί η φιλοξενία τιμάται τόσο πολύ στις ορθόδοξες χώρες. Διότι το να δεχθείς τον ξένο αδελφό, ταξιδιώτη ή άρρωστο, σημαίνει να δεχθείς τον Θεό: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», λέει ο Κύριος (Ματθ. 25:40).
Αλλά αυτός ο μοναδικός πλούτος, τον οποίο κρύβει ο καθένας μέσα στην ύπαρξή του, συνήθως είναι ένας κρυμμένος θησαυρός, άγνωστος και για τους άλλους αλλά πολλές φορές και για τον ίδιο τον κατέχοντα.
Επομένως μόνο η αγάπη είναι θαυμαστή δύναμη, το κλειδί που ανοίγει τα εσώτερα του ανθρώπου, στον οποίο αντανακλάται το θεϊκό κάλλος που φανερώνει την ωραιότητα της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο. Η εικόνα όμως αυτή δεν είναι κάτι στατικό, αλλά δυναμικό, τείνει να ολοκληρωθεί στην ομοιότητα. Μιλώντας για το κάλλος της εικόνας προβλέπεται και η ολοκλήρωσή της στην ομοίωση, το οποίο είναι θεϊκό κάλλος. Εδώ βασίζεται η ανεξήγητη για τους άλλους στάση του αγαπώντος. Δεν βλέπει τις ελλείψεις ή τις ατέλειες του αγαπωμένου προσώπου διότι είναι γοητευμένος με το κάλλος της θεϊκής εικόνας του ανθρώπου και θαυμάζει ακόμη περισσότερο για το κάλλος της εικόνας που πρόκειται να ολοκληρωθεί στην ομοίωση.
Ποιος μισεί την αμαρτία περισσότερο από ό,τι οι άγιοι; Και παρ’ όλα αυτά οι άγιοι δεν βλέπουν τις αμαρτίες των άλλων. Και δεν τις βλέπουν όχι γιατί δεν θέλουν να τις βλέπουν, αλλά γιατί μπορούν να μη τις βλέπουν εξαιτίας της αγάπης. Αυτοί βλέπουν στο ανθρώπινο πρόσωπο ένα μυστήριο τόσο βαθύ και θαυμαστό, ώστε διαισθάνονται την ύπαρξη στο ανθρώπινο πρόσωπο δυνατοτήτων ξεπεράσματος κάθε αμαρτωλής καταστάσεως. Και αυτές οι δυνατότητες πραγματοποιούνται μόνο με την δύναμη της αγάπης. Γι’ αυτό λέει και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι με την αγάπη προς τον πλησίον «σπείρεις εις την ψυχήν αυτού σπέρματα αρετής». Η αγάπη περιέχει αυτό, το οποίο δόθηκε δυνάμει στον άνθρωπο, τις μοναδικές δηλαδή δυνατότητες για να προοδεύσει· και τον βοηθεί να προοδεύσει πράγματι.
Ας φανταστούμε τώρα κάτι το οποίο δεν είναι ούτε ουτοπία ούτε μη πραγματοποιήσιμο· και συγκεκριμένα, μακάρι να έβλεπαν οι Χριστιανοί μ’ όλη τη σοβαρότητα και να προσπαθούσαν μ’ όλη την ειλικρίνεια και όλες τις δυνάμεις τους να εκπληρώσουν την πιο άγια εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς». Τι θαυμαστή μεταβολή θα γινόταν στην ανθρώπινη κοινωνία! Διότι αν όλοι αγαπούσαμε έναν άνθρωπο, τότε αυτός θα ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνει κακός και έτσι όλοι θα γίνονταν καλοί. Γεγονός, λέω, απόλυτα πραγματοποιήσιμο, γιατί η ευαγγελική εντολή της αγάπης δόθηκε για ολόκληρο τον κόσμο και ο Θεός δεν διέταξε τίποτε αδύνατο. Ωστόσο αν βλέπουμε ότι υπάρχει πολύ κακό στον κόσμο και γύρω μας, είναι σημείο ότι «εψυχράνθη η αγάπη των πολλών», διότι μέσα στην κατάσταση της κακίας του καθενός είναι αναμιγμένη και η έλλειψη της αγάπης για τους άλλους.
Φυσικά η αγάπη για την οποία έγινε λόγος μέχρις εδώ δεν είναι φυσική αγάπη, αλλά η αγάπη που είναι το αποκορύφωμα, η βράβευση της πνευματικής τελειώσεως. Αυτή από τη μία πλευρά είναι ανθρώπινη προσπάθεια προς την απάθεια, επειδή όπου υπάρχουν πάθη δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη· ενώ από την άλλη πλευρά είναι ο καρπός της θεϊκής αγάπης της θείας Χάριτος, που κατεβαίνει στην απαθή ψυχή. Δόθηκε στον άνθρωπο ως εικόνα Θεού η δυνατότητα για την ομοίωση, αλλά αυτή η ομοίωση δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί διαφορετικά παρά με τη φλόγα της θεϊκής αγάπης.
Η δύναμη της αγάπης για τον άλλο εξηγείται με το γεγονός ότι αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αγάπη του Θεού, που κατήλθε στην ψυχή και μετά κατευθύνεται προς τον Θεό και και προς τους συνανθρώπους. Κατά το μέτρο λοιπόν που ο άνθρωπος πλησιάζει τον Θεό με την κάθαρση από τα πάθη και με την ενάρετη ζωή και γίνεται όλο και πιο δεκτικός της θείας Χάριτος εντός του, κατά το ίδιο μέτρο αυξάνει εντός του και η αγάπη του προς τον πλησίον και πλησιάζει κοντά του, όπως οι ακτίνες του κύκλου, που όσο πλησιάζουν προς το κέντρο, τόσο πλησιάζουν και μεταξύ τους (Αββάς Δωρόθεος).
Αποσπάσματα από το άρθρο «Η καινή εντολή». Περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 6 (1981).