Δὲν δύναμαι, οὔτε νὰ ἀκούω οὔτε νὰ ἀναγινώσκω μὲ ὑπομονὴν τοὺς ταλανισμοὺς τοῦ ἡμετέρου γένους, μὲ τὸ νὰ πάσχη ἀμάθειαν τῆς ἔξω φιλοσοφίας. Ὅλοι σχεδόν, ὅσοι εἰς τὰς ἀκαδημίας τῆς Εὐρώπης ὑπάγουσι καὶ ἐκεῖ βλέπουσι τόσα πλήθη φιλοσόφων, ἄλλοι διὰ ζῴσης
φωνῆς καὶ ἄλλοι ἐν τοῖς προλεγομένοις τῶν βιβλίων, ὁπού ἐκδίδουσι εἰς τὸ κοινὸν φῶς, τόσους ταλανισμοὺς καὶ τόσας θρηνολογίας κάνουσι τοῦ γένους μας διὰ τὴν στέρησιν τῆς ἔξω σοφίας, ὥστε ὁπού καὶ τυφλὸν καὶ σκοτεινὸν καὶ ἐλεεινὸν καὶ μυρίων δακρύων ἄξιον τὸ ὀνομάζουσι, τόσος φαίνεται νὰ εἶναι ὁ ζῆλος των. Ἀλλὰ τάχα ὁ ζῆλος αὐτῶν οὗτος, εἶναι ἕνας ζῆλος ἐπαινετὸς ἢ ὄχι;
Ἀδόκιμος κρίνεται ὁ ζῆλος οὗτος. Διατί; Ἐπειδὴ τοῦ λείπει ἡ ἐπίγνωσις. Ἤγουν διατὶ δὲν αἰσθάνονται, οὔτε διακρίνουσι τί θέλει νὰ εἰπῆ γῆ, καὶ τί θέλει νὰ εἰπῆ οὐρανός· τί θέλει νὰ εἰπῆ σῶμα καὶ τί θέλει νὰ εἰπῆ ψυχή· τί θέλει νὰ εἰπῆ κόσμος, καὶ τί θέλει νὰ εἰπῆ Ἐκκλησία· τί θέλει νὰ….
εἰπῆ φιλοσοφία, καὶ τί θέλει νὰ εἰπῆ Ἁγία Γραφή.
Ἠξεύρω βέβαια πὼς ὁ λόγος οὗτος οὗτος θέλει φανῆ ἀπαράδεκτος, καὶ πολλοὺς ἔχει νὰ λυπήση ἀπὸ ἐκείνους ὁπύ μάλιστα καὶ σεμνύνονται εἰς αὐτὴν (τὴν φιλοσοφίαν) παρὰ εἰς τὴν λογικήν τους ψυχήν.
Μέγα τίποτας καὶ ἐξαίσιον χάρισμα παρὰ Θεοῦ ἐδόθη εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ νοῦς. Τέχνας ἐπινοεῖ, ἐπιστήμας εὑρίσκει διαφόρους […] Καὶ ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ ὁπού ἐξετάζει ὁ νοῦς εἶναι ποιήματα Θεοῦ, διὰ τοῦτο ἡ φιλοσοφία, ὁπού εἶναι γνῶσις τούτων ἁπάντων, ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς γνῶσις θείων πραγμάτων.
Ἡ λογικὴ ταύτη παδεία δὲν εἶναι διὰ τὸν οὐρανόν, εἶναι διὰ τὴν γῆν, διὰ τὰς πόλεις, διὰ τὰ βασίλεια, αὐτὴ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ὀργανικὰ ἀγαθά, καθὼς εἶναι δηλαδὴ τὰ χρήματα, τὰ κάλλη, ἡ ῥώμη τοῦ σώματος, τὰ ἀξιώματα καὶ τὰ τοιαῦτα, μὲ ταύτην τὴν διαφοράν, ὅτι αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτον καὶ τιμιώτατον τῶν ὀργανικῶν
καλῶν. Διατὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι καὶ λέγονται ὑλικὰ καὶ σωματικά, ἡ δὲ μάθηση εἶναι λογική, δηλαδὴ τῆς λογικῆς ψυχῆς γέννημα καὶ καρπὸς ἐξαίρετος. Πλὴν καὶ αὐτὴ δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἐδικήν της φύσιν οὔτε κακή, οὔτε καλή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μεταχείρισιν τῶν ἐχόντων αὐτήν, γίνεται ἢ καλὴ ἢ κακή. Λοιπὸν ἡ κατάχρηση τῆς ἔξω σοφίας δίδει εἰς αὐτὴν τὸ ὄνομα νὰ λέγεται κακή.
Δὲν εἶναι ὅμως ἡ κατάχρηση αὐτὴ ἁπλὴ καὶ μονοειδής, ἀλλὰ πολλῶν λογιῶν. Πρώτη κατάχρηση εὑρίσκεται ἐκείνη, ὁπού πολλοὶ τὴν κρατοῦν εἰς μίαν ὑπόληψιν ὑπερτάτην, φρονοῦντες καὶ λέγοντες πὼς αὐτὴ μόνη, ἤγουν ἡ φιλοσοφία, εἶναι φῶς. Καὶ ὅσοι τὴν ἔχουν, ἐκεῖνοι μόνοι ἰλλουμινάτοι καὶ εἶναι καὶ λέγονται, ἤγουν φωτισμένοι. Οἱ δὲ ἄλλοι εἶναι σκοτεινοὶ καὶ τυφλοί. Τέτοια ἦτον ἡ δόξα τοῦ παράφρονος Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ, καὶ τέτοια εἶναι ἡ τῶν Γάλλων καὶ τῶν ὁμοίων τους.
Δευτέρα κατάχρηση εἶναι ἐκείνη, ὁποὺ μερικοὶ καταγηράσκουσι καὶ φθείρονται ἐπάνω εἰς πράγματα πάντη ἄχρηστα, διὰ νὰ ἐπαινοῦνται πὼς εἶναι πνεύματα ὑψηλὰ καὶ περίεργα. Τρίτη κατάχρηση εἶναι, ὁποὺ πολλοὶ ἱερωμένοι, ἀφήνοντες τὴν τάξιν τους καὶ τὴν εὐσχημοσύνην τοῦ ἐπαγγέλματος των, ὑπάγουν καὶ κυλίονται εἰς τοὺς βορβωρώδεις τόπους τῶν ἀθεωτάτων γενῶν τῆς Εὐρώπης, διὰ νὰ παραλάβουν μαθήματα πάντη ἀνοίκεια καὶ ἀλλότρια του ἰδίου τῶν ἐπαγγέλματος. Τετάρτη καὶ τελευταία καὶ χειρίστη ἁπασῶν κατάχρηση εἶναι ἐκείνη, ὁπού τολμᾶ νὰ κρίνη καὶ νὰ ἀνακρίνη τὰς θείας γραφάς, καὶ νὰ μεταχειρίζεται τὴν ἀντίθεον γλῶσσαν τῆς ἐναντίον εἰς τὴν θείαν πρόνοιαν. Οὕτω γίνεται καὶ κακὴ καὶ ὀλεθρία καὶ ψυχοβλαβεστάτη, καὶ μίσους ἀξία καὶ ἀποφυγῆς ἡ ἔξω μάθηση.
Λοιπὸν διὰ νὰ βάλλωμεν ὅρια εἰς ἐκείνους ὁπού θέλουν καὶ καταδέχονται νὰ μᾶς ἀκούσουν, λέγομεν καὶ συμβουλεύομεν νὰ παύσουν καὶ νὰ λείψουν ἀπὸ μίας ἀπὸ τὴν Εὐρώπην, ἂν θέλουν νὰ εἶναι καὶ νὰ μένουν Χριστιανοί … Ἀληθινὴν παιδείαν καλοῦνε τὴν τῶν ἀλόγων παθῶν κάθαρσιν καὶ τῶν ἀρετῶν πασῶν κατόρθωσιν, ἤγουν τὴν ἀνδρείαν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν σωφροσύνην, τὴν ἐπιείκειαν, τὴν πραότητα, τὴν συμπάθειαν καὶ τὰς λοιπὰς ἐννοίας. Αἱ ὁποῖαι μὲ ἕναν λόγον, ἠθικὴ φιλοσοφία ὀνομάζονται καὶ εἰς τὴν μητέρα, ἤτοι εἰς τὴν εὐδαιμονίαν, αὐταὶ φέρουσι τὸν ἄνθρωπον. Καὶ τοιοῦτοι φιλόσοφοι ἦσαν καὶ ὠνομάζοντο οἱ ἀναχωρηταὶ καὶ ἀσκηταὶ λεγόμενοι.
Λοιπὸν ὅταν καὶ οἱ Ἕλληνες ἀκόμη ὀνομάζουσι ψευδοπαιδείαν τὴν γεωμετρίαν καὶ τὰς ἄλλας λογικὰς ἐπιστήμας, ὡσὰν ὁπού καμμίαν ἠθικὴν ὠφέλειαν δὲν προξενοῦν εἰς τὴν ψυχήν, μάλιστα καὶ τὴν γεμίζουν ἀπὸ φαντασίαν καὶ δαιμονικὴν ὑψηλοφροσύνην […] Φεύγετε ὅσον δύνασθε τὴν Εὔρωπην. Καὶ ἀκόμη καὶ ἐκείνους ὁποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Εὐρώπην. Ὅτι οἱ λόγοι τοὺς ῥέουσι ἀπὸ τὰ χείλη τοὺς γλυκύτεροι ἀπὸ τὸ μέλι. Μὰ ἀλλοίμονον, αὐτοὶ ἀπαραλλάκτως εἶναι ἐκεῖνοι διὰ τοὺς ὁποίους ὁ προφήτης λέγει τάδε: ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία.
Ἐγὼ κατὰ ἀλήθειαν φρίττω καὶ ἀμηχανῶ, ὅταν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στοχάζομαι τὴν σημερινὴν κατάστασιν τῆς Εὐρώπης, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος βλέπω τούτους τοὺς ἡμετέρους, ὁποὺ ἔτσι ἀκρατῶς φέρονται εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῶν δῆθεν καλῶν αὐτῆς. Ἕνα καιρὸν ἡμεῖς οἱ ἀνατολικοὶ εἴχαμεν φόβον διὰ ἐκείνους ὁπού ἐπήγαιναν εἰς τὴν Εὐρώπην, μὴ τύχη καὶ πάθουν ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἢ τὴν σωφροσύνην νὰ χάσουν, ἢ νὰ πέσουν εἰς λατινισμόν. Τὴν σήμερον αὐτὰ καὶ τὰ δύο λογίζονται παραμικρὰ καὶ σχεδὸν τὸ οὐδὲν ὡς πρὸς τὸ ἔσχατον καὶ ἀκρότατον τῶν κακῶν, τὴν ἀθεΐαν.
Οἱ Γάλλοι τὴν ἐπαρρησίασαν, ἀποβάλλοντες κοινῶς τὸν Χριστιανισμόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ πρὸ τούτου χριστιανοὶ ὀνομαζόμενοι, δὲν εἶχαν καμμίαν ὠφέλειαν. Τὰ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρώπης ἀκόμα γελοῦν τὸν ἑαυτό τους τάχα πὼς εἶναι χριστιανοί, οὐδὲ μόρφωσιν κἄν ἔχοντες, εἰ μὴ μόνους τους ναοὺς καὶ πολλὰς καὶ μεγάλας καμπάνας καὶ τὰς πυκνὰς λιτανείας καὶ τὰ ποικίλα καὶ διάφορα σχήματα καὶ τὰ βδελυκτὰ καὶ θεοστυγῆ τάγματα καὶ τὰ λεγόμενα μοναστήρια. Τὰ δὲ ἀλλὰ πάντα Γάλλοι αὐτόχρημα.
Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ φιλόσοφοι εἰς τοὺς ὁποίους τρέχουσι οὗτοι διὰ νὰ λάβωσι τὸ μέγα φῶς, ὅτι εἶναι φιλόσοφοι καὶ τὸ κομπάζουσι, χριστιανοὶ δὲ καὶ νὰ τοὺς ὑπολαμβάνουν πὼς εἶναι αἰσχύνονται καὶ τὸ ἀναγουλιάζουσι.
Ἔπειτα ἀφοῦ ὑπάγουν καὶ πάθουν, μάλιστα καὶ καυχῶνται εἰς τὴν ἐλεεινήν τους διαστροφήν. Λέγοντες πῶς ἐπῆγαν καὶ ἀπέβαλον τὰς δεισιδαιμονίας, δεισιδαιμονίας ὀνομάζοντες οἱ κακοδαίμονες τὰς νενομισμένας νηστείας, τὰς προσευχὰς τὰς εὐλαβεῖς, σημεῖα καὶ χρέη ἀχώριστα τῶν εὐσεβούντων Χριστιανῶν…
Ἐπιμέλεια κειμένου, Παναγιώτης Νέλλας
Πηγή: Περιοδικὸ «Σύναξη», τεῦχος 5, Χειμώνας 1983.
ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ