Δύο περιστατικά από τη ζωή του Αγίου:
Τό ἕνα συνέβη στήν αὐγή τῆς ἡλικίας του ὅταν ἤτανε ἀκόμη ἀγόρι 13-14 χρόνων καί τό ἄλλο στό τέλος τῆς ἡλικίας του ὅταν συμπλήρωνε 74 χρόνια ζωῆς πάνω στή γῆ.
Βρισκόμαστε γύρω στά 1860. Θἆταν τότε - γράφουν οἱ βιογράφοι του - 13 χρόνων μέ ντρίλινα ροῦχα καί πλεχτό σκοῦφο. Ἀδέκαρος, πάμπτωχος, κρατώντας ὅλο του τό βιός, ἕνα μπογαλάκι· κι'ἔφτασε στό λιμάνι κοντά στή Σηλυβρία, τήν πατρίδα του.
Δέ βαστοῦσε οὔτε τό ναῦλο γιά νά μπεῖ στό σκάφος, κι'ὁ καπετάνιος τό ἔβλεπε ἀπό τή γέφυρα κι'ἔκανε κέφι, χαμογελώντας. «Γιά ποῦ τὄβαλες λεβεντονιέ μου;» - Γιά τήν Πόλη εἶπε ὁ μικρός· ἀλλά εἶμαι φτωχός· δέν ἔχω λεφτά. «Στήν Πόλη δέν πᾶνε οἱ τζαμπατζῆδες» τοῦ ἀπαντάει ἐκεῖνος. Κι'ὁ μικρός Ἀναστάσης, αὐτό ἤτανε τό βαφτιστικό του ὄνομα, δέν εἶπε λέξη. Ἒστεκε συμμαζεμένος σέ μιά γωνιά τοῦ μουράγιου, περίλυπος, μέ βουρκωμένα μάτια, καταγεμάτος ἱκεσία, ἐνῶ οἱ ἐπιβάτες εἴχανε πιά μπεῖ στό κατάστρωμα... Τό πλοῖο ἔβαλε μπρός - ἀλλά ἔμενε ἀκίνητο. Ὁ καπετάνιος δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τί συνέβη... Σέ μιά στιγμή ἀνταμώθηκαν οἱ ματιές τους. «Πάρε με, πάρε με κι'ἐμένα», ψιθύρισε ὁ μικρός Ἀναστάσης. Καί τότε, ὤ τότε τοῦ ἔγνεψε νά μπαρκάρει. Καί τό ἀγόρι μ'ἕνα πήδημα βρέθηκε ψηλά στό κατάστρωμα...Τό πλοῖο σαλπάρισε, κι'ὅταν ἔπλεε ἀνοιχτά στή θάλασσα ἤρθανε οἱ ἐλεγχτές γιά νά τσεκάρουν τά εἰσιτήρια...Ἀλλά ὁ Καπετάνιος ἀφοῦ τέλειωσε τή βάρδια του, ἀποσύρθηκε ν'ἀναπαυθεῖ. Νέα ἐμπλοκή γιά τόν Ἀναστάση. Τί θά κάμει τώρα; Τί θά πεῖ πάλι; Θά τόν πιστέψουν πώς δέν ἔχει χρήματα;....
Οἱ ναυτικοί τοῦ μιλᾶνε· εἰσητήριο μικρέ! -Εἶμαι φτωχός, λέει. Δέν ἔχω καθόλου χρήματα. Ὁ καπετάνιος... αὐτός μοῦ ἐπέτρεψε νά ταξιδέψω. Πηγαίνω νά μάθω γράμματα· νά δουλέψω· νά ζήσω καί νά βοηθήσω τούς γονεῖς μου, γιατί εἴμαστε πάμτωχοι...Σᾶς παρακαλῶ...Τόν συνεπῆραν λυγμοί, δέν μπόρεσε νά συνεχίσει...[3]
Μέχρις ἐδῶ περιγράφει τό ἐπισόδειο ὁ Χονδρόπουλος... «Ἀλλά τά λόγια τοῦ παιδιοῦ ἤτανε τόσο πειστικά, συνεχίζει ἄλλος βιογράφος του (ὁ Δ. Παναγόπουλος)[4], ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου τόσο χαρακτηριστική καί τά ἐκφραστικά ἀθῶα του μάτια ἔδωσαν τήν ἀπάντηση καί ἔγινε ἀδιαμαρτύρητα πιστευτός. Κάποιος βρέθηκε τή στιγμή ἐκείνη ἐνδιαφερόμενος πού ἄκουσε τήν ἱστορία του, σίγουρα πλήρωσε τό ναῦλο, κι'ἀργότερα αὐτός ἔγινε αἰτία νά σπουδάσει, νά ταξιδέψει, νά προχωρήσει. Ἤτανε ἀνηψιός τοῦ μεγάλου Ἰω. Χωρέμη, τοῦ ἄρχοντα τῆς Χίου πού τόσο τόν εὐεργέτησε ἀργότερα».
Τό συγκινητικώτατο περιστατικό πού συνέβη στό πρῶτο ξεκίνημα τοῦ ἁγίου, φανερώνει, ἐκτός τῶν ἄλλων, πῶς καί πόσο ἡ ψυχή του ἤτανε βαφτισμένη μέσα στήν ἅγια Πενία, τή χριστιανική αὐτή ἀρετή, πού τόν συνόδευσε σ'ὅλη τήν κατοπινή ζωή του, μέχρι τή στιγμή πού παντελῶς ἄπορος μεταφέρθηκε στό Ἀρεταίειο Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν σφαδάζοντας ἀπό δυνατούς πόνους, λόγῳ τῆς ἀρρώστειας τοῦ προστάτη.
-Καλόγερος εἶναι; ρωτάει ὁ ὑπάλληλος τή μοναχή, πού τόν συνόδευε.
-Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ ἐκείνη, Δεσπότης.
Κι ὁ ὑπάλληλος, χαμογελώντας εἰρωνικά
-Ἀφῆστε τ'ἀστεῖα γερόντισσα· πέστε μου τό ὄνομά του νά συμπληρώσω τό δελτίο εἰσαγωγῆς του.
-Δεσπότης εἶναι, παιδί μου, τοῦ ἀπαντᾶ πάλι ἐκείνη. Εἶναι ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
-Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε ὁ ὑπάλληλος) χωρίς ἐγκόλπιο, χωρίς σταυρό, καί τό σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα.
Καί ὁ ὑπάλληλος κατάπληκτος, ἀπ'ὅσα τοῦ ἐξιστόρησε μέ λίγα λόγια ἡ μοναχή, ἔδωσε ἐντολή νά τοποθετήσουν τόν ἄρρωστο σ'ἕναν θάλαμο 3ης θέσεως προορισμένο ἀποκλειστικά γιά ἐντελῶς ἄπορους, ὅπου ὑπῆρχαν μερικά κρεββάτια .
Νοσηλεύθηκε 2 σχεδόν μῆνες γιά ν'ἀφήσει τήν τελευταία του ἀναπνοή τό βράδυ 10.30'τῆς 8ης Νοεμβρίου τοῦ 1920.
Τά δύο αὐτά περιστατικά, σημάδεψαν τόν κύκλο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά νά φανοῦν τά χαρακτηριστικά ἑνός κατά Χριστόν φτωχοῦ καί νά παραδειγματιζόμαστε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί. Ζῶσα καί βοῶσα πραγματικότης τῆς κατά Χριστόν πενίας, πού δέν εἶναι πολυτέλεια ἀρετῆς γιά μερικούς μόνο, πιστούς καί ἁγίους, ἀλλά ὑποχρέωση γιά ὅλους τούς χριστιανούς.
[1]Μ. Βασιλείου, Λόγος 10 Κατά ὀργιζομένων PG 31,364Α.
[2]Σ. Χονδρόπουλου, «Ὁ ἅγιος τοῦ Αἰῶνα μας», σελ. 14.
[3]Σ. Χονδρόπουλου, ὅπως παραπάνω, σελ. 35.
[4]Δ. Παναγόπουλου