Κατὰ τὴν 14ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1967, ὁ γερο-Γεννάδιος πῆγε στὴν ἑορτὴ τῆς Ξηροποτάμου. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσκύνησης καὶ τοῦ ἀσπασμοῦ στοὺς αἴνους, ἔβλεπε ὅτι ἀπὸ τὸ Τίμιο Ξύλο ἀνέβλυζαν φλόγες πυρὸς καὶ ὁ πέριξ χῶρος ὅλος ὡς νὰ φλεγόταν.
Αὐτὰ βλέποντας, θαύμαζε καὶ ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Πῶς γίνεται, οἱ ἀδελφοὶ μοναχοὶ νὰ πλησιάζουν καὶ νὰ ἀσπάζονται τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ δὲν κατακαίονται;»
Καὶ φοβόταν νὰ πλησιάσει νὰ προσκυνήσει καὶ αὐτός, προσευχόμενος στὴν Παναγία νὰ τὸν βοηθήσει. Καὶ ὅταν πλησίασε, οἱ φαινόμενες φλόγες τοῦ πυρὸς σβήσθηκαν καὶ προσκύνησε ἄνετα.
Πηγή