Στην Καισάρεια της Παλαιστίνης ζούσε ο εκατόνταρχος Κορνήλιος. Καταγόταν από ειδωλολάτρες αλλά είχε γνωρίσει την πίστη του αληθινού Θεού. Ζούσε ενάρετα, με προσευχές και ελεημοσύνες.
Κάποιο απόγευμα παρουσιάστηκε στον Κορνήλιο ένας άγγελος και του είπε:
– Κορνήλιε!
– Ο Θεός βλέπει τις ελεημοσύνες σου κι άκουσε τις προσευχές σου. Στη γειτονική πόλη, την Ιόππη, στο σπίτι του βυρσοδέψη Σίμωνα που είναι κοντά στη θάλασσα, φιλοξενείται ο Σίμων Πέτρος. Στείλε τους ανθρώπους σου και κάλεσέ τον εδώ στο σπίτι σου.
Αμέσως ο άγγελος χάθηκε. Την ίδια στιγμή ο εκατόνταρχος Κορνήλιος φώναξε δύο υπηρέτες κι έναν στρατιώτη του και τους έστειλε, όπως του είχε πει ο άγγελος, να προσκαλέσουν τον Πέτρο.
Ενώ οι απεσταλμένοι του Κορνηλίου προχωρούσαν προς την Ιόππη, ο Πέτρος που φιλοξενούνταν στο σπίτι του Σίμωνα, ανέβηκε στο πάνω μέρος του σπιτιού, για να προσευχηθεί. Πλησίαζε μεσημέρι, αισθανόταν πεινασμένος και ήδη οι νοικοκυραίοι ετοιμάζανε το μεσημεριανό φαγητό.
Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια του ένα περίεργο όραμα: άνοιξε ο ουρανός και κατέβηκε κάτι, σαν μεγάλο σεντόνι, δεμένο από τις τέσσερις γωνίες, και μέσα σ΄ αυτό είδε ο Πέτρος όλα τα ζώα της γης, τετράποδα και ερπετά και θηρία και μια φωνή από τον ουρανό του είπε:
– Πέτρε, πάρε απ΄ αυτά, σφάξε και φάε όποια θέλεις.
– Κύριε, όχι! Ποτέ μου δεν έφαγα ακάθαρτο ζώο, είπε ο Πέτρος, καθότι η εβραϊκή θρησκεία απαγορεύει την κατανάλωση «ακάθαρτων ζώων».
Κι η φωνή απ΄ τον ουρανό του απάντησε:
– Ό,τι και όσα έπλασε ο Θεός είναι καθαρά και μη τα σιχαίνεσαι.
Τρεις φορές επαναλήφθηκε αυτή η συνομιλία και το σεντόνι με τα ζώα ξανανέβηκε στον ουρανό.
Έμεινε βαθιά σκεπτικός ο Πέτρος. ΤΙ να σήμαινε άραγε το όραμα που είδε; Κι ενώ προσπαθούσε να το εξηγήσει, να το καταλάβει, άκουσε να χτυπά κάτω η πόρτα κι ανδρικές φωνές να ζητούν να δουν τον φιλοξενούμενο Πέτρο. Ήταν οι απεσταλμένοι του εκατόνταρχου Κορνηλίου.
Η φωνή του Θεού ξαναμίλησε στην καρδιά του. Σαν να άνοιξε αυτή η φωνή τα μάτια της ψυχής του, ώστε να καταλάβει το νόημα του οράματός του: «Πέτρο,να, σε ζητούν κάτω τρεις άνδρες. Χωρίς να εξετάσεις το τι, το πώς και το γιατί, κατέβα και πήγαινε μαζί τους. Εγώ σου τους έστειλα».
Κατέβηκε ο Απόστολος του Κυρίου, ρώτησε γιατί τον ζητούσαν κι εκείνοι του είπαν:
-Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, άνθρωπος δίκαιος κι όπως μαρτυρούν όλοι όσοι τον γνωρίζουν, άνθρωπος που φοβάται τον Θεό, μας στέλνει για να σε οδηγήσουμε στο σπίτι του, επειδή θέλει ν΄ ακούσει όλα όσα έχεις να του πεις.
Εκείνη τη μέρα φιλοξένησαν τους απεσταλμένους του Κορνήλιου στην Ιόππη. Την επομένη, ο Πέτρος και μερικοί ακόμα αδελφοί, μαζί με τους απεσταλμένους του Κορνηλίου, γύρισαν στην Καισάρεια. Εκεί, τους περίμενε ο Κορνήλιος μ΄ όλους τους συγγενείς και τους φίλους του. Έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε τον Πέτρο.
– Τι κάνεις; του είπε εκείνος. Κι εγώ, σαν εσένα, άνθρωπος είμαι!
Ύστερα του διηγήθηκε το όραμά του. Του είπε ότι απ΄ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα πως ο λόγος και η διδασκαλία του Κυρίου και το βάπτισμα των πιστών, δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στους Εβραίους, αλλά να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους και τους ειδωλολάτρες. Του μίλησε για τον Σωτήρα Χριστό, για το Άγιο Πνεύμα που έρχεται στους πιστούς και τους χαριτώνει. Για τη διδασκαλία του Κυρίου, τα θαύματα, τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Κι ενώ μιλούσε ο Πέτρος, ήρθε η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και άρχισαν, οι μέχρι τότε ειδωλολάτρες, να μιλούν ξένες γλώσσες και δοξάζουν τον Θεό.
Σε λίγο ο Κορνήλιος, οι συγγενείς και οι φίλοι του βαπτίσθηκαν. Ήταν οι πρώτοι ειδωλολάτρες που έγιναν χριστιανοί από τον απόστολο Πέτρο.