(Α΄ Κορ. γ΄, 9-17)
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον ἔθηκα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς
ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾽Ιησοῦς Χριστός. Εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον, χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει·ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστιν τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησεν, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
------------------
Πολλοί άνθρωποι που έχουν υλιστικές αντιλήψεις για τη ζωή, πιστεύουν πως με τον θάνατο εξαφανίζεται η ύπαρξή τους. Έτσι περιορίζουν την οντότητά τους σε έναν ορισμένο βιολογικό κύκλο. Το ίδιο πιστεύουν και οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Διακηρύσσουν πως μετά θάνατο δεν υπάρχουν άνθρωποι με συνείδηση. Όταν πεθαίνει κάποιος, γράφουν, η δύναμη της ζωής σιγά σιγά εγκαταλείπει όλα τα κύτταρα του σώματος και το σώμα αρχίζει να αποσυντίθεται. Έτσι ο άνθρωπος παραδίδεται στην ανυπαρξία.
Την πλανεμένη αυτή αντίληψη ανατρέπει ο απόστολος Παύλος με το σημερινό ανάγνωσμα. Ο Απόστολος είναι πολύ βέβαιος για την πνευματική εργασία που έκανε στην Κόρινθο. Ως σοφός αρχιτέκτονας έβαλε το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής, που είναι ο Χριστός. Πάνω στη βάση αυτή άλλοι έπρεπε να οικοδομήσουν, ώστε να ολοκληρωθεί η οικία. Τα υλικά που χρησιμοποίησαν, π.χ. χρυσό, άργυρο, πολύτιμους λίθους ή ξύλα και χόρτα θα δοκιμασθούν κατά την ημέρα της κρίσεως, «ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει» (Α'Κορ. 3, 13). Το έργο του καθενός θα αξιολογηθεί. Η φωτιά, όταν συνδέεται με την ημέρα Κυρίου, είναι σύμβολο του ριζικού καθαρισμού, ο οποίος πρόκειται να γίνει στα έσχατα. Όποιου το έργο αντισταθεί στη φωτιά, αυτός «μισθὸν λήψεται». Ο καλός εργάτης θα δει με ικανοποίηση το έργο του να μένει, ενώ ο κακός εργάτης θα αντικρίσει το έργο του να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, ο ίδιος όμως θα διασωθεί (3, 15). Ο άγιος Μάξιμος χαρακτηριστικά τονίζει· «ἐν τῷ μέλλοντι αἰώνι τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας εἰς ἀνυπαρξίαν χωρήσουσι, τῆς φύσεως τὰς ἰδίας δυνάμεις σώας ἀπολαβούσης διὰ τοῦ πυρὸς καὶ τῆς κρίσεως». Το ερώτημα όμως που γεννιέται είναι, πώς θα διασωθεί και τι είδους σωτηρία θα επιτύχει αυτός, που απέτυχε στη ζωή αυτή.
Η διά πυρός σωτηρία
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες πάνω στο θέμα αυτό. Μία είναι ότι οι διδάσκαλοι εκπαιδεύουν τους μαθητές τους στα θεία, «οἱ δὲ ἀκούοντες κατὰ τὸ τῆς γνώμης αὐθαίρετόν τὸ πρακτικὸν αἰροῦνται», δηλ. οι μαθητές σύμφωνα με την ανεξαρτησία της γνώμης τους εκλέγουν εκείνο που θα πράξουν, παρατηρεί ο Θεοδώρητος Κύρου. Ο διδάσκαλος δεν πρόκειται να καταδικασθεί, εφ’ όσον δίδαξε τα προσήκοντα, «ἀλλὰ τῆς σωτηρίας ἀξιωθήσεται». Δεν είναι αίτιος για το κατάντημα των μαθητών του, αφού αυτοί δεν επέδειξαν καρπούς μετάνοιας. Ένας άλλος Πατέρας θα συμπληρώσει πως ο διδάσκαλος του Ευαγγελίου δεν θα κατακριθεί για τους μαθητές του, αλλά θα δοκιμασθεί και ο ίδιος, εάν και κατά πόσον συμφωνεί ο βίος του με τα λόγια του. Τέλος, αν δεν καταδικάζεται σε ολοσχερή καταστροφή εκείνος που εργάσθηκε κακώς στον αμπελώνα του Κυρίου, τούτο φαίνεται να οφείλεται στο γεγονός ότι έκτισε πάνω στο ορθό θεμέλιο, που είναι ο Χριστός. Ο ίδιος καψαλισμένος και πληγωμένος μόλις και μετά βίας θα σωθεί από την πυρκαγιά της κρίσεως, ενώ το έργο του θα καταστραφεί.
Υπάρχει όμως και άλλη ομάδα ερμηνευτών, που διατυπώνει συγκεκριμένη γνώμη για το θέμα μας. Ο πατριάρχης Φώτιος συμφωνώντας με τον ι. Χρυσόστομο λέγει πως ο απόστολος Παύλος, για να μην παρανοήσουν τον λόγο του οι Κορίνθιοι ότι ο Θεός θα αφανίσει και την αμαρτία και τον αμαρτάνοντα, τονίζει πως έστω κι αν τα έργα κατακαούν, αυτός όμως ο εργάτης της αμαρτίας δεν συναφανίζεται μαζί τους, «σωθήσεται δέ, τουτέστιν τῇ διηνεκεῖ κολάσει συντηρούμενος», δηλ. θα σωθεί για να ζει στο εξής στην αιώνια κόλαση. Τα έργα της αμαρτίας θα γίνουν ανύπαρκτα, «ζητηθήσεται η αμαρτία αυτών και ου μη ευρεθή δι’ αυτήν» (Ψαλμ. 9, 36), ενώ ο αμαρτωλός θα έχει την ύπαρξή του για να βασανίζεται μέσα στο αιώνιο πυρ (Ματθ. 25, 41).
Το αιώνιο πυρ
Η δευτέρα Παρουσία ονομάζεται ημέρα μεγάλη, γιατί ο Θεός θα αποκαλύψει τη λαμπρότητά του. Αυτός, που τώρα είναι αόριστος και είναι το απρόσιτο φως, θα αποκαλυφθεί και θα γεμίσει όλα τα πλάσματα «του οικείου φωτός», δηλ. με το άκτιστο φως του. Η λαμπρότητα του Θεού και μετέχεται και μερίζεται. Όταν αστράψει το αληθινό και αδιάδοχο αυτό φως, όσοι θα είναι τέκνα φωτός θα συμμετάσχουν στη λαμπρότητα του Θεού και θα ακτινοβολήσουν ως άλλοι ήλιοι, «εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. 13, 43). Οι σωσμένοι θα είναι άνθρωποι ως προς τη φύση και θεοί κατά χάρη. Ο Χριστός θα είναι Θεός ανάμεσα στους θεούς. Άθλος της αρετής των δικαίων θα είναι η θέωση.
Ο Χριστός θα γίνει φως στους δικαίους και φωτιά στους αμαρτωλούς. Κόλαση είναι το ίδιο φως της θεότητος, που όμως οι αμαρτωλοί θα το αισθάνονται σαν φωτιά. Αυτοί που μίσησαν τον Θεό στη ζωή αυτή, θα εξακολουθήσουν να τον μισούν και στην άλλη, και αυτό θα είναι και η κόλασή τους, επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στην αγάπη του Θεού. «Οἶδα καὶ πῦρ οὐ καθαρτήριον, ἀλλὰ κολαστήριον», γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Άλλοι θα αναστηθούν «εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» και άλλοι «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς» (Ἰω. 5, 29). Η δικαίωση, δηλ. η ζωοποίηση δεν θα αγγίξει τους αμαρτωλούς. Ο άνθρωπος που θα καταδικασθεί θα έχει ύπαρξη, αλλά δεν θα έχει ζωή. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος δεν εξαφανίζεται ποτέ, αλλά διατηρεί την ύπαρξή του.
Η διατήρηση της υπάρξεώς μας
Η πονηρή αντίληψη των υλιστών και αιρετικών πως μετά θάνατοεξαφανιζόμαστε, τους διευκολύνει στην αμαρτία. Χαλαρώνει ο έλεγχος της συνειδήσεως όταν πιστεύουμε πως δεν πρόκειται να υποστούμε τίποτε για τις πράξεις μας. Γινόμαστε εξαιρετικά φίλαυτοι και μας καταλαμβάνει μια ασυγκράτητη μανία να τα δοκιμάσουμε όλα, αφού τα χρόνια της ζωής μας είναι μετρημένα και δεν υπάρχει άλλη ζωή. Γίνεται θεός των ανθρώπων «ἡ κοιλία» (Φιλ. 3, 19). Ατέλειωτος είναι ο κατάλογος των πονηρών πράξεων όλων αυτών που φρονούν τα επίγεια.
Επίσης, όποιος δεν πιστεύει στη μεταθανάτια ύπαρξη του ανθρώπου, δεν μπορεί να αξιολογήσει σωστά τον συνάνθρωπό του. Ο συνάνθρωπός μας είναι το μέσο για να πλησιάσουμε τον Θεό, αφού η θετική ή αρνητική προς αυτόν συμπεριφορά μας έχει άμεσο αντίκτυπο στις σχέσεις μας με τον Θεό. Π.χ. εάν συγχωρήσουμε τον πλησίον μας, θα μας συγχωρήσει κι εμάς ο Θεός. Όσοι δεν έχουν την ελπίδα της άλλης ζωής (Α'Θεσ. 4, 13), βλέπουν τον πλησίον με ιδιοτέλεια, ανταγωνιστικότητα, ηδονική διάθεση, σαν εχθρό τους.
Όσοι πιστεύουν πως εξαφανίζονται μετά θάνατο, δεν έχουν κίνητρα να αγωνισθούν και να κοπιάσουν πνευματικά στη ζωή τους. Η καλοπέραση είναι ο στόχος τους. Είναι ανυποψίαστοι για την κατάσταση που θα συναντήσουν, όταν κοιμηθούν. Η ζωή τους απονοηματίζεται, γι’ αυτό και μερικοί έγιναν αυτόχειρες. Είναι απέραντα δυστυχισμένοι.
Αγαπητοί αδελφοί, «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3, 20). Δεν πιστεύουμε πως όλα τελειώνουν εδώ. Ελπίζουμε πως θα σωθούμε έχοντας αγωνισθεί για την απόκτηση της αιώνιας ζωής του Θεού. Άλλωστε γι’ αυτό είμαστε πλασμένοι και αυτό είναι το τέλος της δημιουργίας, δηλ. να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό κι όχι να διασωθεί για να βασανίζεται στο αιώνιο πυρ της μοναξιάς και του μίσους. Αμήν.