Γνώριζα την Ηγουμένη Ευπραξία από τα σχολικά μου χρόνια. Ηταν δύο τάξεις πιο μεγάλη από μένα, ένα δραστήριο κορίτσι, όμορφη, ψηλή, αρκετά ζωηρή και με το επικοινωνιακό χάρισμα σε υπερθετικό βαθμό.
Ήταν στην πρώτη γραμμή στις παρελάσεις, πρωταγωνιστούσε στις σχολικές θεατρικές παραστάσεις και πάντα «ζωντάνευε» τη χορωδία, αφού είχε υπέροχη και σωστή φωνή.
Η Ηγουμένη Ευπραξία ή, αλλιώς, η Κάτια, όπως την ξέραμε, ήταν η χαρά της τάξης, των συμμαθητών αλλά και των καθηγητών. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν 35 χρόνια αργότερα, μέσα από την κατάμαυρη μαντίλα, αναγνώρισα εκείνα τα ζωηρά μάτια με το σπινθηροβόλο βλέμμα. Τη φώναξα Κάτια, αλλά δεν αποκρίθηκε… Την κοίταξα με την πεποίθηση πως θα με θυμόταν, ωστόσο έδειξε μια ευγενική αδιαφορία. Της γέλασα, όμως μου το ανταπέδωσε με ένα συντηρητικό χαμόγελο. Για μια στιγμή αμφέβαλα για την πεποίθησή μου, όμως, όταν την άκουσα να ψέλνει, έδιωξα κάθε αμφιβολία. Η χροιά της φωνής της ήταν η ίδια…
Οση ώρα γινόταν η λειτουργία, το μυαλό μου ταξίδευε. Εφερνα μπροστά μου σκηνές, εικόνες, στιγμιότυπα από τα χρόνια που ήμασταν στο σχολείο. Ηθελα να τη ρωτήσω πώς, γιατί. Επρεπε όμως να περιμένω να ολοκληρώσει ο παπάς τη λειτουργία στην ιερά μονή που είχα επισκεφτεί, προκειμένου να την πλησιάσω. Και σκεφτόμουν τις επιλογές που κάνουμε και οι οποίες καθορίζουν τη ζωή μας.
Την άκουγα, την κοίταζα, αναλογιζόμουν ποια γεγονότα, ποιες πράξεις, ποιες αδιαλλαξίες την έσπρωξαν σε αυτό τον τρόπο ζωής. Οχι πως έχει κάτι επιλήψιμο, κάτι που να φθείρει ή να παραγκωνίζει· ίσα ίσα που αυτή η κορύφωση και η έκσταση της αγάπης προς τον Χριστό είναι ιδεώδεις. Ωστόσο είναι κάτι που αντιτίθενται στον δικό της χαρακτήρα, στη δική της προσωπικότητα, στην ιδιοσυγκρασία της. Αν ήταν μια χαμηλού προφίλ κοπέλα, αν ζούσε σε καθαρά θρησκευτικό περιβάλλον. Δεν ήταν όμως τίποτε από αυτά. Απεναντίας, μάλιστα. Αρα κάτι είχε συμβεί που άλλαξε εντελώς τη θεωρία της για τη ζωή.
Κοίταζα γύρω της. Υπήρχαν κι άλλες μοναχές, οι περισσότερες ηλικιωμένες. Ομως ήταν και τρεις δόκιμες. Κορίτσια κάτω των 25 χρονών. Καλό αυτό; Ή κακό; Μέσα στην καρδιά τους, στο καταγώγιο της ψυχής τους, χρειάστηκε να παλέψει ο νους τους, για να γνωρίσουν την εικόνα του Θεού και να αποφασίσουν τον προορισμό τους.
Ξέρω, όλοι γνωρίζουμε πως το μοναστικό ιδεώδες χαρακτηρίζεται από αδιάκοπη έφεση προς φυσική τελειότητα του ατόμου που το ασπάζεται και αγιοσύνη. Εγώ δεν είχα διακρίνει καμία τέτοια έφεση στην Κάτια. Ούτε καν γνώριζε την αγιοσύνη.
Αναλογίστηκα τα μοναστήρια που είχα επισκεφτεί τα τελευταία χρόνια. Δεν ήταν και λίγα. Τα περισσότερα, γυναικεία. Και δεν ήταν λίγες οι μοναχές που είχαν αφοσιωθεί. Πολλές γυναίκες. Γιατί άραγε; Μήπως η αιτία είναι η ασφυκτική κηδεμονία του άνδρα; Μήπως κουράστηκαν πια οι γυναίκες να αναλώνονται τόσο πολύ σε οικιακές φροντίδες;
Βέβαια, στις μέρες μας κανένας δεν μπορεί να μην παραδεχτεί πως ο γυναικείος μοναχισμός προσφέρει πολλά. Ιδιαίτερα επειδή κατά καιρούς ο ανδρικός μοναχισμός βρίσκεται σε ύφεση για διάφορους λόγους, τα γυναικεία μοναστήρια τονώνουν το κοινό αίσθημα.
Εδώ δεν μιλάμε για ισοτιμία ή ισότητα. Ο γυναικείος μοναχισμός έχει να επαναλάβει το του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».
Επρεπε να ρωτήσω την Κάτια· να μου εξηγήσει, να μου αναλύσει, να μου τεκμηριώσει αυτές τις αποφάσεις ζωής.
Η ΡΑΓΔΑΙΑ ΑΝΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Είχα διαβάσει κάπου πως από τον 2ο αιώνα μ.Χ. υπάρχουν παραδείγματα γυναικών που αφιέρωναν τον εαυτό τους στον Χριστό, με πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο. Και ότι από τον 4ο αιώνα τα γυναικεία μοναστήρια ήταν πια πάρα πολλά. Πόσες Αγίες από αυτές που πρεσβεύουν για εμάς στον Θεό δεν ήταν μοναχές ή ασκήτριες... Ξέρω πως ο Αγιος Νεκτάριος το 1904 δημιούργησε την πρώτη αδελφότητα στην Αίγινα και η πρώτη μοναχή ήταν μια τυφλή κοπέλα. Ξέρω ακόμα πως μετά το '60 ο γυναικείος μοναχισμός βρίσκεται σε ραγδαία άνθηση και πολλά ανδρικά μοναστήρια έχουν μετεξελιχθεί σε γυναικεία.
Η μοναστική ζωή πάντα είχε μια εξέχουσα και τιμητική θέση μέσα στην Ορθοδοξία. Αποπνέει ιδιαίτερο σεβασμό ο άνθρωπος εκείνος που θυσιάζει τα πάντα «προς δόξαν Θεού» αλλά και για το καλό του πλησίον. Εξάλλου, το Ευαγγέλιο το λέει καθαρά: «Οποιος θέλει». Αν δεν θέλει ο άνθρωπος, δεν τον εξαναγκάζει κανένας. Και σίγουρα πρέπει να θέλει κανείς πολύ για να ακολουθήσει τον μοναχισμό.
«Αν ανακαλύψεις αυτή την έφεση που σε φέρνει κοντά στον Κύριο, η ευτυχία είναι ένα μυστήριο που δεν ερμηνεύεται»
Ολοι γνωρίζουμε πως η διαδικασία μέχρι κάποιος να γίνει κατ'ουσίαν μοναχός, δηλαδή ως την κουρά, είναι μια μεγάλη δοκιμαστική περίοδος. Σίγουρα σε αυτό το διάστημα φαίνεται ξεκάθαρα ποιος είναι, για ποιον λόγο έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή, ποιες είναι οι ψυχικές δυνάμεις του ή και οι αδυναμίες του. Αν έχει αντιστάσεις. Εχουν την καθοδήγηση από τον γέροντα ή τη γερόντισσα, τον διαφωτισμό, τις συμβουλές. Πρέπει να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις, τις αντιξοότητες που απορρέουν από την επιλογή αυτού του δρόμου. Οσο τα σκέφτομαι όλα αυτά τόσο μου φαίνονται υπερβολικά δύσκολα. Βέβαια, υπάρχει μέσα τους αυτή η επιτακτική ανάγκη να έχουν μια αυθεντική σχέση με τον Θεό. Μια σχέση καθόλου επιφανειακή. Ισως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος. Για την Κάτια όμως; Ενδεχομένως εγώ να μην το περίμενα...
Θυμάμαι πως είχε πετύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Ηθελε να γίνει δικηγόρος, όπως και ο πατέρας της. Είχε και κάποια σχέση με ένα καλό παιδί. Είχαμε βγει μερικές φορές όλοι παρέα. Μάζευε δισκάκια 45 στροφών. Χόρευε σέικ υπέροχα, σύχναζε στου Φλόκα στη Φωκίωνος Νέγρη. Ολο το βιογραφικό της το ήξερα, αλλά ως την ηλικία των 19 χρονών. Υστερα την έχασα. Χαθήκαμε. Την ξέχασα. Την έσβησε από τη μνήμη μου η καθημερινότητα. Ή μήπως όχι; Μήπως δεν έμαθα κάτι γι'αυτήν, επειδή είχε αφιερωθεί στον Θεό;
Και η λειτουργία τελείωσε. Μια μοναχή ή δόκιμη μας είπε πως, αν θέλαμε να πάρουμε καφέ και πρωινό, μπορούσαμε να πάμε στο αρχονταρίκι. Πήγα και την περίμενα. Μπήκε σχεδόν τελευταία, γιατί συνομιλούσε με ένα νεαρό ζευγάρι. Ακουσα να την προσφωνούν «Ηγουμένη». «Γερόντισσα». Είχε τον αξιοσέβαστο τίτλο. Περίμενα. Της ζήτησα να μιλήσουμε. Δεν με αναγνώρισε στην αρχή. Είπα το όνομά μου. Χάρηκε. Δάκρυσε. Με αγκάλιασε. Και έπειτα από μισή ώρα αναφοράς σε αναμνήσεις των εφηβικών χρόνων μας, της ζήτησα να της κάνω μερικές ερωτήσεις. Από τη στιγμή που την αναγνώρισα, ήθελα να γράψω κάτι για τον γυναικείο μοναχισμό.
«Είναι καλύτερα να μάθω από εσένα... από εσάς, Ηγουμένη, αυτά που νομίζω πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες παρά από εγκυκλοπαιδικές πηγές» της είπα. «Πρέπει να πάρω την ευλογία του Μητροπολίτη πρώτα. Δεν είναι απλά τα πράγματα» απάντησε. Περίμενα όσο χρειάστηκε για να επικοινωνήσει με τον Μητροπολίτη, στην ενορία του οποίου ανήκε το μοναστήρι, να του εξηγήσει, να πάρει την άδεια…
Ηγουμένη, γιατί αυτή η επιλογή; Εννοώ, πώς εγκαταλείψατε την κοινωνική εμπειρία, τους συγγενείς, τους φίλους, τα όνειρα;
Ο μοναχισμός είναι μια επιλογή πολύ σημαντική. Πρέπει αυτός που θα τον ακολουθήσει να είναι πολύ καλλιεργημένος για να καταλάβει και το βάθος και το νόημα της μοναχικής ζωής, και στη συνέχεια να την επιλέξει.
Συμφωνώ. Ομως ρωτάω για εσάς προσωπικά.
Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στα προσωπικά μου, όμως θα σου πω δυο λόγια. Μια πολύ σημαντική ανατροπή στη ζωή μου με έφερε κοντά σε έναν «άγιο» άνθρωπο, σε έναν ιερωμένο. Κι εκεί που έλεγα «γιατί, Θεέ μου, το έκανες σ'εμένα αυτό;», με τη δική του βοήθεια είπα «Σε ευχαριστώ, Κύριε, που επέλεξες εμένα γι'αυτή τη δοκιμασία».
Καταλάβαινα…
Οι γονείς σας; Ο σύντροφός σας;
Είχα τη συγκατάθεση και την ευλογία των γονιών μου. Οι περισσότερες γυναίκες που έρχονται στα μοναστήρια έχουν τη συγκατάθεση των γονιών τους. Τις συνοδεύουν, μάλιστα, και τις επισκέπτονται τακτικά. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι που αντιδρούν, όμως, όταν οι γυναίκες είναι ενήλικες, έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν μόνες τους. Γενικά, γονείς, συγγενείς και φίλοι, όταν δουν ότι ο άνθρωπος κάνει κάτι που το αισθάνεται και το θέλει, απλώς το συνειδητοποιούν.
Ηγουμένη, συγχωρήστε με, αλλά μια νέα και ωραία γυναίκα, με πανεπιστημιακές διακρίσεις, δεν έχει πειρασμούς; Κάποιους λογισμούς;
Ο Σατανάς πείραξε τον ίδιο τον Χριστό. Ομως η ζωή μας εδώ, με τις καθημερινές ασχολίες, που αποφέρουν μεγάλη κούραση, με τις προσευχές και τις αγρυπνίες, δεν μας επιτρέπει στιγμή ελεύθερη για τους λογισμούς που εννοείτε. Επειτα, ο γέροντας κάθε μονής, εκτός από τα εφημερικά καθήκοντά του, έχει τη φροντίδα για την πνευματική ανύψωση του φρονήματος, την εξομολόγηση, τη νουθεσία. Οι μονές μας μαρτυρούν ήθος Χριστού.
Τελικά, είναι ψυχοθεραπεία η θρησκεία;
Αγωνιζόμαστε να αποβάλουμε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίζουμε την καρδιά μας με την πίστη μας. Τη διατηρούμε καθαρή, για να κατοικήσει μέσα μας ο Κύριος, για να μας πλημμυρίσει το Αγιο Πνεύμα. Αυτό αποτελεί σκοπό και πόθο αγιάτρευτο. Αν αυτό λέγεται ψυχοθεραπεία, τότε είναι η καλύτερη. Πρέπει όμως όλοι να προσέξουμε μήπως για χάρη της παρούσας ζωής στερηθούμε τη μέλλουσα.
Πόσο δύσκολο είναι;
Είναι δύσκολο μα και υπέροχο συνάμα. Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή βοηθούν να γίνει εύκολο και επιτευχθέν.
Θα προτρέπατε μια νέα γυναίκα να ακολουθήσει αυτά τα βήματα;
Αν ανακαλύψει κατά τη δοκιμαστική περίοδο την κλίση, αυτή την έφεση που τη φέρνει κοντά στον Κύριο, ω ναι! Η ευτυχία που θα νιώσει είναι ένα μυστήριο που δεν ερμηνεύεται.
Τι ζητάτε στην προσευχή σας;
Να μας λυπηθεί ο Θεός και να συγχωρεί τα λάθη μας. Να μας ενισχύει ώστε να αγωνιζόμαστε τον αγώνα τον καλό. Να εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας και γι'αυτά να έχουμε δύναμη ψυχής να αγωνιζόμαστε.
Να προσθέσετε κι εμένα στις προσευχές σας…
Η φίλη μου η Κάτια, η γερόντισσα Ευπραξία, με τέλεια αυταπάρνηση ανταποκρίνεται στον γυναικείο μοναχισμό. Με τη συνέπεια που πάντοτε τη χαρακτήριζε, για την αγάπη του Χριστού θυσίασε τα πάντα. Με τη φιλοξενία της και τη συμπαράστασή της στους έχοντες ανάγκη, κάνει τη χριστιανική φιλοσοφία πράξη. Και εύχεται σε όλους το «αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν»…
της Τάνιας Χαροκόπου - από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια