τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρόνιου Μιχαηλίδη
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
(1571-1878 μ.Χ.)
Ὁ πρῶτος σκοτεινός αἰώνας Γιά τρισήμισυ αἰῶνες ἡ Ὀρθόδοξος κυ- πριακή Ἀρχιεπισκοπή εἶχε καταργηθεῖ καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ὑποδουλωθεῖ στή Λατινική.
Παλαιός Ἱερός Ναός Παναγίας Παντανάσσης Καθολικῆς
Σέ πολλές ἑλληνικές χῶρες καί νησιά, κατακτημένα ἀπό τούς Σταυροφόρους, ἐπικρατοῦσε καθεστώς βίαιης ἐπιβολῆς τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας σέ βάρος τῆς νόμιμης τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πουθενά ὅμως ἡ ἐπιβολή αὐτή δέν ἦταν τόσο ἀπόλυτη ὅσο στήν Κύπρο.
Γι’ αὐτό καί ἀπό ὅλους τούς πολιτικά καί ἐκκλησιαστικά ξενοκρατούμενους Ἕλληνες, μόνο οἱ Κύπριοι ἐθεωροῦντο «σχισματικοί» καί δέν ἐγίνοντο δεκτοί σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μετά τήν τουρκική κατάκτηση καί τήν κατάργηση τῆς Λατινικῆς Ἐκκκλησίας, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Κύπρου βρέθηκε καί πάλιν ἐλεύθερη, ζητώντας τήν ἐπανασύνδεσή της μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Φαίνεται ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς τουρκικῆς ἐπίθεσης τοῦ 1570/71 ὅλοι οἱ Ὀρθόδο ξοι Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου ἤ σκοτώθηκαν (ἀναφέρεται ὁ θάνατος τουλάχιστον δύο) ἤ αἰχμαλωτίστηκαν καί μεταφέρθηκαν μακριά ὡς δοῦλοι.
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου βρέθηκε νἆναι ἀκέφαλη, ὅταν οἱ Τούρκοι συμπλήρωσαν τήν κατάκτηση, τόν Αὔγουστο τοῦ 1571. Ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ἀμέσως μετά τήν τουρκική κατάκτηση, οἱ Κύπριοι ἔστειλαν πρεσβεία πρός τόν Μέγα Βεζύρη στήν Κωνσταντινούπολη ζητώντας τήν ὑλοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Λαλά Μ ο υ σ τ α φ ᾶ , καί τήν πλήρωση τῶν Ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν, προσφεύγοντας γιά τόν σκοπό αὐτό καί στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ἀφοῦ ἀπέτυχε προσπάθεια Σέρβου μοναχοῦ νά καταλάβει τόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κύπρου, διά δωροδοκίας τοῦ Μεγάλου Βεζύρη – διήγηση ἀμφιβόλου γιά πολλούς ἱστορικῆς ἀκριβείας -, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, Ἱεροσολύμων Γερμανός, ὁ Μητροπολίτης Λαοδικείας ὡς τοποτηρητής τοῦ Ἀντιοχείας καί 53 Μητροπολίτες, μέ τήν ὁποία ἀπεκατεστάθησαν οἱ σχέσεις τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας μέ τίς λοιπές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Στή συνέχεια ἐξέλεξε καί χειροτόνησε σέ πρῶτο μετά τήν ἅλωση Ὀρθόδοξο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, τόν Κύπριο τήν καταγωγή Μέγα Πρωτοσύγκελλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατρι-αρχείου Τιμόθεο, παλιό μοναχό τοῦ Κύκκου.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιμόθεος «ἐπῆγεν εἰς τήν Κύπρον μέ τήν πρᾶξιν του καί μέ τό Συνοδικόν γράμμα τοῦ Πατριάρχου καί Ἀρχιερέων καί τά ἔστειλεν εἰς ὅλον τό νησίν τῆς Κύπρου καί τά ἀνέγνωσαν τά γράμματα καί πῆραν οἱ Χριστιανοί μεγάλην χαράν, διατί δέν εἶχαν Ἀρχιερέα καί ἦταν χαμένοι εἰς τήν αἰχμαλωσίαν.
Καί ἐχειροτόνησεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μέσα εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, Ἐπισκόπους δύο, ἕνα εἰς τόν Σολέα καί ἄλλον Πάφου. Ὁ ὁποῖος Ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ἁγιώτα- τος ἄνθρωπος»... Μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἐπανασυστάθηκε καί ἡ παλαιά Ἐπι- σκοπή Κιτίου, ἀφοῦ ἀποσπάσθηκε ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή μέ τήν ὁποία εἶχε συγχωνευθεῖ κατά τήν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας. Δέν ἀπετέλεσε ὅμως, μόνη, ξεχωριστήν Ἐπισκοπή, ἀλλά ἑνώθηκε μέ τήν Ἐπισκοπή Λεμεσοῦ, κατά τό σύστημα τῆς Φραγκοκρατίας, κατά τό ὁποῖο ἐπικρατοῦσε ὁ περιορισμένος ἀριθ- μός Ἐπισκοπῶν, μέ μεγάλη ἐδαφική δικαιοδοσία.
Ἔτσι, ἡ ἀνασυσταθεῖσα Μητρόπολη Κιτίου, μεγαλωμένη τώρα ἐδαφικά, περιελάμβανε πέντε παλαιές Ἐπισκοπές: Κιτίου, Λε- μεσοῦ (ἤ Νεαπόλεως), Ἀμαθοῦντος, Κουρίου καί Λευκάρων (ἄν καί, γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ τελευταία δέν ἀποτελοῦσε ξεχωριστή Ἐπισκοπή, ἀλλά ἦταν ἡ ἕδρα τοῦ Ἐπισκόπου Λεμεσοῦ ἐπί Φραγκοκρατίας). Κατά τίς πρῶτες δεκαετίες τῆς Τουρκοκρατίας ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ - Κι- τίου φαίνεται νά βρισκόταν στή Λεμεσό, ἀπό ἐπίδραση τῆς μόλις καταλυθείσης Φραγκοκρατίας, κατά τήν ὁποία ὑφίστατο Μητρόπολις Λεμεσοῦ, ὄχι ὅμως καί Κιτίου. (Δέν πρέπει νά λησμονεῖται τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτες δεκαετίες τῆς Τουρκοκρατίας ἀποτελοῦσαν οὐσιαστικά προέκταση τῆς Φραγκοκρατίας, ὅσον ἀφορᾶ τόν ἐκκλησιαστικό τομέα ἀλλά καί τή νοοτροπία τῶν Κυπρίων, οἱ ὁποῖοι ἀνέ- μεναν ἐπάνοδο τῶν Φράγκων καί ἐκδίωξη τῶν Τούρκων).
Γι’ αὐτό καί ὁ τίτλος τοῦ Μητροπολίτου πού ἐπικρατοῦσε κατά τίς πρῶτες αὐτές δεκαετίες, ἦταν «Λεμεσοῦ» καί «Ἀμαθοῦντος». Ὡς καθεδρικός δέ ναός χρησίμευε ὁ ναός τῆς Παναγίας Καθολικῆς, στή Λεμεσό Μετά τίς πρῶτες δεκαετίες ὅμως, ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς μεταφέρθηκε ὁριστικά στή Λάρ- νακα. Σέ τοῦτο πρέπει νά συνέτειναν δύο πολύ σημαντικοί λόγοι:
(1) ἡ ἡνωμένη Μητρόπολις Λεμεσοῦ - Κιτίου ἐθεωρεῖτο «θρόνος τοῦ ἁγίου Λαζάρου», καί
(2) ἡ Λάρνακα ἤκμαζε καί ἐξελίσσετο σέ οἰκονομικό, ἐμπο- ρικό καί διπλωματικό κέντρο ὁλόκληρης τῆς Κύπρου, σέ ἀντίθεση μέ τή Λεμεσό πού βρισκόταν σέ παρακμή καί ἔφθινε συνεχῶς.
Παράλληλα, ὡς τίτλος τοῦ Μητροπολίτου ἐπεκράτησεν ὁριστικά ὁ τοῦ «Κιτίου» ἤ «Κιτιαίων», ἄν καί συχνά προσετίθεντο σ’ αὐτόν καί οἱ ἄλλοι τίτλοι:π.χ. ὁ «Κιτιαίων καί Ἀμα- θοῦντος», «ὁ Κιτίου καί Λεμεσοῦ», «ὁ Κιτιέων καί Πρόεδρος Κουρίου» κ.λ.π. Ἀπό τό 1572 μέχρι τό 1973, οἱ τύχες τῶν δύο πόλεων, Λάρνακος καί Λεμεσοῦ, ταυτίστηκαν ἐκκλησιαστικά. Γιά τόν λόγο αὐτό, εἰς τό ἑξῆς θά εἶναι ἀπαραίτητο νά συμπεριλαμβάνονται καί οἱ δύο στήν ἐξιστόρηση τῆς ζωῆς τῆς Μητροπόλεως Κιτίου. Ἐνῶ ὅμως ἡ Λάρνακα κατά τήν περίοδο ὁλόκληρης τῆς Τουρκοκρατίας εἶχε σημαντικώ- τατη ἀνάπτυξη καί κατέστη τό οἰκονομικό, ἐμπορικό καί διπλωματικό κέντρο τῆς νήσου, ἡ Λεμεσός – πού προηγουμένως, κατά τή διάρκεια τῆς περιόδου τῶν Λουζινιανῶν, εἶχε γνωρίσει τή δική της σημαντική ἀνάπτυξη – διάνυε τώρα περίοδο παρακμῆς.
Γι’ αὐτό, ἐνῶ οἱ πληροφορίες γιά τήν ἱστορία τῆς Λάρνακος τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι σχετικά πλούσιες, γιά τή Λεμεσό εἶναι ἐλάχιστες. Ἀπό ἀπόψεως δέ ἐκκλησιαστικῆς εἶναι σχε- δόν μηδαμινές, ἐφ’ ὅσον ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως βρισκόταν στή Λάρνακα, ἐνῶ οἱ πε- ριοδεῖες τῶν Μητροπολιτῶν στά χωριά τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ, ὅπου ἔλυαν ἐπί τόπου τά ἀναφυόμενα προβλήματα, ὑποβάθμισαν τε- λείως τή σημασία τῆς πόλης αὐτῆς ὡς ἐκκλησιαστικοῦ κέντρου.
Ἡ Λεμεσός θά λάβει τή μεγάλη ἀνάπτυξή της κατά τήν περίοδο τῆς Ἀγγλοκρατίας, καί μόνο μετά τήν ἔναρξη τοῦ 20ου αἰώνα, ἀνά- πτυξη μέ τήν ὁποία τελικά θά ἐπισκιάσει ἐδα- φικά, πληθυσμιακά, οἰκονομικά καί ἐμπορικά τή Λάρνακα.
Περιοδικό «ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ» τ. 67
Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού