Κύριε,
ἤρθαμε κι ἀπόψε. Νά, ἐδῶ εἴμαστε ὅλοι μαζί. Ἤρθαμε νά Σοῦ μιλήσουμε καί πάλι. Τί, ὅμως, νά Σοῦ ποῦμε; Τά μυστικά τῆς καρδιᾶς μας; Τίς ἀνησυχίες καί τά προβλήματά μας; Τίς δυσκολίες καί τίς πτώσεις μας; Τίς ἀταξίες καί τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά μας;
Μόνον Ἐσύ, Κύριε, μπορεῖς νά μᾶς νοιώσης, νά μᾶς βγάλης ἀπό τίς στενόχωρες καταστάσεις, νά ρίξης ἕνα βλέμμα στοργῆς στά πλάσματά Σου πού νοσταλγοῦν ἀληθινά τήν δική Σου ἀγάπη. Τολμᾶμε νά παρουσιασθοῦμε μπροστά Σου, νά Σοῦ ποῦμε τήν ἀνησυχία μας.
Βασανίζεται ἡ καρδιά μας, Κύριε, ἀπό μιά σκληρή τυπικότητα. Ὁ κόπος μας καί ὁ ἱδρώτας, ἡ κάθε μας, μικρή ἤ μεγάλη, προσφορά, ὅλα πνίγονται μέσα σέ μιά τυπικότητα. Ὅλα, Κύριε, γίνονται ἀπό μιά συνήθεια. Ἡ προσευχή μας, ἡ μελέτη τῶν λόγων Σου, ἡ ἐργασία μας, ἡ συνομιλία μας γιά Σένα, ἡ ἱεραποστολή, τό κήρυγμα καί ἡ κατήχησις, ὅλα φορμαρισμένα σέ μιά τυπικότητα.
Θέλουμε, Κύριε, νά σπάσουμε τά τοιχώματα αὐτῆς τῆς τυπικῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Νά νοιώσουμε ζωντανή τήν παρουσία Σου κοντά μας, νά θερμανθῆ ὁ θεῖος δεσμός μαζί Σου. Σεῖσε μέ τόν δικό Σου τρόπο τίς δικές μας καρδιές, νά Σέ νοιώσουν, νά Σέ αἰσθανθοῦν, νά Σέ ἀναγνωρίσουν, ἀληθινά νά Σέ ἀγαπήσουν.
Γιατί ἀκόμη σ’ αὐτές τίς τυπικότητες; Γιατί ἀκόμη σ’ αὐτήν τήν Σαχάρα, σ’ αὐτήν τήν ξηρασία; Γιατί, Κύριε, μᾶς ἀρνήθηκες αὐτό πού μᾶς ὑποσχέθηκες; Μήπως δέν κάνουμε σωστά τήν προσφορά μας; Μήπως δέν Σοῦ παραδώσαμε ἀκόμη τίς καρδιές μας; Μήπως ἀκόμη δουλεύουμε στόν Φαραώ καί δέν τό ἐννοοῦμε; Μήπως, Κύριε, ὁ καθένας ἀπό μᾶς κυβερνᾶ τόν ἑαυτό του καί δέν Σοῦ ἐπιτρέπουμε ἀνάμειξι στά ἐσωτερικά μας;
Ὅ,τι κι’ ἄν εἶναι, Κύριε, παράβλεψέ το. Δέν εἶναι στίς προθέσεις μας. Ποθοῦμε νά Σοῦ ἀνήκουμε ὁλοκληρωτικά. Νά εἶσαι ὁ ἀπόλυτος μονάρχης τῆς καρδιᾶς μας. Θερμά Σέ παρακαλοῦμε, ὁδήγησέ μας σέ ἀναψυχή, σέ οὐσιαστική καί ζωντανή ἑνότητα.
Κύριε, ἄκουσε τήν προσευχή μας!· Εἶναι πόθος πολλῶν παιδιῶν Σου. Εἶναι γιά ὅλους μας αἴτημα καυτό. Θέλουμε, Κύριε, νά μᾶς ἀπαντήσης. Στεκόμαστε βουβοί κι ἀμίλητοι μπροστά Σου.
Ἡ κάθε μιά καρδιά χωριστά, περιμένει ν’ ἀκούση τήν γλυκειά Σου φωνή...