π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου, Λατρευτικὸ Ἐγχειρίδιο. Στοιχεῖα ἀγωγῆς γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδόσεις Συναξάρι, Θεσσαλονίκη 1998.
Ἄβατον: Ἱερὸς τόπος, στὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἰσέλθει. Ἄβατον μοναστήρι εἶναι ἡ Μονὴ στὴν ὁποία ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος
γυναικῶν καὶ ἀντιθέτως, γιὰ γυναικεῖες Μονές, στὶς ὁποῖες ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος ἀνδρῶν. Ἄβατον Ἁγίου Ὄρους. Ἄβατον σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἶναι καὶ τὸ Ἅγιo Βῆμα τῶν Ἱερῶν Ναῶν στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ εἰσέρχονται ΜΟΝΟ ὅσοι ἔχουν εἰδικὴ ἄδεια γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ Λειτουργὸ Ἱερέα.
γυναικῶν καὶ ἀντιθέτως, γιὰ γυναικεῖες Μονές, στὶς ὁποῖες ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος ἀνδρῶν. Ἄβατον Ἁγίου Ὄρους. Ἄβατον σὲ ἄνδρες καὶ γυναῖκες εἶναι καὶ τὸ Ἅγιo Βῆμα τῶν Ἱερῶν Ναῶν στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ εἰσέρχονται ΜΟΝΟ ὅσοι ἔχουν εἰδικὴ ἄδεια γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ Λειτουργὸ Ἱερέα.
Ἀββᾶς: Τίτλος, ποὺ ἀρχικὰ χρησιμοποιήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴ Συρία, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐκτελοῦσαν χρέη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ὅταν ὁ ἀναχωρητισμὸς ἄρχισε νὰ μεταμορφώνεται σὲ κοινόβια. Ἀναγνωριζόταν ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ πείρα τους, εἴτε μὲ ἐκλογή, εἴτε μὲ φυσικὴ ἀναγνώριση τῆς ἀρετῆς τους, λόγω τῆς μακροχρόνιας καὶ εὐλογημένης ἀσκήσεώς τους. Ἀργότερα ὁ ὅρος ἀντικαταστάθηκε στὴν πρώτη περίπτωση (ἐκλογή) ἀπὸ τὴ λέξη «ἡγούμενος». Ἀνάλογος τῆς λέξεως Ἀββᾶς ὑπῆρξε ἀργότερα στὴ Ῥωσία ὁ ὅρος Στάρετς.
Αἶνοι: Καλοῦνται οἱ ψαλμοὶ ρμη´ (148), ρμθ´ (149) καὶ ρν´ (150), ὄχι μόνο ἐπειδὴ προτάσσεται στοὺς περισσότερους στίχους αὐτῶν ἡ λέξη «αἰνεῖτε», ἀλλὰ καὶ διότι οἱ τρεῖς αὐτοὶ ψαλμοὶ εἶναι κατὰ τὸ περιεχόμενο ἕνας αἶνος καὶ ἕνας εὐχαριστήριος ὕμνος στὸν Θεό. Στὶς Ἱερὲς Μονὲς ψάλλονται, μόνοι ἢ μετὰ τροπαρίων, πανηγυρικά, στὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου. Τὰ τροπάρια αὐτὰ σὰν ἐφύμνιο τῶν στίχων τῶν αἴνων καλοῦνταιστιχηρὰ τῶν αἴνων ἤ, κατὰ συνεκδοχή, «αἶνοι». Στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῶν πόλεων, συνήθως, αὐτοὶ οἱ «αἶνοι» μόνο ψάλλονται. Ὅταν τελεῖται Ὄρθρος καθημερινῆς καὶ δὲν ὑπάρχουν τροπάρια αἴνων, ἀναγινώσκονται ἢ ψάλλονται οἱ αἶνοι (οἱ τρεῖς ψαλμοί).
Ἀκηδία: Μὲ τὴ στενὴ ἔννοια εἶναι ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀφροντισιά, ἡ ἀδιαφορία, ἡ παραίτηση ἀπὸ κάθε πνευματικὴ ἐργασία (ψαλμωδία, προσευχή, μελέτη, ἐκτέλεση κανόνα κ.λπ.) Μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια εἶναι ἡ γενικὴ ψυχοσωματικὴ κατάσταση ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀρνητικὴ τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ ζωή: ἀϋπνία, ἀνορεξία, ἀπελπισία, μελαγχολία, «συγκεχυμένες» σκέψεις καὶ τάση αὐτοκαταστροφῆς.
Ἀκροβυστία: Τὸ τμῆμα τῆς πόσθης, τοῦ ἀνδρικοῦ γεννητικοῦ ὀργάνου, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν περιτομὴ κόβεται, ἤ, τὸ κομμένο τμῆμα τῆς πόσθης (βλ. Περιτομή).
Ἀκροστιχίς, -ίδα: Τὰ ἀρχικὰ γράμματα τῶν Κοντακίων ἢ τῶν Κανόνων, ἢ τῶν Ἰαμβικῶν στίχων, ποὺ σχηματίζουν τὴν ἀλφάβητο ἢ τὸ ὄνομα τοῦ Ὑμνογράφου ἢ κάποια ἄλλη λέξη.
Ἀλληλουάριο: Τριπλὸ ἀλληλούϊα, ποὺ ψάλλεται ὡς ἐφύμνιο βιβλικῶν ἢ ψαλμικῶν στίχων ἢ μετὰ τὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα. Ὅταν παρεμβάλλονται καὶ ψάλλονται καὶ οἱ δυὸ στίχοι ποὺ ὑπάρχουν (ἢ προβλέπονται, στοὺς «Ἀποστόλους» τῶν καθημερινῶν) μετὰ τὸν «Ἀπόστολον» τῶν Κυριακῶν, ψάλλεται τρεῖς φορὲς (ἐπὶ τρία).
Ἀλληλούϊα: Ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ σημαίνει «Αἰνεῖτε τὸν Θεόν». Μπῆκε στὴ χριστιανικὴ λατρεία μαζὶ μὲ τοὺς ψαλμοὺς ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ λατρευτικὴ πράξη, π.χ. στὸν Ἑξάψαλμο, στὴ Θ´ Ὥρα, στὶς στάσεις τοῦ Ψαλτηρίου κ.λπ. καὶ ἰδιαίτερα στὶς ἀκολουθίες τῆς Μέγ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἁμαρτία: Ἡ διακοπὴ τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ποὺ γίνεται μὲ λόγια, μὲ ἔργα ἢ μὲ τὴ διάνοια. Εἶναι ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ πλάσματος πρὸς τὸν Πλάστη.
Συνέπειες τῆς ἁμαρτίας: Ἡ ῥήξη ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καιὶ στὸν Θεὸ εἰσάγει καὶ μία ῥήξη ἀνάμεσα στὰ μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας (ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ πρῶτο ζευγάρι. Γεν. β´, 18.23· γ´, 16· δ´, 8.24), ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμφάνιση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου τρίτου προσώπου· τοῦ διαβόλου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἀνθρώπινη βούληση-προαίρεση-διάθεση καταπολεμᾶται ἡ ἁμαρτία καὶ ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν περιοχὴ τοῦ θείου θελήματος, λόγω τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ κόσμου (Ἰω. ιστ´, 33).
Ἀμήν: Ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ ἔμεινε ἀμετάφραστη καὶ σημαίνει: ναί, βέβαια, μακάρι, σίγουρα, εἴθε νὰ γίνει, γένοιτο. Ὅταν κανεὶς λέει Ἀμήν, διακηρύσσει ὅτι θεωρεῖ ἀληθινὸ αὐτὸ ποὺ μόλις εἰπώθηκε, ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιβεβαιώνει μία πρόταση, ἢ νὰ μετέχει, μὲ αὐτὴ τὴ λέξη, σὲ μιὰ προσευχή.
Ἄμωμος: Ὁ ριη´ (118) ψαλμός. Ὀνομάστηκε ἔτσι ἐπειδὴ ἀρχίζει μὲ τὴ λέξη «Ἄμωμοι ἐν ὀδῷ...». Διαβάζεται στὸ Μεσονυκτικό, στὶς κηδεῖες καὶ στὶς Παννυχίδες.
Ἀναβαθμοί: Ἀναβαθμοὶ λέγονται οἱ δέκα πέντε ψαλμοὶ ριθ´-ρλγ´ (119-133) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ ψάλλονταν κατὰ τὶς ἀναβάσεις τῶν Ἰουδαίων στὴν Ἱερουσαλὴμ σὲ περιπτώσεις μεγάλων ἑορτῶν. Σήμερα στὴ θέση τῶν ψαλμῶν ψάλλονται 75 τροπάρια τῶν ἀναβαθμῶν τῆς Ὀκτωήχου, τὰ ὁποῖα ὁ ὑμνωδὸς ἐῤῥανίσθη ἀπὸ τοὺς 15 ψαλμοὺς καὶ ψάλλονται στὸν Ὄρθρο κάθε Κυριακῆς (7 ἦχοι x 9 τροπάρια + ὁ πλ. τοῦ δ´ x 12 = 75 Ἀναβαθμοί). Οἱ Ἀναβαθμοὶ αὐτοὶ ἀνὰ τρεῖς ἀποτελοῦν ἕνα ἄντιφωνο (7 ἦχοι x 3 + ὁ πλ. τοῦ δ´ x 4 = 25 Ἀντίφωνα). Οἱ ὠδὲς αὐτὲς τῶν Ἀναβαθμῶν ψαλλόμενες στὶς Ἐκκλησίες συμβολίζουν τὴν ψυχικὴ ἀνάταση τῶν χριστιανῶν ὄχι στὸ Ναὸ τὸν ἐπίγειο, ἀλλὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀχειροποίητο Ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Οὐράνιο.
Ἀνάγνωσμα: Περικοπὴ ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπὸ τὶς Ἐπιστολὲς (ἢ Πράξεις) καὶ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζεται στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ Θεία Λειτουργία.
Ἀναγνώστης: Κατώτερος Κληρικός, καθιερωμένος στὸ λειτούργημα αὐτὸ μὲ χειροθεσία Ἐπισκόπου. Εἶναι ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν διαφόρων ἀναγνωσμάτων (χύμα ἢ ἐμμελῶς) τῆς Λατρείας μας.
Ἀνάθεμα ἢ Ἀφορισμός: Εἶναι ἡ ἔσχατη ἐκκλησιαστικὴ ποινὴ σὲ χριστιανοὺς ποὺ παραποίησαν τὴν ἐκκλησιαστική τους συνείδηση καὶ βαρειὰ-ἀμετανόητα ἁμαρτάνουν, ἢ περιέπεσαν σὲ αἵρεση. Ἀφορισμὸς ἀνθρώπου σημαίνει ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ χριστιανικὴ κοινότητα. Αἴρεται μετὰ ἀπὸ εἰλικρινὴ καὶ ἔμπρακτη μετάνοια. Ἀνάθεμα = Εἰς Θεὸν ἀνατίθημι· γιὰ τὴν τελικὴ ἀπὸ Αὐτὸν κρίση.
Ἀνακομιδή: Ἡ μεταφορὰ τῶν λειψάνων ἑνὸς Ἁγίου στὸν τόπο ἢ στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου.
Ἀνάμα ἢ Νάμα: Τὸ κατάλληλο κόκκινο κρασὶ ποὺ προσφέρεται γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἀναστασιματάριο: Μουσικὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο ποὺ περιέχει ἀναστάσιμους ὕμνους ἀπὸ τὴν Ὀκτώηχο.
Ἀνάσταση νεκρῶν: Εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ δόγμα τῆς πίστεώς μας. Τὴν ἔκηρυξε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν ἐπιβεβαίωσε μὲ τὴ δική Του Ἀνάσταση. Θὰ πραγματοποιηθεῖ κατὰ τὴ β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου. Τότε οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσει ἡ τελικὴ κρίση. Ὅσοι ἐκείνη τὴν περίοδο θὰ ζοῦν, «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ» θ᾿ ἀποκτήσουν καὶ αὐτοὶ τὰ νέα ἀναστημένα σώματα, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι τὰ ἴδια, μὲ αὐτοσυνειδησία ταυτόχρονα ὅμως θὰ εἶναι καὶ ἐντελῶς καινούργια (ὅπως τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του), φωτεινὰ καὶ λαμπρά. Ὁ ἄνθρωπος τότε θὰ γίνει ἰσάγγελος, ἐφ᾿ ὅσον στὴν τελικὴ κρίση συγκαταριθμηθεῖ μετὰ τῶν δικαίων, ὁπότε θὰ τοῦ χαριστεῖ ἡ αἰώνιος ζωή.
Ἀναφορά: Λέγεται ἡ θεία Εὐχαριστία διότι ἡ θυσία ἀναφέρεται = προσφέρεται στὸν Θεό. Ἀναφορὰ ὀνομάζεται καὶ τὸ κυριότερο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας: ἡ Λειτουργία τοῦ Μυστηρίου. Ἀρχίζει ὅταν ἀκούγεται ἡ ἐκφώνηση: «Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετὰ φόβου· πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν Ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν». Τελειώνει, ὅταν λέγεται τό: «Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν».
Ἀντερί: Ἔνδυμα τῶν Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, τὸ ὁποῖο καλύπτει τὸ σῶμα τοὺς πρὶν ἀπὸ τὸ ῥάσο. Λέγεται καὶ «ζωστικό».
Ἀντίδωρο: Μικρὸ τεμάχιο ἀπὸ τὸ πρόσφορο ποὺ ἁγιάστηκε στὴν Προσκομιδή, ἢ κατ᾿ οἰκονομία μπροστὰ στὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ψαλμωδία τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν...» τῆς Θείας Λειτουργίας· προσφέρεται ἀντὶ τοῦ Δώρου. Παλαιότερα προσφερόταν μόνο σὲ ὅσους δὲν κοινωνοῦσαν. Τὸ τρῶμε νηστικοί. Ὅσοι κοινωνοῦν τὸ λαμβάνουν μόνοι τους καὶ τὸ τρῶνε ἀμέσως γιὰ νὰ κατέβουν μέσα τους μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τυχὸν ἐναπομείναντες στὸ στόμα τοὺς Μαργαρίτες (βλ. λέξη).
Ἀντίφωνα: Εἶναι τροπάρια ποὺ ψάλλονται ἀπὸ τοὺς δυὸ χοροὺς στὴν Ἐκκλησία κατ᾿ ἀνταπόκριση. Δυὸ γνωστὰ ἀντίφωνα τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι «Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς» καὶ «Σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, ψάλλοντάς Σοι Ἀλληλούϊα». Στὰ Ἀντίφωνα αὐτὰ προηγοῦνται στίχοι ἀπὸ τοὺς ψαλμούς. Στὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς μετὰ τὰ Εὐλογητάρια καὶ τὴν Ὑπακοὴ ψάλλονται τὰ Ἀντίφωνα τῶν Ἀναβαθμῶν ὅπως ἀναλύθηκε προηγουμένως στοὺς Ἀναβαθμοὺς (τρία Ἀντίφωνα κάθε φορὰ x 3 τροπάρια), ἀκολουθεῖ τὸ προκείμενον καὶ ἀναγινώσκεται τὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀπάθεια: Εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἕλξη τῶν παθῶν, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγωνίζεται φιλοπόνως μὲ νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία, σιωπὴ καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἀπαρχές: Μικρὲς ποσότητες ἀπὸ τοὺς πρώτους, καλύτερους, καρποὺς τῶν προϊόντων τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι προσφέρονται σὰν δῶρο εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας στὸν Θεό. Ἡ ἀφιέρωση στὸν Θεὸ τῶν πρώτων καρπῶν ἐξαγιάζει ὅλη τὴ συγκομιδή, γιατί τὸ μέρος ἀντιστοιχεῖ στὸ ὅλο (Ῥωμ. ια´, 16). Ἡ προσφορὰ τῶν πρωτοτόκων, τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων, δηλ. «πᾶν διανοῖγον μήτραν» εἶναι μία εἰδικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου γιὰ τὶς ἀπαρχὲς (Ἐξ. κβ´, 28 ἐξ.). Στὶς 6 Αὐγούστου προσφέρονται καὶ εὐλογοῦνται στοὺς Ναοὺς τὰ σταφύλια, στὶς 14 Σεπτεμβρίου οἱ σπόροι, τὸ Πάσχα τὸ τυρὶ καὶ τὰ αὐγὰ κ.λπ.
Ἀπόστιχα: ἢ «ἀπὸ στίχου» ἢ «τὰ τοῦ στίχου» εἶναι τροπάρια ποὺ ψάλλονται στὸν Ἑσπερινὸ μετὰ τὰ Πληρωτικὰ καὶ στὸν Ὄρθρο καθημερινῆς πρὸ τῆς ἀπολύσεως (ὅταν διαβάζονται οἱ ψαλμοὶ τῶν Αἴνων). Οἱ στίχοι ποὺ προηγοῦνται στὰ διάφορα τροπάρια διαφέρουν σὲ ποσότητα καὶ ποιότητα. Τῶν Ἀποστίχων οἱ στίχοι εἶναι συνήθως κατ᾿ ἐκλογήν, ἐνῶ τῶν στιχηρῶν τροπαρίων οἱ στίχοι εἶναι κατὰ συνέχεια ἀπὸ τὸν στιχολογούμενο ψαλμό. Τὰ Ἀπόστιχα διακρίνονται: Σὲ Ἀναστάσιμα (ἀναφερόμενα στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), σὲ Σταυρώσιμα (στὰ πάθη καὶ στὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου), σὲ Ἀποστολικὰ (στοὺς Ἀποστόλους), σὲ Μαρτυρικά, Νεκρώσιμα καὶ Κατανυκτικὰ (ποὺ ἀναφέρονται στὶς μετὰ κατανύξεως δεήσεις μας).
Ἀποστολικὲς Διαταγές: Κανονικολειτουργικὴ συλλογὴ τοῦ Δ´ αἰώνα. Εἶναι κείμενο ψευδεπίγραφο (βλ. λέξη).
Ἀποστολικοὶ Πατέρες: Λέγονται οἱ Ἐπίσκοποι καὶ oι Ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεiς τοῦ Α´ καὶ Β´ μ.Χ. αἰώνα. Τρεῖς εἶναι οἱ κυρίως Ἀποστολικοὶ Πατέρες, διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων: Ὁ Κλήμης ἐπίσκοπος Ῥώμης (†101), ὁ Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σμύρνης († 156) καὶ ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 113). Ἄλλοι Ἀποστολικοὶ Πατέρες εἶναι ὁ Παπίας, ὁ Βαρνάβας, ὁ Ἑρμᾶς καὶ ὁ Φιλόθεος Βρυένιος. Οἱ περισσότεροι ὑπῆρξαν συγγραφεῖς «λόγω περιστάσεων».
Ἀρτοκλασία: Ἁγιαστικὴ πράξη καὶ τελετὴ εὐλογίας τῶν βασικῶν προϊόντων τῆς γῆς (σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου) σὲ ἀνάμνηση τῆς εὐλογίας τῶν πέντε ἄρτων ἀπὸ τὸν Χριστὸ (Ματ. ιδ´, 19-20). Οἱ πιστοὶ προσφέρουν τὰ δῶρα τους στὸν Χριστὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία Του τὰ εὐλογεῖ καὶ εὔχεται γιὰ τὴν πλούσια καρποφορία τους στοὺς ἑορτάζοντες καὶ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ «εὐλογεῖ, ἁγιάζει καὶ τρέφει τὰ σύμπαντα». Στὸν Ἑσπερινὸ τελεῖται πρὶν ἀπὸ τὰ Ἀπόστιχα καὶ στὸν Ὄρθρο μετὰ τὴ Δοξολογία.
Ἀρχὴ (βάζω ἀρχή): Ἡ ἀνανέωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος μὲ περισσότερη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μετὰ ἀπὸ κάθε πτώση ἢ χαλάρωση τοῦ ζήλου καὶ τῆς ἀγωνιστικότητάς του.
Βάπτισμα: Τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. «Σύμφυτος» μὲ τὸ θάνατο, τὴν ταφὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα (Ῥωμ. στ´, 3, 4, Κολ. β´, 12). Πραγματοποιεῖται μὲ τὴν τριπλὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ἁγιασμένο νερὸ τῆς κολυμβήθρας ἢ τοῦ βαπτιστηρίου στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. (Ἡ κατάδυση συμβολίζει τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάδυση τὴν ἀνάσταση μαζί Του). Μὲ τὸ βάπτισμα ὁ πιστὸς γίνεται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α´ Κορ. στ´ 19), τὸ θετὸ παιδὶ τοῦ Πατέρα (Γαλ. δ´, 5 καὶ ἑξ.), ὁ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ζεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ μέλλει νὰ μοιραστεῖ τὴ δόξα Του (Ῥωμ. η´, 2.9.10.17, Ἐφ. β´, 6). Τὸ ὄνομα στὸ παιδὶ δίνεται, (πρέπει νὰ δίνεται), τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννησή του. Τὸ βάπτισμα ἀνάγκης, (τὸ ἀεροβάπτισμα), γίνεται στὸν ἀέρα, ὅταν τὸ παιδὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνει. Ὑψώνεται τρὶς στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ προηγουμένως ἔχουμε πεῖ: «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τάδε». Τελεῖται ἀπὸ κάθε πιστὸ ἄνδρα ἢ γυναίκα.
Βασκανία: Τὸ μάτιασμα τοῦ ὀλιγόπιστου ἀπὸ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐπηρεάζουν μὲ λόγια, μὲ ἔργα ἢ μὲ τὴ σκέψη τοὺς συνανθρώπους τους, ἐπικαλούμενοι ἀντίθεες-σατανικὲς δυνάμεις. Ἡ Ἐκκλησία παραδέχεται τὴ δυνατότητα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων νὰ βασκάνουν συνανθρώπους τους, ἔχει εἰδικὴ εὐχὴ τὴν ὁποία διαβάζουν οἱ Ἱερεῖς (δὲν εἶναι καλὸ νὰ διαβάζεται ἀπὸ λαϊκούς) καὶ τονίζει ὅτι ὅσοι μετέχουν στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐξομολόγηση-Θεία Κοινωνία) δὲν προσβάλλονται, διότι εἶναι δυνατοί· τοὺς προστατεύει ὁ παντοδύναμος Θεὸς (μόνο οἱ ἀδύνατοι ὀργανισμοὶ προσβάλλονται σὲ περίπτωση ἐπιδημίας π.χ. γρίππης).
Βεελζεβούλ: Εἶναι ὁ σατανάς, ὁ διάβολος.
Βῆλον: Τὸ βυσσινὶ ἢ κεραμιδὶ ὑφασμάτινο καταπέτασμα (ἢ αὐλαία) ποὺ κρέμεται στὴν Ὡραία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ καὶ χωρίζει μαζὶ μὲ τὰ βημόθυρα τὸ Ἅγιο Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως Ναό.
Βημόθυρα: Οἱ δυὸ σκαλιστὲς καὶ πολλὲς φορὲς εἰκονογραφημένες πόρτες τῆς Ὡραίας Πύλης.
Γάμος: Τελετουργικὴ πράξη κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία παρέχει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς νυμφευομένους. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τελεῖται μαζὶ μὲ τὴ μνηστεία (τοὺς ἀῤῥαβῶνες). Παλαιότερα ἦταν συνδεδεμένος μαζὶ μὲ τὴ Θεία Λειτουργία. Σκοπός του εἶναι ἡ πνευματικὴ ὁλοκλήρωση τῶν συζύγων (γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία) καὶ ἡ τεκνογονία. Γιὰ τοὺς πιστοὺς ὁ γάμος εἶναι «μέγα μυστήριον εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφ. ε´, 12). Ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ζωντανὸ παράδειγμα ὑποταγῆς καὶ ἀγάπης, ποὺ πρέπει νὰ μιμοῦνται οἱ σύζυγοι. Γιὰ τὴ σύναψη Γάμου δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν κωλύματα (συγγενείας κ.λπ.), διότι αὐτὰ τὸν ἐμποδίζουν. Ἡ διάλυσή του εἶναι σοβαρὴ παράβαση μὲ πολλὲς συνέπειες· «ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Μάρ. ι´, 9). Γι᾿ αὐτὸ πρὶν φθάσει κανεὶς στὸ γάμο πρέπει νὰ γνωρίσει καλὰ τί ἄνθρωπο παίρνει καὶ τί ὑποχρεώσεις ἀναλαμβάνει. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιτρέπει τὴ διάλυσή του, χωρὶς καὶ νὰ τὴν ἐπιβάλλει, μόνο γιὰ λόγους μοιχείας. «Κατ᾿ οἰκονομία», ἀργότερα, δέχθηκε καὶ ἄλλους λόγους ποὺ πρότεινε τὸ κράτος.
Γενέθλιος ἡμέρα: Εἶναι ἡ ἡμέρα μαρτυρίου ἢ κοιμήσεως ἑνὸς Ἁγίου. Εἶναι ἡμέρα εἰσόδου του στὴν Οὐράνιο Βασιλεία-Ἐκκλησία. Οἱ Ὀρθόδοξοι αὐτὰ τὰ γενέθλια ἑορτάζουμε ποὺ συμπίπτουν μὲ τὴν ὀνομαστική μας ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου μας ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομά του. Οἱ Προτεστάντες ποὺ δὲν ἔχουν Ἁγίους ἑορτάζουν καὶ τιμοῦν ἀνθρωποκεντρικὰ τὴν ἡμέρα γεννήσεώς τους σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἐμεῖς ζοῦμε καὶ ἑορτάζουμε θεανθρωποκεντρικά.
Γιαχβέ: Ἑβραϊκὴ ὀνομασία τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία ἔδωσε στὸν ἑαυτό Του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς (Ἔξ. γ´, 13-15· λδ´, 6 ἐξ.). Τὴν ἀποκάλυψε στὸ Μωϋσῆ μέσα στὴν ἔρημο καὶ στὴν ὀδύνη τῆς ἐξορίας.
Γονυκλισία: Εὐλαβικὴ στάση μὲ κάμψη τῶν γονάτων κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, σὲ ἔνδειξη ταπεινώσεως, μετανοίας καὶ συντριβῆς μπροστὰ στὸν Θεό. Καὶ ὁ Κύριος «θεῖς τὰ γόνατα προσηύχετο» (Λουκ. κβ´, 41). Γενικὴ Γονυκλισία στὴν Ἐκκλησία γίνεται στὸν Ἑσπερινό τῆς Πεντηκοστῆς (ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Δὲ γίνεται Γονυκλισία ἀπὸ τὸ Ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου μέχρι τὸ ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.
Δαίμονες: Ἦσαν κάποτε τὸ δέκατο τάγμα τῶν Ἀγγέλων. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἀρχηγοῦ τους Ἑωσφόρου (=ὁ φέρων τὴν ἕω, τὴν αὐγή) ἐξέπεσαν τῆς ἰδιότητάς τους καὶ κατέστησαν πονηρὰ πνεύματα, λόγῳ ἀλαζονείας καὶ ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας. Ὁ Ἑωσφόρος ἢ Διάβολος ἢ Σατανὰς ἔκτοτε καὶ οἱ δαίμονές του, μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἀντιμάχονται τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχθρεύονται ἀπὸ καταβολῆς κόσμου τὸν ἄνθρωπο. Σὰν πνευματικὲς ὑπάρξεις διαθέτουν μεγαλύτερες ἱκανότητες ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐπηρεάζουν τὸ λογισμό του (τὴ σκέψη του), ὁδηγώντας τον στὴν ἁμαρτία, στὴν ἀπελπισία, στὴν ἀπώλεια. Ὅποιος ὅμως μετέχει στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Ἐξομολόγηση καὶ Θεία Κοινωνία) ἐξουδετερώνει τὶς ἐπιδράσεις ἢ ἐπιθέσεις τῶν Δαιμόνων χάρη στὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τὸ Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Διότι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ τὸ ἔργο Του, ἀντιμετωπίζει προσωπικὰ τὸ Σατανὰ καὶ τὸν νικᾶ (Ματ. δ´ 11) μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες, ποὺ ἐξουσιάζουν τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα, καὶ τοὺς νικᾶ στὸ δικό τους χῶρο. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν πολυαρίθμων ἐπεισοδίων μὲ τοὺς δαιμονιζομένους. Ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἀσθένεια (τῶν δαιμονισμένων) ἀντιμετωπίζει καὶ θριαμβεύει πάνω στὸ Σατανά. Ὅμως ὁ ἀγώνας κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων θὰ τελειώσει, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὴν τελευταία πράξη τῆς «ἱστορίας τῆς σωτηρίας», τὴν «Ἡμέρα τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. ιε´ 24-28).
Δέκα ἐντολές: Εἶναι ὁ πρῶτος γραπτὸς νόμος τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε στὸ Μωυσῆ, στὸ ὄρος Σινᾶ, τρεῖς μῆνες μετὰ τὴν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Λεπτομέρειες ὑπάρχουν στὰ ιθ´ καὶ κ´ κεφάλαια τῆς Ἐξόδου.
Ἐντολὴ 1η: Ἐγὼ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου· οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ (κ´ 2-3).
2η: Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς (στίχ. 4-5).
3η: Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ (στίχ. 7).
4η: Μνήσθητι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν· ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον (στίχ. 8-10).
5η: Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι (στίχ. 12).
6η: Οὐ μοιχεύσεις (στίχ. 13).
7η: Οὐ κλέψεις (στίχ. 14).
8η: Οὐ φονεύσεις (στίχ. 15).
9η: Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδὴ (στίχ. 16).
10η: Οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστὶ (στίχ. 17).
Δεσποτικὲς ἑορτές: Οἱ ἑορτὲς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένες στὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Διάκριση: Ἡ ἐνέργειά του νὰ διακρίνω, νὰ ξεχωρίζω τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, σὰν προτιμότερο ἢ καταλληλότερο γιὰ τὴν περίσταση· τὸ χάρισμα τοῦ διακρίνειν ἢ προφητεύειν. Εἶναι καρπὸς τῆς βαθειᾶς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀπάθειας. Προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀπόκτησή τῆς: ἡ γνώση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ (γραπτοῦ καὶ παραδόσεως), ἡ ὀρθὴ δογματικὴ συνείδηση καὶ ἡ προσωπικὴ πνευματικὴ ἐμπειρία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὑποταγὴ σὲ πνευματικὸ ὁδηγό.
Δίπτυχο: Ἁπλὸ ἢ ἐπισημότερο χαρτὶ διπλωμένο στὴ μέση, ὅπου γράφονται, στὴ γενικὴ πτώση, τὰ ὀνόματα ζώντων (ἀριστερά) καὶ τεθνεώτων (δεξιά). Τὸ δίνουμε μαζὶ ἢ χωρὶς Πρόσφορο στὸν Ἑσπερινό του Σαββάτου συνήθως (ἢ ἄλλης μεγάλης ἑορτῆς) στοὺς Ἱεροὺς Ναούς, γιὰ νὰ μνημονεύσει ὁ Ἱερέας τὰ ὀνόματα στὴν Ἱερὰ Προσκομιδή.
Διωγμοί: Οἱ διώξεις, τὰ μαρτύρια καὶ οἱ θάνατοι τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ εἰδωλολάτρες ἢ ἀλλοθρήσκους Βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες. Τὸ μυστήριο τοῦ διωγμοῦ διακρίνεται ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ πόνου. Ὁ πόνος ἀποτελεῖ πρόβλημα ποὺ κτυπάει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ τοὺς δίκαιους. Ὁ διωγμὸς χτυπάει τοὺς δίκαιους, ἐπειδὴ εἶναι δίκαιοι.
Δοξαστικό: Τὸ ἰδιόμελο τροπάριο, στὸ ὁποῖο προηγεῖται o στίχος «Δόξα Πατρί...». Στὸν Ἑσπερινὸ ψάλλεται μετὰ τὰ Ἑσπέρια καὶ τὰ Ἀπόστιχα. Στὸν Ὄρθρο ψάλλεται στὴ Λιτὴ καὶ στοὺς «Αἴνους» ἢ στὰ Ἀπόστιχα. Ἑωθινὸ Δοξαστικὸ ὀνομάζεται τὸ δοξαστικὸ τροπάριο τῶν «Αἴνων», ποὺ ἔχει θέμα τὸ ἀντίστοιχο εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὰ ἕνδεκα ἑωθινὰ Εὐαγγέλια.
Δωδεκάορτο: Οἱ δώδεκα Δεσποτικὲς ἑορτὲς ποὺ ἀναφέρονται στὰ σπουδαιότερα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.
Δωρεά: Πίσω ἀπὸ κάθε Δωρεὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς διδάσκει νὰ ἀναγνωρίζουμε μία θεϊκὴ πρωτοβουλία· «Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἐκ σοῦ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰακ. α´ 17). Συνεπῶς ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμὸς σφάλλει ὅταν ἰσχυρίζεται ὅτι προηγεῖται τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν o ἄνθρωπος ἀποδέχεται τὴ θεϊκὴ αὐτὴ πρωτοβουλία γίνεται ἱκανὸς γιὰ μία μεγαλύτερη γενναιοδωρία ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι καλεῖται μὲ τὴ σειρά του ν᾿ ἀσκήσει καὶ αὐτὸς τὴ δωρεὰ (Α´ Ἰω. γ´ 16). «Ὅ,τι καλὸ ἔχεις ἢ ἐπιτυγχάνεις νὰ τὸ ἀποδίδεις στὸν Θεό» (Γέροντας Παΐσιος).
Ἑβδομάδα: Ἡ περίοδος τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν πού, ὁλόκληρο τὸ χρόνο, ἀρχίζουν ἀπὸ Δευτέρα καὶ τελειώνουν τὴν Κυριακή. Ἐξαίρεση τοῦ κανόνα αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἡ περίοδος ποὺ ἀρχίζει τὴν Κυριακή του Πάσχα καὶ τελειώνει τὴν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς. Σ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ ἑβδομάδα ἀρχίζει τὴν Κυριακή. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀριθμοῦνται οἱ ἡμέρες, οἱ Κυριακὲς καὶ οἱ ἑβδομάδες στὸ «Εὐαγγέλιο», ποὺ χρησιμοποιεῖται στοὺς Ἱ.Ναοὺς γιὰ τὴν ἀνάγνωση κάθε ἡμέρα τῶν περικοπῶν.
Εἰσοδικό: Τὸ τροπάριο ποὺ ψάλλεται στὰ συλλείτουργα μετὰ τὸ «Σοφία ὀρθοί», στὴ μικρὴ Εἴσοδο.
Εἴσοδος Μεγάλη: Ἡ μεταφορὰ τῶν προσκομισθέντων τιμίων Δώρων ἀπὸ τὴν Προσκομιδὴ στὴν Ἁγία Τράπεζα, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου.
Εἴσοδος Μικρά: Ἡ μεταφορὰ τοῦ Εὐαγγελίου διὰ μέσου τοῦ Ναοῦ στὴν Ἁγία Τράπεζα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς ψαλμωδίας τοῦ γ´ Ἀντιφώνου.
Ἐκφώνησις: Ἡ τελευταία φράση μιᾶς λειτουργικῆς εὐχῆς ποὺ λέγεται σὲ ἐμμελῆ ἀπαγγελία. Τὸ κυρίως μέρος τῆς εὐχῆς λέγεται χύμα, εἴτε μυστικῶς, εἴτε χαμηλόφωνα, εἴτε ἐκφώνως (δυνατά).
Ἑορτολόγιο: Ὁ ἐτήσιος κύκλος τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν ποὺ ἀρχίζει τὴν 1η Σεπτεμβρίου. Περιλαμβάνει τὶς κινητὲς καὶ ἀκίνητες ἑορτές.
Εὐδοκία: Εἶναι ἡ καλὴ διάθεση, ἡ ἐπιδοκιμασία, ἡ εὔνοια, ἡ πλήρης εὐαρέσκεια. Ὅ,τι ἔγινε, γίνεται καὶ θὰ γίνει, λαμβάνει χώρα εἴτε «κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ» εἴτε «κατὰ παραχώρησή Του». Στὴν «εὐδοκία» ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς «ἐπηρεασμένος» ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στὴν «παραχώρηση» ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ, ἐπειδὴ «Τὸν ἐπηρεάζει» τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου (ὁ ἐγωϊσμός του). Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος «κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ» τὸν ἁγιάζει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Ὅ,τι κάνει «κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ» τὸν ὁδηγεῖ στὴ δοκιμασία ἢ στὴν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας του, ἐὰν δὲν μετανοήσει.
Εὐλογία: Ἡ ἔκφραση εὐχῆς ἢ καλοῦ λόγου (εὐ + λόγος) σ᾿ ἀντίθεση πρὸς τὸν κακὸ λόγο, τὴν κατάρα. Πρόκειται γιὰ τὴν τελευταία ὁρατὴ χειρονομία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ, αὐτὴ ποὺ ἀφήνει στὴν Ἐκκλησία Του, τὸ δῶρο τῆς εὐλογίας Του (Λκ. κδ´ 50). Γι᾿ αὐτὸ προφανῶς ἀργότερα καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος μας συμβουλεύει: «Εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε» (Ῥωμ. ιβ´,14). Ἡ Εὐλογία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέχονται τὴν Εὐλογία ὁ Θεός, οἱ ἄνθρωποι, ἡ ἄλογη καὶ ἡ ἄψυχη φύση. Ὁ ἄνθρωπος εὐλογεῖ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ὑμνεῖν, τοῦ δοξολογεῖν καὶ τοῦ μακαρίζειν τὸν Θεό. Ἡ Εὐλογία ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ ἐπίδραση· φέρει χαρά, εὐτυχία, ἐπάρκεια, γονιμότητα, ἐνῶ ἡ κατάρα στέρηση, δυστυχία, συμφορά. Στὴ Θεία Λειτουργία ἡ Εὐλογία τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται στοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ Λειτουργὸ μὲ τὴ σταυροειδῆ κίνηση τοῦ χεριοῦ ἢ τοῦ σταυροῦ εὐλογίας. Τὸ ζητούμενο στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ Εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν ταπεινὴ ἐκτέλεση τοῦ θελήματός Του. Ὁ εὐλογημένος ἄνθρωπος ἀποκαλύπτει τὴν ἀνεξάντλητη μεγαλοδωρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἀναφαίρετες δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εὐλογία λέγεται καὶ ἡ Προσφορά, τὸ Ἀντίδωρο καὶ ὅ,τι κανεὶς προσφέρει μὲ τέτοια διάθεση.
Εὐσέβεια: Ἡ Εὐσέβεια θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς μας σὰν μία πιστότητα καὶ ἀκρίβεια στὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν μας καθηκόντων, ποὺ συχνὰ περιορίζονται στὶς ἀσκήσεις εὐσέβειας καὶ μάλιστα ὁρισμένες ἡμέρες καὶ ὦρες τοῦ 24ώρου. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ Εὐσέβεια ἀκτινοβολεῖ περισσότερο: περιλαμβάνει ἀκόμη τὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν «εὐσεβής» ὡς ἐκτελῶν πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ στὸ πρόσωπό Του ἡ Εὐσέβεια τοῦ Χριστιανοῦ βρίσκει τὴν πηγὴ καὶ τὸ πρότυπό της. Αὐτὸν μιμοῦνται τὰ πρόσωπα ποὺ ἀναφέρονται στὰ χωρία (Λουκ. Β´, 25· Πράξ. β´, 5· ι´, 2· κβ´, 12 καὶ η´, 2), ἡ λατρεία τους ἐμπνέεται ἀπὸ υἱϊκὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Θεὸ (Γαλ. δ´, 6) καὶ ἡ δικαιοσύνη τους εἶναι «πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. ε´, 6). Τέτοια εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ Εὐσέβεια καὶ ἔχει δυὸ χαρακτηριστικά: Πρῶτον, ἐλευθερώνει τὸν πιστὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ χρῆμα (ἡ ψεύτικη Εὐσέβεια εἶναι ἄπληστη στὸ κέρδος) καὶ δεύτερον, δίνει τὴ δύναμη νὰ ὑπομένει ὁ ἄνθρωπος τοὺς διωγμοὺς (εἰρωνεῖες, πιέσεις, διώξεις κ.λπ.), ποὺ εἶναι o κλῆρος αὐτῶν ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν εὐσεβῶς (Β´ Τιμ. γ´, 12). Ἔτσι ὁ ἀληθινὰ εὐσεβὴς Χριστιανὸς μιμεῖται τὸν Χριστὸ καὶ ἔτσι ἀποκαλύπτει στοὺς ἀδελφούς του τὸ πρόσωπο τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας.
Ἡμερολόγιο: Τὸ 44 π.Χ. ἄρχισε νὰ ἰσχύει τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο. Βάσει αὐτοῦ ἡ Α´ Οἰκ. Σύνοδος καθόρισε τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Τὸ ΙΣΤ´ αἰ. καθιερώθηκε τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο τὸν ΙΓ´ τὸ ὁποῖο σταδιακὰ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὰ διάφορα κράτη. Τὸ νέο Ἡμερολόγιο, ἡ Ἑλλάδα τὸ καθιέρωσε τὸ 1923 καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας τὸ Μάρτιο τοῦ 1924. Ἕνα τμῆμα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας παρέμεινε πιστὸ στὸ παλαιὸ Ἡμερολόγιο, τὸ Ἰουλιανό. Αὐτοὶ εἶναι οἱ λεγόμενοι παλαιοημερολογίτες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν «κοινωνίαν» μὲ καμμία Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν, ὅπως ἔχει τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ ὁποῖο, παρ᾿ ὅτι ἀκολουθεῖ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο, «κοινωνεῖ» καὶ μὲ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ μὲ τὶς λοιπὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τὸ χειρότερο ὅμως μὲ τοὺς παλαιοημερολογίτες εἶναι ὅτι καὶ μεταξύ τους δὲν ἔχουν «κοινωνίαν», ἐφ᾿ ὅσον ἔχουν τεμαχιστεῖ σὲ πολλὲς αὐτοκέφαλες παρατάξεις, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχουν ἀλληλοαφοριστεῖ καὶ ἐπιπλέον ἔχουν ἕνα φανατισμὸ ξένο πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ ἕνα ζήτημα μάλιστα (τῆς διαφορᾶς τῶν 13 ἡμερῶν), τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι δογματικό.
Θάνατος: Τὸ φαινόμενο τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὑπάρχει καὶ ὁ λεγόμενος «θάνατος» τῆς ψυχῆς, ποὺ σημαίνει χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θάνατος εἶναι συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, διότι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε μὲ τὴ δυνατότητα τῆς ἀθανασίας, σταδιακὰ θὰ τὴν ἀποκτοῦσε, ἐὰν δὲν παρήκουε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὁπότε δὲ θὰ γνώριζε θάνατο. Ἔτσι, μόνος του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ζωῆς καὶ ζοῦσε στὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου, στὸν πόνο, στὸ μόχθο, στὴ φθορά. Ἐὰν ζοῦσε ἐπ᾿ ἄπειρον (καὶ δὲν πέθαινε), ἡ ζωή του μ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες θὰ ἦταν κυριολεκτικὰ ἕνα μαρτύριο καὶ μιὰ αἰώνια καταδίκη. Γι᾿ αὐτὸ ὁ θάνατος θεωρεῖται καὶ εἶναι εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θάνατος ὀνομάζεται ὕπνος· κάποια ἡμέρα ὅλοι oι κεκοιμημένοι (oἱ νεκροί) θὰ ξυπνήσουν (βλ. Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν).
Θέλημα: Εἶναι ἡ βουλητικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἢ τὸ ἀντικείμενο στὸ ὁποῖο συγκεντρώνεται ἡ βούλησή μας. Ἡ ἐλεύθερη βούληση εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ χαρακτηριστικά του «κατ᾿ εἰκόνα» πού, μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ὑποδουλώθηκε στὸ διάβολο. Μετὰ τὴν ἀπόλυτη ὅμως ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπινου θελήματος τοῦ Θεανθρώπου στὸ θέλημα τοῦ Πατρός, ἀποκαταστάθηκε ἡ «πεπτωκυΐα» βούληση στὸ «κατὰ φύσιν». Ἀπὸ τότε ἡ συμφωνία τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ «ἐν Χριστῷ», ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς διεστραμμένης ἐλευθερίας του. Ἡ Πατερικὴ πείρα χαρακτήρισε τὸ θέλημα τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, σὰν χάλκινο τεῖχος ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀγώνα (τοῦ ἀνθρώπου) γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, σὰν μαρτύριο καὶ σταυρό. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Διότι ὅταν κανεὶς ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημά του, ἀρχικὰ ἀπολαμβάνει τὴν τέρψη τῆς ἡδονῆς, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἐφήμερη, παραπλανητικὴ καὶ καταλήγει γρήγορα σὲ ἀπογοήτευση καὶ πίκρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ἀξιολογεῖται περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, oἱ ὁποῖες χωρὶς τὴν ὑπακοὴ αὐξάνουν τὸν ἐγωκεντρισμὸ καὶ ἐνισχύουν τὴ φιλαυτία. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει στὸ θέλημά του ἔχει μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν συνταιριαστεῖ τὸ δικαίωμα μὲ τὸ θέλημα εἶναι θάνατος, μεγάλος κίνδυνος, μεγάλος φόβος. Τότε πέφτει ἐντελῶς ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος».
Θεομητορικὴ ἑορτή: Οἱ ἑορτὲς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένες στὸ πρόσωπο τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας: Γενέσιο, Εἰσόδια, Εὐαγγελισμός, Ὑπαπαντή, Σύλληψη Ἁγίας Ἄννης, Κοίμηση.
Θεοτοκάριο: Λειτουργικὸ βιβλίο ποὺ περιέχει 56 ᾀσματικοὺς κανόνες στοὺς ὀκτὼ ἤχους, ἀφιερωμένους στὴ Θεοτόκο. Ψάλλονται συνήθως στὰ Μοναστήρια μετὰ τὸν Ἑσπερινό, κάθε ἡμέρα (ἐκτὸς Μ. Ἑβδομάδας, Διακαινησίμου καὶ Δωδεκαημέρου).
Θεοτοκίο: Τροπάριο ποὺ ἐγκωμιάζει τὴ Θεοτόκο καὶ κατακλείει τὶς ὁμάδες τῶν τροπαρίων ἢ τὶς ὠδὲς τῶν κανόνων μὲ στίχο τὸ «Καὶ νῦν καὶ ἀεί...».
Θρησκόληπτος: Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀῤῥωστημένες θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις. Παρουσιάζει προσκόλληση σὲ τύπους καὶ φανατισμό. Ὅταν προχωρήσει τὸ κακὸ γίνεται ψυχικὴ ἀῤῥώστεια, ἡ ὁποία ὀνομάζεται «θρησκοληψία».
Ἱεροπραξία: Εἶναι κάθε ἁγιαστικὴ πράξη (τελετὴ ἢ εὐχή) τοῦ Κληρικοῦ ποὺ γίνεται κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἔργου τῆς Λατρείας ἢ βάσει τοῦ Εὐχολογίου. Ἡ πράξη αὐτὴ προσλαμβάνει χαρακτήρα μυστηριακὸ ἢ συμβολικὸ καὶ μὲ ὁρατὸ σημεῖο (τὴ συγκεκριμένη ἁγιαστικὴ πράξη), ἡ ἀόρατη χάρη τοῦ Θεοῦ κοινωνεῖται ἀπὸ τὸν πιστὸ («ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» Πρ. β´, 17). Μὲ τὴ στενὴ ἔννοια οἱ ἁγιαστικὲς πράξεις διακρίνονται τῶν Μυστηρίων κατὰ τὸ ὅτι μὲ τὰ τελευταῖα ποὺ εἶναι θεοσύστατα, τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρέχονται ἀσφαλῶς καὶ μὲ τὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ οἱ ἁγιαστικὲς πράξεις, ποὺ ἔχουν συσταθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι, γενικά, προαιρετικὲς καὶ oι περισσότερες ἔχουν ἰδιωτικὸ χαρακτήρα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ Μυστήρια.
Ἀπαρίθμηση ἁγιαστικῶν πράξεων - ἱεροπραξιῶν.
α. Καθιέρωση καὶ εὐλογία τόπων, στοιχείων καὶ ἀντικειμένων λατρείας:
Ἐγκαίνια Ναοῦ, καθιερώσεις Ἀντιμηνσίου, Εἰκόνων, Σκευῶν λατρείας, μεγάλος καὶ μικρὸς Ἁγιασμός, Λειτουργικὲς εὐλογίες σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου, ἢ καρπῶν, βαΐων κ.λπ.
β. Λειτουργικὸς ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν:
Συμμετοχὴ στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες τῶν Ἱερῶν Ναῶν (Ἑσπερινοῦ-Ὄρθρου ἢ Παρακλήσεων), συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας -κυρίως Ἐξομολόγηση καὶ Θ. Κοινωνία- ἀλλὰ καὶ στὰ λοιπὰ Μυστήρια, ἐπιδίωξη συμμετοχῆς σὲ χειροθεσίες, ὀφφικιακὲς εὐλογίες, μυστήρια ἱερωσύνης, γάμου, σὲ μοναχικὲς ἀφιερώσεις κ.λπ.
γ. Ἰδιωτικὸς ἁγιασμὸς τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἐκχέει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸ σύνολο τῆς ἰδιωτικῆς, οἰκογενειακῆς καὶ ἐπαγγελματικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ: Εὐλογεῖ οἴκους, ὀχήματα, ἀγρούς, ποίμνια, συγκομιδές, δέντρα, καρπούς. Προστατεύει τὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν ἀπὸ κάθε δαιμονικὴ ἐπίδραση, ἐξορκίζει τοὺς δαιμονισμένους, ἐξαγνίζει τόπους καὶ ὅ,τι ἀκάθαρτο. Ἀπευθύνει πρὸς τὸν Θεὸ προσευχὲς γιὰ κάθε περίσταση ἢ ἀνάγκη τοῦ πιστοῦ: ἔναρξη κάθε ἐργασίας ἢ σπουδῶν, γιὰ ἀσθενεῖς, ταξιδεύοντες, κατὰ τῶν πλημμυρῶν, σεισμῶν, χαλάζης, ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων κ.λπ.
Ἡ ἱεροπραξία μὲ τὴν ὁποία τελοῦνται τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας λέγεται Ἱερουργία ἢ Ἱεροτελεστία.
Ἡ ἱεροπραξία μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῆς χειρὸς στὴν κεφαλὴ προχειρίζει τὸν πιστὸ σὲ ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα κατωτέρας τάξεως (Ἀναγνώστου, Ψάλτου, Ὑποδιακόνου κ.λπ.) λέγεται Χειροθεσία (τελεῖται ἔξω τοῦ ἱεροῦ Βήματος).
Ἡ ἱεροτελεστία μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῆς χειρὸς στὴν κεφαλὴ προχειρίζει τὸν χειροτονούμενο, σὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης λέγεται Χειροτονία.
Καθαγίασις: Ἡ μεταβολὴ σὲ ἅγιο κάποιου ἀντικειμένου. Εἰδικώτερα Καθαγίασις λέγεται ἡ μεταβολὴ τῶν τιμίων Δώρων σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Καθαίρεσις: Ἡ μεγαλύτερη ποινὴ ποὺ ἐπιβάλλεται στοὺς κληρικοὺς τῶν τριῶν βαθμῶν. Ὁ τιμωρούμενος ἐπανέρχεται στὴν τάξη ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε (λαϊκὸς ἢ μοναχός).
Κάθισμα: Τοῦ Ψαλτηρίου. -Τροπάριο ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν ἀνάγνωση (ἢ μὴ) τοῦ Ψαλτηρίου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου ὁ λαὸς κάθεται. Κάθισμα ὑπάρχει καὶ μετὰ τὴν γ´ ᾠδή. Τὰ Καθίσματα εἶναι ποικίλου περιεχομένου.
-Τὸ ἐρημητήριο τοῦ Μοναχοῦ στὸ ὁποῖο ἀσκεῖται αὐστηρότερα.
-Τὸ ἐξάρτημα μιᾶς Μονῆς ἔξω ἀπὸ τὴ Μονή, ποὺ ἔχει καὶ Ἱ.Ναό.
Κανίον: Δοχεῖο μὲ ῥοδόσταγμα γιὰ ῥαντισμὸ τῶν εἰκόνων, τοῦ ἐπιταφίου κ.λπ.
Κανόνας: Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Ἡ συλλογὴ ἢ ὁ κατάλογος τῶν βιβλίων τῆς Π. καὶ Κ. Διαθήκης ποὺ ἀναγνωρίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία σὰν θεόπνευστα, αὐθεντικὰ καὶ γνήσια.
Κανόνας εἶναι καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὕμνος ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 8 ἢ 9 Ὠδές.
Κανόνας λέγεται καὶ ἡ ἰδιωτικὴ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ κομποσχοίνι ἐπὶ πλέον τῆς κανονικῆς, μετὰ τὴν πρωϊνὴ (Προοιμιακὴ καὶ Μεσονυκτικό) ἢ βραδυνὴ (Ἀπόδειπνο). Περιλαμβάνει τὴν ἐπανάληψη τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό» καὶ μετάνοιες, τὶς ὁποῖες θέτει καὶ ρυθμίζει ὁ Πνευματικός.
Κάρα: Τὰ ὀστᾶ τῆς κεφαλῆς ἑνὸς Ἁγίου.
Καρκινικὴ ἐπιγραφή: Ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ διαβάζεται καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς ὅμοια, π.χ. ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ.
Κατακλαστόν: Τὸ τεμάχιο τοῦ πρόσφορού τῆς Προσκομιδῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Λειτουργὸς ἐξάγει τὶς μερίδες ζώντων καὶ τεθνεώτων. Παλαιότερα Κατακλαστὸν ὀνομαζόταν τὸ ἀντίδωρο, λόγω ἐτυμολογίας· κατακλάω = τσακίζω, κόβω σὲ μικρὰ τεμάχια. Σήμερα Κατακλαστὸν λέγεται καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ προσφόρου, τὸ ὁποῖο ἐμποτίζεται στὸ νάμα καὶ τὸ τρώγουν μετὰ τὴ θεία Μετάληψη οἱ Κληρικοὶ ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ (παλαιότερα ἐδίδετο καὶ στοὺς λαϊκούς).
Κατάκριση: Τὸ νὰ κατηγορεῖ κανεὶς τὸ συγκεκριμένο ἄνθρωπο λέγοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι π.χ. ψεύστης ἢ πόρνος κ.λπ.
Καταλαλιά: Τὸ νὰ διαδίδει κανεὶς μὲ λόγια τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ σφάλματα τοῦ πλησίον του καὶ νὰ λέει ὅτι ὁ τάδε εἶπε π.χ. ψέματα, πόρνευσε κ.λπ.
Κατάλυση: Κατάργηση τῆς νηστείας σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό τῆς Ἐκκλησίας: Κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου, Κατάλυση ἰχθύος, Κατάλυση εἰς πάντα. Στὸ διάστημα αὐτὸ τρώγεται ὅ,τι καθορίζεται ἀπὸ τὰ σχετικὰ βιβλία. Ὅταν ὁ Διάκονος ἢ ὁ Λειτουργὸς Ἱερέας στὴν Ἁγία Πρόθεση τρώει τὰ ὑπόλοιπα τοῦ Ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου ποὺ ἀπέμειναν στὸ Ἅγιο Ποτήριο μετὰ τὴ Μετάληψη τῶν πιστῶν, λέμε ὅτι κάνει κατάλυση ἢ καταλύει (στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ καταλύων τὸ Ἅγιο Ποτήριο δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὁμιλεῖ).
Κατζίο: Ἰδιόμορφο θυμιατήριο χειρὸς χωρὶς ἁλυσίδες. Μ᾿ αὐτὸ θυμιατίζουν τὸ Ἱερό, τὶς Εἰκόνες καὶ τοὺς πιστοὺς στὶς ἀκολουθίες συνήθως τῶν Μεγάλων Ὡρῶν καὶ τὴ Μ. Τεσσαρακοστή.
Κιβώριο: Ὁ θόλος ἢ ὁ οὐρανὸς ποὺ καλύπτει -ὅπου ὑπάρχει- τὴν Ἁγία Τράπεζα.
Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης: Ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης ἦταν ἕνα ὁρατὸ σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸ Ἰσραήλ. Ἦταν ἕνα κιβώτιο διαστάσεων 1,25 x 0,75 x 0,75 μ. ὅπου φυλάσσονταν οἱ πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, ποὺ ἔλαβε ὁ Μωϋσῆς στὸ ὄρος Σινᾶ. Ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, κάτω ἀπὸ τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἦταν τὸ κινητὸ Ἱερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς τῆς Διαθήκης ἦταν παρών, προστάτευε τοὺς Ἱερεῖς, τοὺς ὁδηγοῦσε, τοὺς γνώριζε τὸν λόγο Του καὶ ἄκουε τὶς προσευχές τους.
Κλῆρος: Τὸ σῶμα τῶν Κληρικῶν τῆς Ὀρθ. Ἐκκλησίας. Διακρίνεται σὲ Ἀνώτερο Κλῆρο: Διάκονος, Πρεσβύτερος, Ἐπίσκοπος καὶ σὲ Κατώτερο Κλῆρο: Ὑποδιάκονος, Πρωτοψάλτης, Ἱεροψάλτης, Λαμπαδάριος (ἀριστερὸς ψάλτης), Ἀναγνώστης, Νεωκόρος κ.λπ.
Κόγχη: Τὸ ἡμικύκλιο ποὺ σχηματίζεται στὸ Ἅγιο Βῆμα πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα.
Κοιμητήριο: Τὸ νεκροταφεῖο. Ἐπειδὴ κατὰ τὴ Β´ Παρουσία τοῦ Κυρίου ὅλοι οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν, ὁ θάνατος θεωρεῖται ὕπνος καὶ ἑπομένως ὁ χῶρος ὅπου ἐνταφιάζονται οἱ Χριστιανοὶ ὀνομάζεται Κοιμητήριο.
Κοινωνικό: Ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται ὅταν κοινωνοῦν οἱ πιστοί.
Κόλαση: Ἡ λόγω ἐγωϊσμοῦ μὴ ἀνταπόκριση τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης στὴ Θεία ἀγάπη. Σημαίνει καὶ τιμωρία μὲ τὴν ἔννοια τῆς αὐτοτιμωρίας. Συνοδεύεται ἀπὸ πόνο καὶ μοναξιά, σ᾿ ἀντίθεση μὲ τὸν Παράδεισο, ποὺ σημαίνει κοινωνία-ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Κόλλυβα: Βυζαντινὴ ὀνομασία τοῦ βρασμένου σιταριοῦ, ποὺ περιέχει καὶ ξηροὺς καρπούς. Ἡ προσφορὰ κολλύβων συνδέεται μὲ τὴν ἀρχαία συνήθεια τῶν Ἀπαρχῶν καὶ γίνεται στὴ μνήμη ἑορταζομένων Ἁγίων, ὁπότε εὐλογοῦνται ἀπὸ τὸ Λειτουργὸ μὲ μία ὡραιότατη εὐχὴ (μνημονεύονται καὶ οἱ προσφέροντες αὐτὰ καὶ ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους προσφέρθηκαν) καὶ στὴ μνήμη τῶν κεκοιμημένων μας, ὄχι μόνο στὰ Ψυχοσάββατα, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλες τακτικότερες ἡμέρες ὑπὲρ τῶν ψυχῶν τῶν συγγενῶν μας. Τὸ σιτάρι συμβολίζει τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὅπως δηλαδὴ συμβαίνει μὲ τὸ σιτάρι ποὺ θάπτεται στὴ γῆ καὶ τὴν Ἄνοιξη φυτρώνει, ἔτσι θὰ γίνει καὶ μὲ τοὺς κεκοιμημένους.
Κολλυβάδες: Τὸ κίνημα τῶν Μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ ὑπερασπίστηκε τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ὅσον ἀφορᾶ στὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων (Κολλύβων) κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ ὄχι τῆς Κυριακῆς.
Κουρά: Ἡ εἴσοδος ἑνὸς Λαϊκοῦ (ἄνδρα ἢ γυναίκας) στὴν τάξη τῶν Μοναχῶν γίνεται μὲ «κουρά», δηλαδὴ μὲ τελεία ἀποκοπὴ τῶν μαλλιῶν, σὲ ἔνδειξη τελείας ἀφοσιώσεως στὸν Θεό. Σήμερα συμβολικὰ κόβονται σταυροειδῶς ὀλίγα μαλλιά, ἀπὸ τέσσερα σημεῖα τῆς κεφαλῆς του. Στὴν ἀρχή, μετὰ ἀπὸ καθορισμένη δοκιμασία γίνεται ῥασοφορία (διαβάζονται δυὸ μόνο εὐχὲς καὶ ὁ εἰσερχόμενος Μοναχὸς ἐνδύεται τὸ χιτώνα καὶ τὸ μοναχικὸ σκοῦφο) καὶ μετὰ ἀπὸ ὁρισμένα εὐδόκιμα χρόνια γίνεται ἡ κουρὰ ἢ ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Σχήματος. Καὶ oι δυὸ «κουρές» γίνονται μὲ Χειροθεσία ἀπὸ Ἐπίσκοπο ἢ Πρεσβύτερο (συνήθως Μεγαλόσχημο).
Κυριακοδρόμιο: Ἡ ἐτήσια σειρὰ τῶν Ἀναγνωσμάτων τῆς Κυριακῆς (Ἑωθινῶν Εὐαγγελίων, Ἀποστόλων καὶ Εὐαγγελίων). Κυριακοδρόμιον λέγεται καὶ τὸ βιβλίο ποὺ περιέχει κηρύγματα στὰ ἀνωτέρω ἀναγνώσματα.
Κωλύματα Ἱερωσύνης: Στὸ μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης δὲ χωρεῖ οἰκονομία. Ὁ ὑποψήφιος Ἱερεὺς πρέπει:
α. Νὰ εἶναι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος.
β. Νὰ ἔχει νόμιμη ἡλικία (25Δ, 30Π, 35Ε).
γ. Νὰ διακρίνεται γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη του.
δ. Νὰ εἶναι ἀρτιμελὴς καὶ νὰ μὴν πάσχει ψυχικῶς.
ε. Νὰ μὴν ἔχει προγαμιαῖες σχέσεις καὶ ἐντὸς τοῦ γάμου νὰ μὴν ἔχει παρὰ φύση (σχέσεις).
Ἄλλα κωλύματα Ἱερωσύνης εἶναι: Ἡ Ἀποστασία ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ Αἵρεση, ὁ φόνος, ὁ Εὐνουχισμός, ἡ Πορνεία, ἡ Μοιχεία, ἡ Ἁρπαγὴ γυναικός, ἡ Ἀθεμιτογαμία, ἡ Διγαμία, ἡ Φαρμακεία, ἡ Μαντεία, ἡ Γοητεία, ἡ Ψευδομαρτυρία, ἡ Τυμβωρυχία, ἡ Ἱεροσυλία.
Μάκτρον: Τὸ κόκκινο ὕφασμα ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ μεταλαμβάνουμε χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ πέσει κάτω (ἀπὸ κάποια ἀπροσεξία) ἡ θεία Κοινωνία. Ἐὰν πιάνουμε σωστὰ τὸ Μάκτρον (μὲ τὰ δυὸ χέρια καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι μας) οἱ Μαργαρίτες (στὴν περίπτωση τῆς ἀπροσεξίας) θὰ πέσουν πάνω σ᾿ αὐτὸ καὶ ὄχι στὸ δάπεδο.
Μαργαρίτης: Ἐλάχιστο τεμάχιο-ψίχουλο ἀπὸ τὸν Ἀμνό, τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀποσπαστεῖ καὶ νὰ παραμείνει στὸ στόμα μας μετὰ τὴ Θεία Μετάληψη, εἴτε στὸ Ἀντιμήνσιο μετὰ τὴ συστολή, εἴτε καὶ στὸ Μάκτρο μετὰ τὴ Θεία Μετάληψη ἢ τὴν κατάλυση. Χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ ἀπ᾿ ὅλους μήπως παραπέσει ὁπουδήποτε κάποιος Μαργαρίτης ἀπὸ ἀπροσεξία.
Μαρτύριο: Παλαιὰ ἔτσι λεγόταν ὁ τάφος κάποιου Μάρτυρος, ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος θανάτου τοῦ Μάρτυρος: Ἀκρωτηριασμός, Ἁλυσόδεμα, Ἀπαγχονισμός, Ἀποκεφαλισμός, Βρασμὸς σὲ καζάνι μὲ πίσσα ἢ ἀσβέστη, Ἐξάρθρωση σκελῶν, Καλάμια στὰ νύχια, Κατασπάραξη ἀπὸ ἄγρια θηρία, Κάψιμο μὲ πυρακτωμένα σίδερα, Κρέμασμα μὲ σχοινιά, Λιθοβολισμός, Μαστίγωση, ξυλοδαρμὸς μὲ ῥόπαλα, Ξύσιμο σαρκῶν μὲ ξυστῆρες, Περιλούσιμο μὲ καυτὸ λάδι ἢ μολύβι, Πνιγμὸς μέσα σὲ σάκκο μὲ φίδια, Πυρπόληση, Πείνα, Δίψα, Σούβλισμα, Σταύρωση, Τηγανισμός, Τύφλωση, Φυλάκιση κ.ἄ. Μαρτύριο σημαίνει καὶ μαρτυρία ἢ ὁμολογία.
Μεγαλυνάρια: Ἀρχίζουν συνήθως μὲ τὴ λέξη «μεγάλυνον». Μ᾿ αὐτὰ προτρέπονται οἱ πιστοὶ νὰ ἀνυμνήσουν τὸν Κύριο ἢ τὴν Παναγία ἀπὸ καρδίας ἢ νὰ ἐγκωμιάσουν τὸν Ἅγιο.
Μελισμός: Ἡ τομὴ τοῦ Ἁγίου Ἄρτου σὲ τέσσερα τεμάχια πρὶν ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία (μετὰ τὸ «Τὰ Ἅγια τοῖς ἁγίοις»).
Μερίδες: Μικρὰ τεμάχια ἢ ψίχουλα ποὺ κόβονται ἀπὸ τὴν προσφορὰ στὴν Προσκομιδὴ πρὸς τιμὴ τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων, τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων.
Μετακομιδή: Ἡ μεταφορὰ Ἁγίων Λειψάνων μετὰ τὴν Ἀνακομιδή τους σὲ νέα θέση (καταλληλότερη ἢ ἀσφαλείας).
Μετάσταση Θεοτόκου: Ἡ μεταφορὰ τῆς Παναγίας ἀπὸ τὸν τάφο στὸν οὐρανό, στὴν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψή της.
Μετάφραση τῶν Ο´ (ἑβδομήκοντα): Ἡ μεταγλώττιση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὰ Ἑβραϊκὰ στὰ Ἑλληνικά. Ἔγινε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου ἐπὶ Πτολεμαίου Β´ τὸν Β´ π.Χ. αἰῶνα.
Μοιχεία: Ἡ γενετήσια σχέση καὶ μείξη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ συζύγους μὲ κάποιο τρίτο πρόσωπο ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίθετο. Μοιχὸς εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ πρόσωπο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν/τὴ σύζυγό του (Ματθ. ε´, 28).
Μύρον: Τὸ ἁγιασμένο ἔλαιο μὲ τὰ 40 μυρωδικὰ ποὺ καθαγιάζεται τὴ Μ. Πέμπτη στὸν Πατριαρχικὸ ναὸ μὲ εἰδικὴ τελετὴ καὶ διανέμεται σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μ᾿ αὐτὸ γίνεται ἡ χρήση τοῦ νεοβαπτισμένου κατὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χρίσματος. Τὸ μεῖγμα συμβολίζει τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Νάμα: Τὸ εἰδικὰ κατασκευασμένο κρασὶ ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Ὄγδοη Ἡμέρα: Ἡ ἄχρονη περίοδος ποὺ θ᾿ ἀρχίσει μὲ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, δηλ. ἡ Αἰωνιότητα. Αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ δημιουργικοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ (7 δημιουργικὲς μέρες + 1 = 8). Τὸ ἑπταδικὸ σύστημα τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν ἔσπασε μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔγινε τὴν πρώτη ἡμέρα μετὰ τὸ Σάββατο (7+1=8), δηλ. τὴν Κυριακή, ποὺ θεωρεῖται 8η Ἡμέρα. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο περάσαμε στὴν ἡμέρα τῆς αἰωνιότητας, ἡ ὁποία θὰ γίνει πραγματικότητα μὲ τὴν κοινὴ Ἀνάσταση. Κάθε Κυριακὴ στὴ Θεία Λειτουργία συμμετέχουμε στὴν «Εὐλογημένη Βασιλεία» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ προαπολαμβάνουμε τὴ ζωὴ καὶ τὴ χαρὰ τῆς ἔνδοξης Αἰωνιότητας, τῆς πραγματικῆς Ὀγδόης Ἡμέρας.
Οἰκονομία: Ἡ μικρὴ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ ἑνὸς ἱεροῦ Κανόνα (καὶ ὄχι ἡ κατάργησή του), ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση ἢ τὸν Πνευματικό, γιὰ τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια καὶ βοήθεια τοῦ συνόλου τοῦ Πληρώματος ἢ ἑνὸς μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Θεία Οἰκονομία, ὀνομάζεται τὸ σύνολο τῶν γεγονότων καὶ πράξεων μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἐνήργησε τὴν ἀπολύτρωση καὶ τὴ σωτηρία μας: Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ζωή, διδασκαλία, Πάθος, Σταύρωση, Ἀνάσταση, Ἀνάληψη, Πεντηκοστή.
Οἴκος: Τροπάριο ἑνὸς Κοντακίου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ προοίμιο. Συνήθως εἶναι 24 Οἶκοι (Ἀκάθιστος Ὕμνος).
Ὁμολογία: Ἡ διακήρυξη τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν σωτήριων ἐνεργειῶν Του, μιὰ δημόσια καὶ ἐπίσημη ὁμολογία πίστεως στὸν Θεὸ καὶ στὸ ἔργο Του. (Καὶ ἡ ἐξομολόγηση πρέπει νὰ διακρίνεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ). Εἶναι μία οὐσιαστικὴ πράξη τοῦ πιστοῦ, χωρὶς νὰ συνδέεται ἀναγκαστικὰ μὲ τὴ γνώση καὶ ἀρίθμηση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προϋποθέτει ἀρχικὰ μιὰ ἔμπρακτη στάση ἀνοίγματος τοῦ ἀνθρώπου στὶς πρωτοβουλίες τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποδοχῆς τους. Ἡ Ὁμολογία ἀπευθύνεται ἄμεσα στὸν Θεό, ἐνῶ ἡ μαρτυρία, ποὺ κι᾿ αὐτὴ ἔχει ὡς ἀντικείμενο τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στρέφεται πρῶτα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁμοούσιον: Χριστολογικὸς ὅρος ποὺ καθιερώθηκε ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκ. Σύνοδο (325 μ.Χ.) καὶ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει τὴν ἴδια οὐσία (ὁμοῦ-οὐσία) μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, εἶναι δηλ. κατὰ φύση Θεός. Μετέχει τῆς θείας Οὐσίας καὶ Ὑπάρξεως καὶ δὲν εἶναι «Κτίσμα», ὅπως ἐδίδασκε ὁ Ἄρειος.
Ὄνειρα: Ἡ ἀρχαιότητα καὶ ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἀποδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα στὰ ὄνειρα. Ἡ πρώτη, γιατί τὰ βλέπει σὰν ἕνα τρόπο ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο, ἐνῶ ἡ δεύτερη σὰν μία ἐκδήλωση τοῦ βάθους τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ δυὸ αὐτὲς προοπτικὲς δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστες: ὅταν ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ πάνω στὸν ἄνθρωπο, ἐνεργεῖ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Ἡ Π.Δ. μνημονεύει στὸν Ἰσραὴλ ἀποκαλύψεις καὶ νυκτερινὲς ὀπτασίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνονται μὲ ὄνειρα: σὲ Πατριάρχες, Βασιλεῖς, Προφῆτες, σὲ ἰδιῶτες (Ἰὼβ δ´, 12-21 καὶ Σειρ. μ´ 7), ἀλλὰ καὶ σὲ ἐθνικοὺς (Γεν.μ´ καὶ μα´). Ἡ προφητικὴ ὅμως σκέψη διακρίνει τὰ ὄνειρα σὲ ἀληθινὰ καὶ ψεύτικα καὶ τὰ θεωρεῖ δευτερεύουσα μορφὴ ἀποκαλύψεως (οἱ Πατριάρχες εἶχαν ὄνειρα, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε τότε προφητικὸς λόγος). Ἡ Κ.Δ. δὲν ἀναφέρει κανένα ὄνειρο τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ τὸ ὄνειρο δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν Κ.Δ. (ὄνειρα ἀνάλογα πρὸς τὴν Π.Δ.: Ματ. α´, 20, β´ 13. 19. 22, Πεντηκοστή, Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁράματα Ἀπ. Παύλου). Γνωρίζει λοιπὸν ἡ Κ.Δ. τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ἀποκαλύψεως, ποὺ ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε κυρίως στὰ χρόνια τῆς Π.Δ., ἀλλὰ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὅλα ἀποκαλύφθηκαν στὸ πρόσωπο καὶ τὸ Νόμο Του, τὸ ὄνειρο, ὄχι μόνο θεωρεῖται δευτερεύουσα πηγὴ ἀποκαλύψεως ἀλλὰ καὶ περιττή. Ἰσχύει λοιπὸν καὶ σήμερα αὐτὸ ποὺ ἡ Σοφία Σειρὰχ πρὶν ἀπὸ 2.300 χρόνια ἐτόνισε: «Μὴ δίνεις τὴν καρδιά σου στὰ ὄνειρα, ὅσοι στήριζαν τὶς ἐλπίδες τοὺς σ᾿ αὐτὰ πλανήθηκαν καὶ ἀπατήθηκαν!» (Σειρ. λδ´, 6.7). Ἔχουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Πνευματικὸ ποὺ μᾶς καθοδηγοῦν.
Ὀρθολογισμός: Δοξασία, ἡ ὁποία ἀποκρούει τὴ γνώση ἐξ ἀποκαλύψεως καὶ δέχεται τὴ δυνατότητα ἑρμηνείας τῶν τῆς πίστεως μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο, μὲ τὴ λογική. Γιὰ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο, ὁ ἐμπαθὴς ὀρθολογισμὸς καὶ ἡ πεποίθηση στὸ φρόνημα καὶ στὶς δυνάμεις του εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο στὴν ψυχική του πρόοδο.
Ὅρος: Δογματικὴ ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οὐρανός: Ἂν ὁ οὐρανὸς σημαίνει τὴν περιοχὴ τῶν ἀστρονόμων καὶ τῶν ἀστροναυτῶν καὶ συγχρόνως τὴ διαμονή, ὅπου ὁ Θεὸς συγκεντρώνει τοὺς ἐκλεκτούς Του, αὐτὸ δὲν εἶναι σύγχυση, ἀλλὰ ἀπήχηση μιᾶς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας, παγκόσμιας καὶ ἀναγκαίας: ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο διαμέσου ὁλόκληρης τῆς δημιουργίας Του. Ἡ Ἁγία Γραφὴ διακρίνει ἀπόλυτα τὸ φυσικὸ οὐρανὸ -«ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ...»- ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ πρῶτος ὅμως ἐπιτρέπει συνήθως στὸν ἄνθρωπο νὰ σκεφθεῖ τὸ δεύτερο. Πάντως γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανὸ «Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. γ´, 20). Εἶναι ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴν γῆν» (Β´ Πέτ. γ´, 13) καὶ θὰ ἔχουν νόημα τὰ καινὰ γιὰ μᾶς, ἐὰν ὑπάρξει τώρα, στὴ γῆ, οὐσιαστικὴ κοινωνία (μυστηριακή) μὲ τὸν Κύριό μας.
Ὀφφίκιον: Τὸ ἀξίωμα, ὁ τίτλος, τὸ διακριτικὸ γνώρισμα ποὺ φέρουν ὁρισμένοι Κληρικοὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική τους δράση ἢ διάκριση π.χ. Ἀρχιμανδρίτης, Πρωτοπρεσβύτερος, Πνευματικὸς κ.λπ.
Πάθος: Ἡ ἰσχυρὴ συναισθηματικὴ κίνηση τοῦ θυμικοῦ (τῆς βουλήσεως) τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἔχων τὸ Πάθος ἢ ὁ ὑφιστάμενος τὸ Πάθος περιέρχεται σὲ κατάσταση ψυχοσωματικῶν διεργασιῶν «ἀβουλήτως», δηλ. χάνοντας τὴ νηφαλιότητα καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ λόγου, καθὼς ἐπίσης (χάνοντας) τὴν ἱκανότητα τῆς αὐτοπειθαρχίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, εἴτε ἐνστικτώδεις ὁρμές, εἴτε φιλοσοφικοθρησκευτικὲς πεποιθήσεις, εἴτε ἀγαθὲς ἢ πονηρὲς δυνάμεις, ποὺ βρίσκονται ἐκτὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐπενεργοῦν καὶ φέρνουν σ᾿ αὐτὸν τὴν κατάσταση τοῦ πάθους (τῆς ὀργῆς, τοῦ μίσους, τοῦ ἔρωτος, τῆς χαρτοπαιξίας, τῆς μέθης, τῶν ναρκωτικῶν κ.λπ.). Προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα πάσχω=δὲν ἐνεργῶ, ὑφίσταμαι κάποια ἐξωτερικὴ ἐπενέργεια, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας διατελῶ σὲ παθητικὴ κατάσταση.
Παννυχίδα: Ἀκολουθία ποὺ διαρκεῖ ὁλόκληρη τὴ νύκτα τὴν παραμονὴ μεγάλης ἑορτῆς, σὲ περιπτώσεις θεομηνίας μεγάλων ἀπειλουμένων κινδύνων-συμφορῶν κ.λπ. ἡ ὁλονυκτία, ἡ ἀγρυπνία.
Παράδοση Ἱερά: Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ποὺ παραδόθηκε στὴν Ἐκκλησία, εἴτε «ἀπὸ στόμα σὲ στόμα», εἴτε μὲ τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια, τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκ. Συνόδων. Εἶναι τὸ σύνολο τῶν ἀληθειῶν τῆς χριστιανικῆς πίστεως, μέρος τῶν ὁποίων ἔχει καταγραφεῖ στὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἱερὰ Παράδοση ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. (Πρὶν γραφοῦν τὰ Εὐαγγέλια καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρχε Ἁγία Γραφή-Καινὴ Διαθήκη· ὑπῆρχε ὅμως Ἐκκλησία καὶ λειτουργοῦσε καὶ ἐνεργοῦσε βάσει τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως).
Παῤῥησία: Στὴν ἀρχική τῆς ἔννοια σημαίνει τὸ θάῤῥος τῆς παραστάσεως καὶ τῆς ἐκφράσεως γνώμης. Ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο ἔβλεπε «ἐν παῤῥησίᾳ τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσωπον» (Γρηγόριος Νύσσης). Μετὰ τὴν πτώση ἡ ἁμαρτία ἔγινε τεῖχος καὶ χώρισε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ὑποδούλωσε στὸ φόβο, στὴν ἐνοχή, στὴν ἀνασφάλεια καὶ στὴν πονηρία καὶ ἡ παῤῥησία ἔγινε ἐλευθεροστομία. Γι᾿ αὐτὸ στὴ θεία Λειτουργία Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς ἀξιώσει κάποτε, νὰ μπορέσουμε καὶ πάλι «μετὰ παῤῥησίας... τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σὲ τὸν ἐπουράνιον Θεόν...». Σωστὴ παῤῥησία ἔχουν οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν ὁποία μεσιτεύουν στὸν Θεὸ γιὰ μᾶς, ἐνῶ ὁ πιστὸς Χριστιανὸς συμπεριφέρεται «χωρὶς ὑπερηφάνεια καὶ παῤῥησία, χωρὶς περιέργειες καὶ φιλονικίες» (Ἀββᾶς Δωρόθεος).
Πειρασμός-Δοκιμασία: Ἡ ἐνέργεια τοῦ πειράζειν ἢ δοκιμάζειν κάποιον. Ὁ Πειρασμός ἔχει τὴ σημασία τῆς δοκιμασίας [ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γνωρίσει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του (Δτ. η´, 2) καὶ γιὰ νὰ τοῦ δώσει ζωὴ (Ἰακ. α´, 12) ἀλλὰ καὶ τῆς παρακινήσεως γιὰ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας (Ἰακ. α´, 14)]. Σὰν δοκιμασία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔχει παιδαγωγικὸ σκοπὸ καὶ χαρακτήρα. Σὰν παρακίνηση προέρχεται (α) ἀπὸ τὸ διάβολο, (β) ἀπὸ πρόσωπα ἢ πράγματα ποὺ περιβάλλουν τὸν ἄνθρωπο καὶ (γ) ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, κάθε φορὰ ποὺ ἐνεργοῦμε ἁμαρτωλά, ἐγωϊστικὰ ἢ ὑπερήφανα, κάθε φορὰ ποὺ δὲν ὑποχωροῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψή μας ἢ δὲ ζητοῦμε συγγνώμη... Οἱ Δοκιμασίες στὴ ζωή μας εἶναι ἀναπόφευκτες. Συντελοῦν στὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐλευθερία, στὴ βιωμένη ἐλευθερία. Προσαρμόζουν τὸν ἄνθρωπο στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στὸ πέρασμα: ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ στὴν ἀγάπη. Γι᾿ αὐτὸ καταλήγουν νὰ ἔχουν (πρέπει νὰ ἔχουν) πασχάλιο χαρακτήρα.
Περιτομή: Ἡ Περιτομή ἐφαρμόζεται ἀπὸ πολλοὺς λαοὺς καὶ εἶναι μία θρησκευτικὴ τελετουργία, ποὺ σημαίνει ὅτι κάποιος ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. Σωματικὴ Περιτομή εἶναι ἡ ἐκτομὴ (κόψιμο) τμήματος τοῦ δέρματος ποὺ περιβάλλει τὴ βάλανο τοῦ ἀρσενικοῦ γεννητικοῦ ὀργάνου. Οἱ Ἑβραῖοι τὴν τελοῦσαν βάσει τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ (Γεν. ιζ´, 9-11, 23-27) τὴν ὄγδοη ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ βρέφους. Ἡ Πνευματικὴ Περιτομή ταυτίζεται μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστιανοῦ, ἐπενεργώντας στὸ βαπτισμένο τὴν «ἀπέκδυσιν τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός» (Κολ. β´, 11 κ.ε.), γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ ζήσει γιὰ πάντα μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Περιτομή τῆς καρδιᾶς σημαίνει ἀποκλειστικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἡ σύνδεση τῆς σωτηρίας μὲ τὴν (σωματική) Περιτομή (ποὺ θέλανε οἱ Ἰουδαΐζοντες) σημαίνει ὅτι δὲν ὑπολογίζεται ἡ ἐπαγγελία ποὺ ἔλαβε ὁ Ἀβραὰμ δωρεὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν περιτμηθεῖ, ἀλλὰ κυρίως ὅτι, (ἐὰν συνδεθεῖ), ἐκμηδενίζεται ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σώζει, γιατί πραγματοποιεῖ αὐτὴ τὴ χαριστικὴ ἐπαγγελία (Γαλ. ε´,1 1).
Πόνος: Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι καθόλου στωϊκός, ὥστε νὰ ὑμνεῖ τὸ μεγαλεῖο τῶν ἀνθρώπινων θλίψεων, ἀλλὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ «ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας», ὁ Ὁποῖος «ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς, ὑπέμεινεν σταυρόν» (Ἑβρ. ιβ´, 2). Ὁ Χριστιανὸς βλέπει κάθε πόνο μὲ τὸ πρίσμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πάθος Του. Ὁ Ἰησοῦς δὲν καταργεῖ τὸν πόνο, γιατί εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν μεταβάλει σὲ χαρά. Δὲν καταργεῖ τὸν πόνο, ἀλλὰ φέρνει τὴν παραμυθία (Ματ. ε´, 5), δὲν καταργεῖ τὰ δάκρυα, ἀλλὰ στεγνώνει μερικὰ στὸ πέρασμά Του (Λουκ. ζ´, 13· η´, 52), ἕως ὅτου «ἀφαιρέσῃ Κύριος ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ παντὸς προσώπου» (Ἡσ. κε´,8· Ἀπ. ζ´,17). Ὁ πόνος στὴν Ἁγία Γραφὴ μπορεῖ νὰ μακαρίζεται, γιατί ἐπιτρέπει νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ προετοιμάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχτοῦν τὴ βασιλεία Του.
Πορνεία: Ἡ γενετήσια μείξη μεταξὺ ἀγάμων.
Πρεσβεῖα (τά): Ἡ ἱεραρχικὴ σειρὰ τῶν Κληρικῶν ἢ τῶν Ἐκκλησιῶν. Σὰν βάση γιὰ τὰ Πρεσβεῖα τῶν Κληρικῶν λαμβάνεται ὁ χρόνος τῆς χειροτονίας τους. Προηγοῦνται μεταξὺ ὁμοίων βαθμῶν οἱ παλαιότερα χειροτονηθέντες (Πρεσβεῖα χειροτονίας). Στὶς Ἐκκλησίες τὰ Πρεσβεῖα καθορίστηκαν μὲ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων (Πρεσβεῖα τιμῆς). Πρεσβεῖα Ἁγίων εἶναι τὸ προνόμιο ποὺ ἔχουν οἱ Ἅγιοι νὰ μεσιτεύουν γιὰ τοὺς ζῶντες στὸν Θεό. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει στὸν Πάπα καὶ Πατριάρχη Ῥώμης πρεσβεῖα τιμῆς καὶ ὄχι πρεσβεῖα ἐξουσίας (τὸ λεγόμενο Πρωτεῖο)· πρῶτος μεταξὺ ἴσων. Τὰ πρεσβεῖα τῶν «πρεσβυγενῶν» (=ἀρχαίων) Πατριαρχείων εἶναι: Ῥώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.
Προλήψεις: Λαϊκὲς κυρίως ἀντιλήψεις ποὺ ἀποδίδουν καλὴ ἢ κακὴ σημασία σὲ διάφορα φαινόμενα (τυχαῖα γεγονότα, κραυγὲς ζώων ἢ πουλιῶν κ.λπ.) ἢ ἀντικείμενα (πέταλα ἀλόγων, κόκκαλα νυκτερίδων κ.λπ.) ἢ ἀριθμοὺς (Τρίτη, 13 κ.λπ.). Οἱ Προλήψεις συνδέονται μὲ τὴ Μαγεία καὶ τὴ Μαντεία, εἶναι κατάλοιπα ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες εἰδωλολατρικὲς καὶ πανθεϊστικὲς ἀντιλήψεις, λέγονται καὶ δεισιδαιμονίες. Σήμερα ἔχουν συνήθως κακὴ σημασία καὶ δημιουργοῦν φόβο. Ὁ Χριστιανισμὸς ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς πρωτόγονες αὐτὲς ἀντιλήψεις.
Πρόνοια Θεία: Ἐνέργεια τῆς Τριαδικῆς Θεότητας, ποὺ ἀναφέρεται στὴ φροντίδα καὶ ἐπιμέλεια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ διακυβέρνηση καὶ συντήρηση τῆς Δημιουργίας Του καί, εἰδικότερα, γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει τόσο γιὰ τὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, πολὺ περισσότερο φροντίζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερος αὐτῶν. Δὲν πρέπει συνεπῶς νὰ ἀνησυχεῖ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος γιὰ τὸ μέλλον του καὶ γιὰ τὸ μέλλον τῆς οἰκογενείας του, διότι ὁ Θεὸς μὲ τὴν πανσοφία καὶ παντοδυναμία Του θὰ ἐξασφαλίσει τὸ μέλλον του πολὺ καλύτερα ἀπὸ αὐτόν. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπακούει στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ: ν᾿ ἀγωνίζεται πρῶτα γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του· τότε ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τακτοποιοῦνται! Δὲν μπορεῖ ἑπομένως νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὀλιγόπιστος ἢ ἀπαισιόδοξος, ὅταν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ Θεία Πρόνοια.
Πρόσωπον ἢ Ὑπόστασις: Ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴ δήλωση τοῦ μυστηρίου τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι «Μονάς», ὡς πρὸς τὴν ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετη «οὐσία» (ἢ φύση) Του καὶ «Τριάς», διότι διακρίνεται σὲ τρία Πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὴ μία, ἑνιαία, ὁμοούσια, ἀχώριστη καὶ ἀδιαίρετη θεότητα.
Πρωτευαγγέλιο: Ἡ πρώτη καλὴ καὶ χαρμόσυνη εἴδηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ γυναίκα (τὴν Παρθένο Μαρία) μετὰ τὸ ἁμάρτημα τῆς Εὔας καὶ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, θεωρεῖται τὸ χωρίο Γεν. γ´ 15: «Ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σου (τοῦ ὄφεως) καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτὸς σοῦ τηρήσει τὴν κεφαλὴν καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ τὴν πτέρναν». Ἔτσι προαναγγέλθηκε ἡ ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου στὴ γῆ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο εὐαγγέλιο! «Πρωτευαγγέλιο» λέγεται μὲ διαφορετικὴ ἔννοια καὶ τὸ ἀπόκρυφο εὐαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
Ῥιπίδιον: Εἰδικὸ ἀντικείμενο (σὰν «βεντάλια») ποὺ χρησιμοποιοῦσαν παλαιότερα οἱ Διάκονοι γιὰ νὰ διώχνουν τυχὸν ἔντομα ποὺ πετοῦσαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο, τὴν ὥρα τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς. Σήμερα, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὁ Λειτουργὸς κινεῖ τὸν «Ἀέρα» πάνω ἀπὸ τὰ Τίμια Δῶρα, τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται ἡ ἐκφώνηση «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου...».
Σάββατο: Λέξη ἑβραϊκὴ ποὺ σημαίνει ἀργία γιὰ θρησκευτικὸ σκοπὸ ἀλλὰ καὶ ἀνάπαυση. Μετὰ τὶς ἕξι ἡμέρες τῆς Δημιουργίας ὁ Θεὸς ἀναπαύθηκε τὴν ἕβδομη ἡμέρα, τὸ Σάββατο. Ἀλλὰ καὶ o Χριστὸς τὸ Σάββατο ἀναπαύθηκε μετὰ τὴ Σταύρωσή Του καὶ ἐκήρυξε στοὺς μέχρι τότε κεκοιμημένους στὸν Ἅδη. Γι᾿ αὐτὸ κάθε Σάββατο ἡ Ἐκκλησία θυμᾶται τοὺς ἀναπαυμένους, τοὺς κοιμηθέντας καὶ τελεῖ τὰ μνημοσυνά τους.
Σαρανταλείτουργο: Ἡ τέλεση σαράντα Θ.Λειτουργιῶν ἔπι 40 συνεχεῖς ἡμέρες ὑπὲρ ὑγείας καὶ ἀναπαύσεως ζώντων καὶ τεθνεώτων.
Σαραντισμός: Ἡ μικρὴ ἀκολουθία ποὺ τελεῖται στὸ Νάρθηκα τοῦ Ναοῦ καὶ τελειώνει στὸν κυρίως Ναό, ὅταν μία μητέρα φέρει τὸ βρέφος τῆς μετὰ τὴ συμπλήρωση τῶν σαράντα ἡμερῶν ἀπὸ τὴ γέννησή του. Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τὸ βρέφος στὸν πρῶτο αὐτὸ ἐκκλησιασμό του καὶ δέεται γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῆς μητέρας, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ καὶ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Εὐχὲς ὑπάρχουν καὶ μπορεῖ νὰ διαβάζονται στὶς Κλινικὲς καὶ γιὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς γέννησης τοῦ παιδιοῦ καὶ γιὰ τὴ συμπλήρωση τῶν ὀκτὼ ἡμερῶν. Εὐχὴ ὑπάρχει καὶ γι᾿ αὐτὲς ποὺ ἀποβάλλουν.
Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου: Ὁ φορητός Ναὸς τῶν Ἑβραίων 4x4x12 μέτρων ποὺ τὸν χρησιμοποίησαν στὴν ἔρημο καὶ μέχρι τὴν οἰκοδόμηση τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα. Τὰ 2/3 ἦταν τὰ Ἅγια, ὅπου λειτουργοῦσαν οἱ Ἱερεῖς καὶ τὸ 1/3 τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου ὑπῆρχε ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης (οἱ δυὸ πλάκες τοῦ Νόμου)· σ᾿ αὐτὰ μόνο ὁ Ἀρχιερέας ἔμπαινε μία φορὰ τὸ χρόνο.
Σκήνωμα: Τὸ ἱερὸ λείψανο κάποιου Ἁγίου.
Στιχηρά: Εἶναι τροπάρια ποὺ ψάλλονται στὸν Ἑσπερινὸ (τὰ Ἑσπέρια) καὶ στὸν Ὄρθρο (οἱ «Αἶνοι»), στὰ ὁποῖα προτάσσονται στίχοι ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς στὴ σειρὰ (ἐνῶ τῶν Ἀποστίχων κατ᾿ ἐκλογήν). Τὰ Στιχηρὰ τροπάρια διακρίνονται σὲ Ἀναστάσιμα, Ἀνατολικά, Δεσποτικά, Σταυρώσιμα, Ἀποστολικά, Κατανυκτικὰ καὶ Στιχηρὰ Ἁγίων, ποὺ ὑμνοῦν τοὺς Ἁγίους. Ὑπάρχουν καὶ Αὐτόμελα καὶ Προσόμοια.
Συγγένεια: Ὁ οἰκογενειακὸς δεσμὸς ἢ οἰκογενειακὴ σχέση. Ὑπάρχει Συγγένεια «ἐξ αἵματος» ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν καταγωγὴ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο, μὲ τὶς γεννήσεις καὶ Συγγένεια «ἐξ ἀγχιστείας» ποὺ δημιουργεῖται μὲ τὸ γάμο μεταξὺ τοῦ συζύγου καὶ τῶν συγγενῶν «ἐξ αἵματος» τῆς συζύγου του· καὶ ἀντίστροφα. Ὁ βαθμὸς συγγένειας εἶναι συνάρτηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν γεννήσεων ποὺ ἔχουν μεσολαβήσει. Ὅταν δηλ. λέμε συγγένεια 2ου ἢ 3ου βαθμοῦ, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχουν μεσολαβήσει 2 ἢ 3 γεννήσεις. Τὰ ἀδέλφια ἔχουν μεταξύ τους συγγένεια 2ου βαθμοῦ, διότι ἔχουν προέλθει ἀπὸ δυὸ γεννήσεις. Τὰ ξαδέλφια ἔχουν συγγένεια 4ου βαθμοῦ, διότι μεσολαβοῦν 4 γεννήσεις, ὁ θεῖος καὶ ἀνεψιὸς ἔχουν συγγένεια 3ου βαθμοῦ (3 γεννήσεις), παππούς-ἐγγονὸς 2ου βαθμοῦ κ.ο.κ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ συγγένεια ἐξ ἀγχιστείας. Γιὰ νὰ βροῦμε τὴ συγγένεια ἐξ ἀγχιστείας τοῦ ἄνδρα μὲ τοὺς συγγενεῖς τῆς γυναίκας του, μετρᾶμε γεννήσεις ποὺ μεσολαβοῦν στὸ «σόϊ» της.
Σύμβολον: Παραστάσεις ἢ σχήματα προσώπων ἢ ἀντικειμένων ποὺ ἔχουν ἀλληγορική-συμβολικὴ σημασία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα (ΙΧΘΥΣ, ἀμνός, φοῖνιξ, περιστερά, κ.λπ.) ὑπάρχουν μαθηματικά, μουσικὰ κ.λπ. σύμβολα. Σύμβολον τῆς πίστεως ὀνομάζεται ἡ περιληπτικὴ σαφὴς καὶ αὐθεντικὴ ἔκθεση τῶν βασικῶν δογμάτων τῆς Χριστιανικῆς πίστεως.
Σύνοδος: Συνάθροιση πολλῶν Ἐπισκόπων γιὰ τὴν ἐπίλυση τοπικῶν ἢ γενικῶν προβλημάτων τῆς Ἐκκλησίας.
Σύνοδος ἐνδημοῦσα: Οἱ ἐνδημοῦντες (οἱ παραμένοντες στὴν πρωτεύουσα) Ἐπίσκοποι ποὺ καλοῦνται ἐκτάκτως ἀπὸ τὸν Οἰκ. Πατριάρχη γιὰ νὰ ἐπιλύσουν ἀναφυόμενα τρέχοντα προβλήματα.
Σύνοδος Οἰκουμενική: Ἡ σύνοδος ποὺ ἐκαλεῖτο ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα ἢ Πατριάρχη τοῦ Βυζαντίου, γιὰ νὰ ἐπιληφθεῖ δογματικῶν ἢ ἠθικῶν θεμάτων. Οἱ ἀποφάσεις της (=Ὅρoι) εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, καθ᾿ ὅσον ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι τὸ ἀνώτατο διοικητικὸ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι τὸ 787 συνῆλθαν ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.Ἤδη προετοιμάζεται νὰ συνέλθει ἡ μέλλουσα πανορθόδοξος Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γιὰ ἀντιμετώπιση τῶν πολλαπλῶν ἀναφυέντων προβλημάτων.
Σύνοδος τοπική: Ἀποτελεῖτο ἀπὸ Ἐπισκόπους ποὺ ῥύθμιζαν τοπικὰ τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα διοικητικοῦ χαρακτήρα.
Συστολή: Τὸ συμμάζεμα (ἀπὸ τὸ συστέλλω=συμμαζεύω) ἀπὸ τὸ Ἀντιμήνσιο ὅλων τῶν Μαργαριτῶν καὶ ἀπὸ τὸ Δισκάριο ὅλων τῶν Μερίδων μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο. Γίνεται ἀπὸ τὸ Διάκονο ἢ τὸν Ἱερέα.
Σχίσμα: Ὁ ἀποχωρισμὸς μιᾶς ὁμάδας πιστῶν ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σύμπτυξη ἴδιας θρησκευτικῆς κοινότητας γιὰ λόγους διαφωνίας σὲ δογματικὰ ἢ διοικητικὰ θέματα. Πολλὲς φορὲς τὸ Σχίσμα καταλήγει σὲ αἵρεση. Τὰ μεγαλύτερα Σχίσματα ἦταν: τοῦ Ἁγ. Φωτίου (867), τοῦ Μιχαὴλ Κηρουλαρίου τὸ Μέγα Σχίσμα (1054), τοῦ Προτεσταντισμοῦ (1517) καὶ ἡ ἀπόσχιση τῶν ἀντιχαλκηδονείων.
Τιτουλάριος: Ὁ Ἐπίσκοπος χωρὶς ποίμνιο ποὺ ἐκτελεῖ ἀρχιερατικὰ καθήκοντα.
Τριαδικὸς Κανών: Ὁ Κανόνας ποὺ ἔχει ὡς ὑμνολογικὸ θέμα τὴν Ἁγία Τριάδα. Διαβάζεται τὴν Κυριακὴ στὴν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ.
Τροπάριο: Μικρὸ λειτουργικὸ ἄσμα ποὺ διαβάζεται ἢ ψάλλεται σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες. Διακρίνονται (α) κατὰ τὸ περιεχόμενο σέ: ἀναστάσιμα, νεκρώσιμα, μαρτυρικά, θεοτοκία, σταυροθεοτοκία κ.λπ., (β) κατὰ τὸ χρόνο ἢ τὸ μέλος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐκτελοῦνται, σέ: ἑωθινά, ἑσπέρια, προσόμοια κ.λπ., (γ) κατὰ τοὺς προτασσόμενους στίχους σέ: στιχηρὰ ἢ ἀπόστιχα καὶ (δ) κατὰ τὸν τρόπο χρήσεως σέ: Ἀπολυτίκια, Κοντάκια, Μεγαλυνάρια.
Τυπολάτρης: Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι προσηλωμένος στοὺς τύπους τῆς λατρείας καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν οὐσία της. Προσκολλᾶται στοὺς τύπους σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μοιάζει μὲ θρησκόληπτο ἢ εἰδωλολάτρη.
Ὑπακοή: Δὲν εἶναι ἐξαναγκασμὸς οὔτε παθητικὴ ὑποταγή. Εἶναι ἀντίθετα ἐλεύθερη ἀποδοχὴ τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ Ὑπακοὴ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ καταστήσει τὴ ζωή του διακoνία τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀξία ὅταν γίνεται σὲ κάτι ποὺ μᾶς φαίνεται παράλογο. Στὸ λογικὸ δὲν ἔχει ἀξία ἡ Ὑπακοή, διότι εἶναι συμφωνία· καὶ εἶναι παράλογο νὰ μὴν ὑπακούσει κανεὶς σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση.
Ὕψωμα: Τὰ πρόσφορα ποὺ προσφέρονται γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ὑψώνονται στὴν ἱερὰ Πρόθεση. Μετὰ τὴ λήψη τοῦ Ἀμνοῦ καὶ τῶν Μερίδων Παναγίας καὶ Ταγμάτων τὰ ἐναπομένοντα (πρόσφορα), ἐπειδὴ ὑψώθηκαν, λέγονται καὶ ὕψωμα, ἐνῶ εἶναι καὶ Ἀντίδωρο ποὺ διανέμεται μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας.
Φανατισμός: Ἀνώμαλη καὶ διαταραγμένη ψυχοδιανοητικὴ κατάσταση ποὺ ὀφείλεται σὲ ὑπερβολικὴ προσκόλληση ἑνὸς ἀτόμου ἢ ἑνὸς συνόλου σὲ ὁρισμένα πρόσωπα ἢ ἰδέες (θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτικὲς κ.λπ.). Ἡ Ἐκκλησία τὸν καταδικάζει, γιατί ὁ πιστὸς δὲν πρέπει νὰ προσκολλᾶται σὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ στὸν Θεό, οὔτε σὲ ἰδέες, ἔστω καὶ θρησκευτικές, γιατί ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια καὶ Ζωή. Ὁ Χριστιανὸς δὲν φανατίζεται· δὲν πρέπει νὰ φανατίζεται.
Φήμη (τοῦ Ἐπισκόπου): Ἡ Διοικητικὴ καὶ Λειτουργικὴ εὐθύνη τοῦ Μητροπολίτου μιᾶς ἐπαρχίας, ἡ ὁποία ψάλλεται κατὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας τρεῖς φορὲς καὶ δείχνει τὴ λειτουργική του ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας του.
Φυλακή: Ρωμαϊκὸς στρατιωτικὸς ὅρος ἀνάλογος μὲ τὸν Ἑλληνικὸ «Φρουρὰ-Σκοπιά». Ὑπῆρχαν τέσσερις φυλακὲς τὴ νύκτα (τέσσερα νούμερα σκοπιᾶς) (1η Φ, 2η, 3η καὶ 4η Φ., ἀπὸ 3 ὦρες καθεμιά) καὶ τέσσερις φυλακὲς τὴν ἡμέρα. Σήμερα ἡ νυκτερινὴ ἐναλλαγὴ τῶν φρουρῶν γίνεται συνήθως κάθε δυὸ ὧρες.
Φυλακτό: Διάφορα ἀντικείμενα ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν προστασία τῆς ζωῆς ἀνθρώπων καὶ ζώων. Εἶναι δυὸ εἰδῶν: τὰ μαγικὰ (δακτυλίδια, χάνδρες, κόκκαλα, πέταλα κ.λπ.) καὶ τὰ χριστιανικὰ (Τίμιο ξύλο, λείψανα Ἁγίων κ.λπ.). Τὰ πρῶτα καταδικάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ τὰ δεύτερα γίνονται ἰσχυρότερα καὶ ἀποτελεσματικότερα, ὅταν συντρέχει καὶ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ συμμετοχὴ στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Φύλο: Ἡ μία ἀνθρώπινη φύση διακρίνεται σὲ δυὸ φύλα· τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό. Ἡ διάκριση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου γνωρίζουμε τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς Δημιουργίας (Γεν. α´, 26 κ.ἐξ.), ἐνῶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο γνωρίζουμε (Ματ. κβ´, 30) ὅτι στὴν ἄλλη ζωή, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θὰ καταργηθεῖ ἡ διάκριση τῶν δυὸ φύλων καὶ θὰ ζοῦμε σὰν ἄγγελοι. Ἡ κατασκευὴ τῶν δυὸ ἀνθρώπινων φύλων εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ διευκολύνεται ἡ ἕνωσή τους γιὰ ὁλοκλήρωση καὶ ἀναπαραγωγή. Ὁ Θεὸς ὅμως καθόρισε τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους ἐπιτρέπονται καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθοῦν οἱ γενετήσιες σχέσεις, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ δυσάρεστες ἕως δυσμενέστατες συνέπειες ἀπὸ τὴν πρόωρη ἢ κακὴ χρήση τοῦ ἐνστίκτου (ἐρωτικὲς ἀπογοητεύσεις, ἀνεπιθύμητες ἐγκυμοσύνες, ἐκτρώσεις, συμβατικοὶ γάμοι, ἐξωσυζυγικὲς σχέσεις, διαλυμένες οἰκογένειες κ.λπ.). Ἐπειδὴ μὲ τὸ βάπτισμα ἐλάβαμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔκτοτε θεωρεῖται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία ἀπαγορεύει τὶς προγαμιαῖες σχέσεις, διότι «εἰ τὶς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός» (Α´ Κορ.γ´, 17). Ἕνα λεπτὸ πρὸ τοῦ γάμου ἡ σαρκικὴ μείξη εἶναι ἁμαρτία, ἕνα λεπτὸ μετὰ τὸ γάμο εἶναι νόμιμη καὶ εὐλογημένη πράξη! Τὸ ἴδιο δὲν ἰσχύει καὶ μὲ τὸ πτυχίο, τὸ συμβόλαιο, τὸ διάταγμα ἐκλογῆς Προέδρου τῆς Δημοκρατίας; Ὅταν αὐτὰ τὰ γνωρίζουν οἱ νέοι καὶ θέλουν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ Μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, κατορθώνουν νὰ φθάνουν στὸ γάμο ἐγκρατεῖς, χωρὶς νὰ ἔχουν σαρκικὲς σχέσεις. Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὅταν ὁ Ἱερέας, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, τοὺς στεφανώνει στὴ μέση του Ναοῦ σὰν νικητές, εἶναι πραγματικοὶ νικητὲς στὸ ἄθλημα τῆς παρθενίας καὶ λαμβάνουν τὴν «κατ᾿ εὐδοκία» εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν πρώτη εὐλογία! Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ΟΛΑ πηγαίνουν καὶ ἐξελίσσονται εὐλογημένα καὶ τὰ ἀνδρόγυνα αὐτὰ δὲν ἔχουν προβλήματα· τοὺς τὰ λύει ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Φώτισμα: Τὸ βάπτισμα.
Φωτισμός: Ἡ εἴσοδος τῶν ἀτόμων στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ βαπτίσματος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ φωτίζεται ἀντιλαμβάνεται καλύτερα καὶ ὀρθότερα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ λαὸς παλαιότερα ἔλεγε γιὰ κάθε μορφωμένο: αὐτὸς φωτίστηκε! Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀείμνηστος Ἰουστίνος Πόποβιτς τόνιζε ὅτι, τότε θὰ ἔχουμε σωστὴ καθοδήγηση ἀπὸ τοὺς πάσης φύσεως ἡγέτες, ὅταν θὰ εἶναι φωτισμένοι ἡγέτες!
Χάρις: Ἡ εὔνοια καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερα, ἀλλὰ ὄχι καὶ ὑποχρεωτικά. Σημαίνει ἐπίσης καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς εὔνοιας ποὺ δείχνει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὰ πλαίσια τοῦ ἔργου γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ θεία Χάρις, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, προσφέρεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστεύουν στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ προσπαθοῦν νὰ τηροῦν τὸ νόμο Του. Η σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνισταμένη τῆς θείας Χαριτος καὶ τῆς συνεργείας τοῦ ἀνθρώπου.
Χάρισμα: Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θείας Χάριτος, ἀλλὰ καὶ ἡ συγκεκριμένη δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι διάφορα, ὅπως τὰ Χαρίσματα ἰαμάτων (=τὸ θαυματουργικὸ Χάρισμα), ἀντιλήψεις (=τὸ Χάρισμα τῆς φιλανθρωπίας), κυβερνήσεις (=τὸ διοικητικὸ Χάρισμα), γένη γλωσσῶν (=τὸ Χάρισμα τῆς πολυγλωσσίας) (Α´ Κορ. ιβ´, 28-31) ποὺ ἦσαν ἰδιαίτερα αἰσθητὰ στὴ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Οἱ χαρισματοῦχοι ποτὲ δὲ λείπουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ φαίνονται καὶ σήμερα μὲ τὸ διορατικό, προορατικὸ καὶ θαυματουργικό τους χάρισμα. Τὰ πρόσθετα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ πληροφορία, ἡ ἐσωτερικὴ χαρά, τὰ δάκρυα κατανύξεως, τὰ αἰσθήματα ἀπεριορίστου εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, οἱ ἐλλάμψεις τοῦ νοῦ κλπ., τὰ ὁποῖα πολλοὶ πιστοὶ - συνειδητοὶ - ταπεινοὶ Χριστιανοὶ γεύονται καὶ ἀπολαμβάνουν στὴ ζωή τους. Εἶναι δωρεές-χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ποὺ Αὐτὸς ἀποφασίζει καὶ τὰ χορηγεῖ, χωρὶς ἐμεῖς νὰ μποροῦμε νὰ τὰ «κατακτήσουμε» ἢ νὰ Τοῦ τὰ ζητήσουμε.
Χαρμολύπη: Ἡ σύνθετη ψυχικὴ κατάσταση τοῦ πιστοῦ ὅπου μετὰ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ τῆς συντριβῆς ἔρχεται ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίαση τῆς συγχωρήσεως.
Χύμα: Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως ἑνὸς κειμένου ἢ ψαλμοῦ σὲ πεζὸ λόγο, ἢ ἀνάγνωση.
Χωρεπίσκοπος: Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς χώρας ἢ τῶν χωρίων ἢ τοῦ τμήματος μιᾶς Ἐπισκοπῆς. Ὁ ἀρχαιότατος αὐτὸς τίτλος ἐπιβιώνει στὸ βοηθὸ Ἐπίσκοπο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου: «Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος». Ἀντικατάσταση τοῦ τίτλου σήμερα ἔχει γίνει μὲ τοὺς τιτουλάριους ἀρχιερεῖς ποὺ εἶναι βοηθοὶ τῶν Μητροπολιτῶν.
Ψευδεπίγραφα: Κείμενα στὰ ὁποῖα ὁ συντάκτης τοὺς ὑπέγραψε μὲ ψευδὲς ὄνομα. Στὰ Ψευδεπίγραφα Εὐαγγέλια, Πράξεις, Ἐπιστολὲς καὶ Ἀποκαλύψεις οἱ συντάκτες τους ἔθεσαν ὑπογραφὴ κάποιου ἄλλου ἐγκυρότερου προσώπου, συνήθως Ἀποστόλου, γιὰ νὰ δώσουν σ᾿ αὐτὰ μεγαλύτερη ἀξία.
Ψυχή: Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ συστατικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου (τὸ ἄλλο εἶναι τὸ θνητὸ σῶμα), ποὺ χαρακτηρίζει κυρίως τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ δόθηκε ἀποκλειστικὰ σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Δημιουργό του κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του. Ἡ Ψυχὴ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος δὲν πεθαίνει, συνεχίζει νὰ ζεῖ στὴν ἄλλη ζωὴ μέχρι τὴν κοινὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὁπότε θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα.