- Καλώς την, την κόρη! Τί κάνεις! Μπρος πηγαίνεις η πίσω;
- Πότε μπρος. Γέροντα, πότε γυρίζω πάλι πίσω.
- Δεν είναι έτσι. Ή το ένα ή το άλλο. Όταν πηγαίνεις εμπρός, όταν προοδεύεις ολίγον εις τα πνευματικά, να ωφελείσαι, να μένεις σταθερή, μη γυρίσεις πίσω. Και όταν είσαι πίσω, να επιθυμείς να πηγαίνεις εμπρός, και να λυπάσαι όταν μένεις στάσιμη.
Προσευχή να κάνης περισσότερη και όταν μπορείς, αρκεί δηλαδή να εξασφαλίζεις ησυχία. Δεν μπορείς να προσευχηθείς πολύ το πρωί; κάμε το, το μεσημέρι. Δεν μπορείς το μεσημέρι; κάμε το το απόγευμα- ή, πάλιν, αν δεν μπορείς το απόγευμα, κάνε το βράδυ ή την νύχτα. Δηλαδή, να βρεις όλη την μέρα, κάποια ώρα πού να έχεις ησυχία, διά να προσευχηθείς περισσότερο. Και κάμε προσευχή μέχρι να βρέξει, δηλαδή, μέχρι να έλθουν δάκρυα. Πολλοί, την νύχτα κάνουν προσευχή και δεν τούς φθάνει, δεν χορταίνουν. Είναι γλυκό πράγμα ή προσευχή.
Το ρολόι πού έχεις εις το χέρι σου, να μη έχεις για στολίδι, αλλά για να σε εξυπηρετεί, να βλέπεις την ώρα. Μη κοιτάς και αγαπάς. Πάση θυσία, να προσπαθήσεις να πάς εις τα Ιεροσόλυμα.
- Αν με βοηθήσει ό Θεός, Γέροντα.
- Άκουσε, αν αφήνεις παράθυρο, θα μπει φώς. Αν είναι όλα κλειστά, από πού θα μπει; κι ας υπάρχει άφθονο έξω. Αν θέλησης, θα πάς εις τα Ιεροσόλυμα. Εγώ εύχομαι να πάς.
Να είσαι αφοσιωμένη εις την δουλειά σου εις το Γραφείο, και μη μιλάς ή προσέχεις τούς άνδρες. Κάνε, πώς δεν μπορείς να γράφεις και συγχρόνως να ακούς ή μιλάς και σε κείνους, διά να μη σε παρεξηγούν. Στο δρόμο, όταν περπατάς και δεν θέλεις να ομιλείς, άλλα θέλεις να αποφεύγεις, αν θα σου πη ένας «καλημέρα, τί κάνεις;» Να απάντησης: Καλά ευχαριστώ. Μη πεις «εσύ τί κάνεις;». Να καταλάβει δηλ. ότι δεν θέλεις να μιλήσεις περισσότερο και τότε, αναγκαστικά δεν θα μιλήσει και εκείνος περισσότερο. Μόνον όταν σε ρωτούν να απαντάς, αλλιώς μη μιλάς. Ή σιωπή είναι σπουδαίο πράγμα, κερδίζεις πολλά. Προσπάθησε, όμορφα είναι.
Απ’ την δουλειά σου μπορούν να σε διώξουν όποτε θέλουν χωρίς να φταις;
- Όχι, Γέροντα.
- Σε παρατηρούν στη δουλειά σου;
- Όχι, Γέροντα.
- Άκουσε, κόρη. Τούτο δεν οφείλεται εις εσένα. Ένα μικρό παιδί μ ένα ξύλο μικρό στο χέρι, στέκει μπροστά σε μια καμήλα και την φοβερίζει. Ή καμήλα δεν το πειράξει. Ενώ φυσικά εκείνη, τόσο μικρό που είναι το παιδί, μπορεί να του δώσει μια και να το πετάξει πολύ μακριά. Τί γίνεται όμως; Άγγελος Κυρίου το παρουσιάζει μεγάλο, γίγαντα στα μάτια της καμήλας και γι αυτό το φοβάται. Ό Κύριος, λοιπόν, σε προστατεύει και δεν σου μιλούν, αλλά σε εκτιμούν. Εμείς τίποτε δεν είμαστε. Ή Χάρις μόνον του Κυρίου.
Σε βλέπω λυπημένη. Τί έχεις; Θέλεις να κάνης φτερά απότομα και να πετάξεις; Δεν μπορούμε. Σιγά-σιγά. Δεν έχουμε την δύναμη ακόμη. Ή φίλη σου τί κάνει; Γιατί δεν ήλθε μαζί σου; Εμπόδια είχε και δεν ήλθε ή είπατε λόγους;
- Εμπόδια Γέροντα.
- Ό πατέρας της, ό ιερεύς, τί κάνει; Να την παντρέψουν και να την στέλλουν εις θέατρα κλπ. θέλουν την κόρη τους, καλογραία μόνον δεν την θέλουν.
Δεν καταλαβαίνει ούτε ό παπάς την αξία της μοναχικής ζωής. Όταν ήμουν μικρό παιδί, σάς το ξαναείπα, με πήρε ή μητέρα μου χωριστά και μου είπε: «Παιδί μου, ό Θεός σε προορίζει για δικό Του και βλέπω ότι αγαπάς τον δρόμο Του, την Εκκλησία. Έχε την κλήση Του, παιδί μου, μέσα σου. Μη μπεις εις τον κόσμο. Μη θέλησης να παντρευτείς. Την είδα την ζωή, παιδί μου. Εγώ παντρεύτηκα και τα βάσανα μου είναι μέχρι θανάτου. Να γίνεις ή ένας καλόγηρος ή ένας παπάς. Μου δίνεις τον λόγο σου;». «Σε τον δίδω, μητέρα», της είπα, «δεν θα παντρευτώ». Σήμερα, ούτε παπάδες δεν ομιλούν έτσι, λίγοι ομιλούν.
Ανοιχτά ρούχα, μη φοράς, σκούρα χρώματα. Να σε βλέπει ό άλλος και να μη σκανδαλίζεται, αλλά να τού προξενείς σέβας. Νάχης κατά νουν, οι νέοι θα σε ενοχλήσουν, αλλά εσύ μη δώσεις σημασία. Δεν γνωρίζουν εκείνοι την ζωή πού εσένα ευχαριστεί. Απόκτησε σοφία και φρόνηση. Πρόσεχε, είναι όμορφη ή πνευματική ζωή.
Μετά από λίγη ώρα, ήρθε ένας διάκονος, και μετά από λίγο και μία κοπέλα. Μας κράτησε όλους μαζί εις το κελί του. Λέγει εις τον διάκονο:
- Πώς πηγαίνεις στο Ναό, Διάκο; Τους γονείς σον πήγες, τους είδες; Τους συμβούλευσες να ναι στον δρόμο του Θεού, να προσεύχονται, να εξομολογούνται, να κοινωνούν κλπ.; Καλό είναι και τούς άλλους να συμβουλεύομαι, αλλά και τους οικείους μας.
Ό καθένας εκ των έργων του δικαιωθήσεται η κριθήσεται. Ό,τι έργα θα κάνης, αυτά θα σε κρίνουν η, βοηθήσουν. Αν κοιμηθώ εγώ, θα λυπηθείς εσύ. Θα πεις την επομένη: Ό καημένος ό Γέρων απ την Μικρά Ασία, αλλά δεν θα μπορείς να κάμεις τίποτα περισσότερο η, εκείνες, η άλλοι για σένα. Ό,τι θα κάνη ό καθένας μόνος του.
- Στην υγεία σου, πώς πάς;
- Όχι και τόσο καλά, Γέροντα.
- Δεν πειράξει, μη φοβάσαι. Ένας μοναχός απ’ το Άγιο Όρος, έκαμε πολλή νηστεία και έκλαιγε. Εξομολογηθεί λοιπόν σε ένα Γέροντα και του είπε γιατί έκλαιγε: «Γνωρίζω, δεν είμαι καλά. Με εγκατέλειψε ό Κύριος. Πειρασμούς δεν έχω. Θλίψεις δεν έχω, ασθένεια δεν έχω!». Και προσηύχετο να του στείλει ό Κύριος πειρασμό η ασθένεια. Πρέπει να έχουμε κάτι. Όλοι οι Άγιοι μας είχον θλίψεις, πειρασμούς, ασθενείας. Ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος πού τον έστειλαν και εξορία!…
Κατόπιν, στρεφόμενος ό Γέροντας εις την άλλη, την ερωτά:
- Τί κάνεις; Μου λέει ένας λογισμός ότι θυμώνεις. Αντιμιλάς στους γονείς σου. Γιατί; Μη τούς φωνάζεις. Μη τους υποδεικνύεις εσύ. Διδασκαλία δίχως θέληση του άλλου έχθρα είναι και γίνεται αμαρτία και σε εκείνον πού ακούει και δεν κάνει και εσύ στενοχωρείσαι και ταράζεσαι. Μη τούς φωνάξεις. Όλοι είμεθα αμαρτωλοί. Δεν βλέπομε την αμαρτωλότητα μας, γιατί δεν πλησιάσαμε πολύ τον Κύριό μας. Έχεις ένα κερί και έχεις μακριά από την φλόγα του το δάκτυλο σου. Αφού είναι μακριά, δεν σε καίει. Όσο πιο κοντά πλησιάζεις, τόσο καταλαβαίνεις τη φωτιά- και όταν θα φθάσης πολύ κοντά, θα δεις ότι καίει! Να πλησιάσουμε πιο κοντά τον Κύριο μας και θα δούμε την αμαρτωλότητα μας. Να πλησιάσουμε περισσότερο.
Απευθύνεται πάλιν εις τον Διάκονο:
- Είσαι καλός τώρα, αλλά πρόσεχε. Πρόσεχε, γιατί και οι Άγγελοι πέφτουν. Τετάρτη και Παρασκευή μη βγαίνεις έξω, ούτε να βλέπεις γυναίκες. Κλείσου στο δωμάτιο σου και θα νοιώσεις μέσα σου διαφορά. Διάβαζε, προσεύχου, θα δεις. Γι’ αυτό πού μου λες, θα παρακαλέσω και εγώ την Θεία Πρόνοια.
Τετάρτη και Παρασκευή να νηστεύετε. Εγώ όλους μέρα νύχτα σας θυμάμαι. Παρακαλώ για σάς. Να σας διαφυλάττει ό Κύριος μας, να σας φωτίζει. Προσπαθήστε. Αγωνίζεσθε. Στον ‘Άγιο Αρσένιο, μια φωνή. του έλεγε: «Φεύγε και σώζου. Φεύγε, Αρσένιε, και σώζου!» Και επειδή ό Βασιλεύς χωρίς τον Άγιο Αρσένιο δεν έκανε, πήγε και κείνος και έγινε βοσκός.
Κάθε πότε κοινωνείς; Μία φορά τον μήνα; Να κάνης την έξης προετοιμασία: Δευτέρα λίγη εγκράτεια. Τρίτη κατάλυσε λάδι και ψάρι. Τετάρτη εγκράτεια. Πέμπτη κατάλυσε λάδι. Παρασκευή εγκράτεια. Σάββατο να κοινωνήσεις.
Ένας Μοναχός παρεκάλεσε τον Κύριο, να του δείξει με τί μοιάζει. Στον ύπνο του βλέπει έξω από την πόρτα του έναν γάιδαρο (με συγχωρείτε). Μπα, είπε, λάθος έκανα. Το άλλο βράδυ, είδε πάλι γάιδαρο. Τότε λυπήθηκε και λέει: Γιατί, Κύριε;
- Διότι, του λέγει μια φωνή, ό γάιδαρος, όσο περπατάει, βλέπει ένα χόρτο εδώ, σκύβει και το τρώει. Βλέπει ένα άλλο εκεί, σκύβει και το τρώει. Και εσύ λοιπόν, να βάλεις πρόγραμμα, όχι να τρως όποια ώρα νάναι! Και το πρόγραμμα και ή τάξις είναι αρετή.
Όλα με πρόγραμμα. Να προσέχετε. Εγώ φοβάμαι. Εμπιστοσύνη στον εαυτό μου δεν έχω. Αν ένας Παύλος πού ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού έλεγε ότι είναι άμαρτωλότερος όλων, πόσον μάλλον ημείς!
Και συμπληρώνει ό Γέροντας: Μη σηκώνεστε από την προσευχή, αν δεν σας έλθουν δάκρυα. Και όταν έρχονται, μη το λέτε, γιατί φεύγει ή Χάρις.
Κατόπιν, απευθύνεται εις εμέ και μου λέγει:
Κόρη, σε παρακαλώ, όταν έλθεις, να μου φέρεις ένα ημερολόγιο, στυλό με πέννα και χαρτί για να γράφω. Έτυχε, λοιπόν, να έχω μαζί μου, στυλό, «μπίκ» και αρκετές κόλλες λευκές (αναφοράς) και του τα έδωσα.
- Ευχαριστώ πολύ, κόρη, πολύ σ’ ευχαριστώ!
- Δεν είναι τίποτα, Γέροντα, φθηνά είναι, του λέγει ό Ιεροδιάκονος.
Aπαντά ό Γέροντας: «Άκουσε, όταν διψάς πολύ και ζητάς ένα ποτήρι νερό και σου δίδουν αντί νερό 50.000 δρχ., ποιό θα προτιμήσετε; Ποιό έχει μεγαλύτερη άξια; Το νερό, βέβαια, γιατί διψάς πολύ. Έτσι και εγώ, αυτά είχα ανάγκη, αυτά έχουν αξία δι’ έμενα».
- Γέροντα, να διαβάζω, να μνημονεύω στην προσκομιδή το όνομα ενός πού γνωρίζω ότι είναι πολύ αμαρτωλός και αμετανόητος; ρώτησε ό Διάκονος.
- Και βέβαια, του άπαντα ό Γέροντας. Αν δεν γιατρευθεί εκεί, πού θα καταφυγή να βρει την γιατρειά; Ένας Αγιορείτης δεν εδέχθη το σαρανταλείτουργο ενός διαμαρτυρομένου. Δηλαδή, θέλω να ειπώ, έκτος από αιρετικό. Δι’ όλους, θα λέμε. Θάνατος της ψυχής και φθορά της σαρκός είναι ή αμαρτία. Μήπως ό Θεός λυπηθεί και φέρει σε μετάνοια. Μπορεί μετά ό πολύ αμαρτωλός να γίνει άγιος και εγώ ναμαι αμαρτωλός! Ή Οσία Μαρία τί ήτο; Και ό Ιούδας ίσως θα έσώζετο, αλλά δεν μετανόησε. Να λέγεις: Κύριε, λυπήσου αυτήν την ψυχή. Όλοι πλάσματα Σου είμεθα. Και πάλιν, πού γνωρίζεις αν εγώ πού φαίνομαι καλός, είμαι πράγματι καλός και αυτοί πού κοινωνούν, πού γνωρίζεις αν είναι άξιοι και καθαροί; Μόνον, ποτέ μη κοινωνήσεις άνθρωπο, αν δεν ακούσης το όνομα του. Επίσης, να προσεχής, να παίρνεις ολίγον Μαργαρίτη, όχι μεγάλο κομμάτι. Πάντως, αν μπορείς, ν’ αποφεύγεις να κοινωνείς, διότι έχει κίνδυνο. Δύσκολα σώζονται οι Ιερείς, αν δεν προσέξουν.
- Γέροντα, τα άγια μανδήλια, τα όποια έχουν άγιο Αίμα, τα παλαιά, τί να τα κάμω; Καίγονται; ξαναρώτησε ό Διάκονος.
Και ό Γέροντας: Όχι, το Σώμα του Κυρίου δεν καίγεται. Στην Θάλασσα μόνον να πετάξουμε. Το ύφασμα πού έποτίσθη με το Πανάγιο Αίμα, κανονικά σε ποταμό πρέπει να πεταχθή, αλλά αφού δεν έχουμε, στη θάλασσα. Δέσε το σε μια πέτρα και πέταξε το. Φυσικά Άγγελοι Κυρίου θα το σηκώσουν, αλλά εμείς έτσι πρέπει να πράξουμε.
Το πρόσφορο, όταν το φέρνουν εις την εκκλησία, όσο αμαρτωλός και αν είναι ό προσφέρων, να το πάρεις. Διότι, που το ξέρεις, αν αυτό το ίχνος πού έχει μέσα του και τον κινεί να φέρει το πρόσφορο, δεν του φέρει κάποτε την μετάνοια και σωτηρία; Μόνον την μερίδα του Κυρίου να βγάλεις, ει δυνατόν, από πρόσφορο πού θα γνωρίζεις ότι το ζύμωσε παρθένος. Επίσης και στο ανάμα. Προσοχή. Να σου φτιάξη το καλοκαίρι μία παρθένος με τα χέρια της, και να έχεις. Όχι κρασιά απ’ αυτά πού πουλούν. Και πάλιν σε λέγω, όταν κοινωνείς, να προσέχεις.
Τώρα, ελάτε να πάρετε το φασκόμηλο. Καλογραία, σήμερα
κόσμος ήλθε, κουράστηκες. Άλλα διά κάθε βήμα σου, μισθό πήρες. Πιείτε το φασκόμηλο, βάλετε μέσα και ολίγον λεμόνι, πάρετε και παξιμάδι. Να το σταυρώσουμε: Τούτο ας γίνει φάρμακο ψυχής, δύναμις, αγιασμός. Και σε λίγο, σε μένα:
- Κόρη, από σένα, θέλω όταν έλθετε, να μου φέρεις ένα κερί. Μόνον ένα, ακούς; Θα μου πείτε εσείς, διότι δεν το ζητώ από σας. Εσύ, Διάκο, είσαι μέσα εις την Εκκλησία, δεν έχεις μεγάλο κίνδυνο. Εσύ (είπε εις την άλλην), είσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ κοντά εις τούς γονείς σου, φόβο, δεν έχεις. Αυτής είναι ακανθώδης ό βίος, πολλούς κινδύνους έχει. Είναι υποχρεωμένη να ευρίσκεται συνεχώς έξω από το σπίτι. Γι αυτό, θέλω να μου φέρει κερί εκείνη. Να το ανάβω στην Αγία Τράπεζα, να την φυλά ό Θεός.
Ή (δείνα) μοναχή τί κάμει; Ιδιαιτέρως να της πείτε τα δέοντα, και ότι εύχομαι την εις ουρανούς ανύψωση.
Λυπάμαι πολύ την νεολαία. Πέφτει στην αμαρτία και δεν έχει ανθρώπους να την στηρίξει.
- Γέροντα, κάνει κρύο εδώ το χειμώνα; Θερμάστρα έχετε; -Όχι, δεν έχω, αλλά ούτε και θέλω. Ποτέ σε σόμπα δεν άπλωσα
τα χέρια μου. Όταν κρυώνω, σκεπάζομαι και ή Χάρις του Θεού δεν μ αφήνει.
Σε κηρύγματα, μη τρέχετε πολύ. Μελετήσατε εις το σπίτι σας. Επιμεληθείτε ολίγον την σιωπή. Εις την προσευχή με ταπείνωση να πηγαίνετε, να σάς λυπηθεί ό Θεός.
Όπως λιώνει το κερί, έτσι να λιώσουν και αϊ άμαρτίαι σας και να σωθείτε.
Την ώρα πού φεύγαμε, και όταν ασπαζόμουν το χέρι του, μου λέγει:
- Κόρη, σαν το κομπολόι πού πέφτουν μια-μια οι χάνδρες, έτσι και ή Χάρις του Θεού θα πέφτει μέσα σου, αν προσεχής και αγωνίζεσαι.
ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΝΟΥΣΗ Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ.
ΠΗΓΗ: ΟΜΟΘΥΜΑΔΟΝ