Ο θάνατος, για την ανθρώπινη εμπειρία, σημαίνει καταστροφή της ανθρώπινης προσωπικότητας˙ «είναι η «φυσική» εξέλιξις της βιολογικής υποστάσεως, η παραχώρησις «χώρου» και «χρόνου» εις άλλας ατομικάς υποστάσεις, η επισφράγισις της υποστάσεως ως ατομικότητος.
Ταυτόχρονα είναι και η πλέον τραγική αυτοαναίρεσις της ιδίας της υποστάσεως, (διάλυσις και εξαφάνισις του σώματος και της ατομικότητος), η οποία εις την επιδίωξιν της να αυτοβεβαιωθεί ως υπόστασις ανακαλύπτει ότι τελικά η «φύσις» της την ωδήγησεν εις εσφαλμένον δρόμον, εις τον θάνατον».
Η πραγματικότητα του θανάτου καταργεί και συνθλίβει την ανθρώπινη ύπαρξη. Εδώ, ακριβώς, εντοπίζεται το πρόβλημα. Η ατομικότητα και η λανθασμένη πορεία του ανθρώπου, για καταξίωση της δικής του προσωπικής οντότητας, αυτόνομα και εγωιστικά, μακριά από τον άλλο-που τον αισθάνεται σαν την κόλασή του- δρα καταλυτικά και οδηγεί στην αποσύνθεση και τη διάσπαση της ατομικής του ύπαρξης.
Η περιχαράκωση του ατόμου στα όρια της θνητής του κτιστότητας δεν διαρρηγνύεται εύκολα, αφού η φύση τείνει να επιβληθεί στο πρόσωπο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι με το φυσικό θάνατο καταλύεται μια για πάντα και η ύπαρξη του ανθρώπινου προσώπου. Όσο επώδυνο και τρομακτικό κι αν είναι το πέρασμα από τη φύση στο πρόσωπο (που θα πει αυτοπαράδωση στο Χριστό, μετοχή στο θάνατο και την ανάστασή Του) χωρίς αυτό – το πέρασμα- δεν υπερβαίνεται πραγματικά ο θάνατος.
Έτσι, ο Χρήστος Γιανναράς σχολιάζοντας την ευαγγελική περιγραφή και αφήγηση της θαβώριας εμπειρίας των μαθητών, σημειώνει χαρακτηριστικά: «η γλωσσική σημαντική του ευαγγελικού κειμένου, υποδηλώνει… ότι το χάρισμα της πληρωτικής σχέσης με τον Θεό υπερβαίνει τους υπαρκτικούς όρους της κτιστής ανθρώπινης φύσης, βιώνεται από τον φυσικό άνθρωπο και ως απειλή της υπαρκτικής αυτάρκειας- αυτοτέλειας της φύσης του. Γι’ αυτό και «ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἕπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα». Ακόμα και όταν αρχικά ο Πέτρος απευθυνόταν στον «ἐν δόξει» Χριστό, ήταν έκφοβος. Αντίθετα, ο Μωυσής και ο Ηλίας, ελεύθεροι, με τη μεσολάβηση του θανάτου, από τους περιορισμούς υπαρκτικής αυτονομίας της φύσης, εμφανίζονται και ελεύθεροι στη σχέση από κάθε φόβο».
Η τραγική μοίρα του θανάτου κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή την υπαρκτική σχέση του ανθρώπου και παραμορφώνει την υπόστασή του μην αφήνοντας περιθώριο σωτηρίας. Ο θάνατος έρχεται και ο άνθρωπος αφανίζεται. «Γιατί πράγματι ο θάνατος για όλους στοχεύει στον αφανισμό μας. Αν δεν είχε αυτό το στόχο πάντοτε και για όλους», παρατηρεί ο μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, «δεν θα ήταν ανάγκη να παρακαλούμε το Θεό να κρατήσει στη μνήμη του αιώνια τους νεκρούς μας. Το να κρατηθεί κανείς στη μνήμη του Θεού είναι θέμα επιβιώσεως, όχι μακαριότητος και «αναπαύσεως» μόνον. Αν ο θάνατος δεν στόχευε στον αφανισμό του κτιστού, δεν θα ήταν ανάγκη να συμμετέχουμε στην θ. Ευχαριστία που δεν είναι απλώς «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», αλλά και «εἰς ζωὴν αἰώνιον», «φάρμακον ἀθανασίας»».
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, οι παραπάνω σκέψεις, πρώτα και κύρια, μας βοηθούν να συλλάβουμε το θνητό της φύσης μας, τη φθίνουσα υπόστασή μας και τον κίνδυνο αφανισμού της ύπαρξής μας. Εκείνο που καταξιώνει και σώζει την ανθρώπινη ύπαρξη από το θάνατο, σύμφωνα με τη θεολογική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι το πρόσωπο του Χριστού. Ο Θεάνθρωπος Χριστός προβάλλει διαχρονικά ως νικητής και καταλύτης του θανάτου.
Στα πλαίσια θεολογικής απόπειρας, ψηλάφησης και κατανόησης του θανάτου, η χριστιανική διδασκαλία γεμίζει τον άνθρωπο γαλήνη και ελπίδα. Η ύπαρξή του ζωογονείται από τη βεβαιότητα και τη χαρά της Ανάστασης. Αντικρύζει τη νίκη που προκύπτει, από την ένωση κτιστού και ακτίστου, την υπέρβαση της φθοράς και της θνητότητας, στο πρόσωπο του Χριστού και που ο ίδιος απέτυχε να πραγματώσει. Με τη νίκη του Χριστού της Εκκλησίας, δεν υπερισχύει το δυαλιστικό στοιχείο για να αποσυνθέσει και να κομματιάσει την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά το κτιστό σώζεται από την σύζευξή του με το άκτιστο.
Τη διαλεκτική σχέση κτιστού και άκτιστου, που πραγματοποιείται και αυτουργείται από τον ένσαρκο Λόγο, αναπτύσσει με μεγάλη θεολογική ακρίβεια και λεπτομέρεια ο άγιος Περγάμου. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «στο πρόσωπο του Χριστού το κτιστό και το άκτιστο ενώθηκαν «ἀδιαιρέτως», με ένα τρόπο που δεν επιδέχεται διαίρεση, αλλά και «ἀσυγχύτως», δηλαδή χωρίς να χάσουν την ετερότητά τους, την ξεχωριστή και ιδιαίτερη ταυτότητά τους…Ο θάνατος δε μπορεί να νικηθεί αν δεν πραγματοποιηθεί αυτό το «ἀδιαιρέτως». Όσο το κτιστό αυτονομείται και αυτοϋπάρχει, τόσο ο θάνατος οφείλεται στην ιδιότητα του χωρισμού, της διασπάσεως των όντων λόγω της»αρχής»που διέπει την κτιστότητα.
Με άλλα λόγια, το κτιστό, για να ζήσει, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή και αδιάκοπη (αδιαίρετη) σχέση με κάτι το άκτιστο, να καλύπτει έτσι το διάστημα, που αναπόφευκτα πηγάζει από την κτιστότητα, και να κοινωνεί διαρκώς με κάτι έξω από τον εαυτό του. Κάθε κτιστό ον που δεν βγαίνει από τον εαυτό του και δεν ενώνεται αδιαίρετα με κάτι άλλο, αφανίζεται, πεθαίνει. Αλλά αν αυτό προς το οποίο συνδέεται για να υπερβεί το θάνατο είναι και αυτό κτιστό, όπως συμβαίνει στο βιολογικό έρωτα, δεν αποφεύγει το θάνατο».
Η τραγωδία του ανθρώπου διακόπτεται και ο ίδιος λυτρώνεται από το θάνατο, όχι μέσα σε μια ένωση με γεώδη χαρακτηριστικά και κτιστές διαστάσεις, αλλά μέσα στην ενότητα με το πρόσωπο του Χριστού. Μέσα σε μια τέτοια κοινωνία κτιστού, που είναι ο άνθρωπος, και ακτίστου, που είναι ο Θεάνθρωπος, «η ανάγκη και ο θάνατος παύουν να είναι οριακά σημεία, γιατί παίρνουν μια νέα θέση μέσα στον κόσμο. Αναγκαστικά χάνουν την εχθρική τους έννοια, γιατί προσλαμβάνουν μια λειτουργικότητα υπηρετική του θείου σχεδίου. Έτσι, ο εν Χριστώ άνθρωπος χωρίς να διαφεύγει στην επίγεια ζωή του την ανάγκη και το θάνατο γεύεται κιόλας τη σωτηρία, γιατί υπερνικά την τραγική του μοίρα και κυριαρχεί πάνω σ’ αυτή όχι αποφεύγοντάς την, αλλά δίνοντας σ’ αυτήν ένα νέο νόημα».
Μόνο ο άκτιστος Θεός παρέχει την αθανασία και σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο. Βέβαια με συγκεκριμένους όρους. Η υπέρβαση του θανάτου απαιτεί πλήρη σύζευξη του κτιστού με το άκτιστο. Η ιδιαιτερότητα και το σωτηριολογικό περιεχόμενο της ένωσης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι προσφέρει τη δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο να μεθέξει προσωπικά στην Ανάσταση του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός κατήργησε τον έσχατο εχθρό της ανθρώπινης ύπαρξης και έγινε έτσι η απαρχή της ζωής που υπερβαίνει το θάνατο. Η παρουσία του Θεού πληροί τα πάντα. Σε καμία περίπτωση το κτιστό δεν μπορεί να ζήσει έξω από την αμεσότητα με το άκτιστο. Τίποτα δεν σώζει πάρα μόνον ο Θεός.
Κατόπιν όλων αυτών ο πιστός –σύμφωνα με τα λόγια του Σεβασμιωτάτου συγγραφέα- έχει την πεποίθηση ότι «ο Χριστός με το να ενώσει κτιστό και άκτιστο ασυγχύτως και αδιαιρέτως νίκησε το θάνατο με μια νίκη που δεν είναι ένα αναγκαστικό για την ύπαρξη γεγονός, αλλά μια δυνατότητα που κερδίζεται μόνο με την ελευθερία και την αγάπη. Η νίκη αυτή πραγματοποιήθηκε στην Ανάστασή Του, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος για σωτηρία, αφού ο θάνατος είναι το πρόβλημα της κτιστότητας. «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν», λέγει ο Παύλος. Ο Χριστός είναι «σωτήρ τοῦ κόσμου» όχι γιατί θυσιάστηκε στο Σταυρό εξαλέιφοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά γιατί «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας».
Η Δύση (Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική) που είδε το πρόβλημα του κόσμου ως πρόβλημα ηθικό (παράβαση εντολής και τιμωρία) έκαμε το Σταυρό του Χριστού το επίκεντρο της πίστεως και της λατρείας. Αλλά η ορθοδοξία εξακολουθεί να τονίζει την Ανάσταση ως το κέντρο όλης της ζωής της, ακριβώς γιατί είδε ότι το πρόβλημα του κτιστού δεν είναι ηθικό αλλά οντολογικό, είναι το πρόβλημα της υπάρξεως (και όχι της ομορφιάς) του κόσμου, το πρόβλημα του θανάτου. Και η Ανάσταση του Χριστού έγινε δυνατή χάρη στην ένωση «ἀδιαιρέτως» αλλά και «ἀσυγχύτως» του κτιστού με το άκτιστο, δηλαδή χάρη στην αγάπη, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να υπερβαίνουν τα όριά τους και να ενώνονται «αδιαιρέτως» και χάρη στην ελευθερία, που κάνει το κτιστό και το άκτιστο να μη χάνουν την ετερότητά τους με την υπέρβαση των ορίων τους στην ένωση αυτή, αλλά αντίθετα, να εξασφαλίζουν την ετερότητα αυτή, διατηρώντας έτσι τη διαλεκτική σχέση τους».