Τα εκκλησιαστικά πρόσωπα τα σεβόταν και τα εκτιμούσε. Ιδιαίτερα τιμούσε τον επίσκοπό του. Χαιρόταν που κάθε χρόνο ο νυν Σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ. Ιάκωβος τον επισκεπτόταν κατά την ονομαστική γιορτή του στον Τρίγωνα.
Ο παπα-Φωτέλλης ακόμα και μετά από πολλά χρόνια αποχώρησης από την ενεργό του δράση, τη γιορτή του την τελούσε κάθε χρόνο στον Τρίγωνα. Έκανε με χρήματά του πλούσιο τραπέζι για όλο τον κόσμο. Ήθελε να κεραστούν όλοι οι άνθρωποι και χαιρόταν όταν του έλεγε ο κόσμος ευχές.
Μα την ίδια στιγμή που ευχόταν, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, μπορούσε να κάνει σκηνές και να ανατρέψει το πανηγύρι σε κυνηγητό και φωνές. Μπροστά στο λάθος, χίλια καλά να του έκαμνες, έπρεπε να τα ακούσεις. Κι αυτό όχι σε κατώτερους απ’ αυτόν ανθρώπους, αλλά και σε κείνους που τους φιλοξενούσε, σε κείνους που τον στήριζαν έστω και οικονομικά. Δε λογάριασε τίποτα για την αλήθεια. Απεχθανόταν τη διαστροφή και την αναλήθεια.
Μα την ίδια στιγμή που ευχόταν, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, μπορούσε να κάνει σκηνές και να ανατρέψει το πανηγύρι σε κυνηγητό και φωνές. Μπροστά στο λάθος, χίλια καλά να του έκαμνες, έπρεπε να τα ακούσεις. Κι αυτό όχι σε κατώτερους απ’ αυτόν ανθρώπους, αλλά και σε κείνους που τους φιλοξενούσε, σε κείνους που τον στήριζαν έστω και οικονομικά. Δε λογάριασε τίποτα για την αλήθεια. Απεχθανόταν τη διαστροφή και την αναλήθεια.
Είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Τίκα. Όταν ερχόταν ο παπα-Φώτης στην Αθήνα, δεν παρέλειπε να περνάει και από την Αγίας Φιλοθέης, όπου βρίσκεται η Αρχιεπισκοπική έδρα. Τον ενθυμούμαι να πίνει τον καφέ του με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο. Μάλιστα κάποτε συνέβη κατά την χειροτονία του νυν Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης να λάβει μέρος κατ’ αυτήν και ο παπα-Φώτης. Στη θωριά της απλότητάς του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Σεραφείμ είπε τον χαρακτηριστικό λόγο του: «Όλοι εμείς –ενν. οι αρχιερείς και ιερείς– δεν κάνουμε όσο αυτό το κούτσικο παπαδάκι» (λόγω του κοντού αναστήματός του). Κάποια φορά, την ώρα που μιλούσε με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρό Σεραφείμ την ώρα του κεράσματος, τον άκουσα να του λέει: «Μακαριώτατε, να εκδώσετε μια εγκύκλιο κατά των εκτρώσεων. Φονιάδες είναι οι γιατροί που κάνουν τέτοια πράγματα»!
Η νηστεία του ήταν από τις πιο αγαπημένες αρετές του. Ποτέ του σε όλη του την ζωή δεν κατέλυσε ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή λάδι ακόμα και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του.
Η προσευχή του μια ακατάπαυστη δοξολογία και ευχαριστία. Συνήθιζε να λέει από στήθους τους αγαπημένους του Χαιρετισμούς προς το πρόσωπο της Παναγίας μας που την υπεραγαπούσε. Ήξερε από στήθους όλο το Ψαλτήρι και την Καινή Διαθήκη. Είχε απομνημονεύσει πολλά πατερικά κείμενα των Αγίων της Εκκλησίας μας.
Με τα πολλά χρόνια της αυστηρής εγκράτειας, της ελεημοσύνης, της ανυποκρίτου αγάπης του, έλαβε από το Θεό μας τα χαρίσματα της προοράσεως και διοράσεως. Ανώτερος αξιωματικός του στρατού, που ετύγχανε και πνευματικό του τέκνο, μας μαρτυρεί ότι κάποτε που η σύζυγός του δεν ήθελε την μητέρα του, δηλαδή την πεθερά της, και στενοχωριόταν πολύ, συνέβη κατά την επίσκεψή του στο σπίτι τους να της πει ότι έχει μεγάλο λαχείο, το οποίο κληρώνεται σε λίγες μέρες και κερδίζει τον πρώτο λαχνό. Σε τρεις μέρες εκοιμήθη η πεθερά της!
Σε κάποια άλλη περίπτωση, ζήτησε ξαφνικά να τον οδηγήσουν σε κάποια περιοχή. Όταν έφθασαν και σταμάτησαν έξω από ένα σπίτι, βγήκε από το αυτοκίνητο ο παπα-Φώτης και άρχισε να φωνάζει να βγει η κυρία που διέμενε εκεί. Η κυρία βγήκε και άρχισε να διαμοίβεται ένας διάλογος τρομερός. Ο παπα-Φώτης επέμενε να κατεβεί η κυρία για να εξομολογηθεί ένα μεγάλο αμάρτημά της. Εκείνη εκνευρισμένη και εκτεθειμένη στη γειτονιά της φώναζε στον παπα-Φώτη με άσχημα λόγια να φύγει από το σπίτι της. Τελικά έφυγε ο παπα-Φώτης, αλλά σε λίγη ώρα πληροφορήθηκαν ότι η κυρία πέθανε ξαφνικά. Είχε προσχωρήσει στους Πεντηκοστιανούς κι επειδή εκείνος προαισθάνθηκε τον θάνατό της, έτρεξε για να την σώσει με το μυστήριο της εξομολογήσεως.
Κάποιος άλλος κληρικός γνωστός του αρρώστησε ξαφνικά κι ενώ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει και θα άφηνε τους πιστούς αλειτούργητους, ετοιμάσθηκε να πάει στο ναό του για να ενημερώσει τους επιτρόπους ότι δεν δύναται να λειτουργήσει. Όταν πήγε όμως στο ναό του, είδε προς έκπληξή του ότι ο παπα-Φώτης ήταν ήδη ντυμένος τα ιερά άμφιά του και προσκόμιζε αναμένοντας τον ψάλτη για να ξεκινήσει. Εντελώς ξαφνιασμένος ο παπάς τον ρώτησε: «Μα καλά, παπα-Φώτη, πώς ήλθες εδώ σήμερα»; Κι ο παπα-Φώτης αφοπλιστικά του απάντησε: «Μα καλά δεν είσαι άρρωστος; Πώς θα αφήναμε τον κόσμο αλειτούργητο;».
Αλλά και ο ομιλών είχε παρόμοιο περιστατικό. Κάποτε, το έτος 1999 αποφάσισα να καταγράψω όλα όσα είχα ακούσει για τον περίεργο και παράξενο παπα-Φώτη. Τα περισσότερα φυσικά τα είχα ακούσει ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης από τον αείμνηστο καθηγητή και δάσκαλό μας, τον κυρ-Ιωάννη Φουντούλη. Όταν μετά από περίπου πέντε ώρες εργασίας κατέγραψα όλα τα του βίου τού παπα-Φώτη, χτύπησε την πόρτα του γραφείου μου στο ναό όπου εφημερεύω και μπήκε ο παπα-Φώτης. Τότε του είπα ξαφνιασμένος: «Παπα-Φώτη, καλώς όρισες. Ξέρεις τι έκαμνα από το πρωί;». Κι εκείνος με τρόπο φυσικό και συνάμα αφοπλιστικό μου είπε: «Διάβαζε γρήγορα όσα έγραψες να τα διορθώσω, γιατί βιάζομαι να φύγω με το πλοίο στη Μυτιλήνη». Αφού του διάβασα όλα όσα έγραψα μου είπε: «Πρόσεξε μη τυχόν και τα εκδώσεις εν ζωή μου». Αφού του έδωσα την διαβεβαίωση, έλαβα σε δύο ημέρες ένα γράμμα του, στο οποίο σε τρία χαρτιά διαφορετικών μεγεθών μου έγραφε χειρογράφως όλη τη ζωή του για να τα έχω ως πειστήρια και με την πέννα του!!!
Ο κύριος σκοπός της ομιλίας μας αυτής είναι να προβάλει έναν γνήσιο και αληθινό άνθρωπο πέρα από σχήματα και τυποποιημένες συμπεριφορές. Τύποι ανθρώπων τέτοιοι σαν τον παπα-Φώτη σπανίζουν σήμερα στην κοινωνία μας. Ο άνθρωπος αυτός άφησε μέσα στις ψυχές όλων εκείνων που τον γνώρισαν και τον γνωρίζουν ακόμη και σήμερα την αίσθηση μιας παράξενης καλογερικής παρουσίας. Ο παπα-Φώτης μπόρεσε και πέτυχε να μπερδέψει τους συνανθρώπους του. Δεν έκανε οπαδούς. Ποτέ του δεν έκανε συνοδεία. Δεν του άρεσαν οι κολακείες και οι εύφημες μνείες. Του άρεσε ο καλός λόγος, ο ανεπιτήδευτος. Μόλις αισθανόταν ότι οι άλλοι τον κολάκευαν, έκανε μπροστά τους σαν τρελλός. Είχε τον τρόπο του να θολώνει τα νερά των γεροντολόγων. Μισούσε την επιτήδευση και στο λόγο και στην εμφάνιση. Για τον λόγο αυτό και σε κυρίες και δεσποινίδες φερόταν σκληρά.
Εκείνους που ζητούσαν να είναι κοντά του, τους περνούσε από δέκα κόσκινα. Ιδιαιτέρως σ’ αυτά τα πρόσωπα φερόταν πολύ σκληρά, σχεδόν απάνθρωπα. Εκτός των σκληρών του λόγων, τους καθύβριζε με όλη τη σημασία της λέξεως. Και όλα αυτά τα έκανε, γιατί δεν ήθελε συνοδεία. Ήθελε την αγάπη, όμως βίωνε την ξενητεία σε όλες τις εκφάνσεις τής ζωής του. Χαρακτηριστικά, κάποτε που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Γεννηματάς» στην Αθήνα, την κυρία που τον εξυπηρετούσε νυχθημερόν τη στόλιζε με όλα τα «κοσμητικά επίθετα». Και όσο πιο πολλή αγάπη ελάμβανε, τόσο εκείνος έκανε τον βίο αβίωτο σ’ αυτούς που τον αγαπούσαν. Λιγοστοί άνθρωποι μπήκαν στη διαδικασία να τον καταλάβουν και να υπομείνουν τις πολλές ιδιοτροπίες του.
Η όλη μορφή και πολιτεία του παπα-Φώτη εντάσσεται εκκλησιαστικά στην ακραία μορφή του μοναχισμού που φέρει την ονομασία σαλότητα.
«Σαλός είναι εκείνος που, για να κατακτήσει την κορυφή της αγιότητας, κάνει τον τρελλό. Οι δια Χριστόν σαλοί δεν θέλουν να έχουν καμμιά υπόληψη, καμμιά τιμή, κανένα έπαινο μέσα στον κόσμο αυτόν. Θέλουν και ποθούν την ανυποληψία, την περιφρόνηση, την κατηγορία, την συκοφαντία, πράγματα που τόσο αντιπαθούμε εμείς οι άλλοι, οι τάχα λογικοί και αξιοπρεπείς. Από τη μια πλευρά αρνούνται τις τιμές, τις επίσημες θέσεις, τις καλές συστάσεις για τον εαυτό τους, τις δόξες και τους επαίνους ενώ από την άλλη επιθυμούν διακαώς και ζητούν επιμόνως την περιφρόνηση του κόσμου, την κάθοδο έως τα κατώτατα μέρη της γης, το βίωμα του ψαλμικού εκείνου που λέει: «Εγώ ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού».
»Ο δια Χριστόν σαλός πετυχαίνει τον κύριο στόχο της αληθινής ζωής που είναι η ταπείνωση. Μια ταπείνωση πραγματική και όχι φανταστική. Για να έλθει όμως η ολοκληρωμένη ταπείνωση χρειάζεται και ολοκληρωτική εξουδένωση του εγώ. Στους δια Χριστόν σαλούς παρατηρούμε αυτή την εξουδένωση στα μάτια όλου του κόσμου, με προσποιητές τρέλλες και αλλοπρόσαλλες ενέργειες. Θέλουν να κρύβωνται, να κρύβουν την αρετή και αγιότητά τους κάτω από τον επίπλαστο μανδύα της σαλότητας και της τρέλλας των. Οι άγιοι δια Χριστόν σαλοί παίζουν ένα ιερό παιχνίδι. Εμπαίζουν τα κοσμικά σχήματα, την δήθεν αξιοπρέπεια και κοσμική ευγένεια, την διπλωματία και την υποκρισία, την πολιτική και την επιτήδευση και τον φαρισαϊσμό. Εμπαίζουν αυτό το γελοίο κοσμικό δόγμα ορισμένων, που εκφράζεται με το «τι θα πει ο κόσμος», με το «πώς θα φανώ στον κόσμο». Τελικά εμπαίζουν τους ίδιους τους δαίμονες, οι οποίοι στο πρόσωπο των αγίων σαλών βρήκαν τους ισχυρότερους αντιπάλους» (Ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σ. 16-17).
Τέτοιου μεγέθους σαλός ήταν και ο παπα-Φώτης Λαυριώτης. Ας έχουμε την ευχή του.
Πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Χριστοδούλου
Ομιλία στην «Ημερίδα για τις σύγχρονες οσιακές μορφές του αιώνα μας». Συνδιοργάνωση διαφόρων σχολών του ΑΠΘ υπό την αιγίδα της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ι. Ναός Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, Δευτέρα 23 Μαΐου 2016.