Τοῦ πατρός Ἀνδρέα Γκατζέλη, ἀπὸ τὸ περιοδικό «Παράκληση», τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 79.
Ὁ Προτεσταντισμὸς κάνει τὴν ἐμφάνισή του στὸ προσκήνιο τῆς Ἱστορίας τὸν 16ο αἰώνα ὡς κίνημα Διαμαρτυρίας ἐναντίον τῶν αὐθαιρεσιῶν τῆς Παπικῆς «Ἐκκλησίας».
Μὲ πρωτεργάτη τὸν Λούθηρο, πρωτοεμφανίστηκε στὴ Γερμανία καὶ τὸ ὄνομά του τὸ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴ λατινικὴ λέξη «Protestantismus», ποὺ σημαίνει διαμαρτυρία. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1529, μία ὁμάδα ἀπὸ 6 ἡγεμόνες καὶ 14 πόλεις τῆς Γερμανίας κατέθεσαν στὴ συνέλευση τοῦ Speyer, τὴ λεγόμενη «διαμαρτυρία».
Γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Προτεσταντισμοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίζουμε τὰ γενεσιουργὰ αἴτια, ποὺ προκάλεσαν αὐτὴ τὴ μεταρρυθμιστικὴ κίνηση καὶ τὰ ὁποία σχετίζονται μὲ τὸ γενικότερο ἐκκλησιαστικὸ καὶ πολιτιστικὸ κλίμα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικόλαος Ματσούκας, στὸ βιβλίο του ποὺ ἔχει τίτλο «Προτεσταντισμὸς» ἀναφέρει…
πέντε σπουδαία γεγονότα ποὺ προκάλεσαν τὴ Μεταρρύθμιση τοῦ 16ου αιώνα:
-Τόν κλονισμὸ τῆς σχολαστικῆς θεωρίας
-Τήν κίνηση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ποὺ τὴν καλλιεργοῦσε δυναμικὰ τὸ ἐπερχόμενο πνεῦμα τῆς Ἀναγεννήσεως
-Τίς αἱρέσεις στὸν χῶρο τῆς Δύσεως ποὺ κατὰ κύριο λόγο στρέφονταν κατὰ τῆς παπικῆς ἱεροκρατίας
-Τίς μεταρρυθμιστικὲς ἰδέες γιὰ τὸ διοικητικὸ σύστημα τῆς λατινικῆς «ἐκκλησίας»
-Τόν ἀγώνα ποὺ ἔκαναν τὰ κράτη τῆς Δύσης γιὰ νὰ αὐτονομηθοῦν, ἀπομακρυνόμενα ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία.
Ἡ ὀνομασία «σχολαστικὴ θεολογία» δήλωνε τὴ θεολογία ποὺ καλλιεργοῦνταν στὶς σχολὲς τῶν μοναστηριῶν στὴ Δύση. Ἔτσι τὸ ὄνομα σχολαστικὸς σήμαινε ὅ,τι περίπου καὶ τὸ σημερινὸ ἀκαδημαϊκός.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου π. Ἰερόθεος ἀναφέρει σχετικά: «Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ σχολαστικισμοῦ εἶναι ὁ τρόπος ἔρευνας καὶ ἡ μέθοδος γνώσης ποὺ εἶναι ἡ λογική, ὁπότε οἱ θεολόγοι αὐτοὶ ἔθεσαν τὴ λογικὴ ὡς τὸ ὄργανο τῆς γνώσης, τόσο τοῦ κόσμου τῶν ἐπιστημῶν ὅσο καὶ τοῦ Θεοῦ. Οἱ σχολαστικοὶ μελετοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ ὅλα τὰ θέματα τῆς θεολογίας μέσα ἀπὸ τὸν στοχασμό, τὴ λογική, τὸν ὀρθὸ λόγο, χρησιμοποιώντας τὴν κλασικὴ μεταφυσική, τὸν συνδυασμὸ μεταξὺ Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους, κυρίως τοῦ δευτέρου. Ἔτσι, οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι ἔκαναν κατάχρηση τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου, γιὰ νὰ κατανοήσουν λογικὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Θεό. Ταύτιζαν τὴ μεθοδολογία τῆς γνώσης τόσο γιὰ τὸν Θεὸ ὅσο καὶ γιὰ τὴν κτίση.»
Ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο ὄργανα γνώσης, τὴ διάνοια καὶ τὴ «βαθιὰ καρδιά». Ἀπὸ αὐτὰ τὸ πρῶτο, ἡ διάνοια, εἶναι ἱκανὸ νὰ γνωρίσει τὸν κόσμο καὶ ὁτιδήποτε κτιστό. Τὸ δεύτερο, ἡ «βαθιὰ καρδιὰ» εἶναι τὸ κατάλληλο ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ θεογνωσία, στὴ γνώση τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἄρα μὲ τὴ σχολαστικὴ μέθοδο καὶ θεολογία ὁ ἄνθρωπος μπερδεύει καὶ τελικὰ λατρεύει τὴν κτίση καὶ ὄχι τὸν κτίστη. Γιὰ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπὸ τὸ Ἔσσεξ γράφει τὰ παρακάτω στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Ἅγιο Σιλουανό: «Πεδίον τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος δι’ ἕκαστον ἄνθρωπον εἶναι πρωτίστως ἡ ἑαυτοῦ καρδία. Ὅστις δὲ ἀγαπᾶ νὰ εἰσέρχηται εἰς αὐτὴν κατανοεῖ τὸν λόγον τοῦ προφήτου Δαβίδ: «Προσελεύσεται ἄνθρωπος καὶ καρδίᾳ βαθείᾳ» (Ψαλμ. ξγ’ 7).
Ἡ γνησίᾳ ἐν Χριστῷ ζωὴ ρέει ἐκεῖ, ἐν τῇ βαθείᾳ καρδίᾳ, κεκρυμμένῃ οὐχὶ μόνον ἀπὸ τῶν ξένων βλεμμάτων, ἀλλ’ ἐν τῷ πληρώματι αὐτῆς καὶ ἀπὸ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὅστις εἰσῆλθεν εἰς τὸν μυστικὸν τοῦτον νυμφώνα, οὗτος ἀναμφιβόλως κατελήφθη ὑπὸ ἀφράστου ἐκπλήξεως πρὸ τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπάρξεως. Ὅστις κεκαθαρμένη διανοία παρεδόθη εἰς τὴν ἐντατικὴν παρατήρησιν τῆς βαθείας αὐτοῦ καρδίας, οὗτος κατανοεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ παρακολουθήση πλήρως τὴν ροὴν τῆς ἰδίας ζωῆς, ἔστω καὶ ἐπὶ βραχὺ τι χρονικὸν διάστημα. Οὗτος συνειδητοποιεῖ τὸ ἀδύνατον νὰ συλλάβη τὴν πορείαν τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς καρδίας, τὸ βάθος τῆς ὁποίας ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μετ’ ἐκείνου τοῦ Εἶναι, ἔνθα δὲν ὑπάρχουν πλέον πορεῖαι.»
«Γιὰ τοὺς σχολαστικοὺς θεολόγους τῆς Δύσης ἡ πίστη καὶ ἡ λογικὴ πειθὼ ἦταν δυνάμεις συναδελφωμένες. Ἔτσι ἡ θεία αὐθεντία ἀπὸ τὴ μία καὶ ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἀπὸ τὴν ἄλλη διάρθρωναν μὲ αὐστηρά, ἀμετακίνητα καὶ στατικὰ περιγράμματα ὄχι μόνο τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων», ἀναφέρει ὁ καθηγητὴς κ. Νίκος Ματσούκας. Ὡς ἀντίδραση λοιπὸν σ’ αὐτὴ τὴ φοβερὴ καταπίεση ἐμφανίστηκε τὸ κίνημα τοῦ Λουθήρου.
Παράλληλα, ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἄρχισαν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ νὰ ἀκούγονται οἱ νέες ἰδέες τῆς Ἀναγέννησης σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ θέση του μέσα στὸν κόσμο. Οἱ ἰδέες αὐτές, ποὺ δὲν ἐκφράζονταν μόνο μὲ τὸν στοχασμὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν τέχνη, ἔβλεπαν τὸν ἄνθρωπο καθ’ ἑαυτὸν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ προλήψεις καὶ κυρίαρχο τῆς μοίρας του. Ἔλεγαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος, χαρούμενος καὶ χωρὶς πολλοὺς περιορισμούς, ἔπρεπε «νὰ ἀναπτύξει τὴ φύση του ἁρμονικά, νὰ γίνει ἐνάρετος, νὰ χαρεῖ τὰ ψυχικὰ καὶ σωματικά του χαρίσματα καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα». Οἱ καινούργιες αὐτὲς ἰδέες καλλιέργησαν εὐνοϊκὸ κλίμα γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Ἀλλὰ καὶ οἱ αἱρέσεις τῶν Καθαρῶν καὶ τῶν Βαλδίων, τῶν Παυλικιανῶν καὶ τῶν Βογομίλων διέβρωσαν σημαντικὰ τὴ μονολιθικὴ ἐκκλησιαστικὴ αὐθεντία τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Περισσότερη ὅμως ζημιὰ στὸ ἄκαμπτο ἐκκλησιαστικὸ οἰκοδόμημα ἔκαναν οἱ ἰδέες τῶν καθηγητῶν Πανεπιστημίου, Ἰωάννη Γουίκλιφ καὶ Ἰωάννη Χούς, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβήτησαν τὸ πρωτεῖο καὶ τὴν ἀρχηγία τοῦ πάπα ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπεριόριστη ἐξουσία τοῦ ἱερατείου στὸ συνολό της.
Τέλος ἡ τάση χειραφετήσεως τῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων τῆς Δύσεως ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξάρτηση συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴ δημιουργία τῶν κατάλληλων προϋποθέσεων, ὥστε νὰ γεννηθεῖ νὰ ἐξαπλωθεῖ καὶ νὰ γίνει ἀσμένως ἀποδεκτὸ ἀπὸ πλῆθος κόσμου τὸ κίνημα τῆς Διαμαρτυρίας, ὁ Προτεσταντισμός.
Ἱ.Μ.Λεμεσοῦ