Είμαστε μέσα στην Εκκλησία. Μα πολλές φορές μοιάζουμε με αυτό το μεγάλο παιδί της παραβολής του Ασώτου: τον πρεσβύτερο γιο. Αυτός ήταν καλό παιδί. Μα δεν είχε καμία σχέση με τον πατέρα του. Ήταν μέσα στο σπίτι, αλλά δεν επικοινωνούσε.
Στην ουσία, αυτός ήταν πιο μεγάλος άσωτος από τον αδελφό του. Ήταν μες στο σπίτι, μα δεν ένιωθε την αγάπη του πατέρα του. Ήταν μες στο σπίτι, αλλά ήταν εγωιστής, δεν είχε μέσα του αγάπη. Δεν αγαπούσε ούτε τον πατέρα ούτε τον αδελφό του που έλειπε.
Δεν λαχταρούσε ποτέ την επιστροφή του αδελφού του. Ένιωθε ξεχωριστός και όχι ενωμένος με τον αδελφό του. Είχε ξεχωρίσει την τύχη του και έλεγε: «Δεν μ’ ενδιαφέρει ο αδελφός μου. Η ζωή του είναι διαφορετική απ’ τη δική μου. Είμαι εδώ. Μένω στο σπίτι και δουλεύω. Είμαι το καθωσπρέπει παιδί».
Μα τον πατέρα του δεν τον αγάπησε πραγματικά. Ηταν μες στο σπίτι, μα η καρδιά του ήταν μακριά. Ο άλλος έφυγε απ’ το σπίτι, μα αγαπούσε τον πατέρα του. Οταν ήταν μικρό παιδί και ζούσε στο σπίτι μαζί με τον πατέρα του, είχε υπάρξει μεταξύ τους ένας αληθινός δεσμός αγάπης. Είχε μπει μια σφραγίδα στην ψυχή του. Τότε. Στα παιδικά του χρόνια. Και αυτή η σφραγίδα τον κυνηγούσε όπου κι αν πήγαινε. Τον περικύκλωνε το φως της πατρικής αγάπης, το έλεος του Θεού. «Τὸ ἔλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Εφυγε. Ο πατέρας του τον σεβάστηκε και τον άφησε ήσυχο. Απίστευτος αυτός ο σεβασμός του Θεού. Οχι οι άνθρωποι του Θεού. Μα ο Θεός. Πόσο πολύ σε σέβεται ο Θεός! Τον άφησε να φύγει.
«Πήγαινε, παιδί μου». «Δηλαδή, πατέρα, δεν μ’ αγαπάς;» «Σ’ αγαπάω πάρα πολύ». «Δηλαδή θες να φύγω;» «Καθόλου». «Δηλαδή, δεν πονάς που φεύγω;» «Πονάω». «Τότε γιατί δεν κάνεις τίποτα να με εμποδίσεις;» «Κάνω, παιδί μου». «Τι;» «Σε σέβομαι. Αν μπορείς να κοιτάξεις στα μάτια μου αυτή τη στιγμή, που είναι δακρυσμένα, αν μπορείς να δεις την καρδιά μου και να νιώσεις πόσο σ’ αγαπά, θα εκπλαγείς. Μα προηγείσαι εσύ. Ολα τα δικά μου τα βάζω μετά τη δική σου ελευθερία. Πάνω απ’ όλα εσύ. Εσύ τι θέλεις. Θέλω, παιδί μου, να καθίσεις κοντά μου επειδή μ’ αγαπάς. Κι αν δεν νιώθεις αυτή μου την αγάπη, κινήσου ελεύθερα. Κάνε τις επιλογές σου. Εγώ θα 'μαι πάλι μαζί σου». «Μα πώς θα 'σαι μαζί μου, πατέρα; Εσύ, πατέρα, θα καθίσεις στο σπίτι. Εγώ φεύγω. Θα ξενυχτάω, θα γυρνάω, θα τα σπάω, θα πίνω, θα μεθάω, θα 'χω φιλενάδες. Εσύ τι θα κάνεις;» «Θα 'μαι μαζί σου». «Μα πώς θα 'σαι μαζί μου; Αφού τώρα ήδη με χαιρετάς. Σε αντικρίζω από μακριά. Σε βλέπω, κουνάς το μαντίλι και μου λες “παιδί μου, γεια” κι εγώ στρίβω στον δρόμο στο βάθος και έπειτα από λίγο δεν με βλέπεις, χάθηκα πλέον». «Θα 'μαι μαζί σου. Εγώ θα 'μαι μαζί σου γιατί εγώ θα σ’ αγαπάω. Θα 'μαι εδώ, αλλά θα 'μαι κι εκεί. Αλλά θα 'μαι απαλά. Δε θα 'μαι καταπιεστικά ούτε ενοχικά, ώστε να σε πνίγω στις τύψεις. Ούτε αγχωτικά, για να πιέζεσαι. Αλλά με απεριόριστο σεβασμό. Με τεράστια υπομονή. Και με πολύ μεγάλη αγάπη. Αυτός είναι ο τρόπος που θα σε κυκλώνω. Θα σε περικυκλώνω με την αγάπη μου».
από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια