Πῆγα στὸν Γέροντα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1977, ἡμέρα Δευτέρα, παραμονὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Χτύπησα τὴν πόρτα πολὺ πρωΐ, ὁ Γέροντας μοῦ ἄνοιξε.
Ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ εὐδιάθετος. «Ἄ, εὐτυχῶς ποὺ ἦρθες διάκο», μοῦ λέγει, «καὶ ἔχω πανήγυρη αὔριο. Θάρθουν ψάλτες, παρήγγειλα ροφὸ καὶ ἔλειπε ἕνας διάκος. Ἦρθες ἐσύ, ἐντάξει ἡ πανήγυρη». «Ἔλεγε καὶ ἄλλα τέτοια ἀστεῖα. Ὕστερα μοῦ εἶπε: «Θὰ μείνης ἐδῶ ἀπόψε».
»Ἤξερα ὅτι ὁ Γέροντας δὲν κρατοῦσε κανέναν τὴ νύχτα μαζί του. Μόλις μοῦ τὸ εἶπε πέταξα ἀπὸ τὴν χαρά μου.
»Πήγαμε στὸ Ἐκκλησάκι, μὲ ἔβαλε καὶ τακτοποίησα τὴν Ἁγία Τράπεζα, ξεσκόνισα, σκούπισα τὸν διάδρομο, ἔκανα διάφορες δουλειές. Μέσα μου αἰσθανόμουν πολὺ μεγάλη χαρά. Τὸ μεσημέρι πήγαμε νὰ φᾶμε. Ἔκανε τσάϊ, ἔφερε παξιμάδι καὶ ἔβγαλε ἄγρια λάχανα ἀπὸ τὸν κῆπο του.
»Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅταν κάναμε τὴν προσευχή. Ὁ Γέροντας εἶπε τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» σήκωσε τὰ χέρια του καὶ τὸ εἶπε μὲ τόσο πόθο καὶ τόσην εὐλάβεια ποὺ ἦταν σὰν νὰ μιλοῦσε πραγματικὰ μὲ τὸν Θεό.
»Μετὰ μὲ πῆγε στὸ Κελλὶ καὶ ξεκουράστηκα καμμιὰ ὥρα. Ὕστερα κάναμε τὸν μικρὸ Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι.
»Ὅταν τελειώσαμε μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Κοίταξε, διάκο, τώρα θὰ κάνουμε ἀγρυπνία μὲ κομποσχοίνι καὶ τὸ πρωΐ θὰ ΄ρθεῖ ὁ παπὰς νὰ μᾶς λειτουργήση. Ξέρεις νὰ κάνης κομποσχοίνι; Θὰ σοῦ πῶ τί θὰ κάνεις», καὶ μοῦ ἔδωσε ἕνα πρόγραμμα. Ἦταν ἕνα σοφὸ πρόγραμμα γιὰ νὰ μὴν νυστάξω τὴν νύχτα. Μοῦ εἶπε νὰ κάνω ἕνα κομποσχοίνι τριακοσάρι λέγοντας τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔπειτα νὰ κάνω ἕνα κομποσχοίνι ἑκατοστάρι στὴν Παναγία. Ἕνα κομποσχοίνι τριακοσάρι στὸν Χριστὸ γιὰ τοὺς ζῶντες. Ἕνα κομποσχοίνι ἑκατοστάρι στὴν Παναγία γιὰ τοὺς ζῶντες. Ἕνα κομποσχοίνι τριακοσάρι στὸν Χριστὸ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἕνα κομποσχοίνι ἑκατοστάρι στὴν Παναγία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἕνα κομποσχοίνι τριακοσάρι στὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ μετὰ ἕνα τριακοσάρι «δόξα σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι». Πρώτη φορὰ ἄκουγα ὅτι γινόταν αὐτὸ τὸ πράγμα. Μοῦ ἐξήγησε: «Αὐτὸ τὸ κομποσχοίνι εἶναι δοξολογία. Θὰ τὰ τελειώνεις καὶ θ’ ἀρχίζεις ἀπὸ τὴν ἀρχή».
»Μοῦ εἶπε, «ἂν ἀκούσης κανένα θόρυβο, μὴν τρομάξης. Κυκλοφοροῦν ἐδῶ ἀγριογούρουνα, τσακάλια κ. ἄ.». Μὲ ἔβαλε στὸ μικρὸ Ἀρχονταρίκι του καὶ εἶπε ὅτι κοντὰ στὰ μεσάνυχτα θὰ μὲ φωνάξει νὰ πᾶμε στὴν Ἐκκλησία νὰ διαβάσουμε τὴν θεία Μετάληψη.
»Ἄκουγα τὸν Γέροντα κατὰ διαστήματα ν’ ἀναστενάζη βαθειά. Κάπου-κάπου χτυποῦσε τὸν τοῖχο καὶ ρωτοῦσε: «Ἔ, διάκο, κοιμᾶσαι; Εἶσαι καλά;»
»Στὶς μία παρά, περασμένα μεσάνυχτα πήγαμε στὸ Ἐκκλησάκι. Μὲ ἔβαλε στὸ μοναδικὸ στασίδι ποὺ ὑπῆρχε, καὶ μοῦ ἔδωσε ἕνα κερὶ νὰ διαβάσω τὴν Θεία Μετάληψη. Αὐτὸς στεκόταν δίπλα μου, στ’ ἀριστερὰ καὶ ἄρχισε νὰ λέη τοὺς στίχους: «Δόξα σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι». Κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε τὸν στίχο ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἔσκυβε μέχρι κάτω.
»Ὅταν φθάσαμε στὸ τροπάριο «Μαρία Μήτηρ Θεοῦ…», θυμᾶμαι ὅτι τόσο μόνο διάβασα, μετὰ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», ποὺ εἶπε ὁ Γέροντας, αἰσθάνθηκα ἕνα πράγμα… δὲν ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω καὶ σταμάτησα. Ἄρχισε τότε νὰ κουνιέται τὸ καντήλι τῆς Παναγίας, ὄχι ἀπότομα, ἀλλὰ σταθερὰ διέγραφε μία κίνηση ὅσο εἶναι τὸ πλάτος τῆς εἰκόνος καὶ ὅλο τὸ Ἐκκλησάκι πλημμύρισε ἀπὸ φῶς. “Εβλεπα χωρὶς τὴν λαμπάδα καὶ σκέφθηκα πρὸς στιγμὴν νὰ τὴν σβήσω.
»Γύρισα πρὸς τὸν Γέροντα. Τὸν εἶδα νὰ ἔχη τὰ χέρια του σταυρωμένα στὸ στῆθος καὶ σκυμμένον μέχρι κάτω. Κατάλαβε ὅτι ἤθελα νὰ τὸν ρωτήσω καὶ μοῦ ἔκανε νόημα νὰ μὴν μιλήσω. Ἔμεινα στὸ στασίδι καὶ ὁ Γέροντας σκυφτὸς δίπλα μου. Αἰσθανόμουν τόση ἀγάπη καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν Γέροντα καὶ ἔνιωθα ὅτι βρισκόμουν στὸν παράδεισο.
»Μείναμε σ΄αὐτὴν τὴν κατάσταση μισή, μία ὥρα, δὲν μπόρεσα ἀκριβῶς νὰ καταλάβω. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Ἀσυναίσθητα συνέχισα νὰ διαβάζω ἀπὸ μόνος μου τὴν Μετάληψη καὶ ὅταν ἔφθασα στὴν εὐχὴ «Ἀπὸ ρυπαρῶν χειλέων…», σιγὰ-σιγὰ ἔσβησε τὸ φῶς πρῶτα καὶ μετὰ σταμάτησε νὰ κουνιέται τὸ καντήλι. Τελειώσαμε τὴν Μετάληψη καὶ βγήκαμε ἔξω στὸν διάδρομο. Μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω σ’ ἕνα σκαμνάκι καὶ αὐτὸς κάθησε σ’ ἕνα μπαουλάκι σιωπηλός. Μετὰ ἀπὸ ὥρα, τὸν ρώτησα:
-Γέροντα, τί ἦταν αὐτὸ τὸ πράγμα;
-Ποιὸ πράγμα;
-Τὸ καντήλι. Πῶς κουνιόταν τὸ καντήλι τόση ὥρα;
-Τί εἶδες;
-Κουνιόταν τὸ καντήλι τῆς Παναγίας δεξιὰ-ἀριστερά.
-Μόνο αὐτὸ εἶδες;
-Καὶ φῶς.
-Ἄλλο;
-Δὲν εἶδα ἄλλο τίποτε. (Ὁ Γέροντας γιὰ νὰ ρωτάη τί ἄλλο εἶδα, φαίνεται ὅτι εἶδε κάτι παραπάνω).
-Καλά, δὲν ἦταν τίποτε.
-Πῶς δὲν ἦταν τίποτε, Γέροντα; Κουνιόταν τὸ καντήλι καὶ εἶχε φῶς!
-Ἔ, δὲν ἄκουσες ποὺ γράφουν τὰ βιβλία, ὅτι ἡ Παναγία γυρνάει ὅλα τὰ Κελλιὰ τῶν μοναχῶν καὶ βλέπει τί κάνουν; Ἔ, πέρασε καὶ ἀπὸ δῶ καὶ εἶδε δύο παλαβοὺς καὶ εἶπε νὰ μᾶς χαιρετίση καὶ κούνησε τὸ καντήλι της.
»Ὕστερα ἀπὸ μόνος του ἄρχισε νὰ μοῦ διηγῆται διάφορες ἐμπειρίες του. Μοῦ ἀνέφερε πῶς εἶδε τὴν ἁγία Εὐφημία, καὶ πολλὰ ἄλλα. Εἶχε ἀλλάξει ὅλη ἡ διάθεσή του. Μέχρι τὸ πρωί μοῦ μιλοῦσε πνευματικά. Μοῦ τόνισε: «Σοῦ τὰ λέω αὐτά, διάκο, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω, ὄχι νὰ νομίσης ὅτι εἶμαι κάτι».
»Στὶς 5.30 ἦρθε ὁ παπὰς καὶ ὁ Γέροντας ἤθελε νὰ λειτουργήσω, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶχα διακονικὰ ἄμφια. Μοῦ ἔφερε ἕνα στιχάρι παλαιό, ἔφερε ἕνα πετραχήλι, τὸ ἔκανε ὀράριο καὶ τὸ ἔπιασε μὲ παραμάνα, βρῆκε κάτι ἐπιμάνικα, μοῦ τὰ τύλιξε στὰ χέρια. Ἤμουν σὰν παλιάτσος, ἀλλὰ ἦταν ἡ ὡραιότερη Λειτουργία τῆς ζωῆς μου. Ἤμασταν μόνο οἱ τρεῖς μας.
»Μὲ κράτησε μαζί του μέχρι τὸ Σάββατο. Μὲ ἔστειλε μία φορὰ στὸ Μπουραζέρι, νὰ δῶ τοὺς πατριῶτες μου καὶ νὰ μείνω τὸ μεσημέρι γιὰ νὰ φάω. Καὶ ἄλλη μία φορὰ μὲ ἔστειλε στὴν Σταυρονικήτα πάλι γιὰ νὰ φάω, γιατί στὸ Κελλὶ του εἶχε μόνο τσάι καὶ παξιμάδι».