Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τήν Μεγάλη Πέμπτη, τήν ὥρα πού ὁ Χριστός βρισκόταν σταυρωμένος στούς Ἱερούς Ναούς, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ Γέροντας Θεόδωρος ἁγιοφαραγγίτης, ὁ γιά πολλά χρόνια σταυρωμένος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νεῖλος.
Κατά διαστήματα εἶχα τηλεφωνική ἐπικοινωνία μαζί του καί μιά φορά τόν συνάντησα στόν δρόμο καί συζήτησα μαζί του γιά τήν ἀγαπημένη του ἔρημο. Πῆγα καί στό σπήλαιο πού ζοῦσε μερικές ἡμέρες τόν χρόνο, πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουδουμᾶ.
Τόν περισσότερο καιρό ζοῦσε στά σπήλαια καί στήν ἔρημο τοῦ Ἁγιοφάραγγου, σέ κελλιά πού κατασκεύαζε γιά νά προφυλάσσεται ἀπό τό κρύο, τίς βροχές καί τούς ἀέρηδες καί νά φεύγη μακρυά ἀπό τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων. Σκληρός, δύσκολος καί ἀφιλόξενος τόπος τό Ἁγιοφάραγγο, τόπος παλαιῶν καί μάλιστα «ἀθέατων» ἀσκητῶν, κατά τήν παράδοση τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς.
Ἦταν ἕνας σπάνιος ἐρημίτης ἀσκητής, πού ἐνσάρκωνε τούς παλαιούς ἀσκητές-ἐρημίτες, οἱ ὁποῖοι ἀφανίσθηκαν στίς ἡμέρες μας. Ἡ ἄσκησή του ἦταν ὑπέρμετρη, ἀπίστευτη, ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Δύσκολα νά ἀντέξη ὁ ἄνθρωπος σέ τέτοιες συνθῆκες ζωῆς, μέ ἀέρα καί κρύο, μέ ζέστη καί καύσωνα, μέ πείνα καί δίψα, μέ ἀπουσία ἀνθρώπων καί παρουσία ἑρπετῶν καί ἀγρίων ζώων, μέ προσευχή καί ἀϋπνία, μέ ἀγγέλους καί δαίμονες, μέ μελέτη καί προσευχή, μέ τήν κατά ἄνθρωπον μοναξιά καί τήν αἴσθηση τῆς οἰκουμενικότητας καί πολλά ἄλλα, πού φαίνονται ἀντιφατικά στούς λογικούς ἀνθρώπους. Ἀνέβαινε τά κακοτράχαλα κρητικά βουνά σάν ἕνα ἀγριοκάτσικο, αὐτός πού ἦταν τό ἄκακο πρόβατο τοῦ Χριστοῦ, καί εἶχε συμφιλιωθῆ μέ τήν ἄγρια φύση, τά γυμνά βράχια, χωρίς δένδρα καί φυτά.
Εἶχε ἀγαπήσει μέχρι τέλους τήν κατά Χριστόν σαλότητα, κάνοντας πολλές ὑπερβάσεις, ἐκφράζοντας τό μέγα προνόμιο τοῦ «αὐτομίσους».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁμιλώντας γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί γνώρισε τό μυστήριο τοῦ Παραδείσου καί ζοῦσε πολύ ταπεινά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, γράφει: «τούτου χάριν ἄστεγος ἦν καί ἀτράπεζος, πένης, ἀλήτης (περιπλανᾶτο στόν κόσμο) γυμνός, λιμῷ καί δίψῃ κατατρυχόμενος...». Αὐτήν τήν ζωή ποθοῦσε καί ἔζησε ὁ π. Θεόδωρος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἀπό τούς Πατέρες ἡ μοναχική ζωή χαρακτηρίζεται ὡς ἀποστολική ζωή.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρουσιάζει τόν Χριστό νά λέγη στόν ἄνθρωπο: «Ἐγώ πένης διά σέ καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί Σταυροῦ διά σέ, ἐπί τοῦ τάφου διά σέ». Κατά κάποιο τρόπο καί ὁ Ἱερομόναχος Θεόδωρος-Νεῖλος φύλαξε ἰσχυρό καί δυνατό κανόνα στόν ἑαυτό του, σκληρότερο ἀπό τούς κανόνες τῶν ἀνθρώπων, νά λέη διαρκῶς αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: Κύριέ μου καί «ἐγώ πένης διά σέ καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί Σταυροῦ διά σέ, ἐπί τοῦ τάφου διά σέ». Ὡς ἀλήτης, δηλαδή ὡς περιπλανώμενος, πέρασε ἀπό ὅλα τά σπήλαια τοῦ Ἁγιοφάραγγου, ζώντας ὡς πένης γιά τόν Χριστόν, ἀνέβηκε στόν δικό του Σταυρό, φυλάσσοντας «ὁδούς σκληράς» καί κατέβηκε στόν δικό του τάφο, ὡς νεκρός ζῶν, ὡς ζωντανός πεθαμένος, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν δίψα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθανάσιος Παλιούρας τόν γνώριζε καί μοῦ ἔλεγε ὅτι, ὅταν τόν πλησίαζε, εὐωδίαζε. Ἐγώ ἐκεῖνο πού κατάλαβα, ὅταν τόν συνάντησα, ἦταν ὅτι ἔβγαινε μέσα ἀπό τόν λόγο του, τό πρόσωπό του, τήν ὕπαρξή του μιά πνευματική γλύκα, πού εἶναι καρπός τῆς εὐώδους ἐρήμου, τήν ὁποία ἀγαποῦσε καί δέν μποροῦσε νά ἀποχωρισθῆ, ἀκόμη καί τότε πού ἦταν ἄρρωστος καί ἔπρεπε νά νοσηλευθῆ. Στήν πρόταση νά ζήση τά γεράματά του σέ κάποιο ἥσυχο Μοναστήρι καί νά δεχθῆ τήν περιποίηση τῶν μοναχῶν ἔλεγε: «Δέν μπορῶ νά ἀφήσω τήν γλυκύτητα τῆς ἐρήμου».
Ἡ ὕπαρξή του ἦταν διαφανής, εὐαίσθητη. Τοῦ μίλησα γιά τήν ἀξία τῆς ἐρήμου καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του. Ἡ ἔρημος ἔγινε τό σπίτι του, ἡ ζωή του, ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀναπνοή του, ἡ προσευχή του, ὁ γλυκασμός του, ἡ πείνα καί ἡ δίψα του, ἡ παλαίστρα του. Προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο καί ὁ ἀντίδικος, βλέποντας τήν δύναμη τῆς προσευχῆς του τόν πολεμοῦσε σκληρά. Καί ἐκεῖνος τόν ἀντιμετώπιζε μέ θάρρος, δύναμη, ἀλλά καί ἐσωτερική καρδιακή γαλήνη.
Εἶχε κάποιες ἅγιες ἰδιορρυθμίες ὁ μακάριος Γέροντας πού τοῦ τίς ἐνέπνευσε τό Ἅγιον Πνεῦμα, κάνοντας ὑπακοή στούς πεπειραμένους πατέρες, ζώντας ὡς ξένος καί σταυρωμένος, βιώνοντας σέ ὅλη του τήν ζωή τήν ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός τόν κάλεσε κοντά Του τήν ἡμέρα τῆς Σταυρώσεώς Του, ἀφοῦ προηγουμένως ἔλαβε τήν εὐχή τοῦ Μητροπολίτου του, τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος Μακαρίου, καί κοιμήθηκε καί ἐνταφιάσθηκε τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τήν Θεότητά Του ἦταν στόν Ἅδη καί τό σῶμα Του μαζί μέ τήν Θεότητά Του ἦταν στόν τάφο. Ἔτσι, ὁ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς Χριστός ἀγάπησε τόν φίλο Του, τόν Ἱερομόναχο Θεόδωρο-Νεῖλο, πού ἔζησε ὡς σταυρωμένος καί ἀναστημένος γιά τόν Χριστό.
Ἀγαπητέ μου π. Θεόδωρε-Νεῖλε, σέ εὐχαριστῶ γιά τήν ἀγάπη καί τήν συμπαράστασή σου, γιά τήν ἁγία πλάνη σου, γιά τήν καρποφόρα ἐρημική ζωή σου, γιά τήν κατά Χριστόν τρέλλα σου, γιά τήν πνευματική εὐωδία πού ἔλαβες ἀπό τό Ἁγιοφάραγγο καί εὐωδίασες ὅλο τόν κόσμο, καί τώρα εἶσαι ἕνα «μυρίπνοο ἄνθος» τοῦ Παραδείσου μαζί μέ τούς φίλους σου ἁγίους, τόν μεγάλο ἀσκητή καί θεολόγο π. Ἀναστάσιο Κουδουμιανό, ἰδιαιτέρως τόν «ἔρωτά» σου, τόν Χριστό. Μᾶς ἔδειξες ὅτι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποφθέγματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τῶν ὁποίων λαμβάνει κανείς Ἅγιον Πνεῦμα, κατά τό λόγιο «δός αἷμα, λάβε Πνεῦμα» καί μᾶς δίδαξες ὅτι καί ἡ ἔρημος εἶναι μυροφόρα, πυρφόρα, ἁγιοφόρα. Ἡ πνοή τῆς ἐρήμου ἔγινε γιά σένα ἡ πνοή τοῦ Παραδείσου, σοῦ γέμισε τά πονεμένα καί πληγωμένα πνευμόνια σου ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀπό θεῖο ἔρωτα. Εὔχου γιά μᾶς..–