Ὑπέροχα καὶ δυνατὰ μηνύματα γιὰ τὴ ζωή μας προβάλλουν οἱ Ψαλμοί. Στὸν 1ο στίχο τοῦ 126ου Ψαλμοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς τῶν Ἀναβαθμῶν, ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς ἀναφέρει: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ
Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων». Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν εὐλογήσει τὸ χτίσιμο μιᾶς κατοικίας, μάταια κοπιάζουν οἱ χτίστες· ἐὰν ὁ Κύριος δὲν προστατεύσει μιὰ πόλη, μάταια ἀγρυπνοῦν οἱ φύλακες καὶ φρουροί της.
Ψαλμοὶ τῶν Ἀναβαθμῶν εἶναι οἱ Ψαλμοὶ 119-133. Ὀνομάζονται ἔτσι, διότι ψάλλονταν στοὺς «ἀναβαθμούς», στὰ σκαλοπάτια δηλαδὴ ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸ Ναὸ τοῦ Σολομώντα. Τὰ νοήματά τους καὶ τὰ ἴδια τὰ λόγια τους πέρασαν καὶ στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, στὶς γνωστὲς Ὠδὲς τῶν Ἀναβαθμῶν, ποὺ ψάλλονται στὴν ἀρχὴ τοῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν σὲ ὅλους τοὺς ἤχους.
Ἔτσι ἀκοῦμε καὶ τὸν στίχο ποὺ παραθέσαμε:
«Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τῶν ἀρετῶν, μάτην κοπιῶμεν...» (ἦχος τρίτος)· «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τὸν τῆς ψυχῆς, μάτην κοπιῶμεν...» (ἦχος βαρύς). Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσει τὸ σπίτι τῶν ἀρετῶν ἢ τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς μας, ἄδικα κοπιάζουμε.
Τόσο ὁ Ψαλμὸς ὅσο καὶ οἱ ὕμνοι τῶν Ἀναβαθμῶν παρουσιάζουν μιὰ σπουδαία ἀλήθεια καὶ τονίζουν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ καθετὶ καλὸ στὴ ζωή μας. Στὰ καθημερινά μας ἔργα, στὴν κάθε μας προσπάθεια, στὴν ἀρχὴ κάθε καινούργιου, μὲ τὴν εὐλογία Του ξεκινᾶμε. Αὐτὸν πρέπει νὰ ἐπικαλούμαστε, καὶ ἀπὸ Αὐτὸν νὰ περιμένουμε ἐνίσχυση, δύναμη καὶ φωτισμό. Τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπιζητοῦμε στὴν κάθε ἡμέρα μας.
Νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ εὐλογεῖ τὴν οἰκογένειά μας, νὰ προπορεύεται στὴν ἐργασία μας, νὰ μᾶς συνοδεύει στὶς μεταξύ μας καθημερινὲς σχέσεις γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινές, ἀνθρώπινες, εἰρηνικές.
Ἀλλὰ καὶ στὸν πνευματικὸ ἀγώνα, στὴν ἀγωνιστική μας ζωή, ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσει τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας, τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, «μάτην κοπιῶμεν».
Πῶς θὰ καλλιεργηθοῦμε; Πῶς θ’ ἀντιμετωπίσουμε τὶς καλοστημένες παγίδες τοῦ Πονηροῦ; Πῶς θ’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ σὰν ἄγρια θηρία μᾶς ἀπειλοῦν; Πῶς θὰ σηκώσουμε τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων, τῶν διωγμῶν, τῶν ἀδικιῶν ποὺ ἐπιφυλάσσει ἡ κάθε μέρα; Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν βοηθήσει, δὲν δώσει τὴ θέληση, τὸν ζῆλο γιὰ ἀγώνα, τὸν φωτισμὸ νὰ διακρίνουμε τὸ σωστό, τὴ Χάρη Του νὰ ἀντιστεκόμαστε, τί μποροῦμε νὰ πετύχουμε μόνοι μας;
Ὁ Ἴδιος μᾶς τόνισε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε΄ 5). Τίποτε τὸ καλό, μᾶς ξεκαθάρισε, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χωρὶς τὴ δική Μου βοήθεια.
Μήν ἀφήνουμε λοιπὸν τὸν ἑαυτό μας νὰ βασανίζεται ἀπὸ κοπιαστικὲς καὶ ἀγχώδεις καταστάσεις, πιεστικὲς φροντίδες καὶ ἀγωνίες, στενοχώριες. Νὰ μάθουμε νὰ ἐξαρτώμεθα κυρίως ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια.
Ἀποτυγχάνουμε, κάνουμε λάθη, ἔχουμε ὑποχωρήσεις καὶ πτώσεις στὸν ἀγώνα μας. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ αἰτία; Μήπως στηριζόμαστε μόνο στὶς δικές μας δυνάμεις καὶ ἱκανότητες καὶ δὲν θέτουμε τὸν Κύριο θεμέλιο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγώνα μας; Μήπως βασιζόμαστε στὶς δικές μας προσπάθειες καὶ ὄχι στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Χωρὶς τὴ θεία βοήθεια ὅσους καὶ ὅποιους κόπους κι ἂν καταβάλουμε, ἀποβαίνουν ἄκαρποι.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: Ὅλη τὴ νύχτα κοπίασαν ψαρεύοντας καὶ τίποτε δὲν ἔπιασαν στὰ δίχτυα τους. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος τοὺς πρόσταξε νὰ ρίξουν καὶ πάλι τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα – καὶ ἂς ἦταν ἀκατάλληλη ἡ ὥρα καὶ ἂς εἶχαν κουρασθεῖ ὅλη τὴ νύχτα – ἔζησαν κάτι θαυμαστό: Τὰ δίχτυα παραλίγο νὰ σχισθοῦν καὶ τὸ πλοιάριο νὰ βυθισθεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν (Λουκ. ε΄ 1-11). Τότε κατάλαβαν ὅλοι πὼς ἐὰν ὁ Κύριος δὲν βοηθήσει, δὲν εὐλογήσει, δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ γίνει.
Ἂς ξεκινοῦμε ἑπομένως τὸ κάθε ἔργο μας, μικρὸ ἢ μεγάλο, εὔκολο ἢ δύσκολο, ζητώντας τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὴ Χάρη καὶ τὴ δύναμή Του καὶ ἂς συνεχίζουμε μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοιά Του. Τότε τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ συμφέρουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴ ζωή μας.