Κύριε, ἀπόψε Σοῦ ζητῶ νά δώσης μιά ἀπάντησι σέ ὅλους ἐμᾶς πού ἀδιάκοπα, καθημερινά ρωτᾶμε: Γιατί;
Γιατί ἡ δοκιμασία; γιατί ἡ ἀναπάντεχη ἀρρώστια; γιατί ὁ αἰφνίδιος θάνατος; γιατί τόσος πόνος;
Κάθε ἄνθρωπος κι ἕνα τεράστιο, πονεμένο, δακρύβρεχτο, ἀναπάντητο γιατί. Γιατί; Μιά κραυγή ἀπό μυριάδες στόματα. Μιά κραυγή μέ αἰώνιο πομπό τήν γῆ κι ἀκούραστο δέκτη τόν οὐρανό.
Σοῦ ζητοῦμε τόν λόγο, Κύριε, θέλουμε νά ἐξηγήσης τά κριτήρια, τίς βουλές Σου, θέλουμε νά δικαιολογήσης τά ἀνερμήνευτα γιά μᾶς.
Δέν μ’ ἀκοῦς, Κύριε; Γιατί σωπαίνεις ἀκόμα; Καί γιατί μέ κοιτᾶς θλιμμένα; Καταλαβαίνω… Δέν ξέρω τί λέω… οὔτε σέ Ποιόν.
Ὅμως… ὁ πόνος μιλᾶ. Ξεσηκώνει βουνά τά κύματα τῶν παραπόνων καί παρεκτρέπομαι. Κόπασε Ἐσύ τήν τρικυμία. Φώτισέ με τί πρέπει νά πῶ. Δῶσε, Χριστέ μου, τήν γαλήνη στήν καρδιά πού κραυγάζει μόνο παράπονα. Δῶσε τήν γλυκειά οὐράνια παραμυθία. Ἐμφύσησε τήν ἐλπίδα, ἄνοιξε τά μάτια νά δοῦν τήν γῆ ὑπό τό πρῖσμα τ’ οὐρανοῦ.
Πάρε τό πικραμένο βλάσφημο «γιατί» ἀπό τά χείλη μου καί βάλε στήν θέσι του στίχους ψαλμικούς, ὕμνους δοξολογίας: «Ἐπί τῷ Κυρίῳ πέποιθα». Ἔχω ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο, πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι στέλνει στήν ζωή μου ὅ,τι καλύτερο, ὅ,τι ἀνώτερο, ὅ,τι ὠφελιμότερο.
Βοήθησε, Κύριε, νά ταπεινώσω τό ὑπεραιρόμενο πνεῦμα καί νά ψελλίσω μέ ἀγάπη υἱική «ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξε οὕτω καί ἐγένετο».
Μακροθύμησε, Ἰησοῦ, στόν γογγυσμό, στά ἐπιπόλαια «γιατί» καί συνέχισε νά δίνης στά δημιουργήματά Σου ὅ,τι ἡ ἀγάπη Σου κρίνει ἀγαθό.
Κι ἐμεῖς νά ’χουμε ὑπακοή, γιά νά ἀντικαθιστοῦμε τό χιλιοειπωμένο, μίζερο «γιατί» μέ τό τόσο σπάνιο «Δόξα Σοι!». Θά ’ναι τότε ἡ ζήση ὅλη ἕνας ὕμνος ἀγγελικός κι ἕνα τραγούδι παραδείσιας εὐφροσύνης. Ἀμήν.