Ακολουθεί η εισήγηση της Γερόντισσας Άννας του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγ. Πορφυρίου Ξάνθης, στην Ημερίδα για τον Άγιο Πορφύριο με θέμα: «Ο Άγιος Πορφύριος και οι νέοι».
Η ΟΜΙΛΙΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Το θέμα μας είναι: «Ο άγιος Πορφύριος και οι νέοι, πώς ο άγιος Πορφύριος και με ποιό τρόπο προσέγγιζε και νουθετούσε τους νέους» και μου ζητήθηκε να μιλήσω για την προσωπική μου γνωριμία μαζί του όταν και εγώ ως νέα τον εγνώρισα και συνδέθηκα μαζί του.
Κατ’αρχήν να ευχαριστήσω τον Παναγιώτατο Κ. Άνθιμο και τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής για την ευγενή πρόσκληση, αν και η παρουσία μου εδώ ανάμεσα σε τόσους εκλεκτούς και πολύ αγαπητούς εισηγητές δεν νομίζω ότι έχει να προσδώσει κάτι περισσότερο, απ’ αυτό που εκείνοι τόσο εμπειρικά μας έδωσαν.
Όμως όταν μου έγινε η πρόταση απευθύνθηκα προσευχητικά στον Γέροντα και του είπα: «Παππούλη μου όλο και περισσότερο γίνεσαι γνωστός και η φήμη σου έφθασε στα άκρα της γης, ο λόγος σου ο πατρικός αγκαλιάζει ψυχές συνεχώς, και όλο και προσελκύονται άνθρωποι στον Χριστό και ζητούν όλοι αυτοί να μάθουν για σένα, όμως ξέρεις πολύ καλά πως εγώ αυτό που ζητούσα από σένα, ήταν η ησυχία, αυτήν που και εσύ ποθούσες, όταν έφυγες για τα αγαπημένα σου βράχια, τα καυσοκαλύβια και όμως βρέθηκες Ιεραπόστολος μέσα στον βούρκο της Ομόνοιας και έλαμψες, γιατί πήρες το μέλι της ησυχίας και το μετέδωσες στον πολύβουο και κοσμικό άνθρωπο και κατέστησες το κέντρο της αμαρτίας τόπον ησυχασμού και αγιασμού.
Αυτό ζητούσες και από μένα και προφητικά τότε που ήμουν νέα μου έλεγες «Θα πάς να ζήσεις στα ριζά ενός βουνού εκεί θ’ανακαλύψεις τον Θεό και εκεί θα του ευαρεστήσεις».
Και πραγματικά επαληθεύτηκες όπως πάντα. Ιδρύθηκε το μοναστήρι σου σε μια ευαίσθητη περιοχή με την αμέριστη βοήθεια και καθοδήγηση του Αγίου Ξάνθης, σ’έναν τόπο που εσύ με έστειλες, μέσα σ’ένα ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον, με το δάσος τα πουλάκια, τα λουλούδια, το ποταμάκι, έτσι όπως εσύ ήθελες να βρίσκεσαι και να υμνείς τον θεό, ώς ένα μικρό αηδονάκι μέσα στην χαράδρα.
Κα να εδώ σήμερα μας σύναξες όλους στην όμορφη συμπρωτεύουσα για να μιλήσουμε για σένα. Να καταργήσουμε τον χρόνο και να βρεθούμε όπως τότε μαζί σου.
Φυσικά δεν υπάρχει χρόνος όταν μας συνδέει ο Χριστός μου έλεγες.
Τότε ίσως δεν το καταλάβαινα, όμως αργότερα με την βοήθειά σου άνοιξε ο νούς μου και κατάλαβα ότι δεν υπάρχει μοναξιά, δεν υπάρχει θλίψη, δεν υπάρχει στεναχώρια, δεν υπάρχει αγωνία, όταν είμαστε με τον Χριστό, αλλά αντίθετα ο Χριστός είναι τόσο γλυκύς, είναι όλος φως και σκορπάει την χαρά και την αγαλίαση σε όλους μας.
Πως όμως θα μπορούσαμε να μεταδώσουμε σ’όλους τους νέους αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα;
Ελάτε στον Χριστό, στον Χριστό είναι όλα τα ωραία, ο Χριστός είναιτο παν,είναι το άκρως εφετόν, είναι η ζωή, είναι το παν.
Γνώρισα τον Γέροντα Πορφύριο ένα ζεστό καλοκαίρι μέσα στο δάσος.
Ήταν μια περίοδο εκείνη της ζωής μου πολύ δύσκολη, ήμουν αναστατωμένη, μπερδεμένη ενώ εξωτερικά γελούσα και φαινόταν ότι χαιρόμουν μέσα μου ήμουν πολύ προβληματισμένη και ανήσυχη.
Ένιωθα τον εαυτό μου αδικημένο και τον κόσμο υποκριτικά τοποθετημένο, άρχισα να ψάχνω τη χαρά έξω από τον Χριστό, άκουγα μουσική New Age, ντυνόμουν όπως- όπως και ήθελα να διασκεδάζω με τους φίλους μου έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ήταν οι μόνοι που μ’αγαπούσαν.
Σπούδαζα θεολογία κατά τ’άλλα και είχα και την μητέρα μου να ανησυχεί για μένα και να με συμβουλεύει να πάω στον Γέροντα Πορφύριο. Μου έλεγε ότι όλα αυτά που νιώθω, μόνο ο Γέροντας Πορφύριος θα μπορούσε να τα βάλει σε μια τάξη.
Εγώ για να φανώ ότι της κάνω το χατίρι όλο της υποσχόμουν ότι θα πάω, όμως πάντα έβρισκα μια δικαιολογία και δεν πήγαινα.
Έλεγα μέσα μου, τι να μου πει ένας παππούλης γέρος και άρρωστος; Όμως η θεία πρόνοια και η προσευχή του παππούλη έφεραν τα πράγματα έτσι που γνωριστήκαμε.
Είχα πάει στην θάλασσα στον Ωρωπό για μπάνιο με τους φίλους μου και γυρνώντας προς την Αθήνα μέσω Μαλακάσας, περάσαμε μπροστά από το νεοιδρυθέν ησυχαστήριο του Γέροντα. Είδα μια ταμπέλα όπου έγραφε: «Ιερόν Ησυχαστήριον Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Γέροντος Πορφυρίου».
Δέν ξέρω τι ήταν αυτό που μ’έκανε να πεταχτώ, μέσα στο αυτοκίνητο και να πώ Α!!!
Να εδώ είναι ο παππούλης που μου λέει συνεχώς να πάω η μητέρα μου και σταματώντας έβλεπα διερευνητικά την ανηφορίτσα που οδηγεί στο μοναστήρι. Τότε ήταν όλα απερίφραχτα και το μοναστήρι δεν είχε πάρει την σημερινή του μορφή.
Κοιτώντας δεξιά-αριστερά και ενώ είχα κατέβει από το αυτοκίνητο προχωρούσα σαν κάποιος να μ’εσπρωχνε, να μ’οδηγούσε στον τόπο της συνάντησης μου με τον Γέροντα Πορφύριο.
Κάποια στιγμή είδα μέσα στο πευκοδάσος έναν παππούλη να μου Επειδή όμως ήμουν από την θάλασσα λίγο κοντοστάθηκα, εκείνη την ώρα πάλι με το χέρι του με καλούσε να πάω κοντά του, τότε άρχισα να τον πλησιάζω και χωρίς να ξέρω αν είναι αυτός ο Γέροντας Πορφύριος, πρόσεξα πως ήταν κουκουλωμένος και κρατούσε κάτι στο ένα του χέρι που έμοιαζε με φύλλο δένδρου, κοιτούσε χαμηλά και χαμογελούσε.
Εγώ από σεβασμό έσκυψα να του φιλήσω το χέρι και εκείνος μ’άρπαξε με τ’άλλο του χέρι από το χέρι το δικό μου και μου έδωσε μια σφαλιάρα που αληθινά με ξάφνιασε χωρίς όμως να μπορώ να αντιδράσω και μου είπε: βρε δε ντρέπεσαι θεολόγος άνθρωπος να γυρνάς μ’αυτούς τους μαντραχαλάδες;
Εγώ τότε πάγωσα και χωρίς να προλάβω ν’ανοίξω το στόμα μου, πιάνοντας τον σφιγμό μου, άρχισε να μου μιλά γλυκά λέγοντας μου πως κοιτά την ψυχή μου και βλέπει πως λάθος σκέφτομαι, λάθος είμαι, δέν είναι έτσι τα πράγματα, αυτό το οποίο με βασανίζει είναι κάτι που φαίνεται εξωτερικά ογκόλιθος ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα μικρό πετραδάκι, που δεν είναι τίποτα δια τον Χριστό, ο Χριστός με αγαπά και νοιάζεται για μένα.
Πρώτη φορά στην ζωή μου ήμουν μπροστά σ’έναν άνθρωπο, σ’έναν παππούλη που άγγιζε τα βαθύτερα σταθερά της ύπαρξης μου και χωρίς εγώ να τον έχω πει κάτι για μένα μου αποκάλυπτε πως με γνωρίζει πολύ πολύ καλύτερα απ’ότι εγώ γνώριζα τον εαυτό μου.
Πρώτη φορά το πρόβλημα που εγώ θεωρούσα μεγάλο και αξεπέραστο γινόταν μπροστά στα μάτια μου με την σταθερή και βέβαιη αποκάλυψη του παππούλη μικρό και ασήμαντο. Άρχισα να δακρύζω γιατί συγκλονισμένη βρισκόμουν μπροστά σ’έναν άνθρωπο, γέρο και άρρωστο κατά τ’άλλα που όμως δεν ήταν όπως οι συνηθισμένοι άνθρωποι.
Πρόσεξα καλά το θείο πρόσωπό του και τότε κατάλαβα πως ο παππούλης που κοίταζε συνεχώς χαμηλά είχε πάψει να με κρατά και να διερευνά την ψυχή μου αλλά τυφλός καθώς ήταν κρατιόνταν πάνω μου ως ανήμπορος και απροστάτευτος.
Ήταν η ώρα μου, ήταν ανοιχτός ο ουρανός και έστελνε ο Χριστός την Χάρη του σ’εμένα την φτωχή,την τιποτένια.
Να λοιπόν που μια σφαλιάρα μπορούσε να’ναι αγία σφαλιάρα, ν’ανοίξει το μυαλό μου, να σκορπίσει την θολούρα, να’ρθει το φως του Χριστού να γλυκάνει την ψυχή μου.
Τότε παραμένοντας λίγα λεπτά αμίλητοι και εγώ και ο παππούλης, δακρύζοντας, και οι δύο στεκόμασταν εκέι μέσα στο πευκοδάσος, δύο μονάδες διαφορετικές, εκείνος ένας άγιος του καιρού μας που μόλις εκείνη την στιγμή ως πατέρας στοργικός φορούσε ξανά σε μένα το απολωλός την χρυσοΰφαντη στολή και το δακτυλίδι στο χέρι σύμβολο του αιωνίου αραβώνος με τον Χριστό.
Και με το ραβδί της αγάπης του μου έδειχνε ξανά το δρόμο προς το παλάτι, την βασιλεία του θεού.
Όταν αργότερα θυμόμουν μαζί με τον παππούλη την γνωριμία μας, μου έλεγε: Να, σου ‘κανα μια μετάγγιση, για να ζήσεις γιατί έτσι όπως ήσουν, ήσουν σαν πεθαμένη.
Τότε, φιλούσα τα χεράκια του και μ’άρπαζε από το κεφάλι και με πίεζε και μου ΄λεγε: αχ! μωρέ αυτό το κεφάλι σου, σπάσιμο θέλει αλλά ο Χριστός μωρέ δεν κρατά σφυρί θέλει να τον αγαπάεις με φιλότιμο.
Τίποτα δεν μετρά για σένα μπροστά στον Χριστό που τόσο σ’αγαπά; Ήταν αυτά του τα λόγια – χειρουργικές επεμβάσεις – σ’έφερνε ξανά μέσα στον παράδεισο που ο ίδιος ζούσε και τότε ειρήνευες, γαλήνευες, έφευγες με τα φτερά στα πόδια, σου μετέδιδε μια δύναμη πνευματική, έβαζες ξανά αρχή μετάνοιας, αρχή ταπεινώσεως, αρχή υπακοής, γινόσουν χαρούμενος γιατί ο Χριστός σ’αγαπά και ας ήσουν εσύ ένα μυρμηγκάκι ασήμαντο πάνω στον φλοιό της γης και ο Δημιουργός του σύμπαντος σ’αγαπά. Πως μετά να μην νιώθεις τον Θεό τόσο κοντά σου, τόσο δίπλα σου, μέσα σου, κρυβόταν ο Θεός μέσα σου και αποκαλύπτονταν στον φτωχό Πορφύριο και γινόταν πανηγύρι – χαρά στον ουρανό – χαρά στη γη.
Άλλες φορές ήταν τόσο αποκαλυπτικός για καταστάσεις του παρελθόντος που έτριβες τα μάτια σου μ’αυτά που έλεγε, θυμάμαι όταν μια φορά γύρισε και μου είπε: «Το ξέρεις πως τώρα μπροστά στον Χριστό κάθονται γονατιστοί δύο άγιοι παπάδες και παρακαλούν τον Χριστό για σένα;»
Αυτοί μωρέ είναι δύο παπάδες πρόγονοί σου, που εσύ μόνο τα ονόματα τους ξέρεις, αλλά αυτοί αγίασαν και έχουν πολύ χάρη και με την προσευχή τους, σε σπρώχνουν να πάρει μπρός το μυαλουδάκι σου να σωθείς.
Πράγματι ήταν δύο παπάδες πρόσφυγες θύματα του τουρκικού επεκτατισμού που ξεριζώθηκαν απο τον Πόντο, την αγαπημένη τους Κερασούντα και ήρθαν κατατρεγμένοι στην ελεύθερη Ελλάδα.
Ο ένας έχασε την παπαδιά του στην πόλη, πέθανε απο τις κακουχίες των τούρκων, έχασε μετά και τα 5 παιδιά του και σαν παλαλός έφτασε εδώ στην θες/νίκη. Ηταν ο προπάππους μου ο παπα Παναγιώτης ο ένας.
Ο άλλος ήταν θείος της γιαγιάς μου ο παπα Γιάννης που έφερε 9 παιδιά απο τον Πόντο και υιοθέτησε και άλλα 9 ορφανά και τα μεγάλωσε μαζί με την παπαδιά του όλα σαν να ήταν δικά του, μέσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, προστάτης των ορφανών.
Ποτέ δεν φανταζόμουν οτι είχα προγόνους αγίους και πόσο μπορούσαν αυτοί να μεσιτεύουν στον Χριστό για μένα.
Να, τώρα που ο παππούλης, άνοιγε μπροστά μου έναν άλλο κόσμο, πνευματικό που εγώ ως εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να φανταστώ οτι υπάρχει, γιατί η πίστη μου και το οτι μεγάλωνα μέσα σε μία θρησκευτικά ώριμη οικογένεια φαίνεται οτι ήταν ανώριμα ουσιαστικά να μου δώσουν το έναυσμα μιας πνευματικής αναζήτησης.
Να, τώρα που ο θεός με λυπήθηκε και οδήγησε τα βήματα μου στα στοιβαρά χέρια ενός πνευματικού γίγαντος όπως του Γέροντος Πορφυρίου.
Όταν αργότερα μέσα στα γλυκά δάκρυα της μετανοίας, πήγαινα στον παππούλη και του εξομολογόμουν πόσο ενοχή ένιωθα, απέναντι στον Χριστό, πόσο με έθλιβε το γεγονός οτι τόσο στεναχώρεσα τον Χριστό και τον ελύπησα τότε μου έλεγε «να βρε!μην είσαι κουτή τώρα ζείς τον Χριστό και τον αγαπάεις και εκείνος σ’αγαπα, όμως εκείνος κάτι είδε σε σένα και σ’αγαπά, κάτι είδε στην ψυχή σου, έχεις καλή ψυχή μωρέ και τραβάεις τον Χριστό να σ’άγαπήση».
Μ’αυτά του τα λόγια έδινε στην ψυχή μου τροφή για να εργάζεται τότε ήταν μια περίοδος που μέσα μου τίποτα δε μ’ένοιαζε, μόνο τον Χριστό να μην λυπήσω, τον Χριστό να μην στεναχωρήσω.
Όπου και να πήγαινα όπου και να στεκόμουν ήμουν μέσα στην χάρη, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει απο τα κύματα αυτά της Χάρητος και χόρευα εσωτερικά και γελούσα, έλεγα ασταμάτητα την ευχή, ήθελα όλους να τους αγαπώ, όχι όμως όπως τους αγαπούσα πρίν, αλλά τώρα με μια νέα αγάπη, την αγάπη του Χριστού.
Αυτή η θεία τρέλα όπως την έλεγε ο παππούλης κράτησε για ενα μεγάλο χρονικό διάστημα και ήταν σαν ένα προμήνυμα μια πρόγευση του τι έπονταν.
«Να τώρα σ’έκανε ο Χριστός τρελή και φωνάζεις μωρέ και σ’ακούω Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ, όμως θα΄ρθει καιρός, θά’ρθει μέρα που θα φύγει η χάρη και τότε όλο θα λές ελέησον με, ελέησον με.
Και πράγματι πέρασαν τα χρόνια σαν νερό και ο παππούλης έφυγε, μετοίκησε στον ουρανό γιατι γι’αυτόν αγωνίστηκε, εκεί ανήκε, και εγώ έχασα τη γή κάτω απο τα πόδια μου, προσπαθούσα να βρώ ένα παράθυρο ανοιχτό, απευθυνόμουν σ’εκείνον όπως όταν ήταν εδώ, και η αλήθεια να σας εξομολογηθώ μου ‘λειψε η παρουσία του, η πατρική του αγάπη, γιατί για μένα που δεν είχα πατέρα ο παππούλης στάθηκε ο πατέρας μου, με πήρε αδύναμο και καχαικτικό, ανώριμο και αρχάριο άνθρωπο και μου γνώρισε τον Χριστό και μ’έκανε δυνατή μέσα στον Χριστό.
Πήγαινα τότε στο Μήλεσι και ανέβαινα πάνω στον Αη Γιώργη και στεκόμουν πίσω στο παράθυρο και έκλαιγα και ερχόταν ο κ. Γιώργος ο Αρβανίτης και μου λέγε δυο λόγια αγάπης, κατέβαινα στο κελάκι του και γονάτιζα στο κρεβατάκι και αναπολούσα την παρουσία του.
Τότε βλέποντας ο παππούλης την μεγάλη μου θλίψη οδήγησε έναν πνευματικό αδερφό να μου πεί το όνειρο του: «Είδα, μου είπε να κάθεσαι σε μια καρέκλα και να είσαι πολύ λυπημένη και να κλαίς κρατώντας με τα χέρια το πρόσωπό σου και ξαφνικά εμφανίστηκε απο πάνω σου ο Γέροντας Πορφύριος και ενώ εγώ ξαφνιάστηκα με την παρουσία του και αναφώνησα Α! ο Γέροντας Πορφύριος εκείνος με το χέρι του μου έκανε νόημα να σιωπήσω λέγοντας μου. Σσ!!! Είναι πολύ στεναχωρημένη δεν βλέπεις; Αυτό και μόνο μ’έκανε να ησυχάσω, μου πήρε την θλίψη. Βέβαια πνευματικά ποτέ δεν χωριστήκαμε, απο τότε που μας ένωσε ο Χριστός σ’αυτήν την σχέση πατέρα – παιδιού ποτέ δεν απομακρυνθήκαμε.
Έρχονται βέβαια ανθρώπινες στιγμές όπου λέω καλό και το πνευματικό αλλά να¨, θα θέλαμε και το σωματικό γι’αυτό όταν θέλω κάτι να του πω παίρνω ένα μικρό εικονάκι του, και χάνομαι μέσα στο πρόσωπό του και του λέω παππούλη μου – πατερούλη μου πόσο σ’αγαπώ και περιπλανώμαι μαζί του και επιθυμώ και τώρα να’μαι μαζί του, μέσα στο σπίτι του, το ουράνιο που του χάρισε ο θεός.
Έτσι είναι η επικοινωνία μας ζωντανή, αληθινή, ότι του ζητώ όχι για μένα, αλλά πάντα για τους άλλους, πάντα για την δόξα του θεού, σπεύδει πολύ γρήγορα και μας απαντά, εκπληρώνοντας τα αιτήματά μας.
Σήμερα πολλοι νέοι έχουν ελκυσθεί στον Χριστό από την βιοτή του Γέροντος Πορφυρίου. Γιορτάσαμε τα άγια θεοφάνεια, πριν λίγες μέρες και δεν θα’ταν παράτολμο να πω, πως εμείς ζήσαμε κοντά στον Γέροντα μια συνεχή «Θεοφάνεια» γιατί τι άλλο ήταν ο Γέροντας παρά μια θεοφάνεια στον κόσμο. Ίσως στα μέτρα αυτά του Γέροντος να δούμε μετά απο 1000 χρόνια.
Όταν τον ρωτούσα: Γέροντα πόσο εύκολο είναι να γίνει κάποιος άγιος; Μου έλεγε: Πολύ εύκολο είναι μωρέ αρκεί να αγαπήσει τον Χριστό, όταν αγαπήσει κανείς τον Χριστό γίνεται ταπεινός όπως ο Χριστός, γίνεται υπάκουος όπως ο Χριστός, γίνεται άγιος όπως ο Χριστός, δεν λεει «άγιοι γίνεσθε όπως εγώ άγιος ειμί»;
Αυτό που λείπει σήμερα από την διαπαιδαγώγηση των νέων είναι η αγιότητα του βίου μας, μπορεί μέσα από διάφορες φιλοσοφίες και ρεύματα να κάνουμε προσπάθεια να τους προσεγγίσουμε και για λίγο όλα αυτά κάτι να κάνουν όμως αν εμείς οι ίδιοι, είτε δεσποτάδες, έιτε παπάδες, είτε μοναχοί, είτε γονείς δεν κατορθώσουμε την αγιότητα τότε τίποτα δεν αγγίζει την ψυχή τους.
Η αγιότης είναι μια κατάσταση άνωθεν, ζεί ο άνθρωπος εδώ πατά στην γη αλλά ο νους του όλος είναι εκεί στον ουρανό, και ο άγιος ποτέ δεν εκφράζει τον εαυτό του αλλά πάντα το θέλημα του Κυρίου του, ζει την αγάπη που είναι ο Χριστός και την αγάπη αυτή μεταγγίζει ως δοχείο καθαρό στους νέους.
Ο Γέροντας Πορφύριος είχε μιαν αγάπη που νόμιζες ότι μόνο εσένα αγαπά, μόνο εσένα σκέφτεται και νοιάζεται.
Και η παιδαγωγία του απέναντι στους νέους διακατέχονταν από την αγάπη, ήθελε όλοι να μετέχουν στην αγάπη του Χριστού γι’αυτό και φώναζε «ζω δε ουκέτι εγώ ζει δε εν εμοί Χριστός» ζούσε μέσα του η αγάπη που είναι ο Χριστός. Ο Χριστός είναι το παν, αν δεν αγαπήσουμε τον Χριστό τίποτα δε κάνουμε.
Τα πάντα και δια πάντα Χριστός. Ελεημοσύνη κάνουμε στο όνομα του Χριστού, αγάπη κάνουμε, ένας λόγος μας ζητείτε να πούμε στο όνομα του Χριστού, αγάπη κάνουμε, προσευχή κάνουμε για τον Χριστό, μετάνοια κάνουμε για το Χριστό, τον κανόνα μας κάνουμε για τον Χριστό, γι’αυτό και εμείς οι μοναχοί, πολλές φορές λέμε κάνε αγάπη για τον αδελφό, κάνε τον Χριστό στον αδελφό γιατί και αυτός εικόνα του Χριστού είναι, για να είμαστε όλοι του Χριστού, για να είμαστε όλοι ένα μέσα στο σώμα του Χριστού.
Αν λοιπόν ζούμε τον Χριστό, ζούμε άγια, τότε έντονα είμαστε μέσα στην χάρη και όταν πλημυρίζει η χάρη μέσα μας έρχεται και ξεχειλίζει στους γύρω μας όπως στον Γέροντα Πορφύριο.
Ποιός ήταν αυτός που πήγε κοντά του και δεν γλυκάνθηκε από την χάρη του Χριστού μας που ήταν τόσο εμποτισμένος ο Γέροντας;
Ακόμη ήρθαν άνθρωποι, που πήραν μόνον την ευχή του, χωρίς ν’ακούσουν να τους λέει κάτι, ακόμη κι αυτοί μιλούν για μιαν ιδιαίτερη στιγμή στην ζωή τους όταν έσκυψαν και φίλησαν το άγιο χέρι του και μετείχαν στη χάρη του Χριστού που έβγαινε από μέσα του.
Αν λοιπόν ταπεινά ζητήσουμε απο τον Χριστό μας να μας οδηγήση να βρούμε τρόπους μέσω της χάριτος να πλησιάσουμε τους νέους, τότε η χάρις θα μας οδηγήση. Έρχονται γονείς και νέοι στο μοναστήρι και ζητούν λύσεις για τους ίδιους και για τα παιδιά τους,και του λέω : Μιλήστε μέσω της χάριτος του Χριστού μας.
Τι σας επιτρέπει η χάρις να πείτε, αυτό να πείτε, έτσι να εκφραστείτε, παραμερίστε τον εγωισμό σας, την υπερηφάνεια σας, ταπεινωθήτε και κερδίσατε, δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Μη φοβηθήτε να πείτε στο παιδί σας, παιδί μου σ’ αγαπώ, έχω την ένοια σου και σου ζητώ να με συγχωρέσεις, αν νομίζεις ότι σε ελέγχω ή σε καταπιέζω.
Είναι κάτι που οφείλουμε να τους το πούμε. Ο Γέροντας Πορφύριος μερικές φορές μου έλεγε κάτι και εγώ δεν συμφωνούσα και αμέσως μου έλεγε «συγχώραμε, να, κουταμάρες σου λέω».
Τότε αμέσως μέσα μου λειτουργούσε το φιλότιμο και έκανα αυτό που μου έλεγε ο Γέροντας και έβγαινα κερδισμένη και εκείνος όλο χαρά χτυπούσε τα χεράκια του και έπιανε το χέρι μου για να με δεί και να μου μεταδώσει Χριστό. Έτσι να κάνετε και εσείς.
Να αφήνεστε στην χάρη και εκείνα που δεν μπορείτε να μεταδώσετε στους νέους θα τους τα πεί η χάρη και μόνο η παρουσία ενός ταπεινού που ζεί μέσα στη χάρη ειναι ένα ευαγγέλιο.
Ο Γέροντας Πορφύριος κάποια φορά μου ανέφερε εκείνη την τόσο όμορφη ευαγγελική περικοπή όπου ο Χριστός βρίσκεται επί τόπου πεδινού και όχλος μαθητών αυτού και πλήθος ανθρώπων απο πάσης Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ και από τις παράλιες πόλεις της Τύρου και της Σιδώνος είχαν έλθει για να ακούσουν τον λόγο του και να γίνουν καλά από τις αρρώστιες τους, ακόμη και άνθρωποι που ενοχλούνταν από ακάθαρτα και πονηρά πνεύματα και όλοι ζητούσαν να τον αγγίξουν «ότι δύναμις παρ’αυτού εξήρχετο και ιάτο πάντας» και με ρωτούσε: «Τι καταλαβαίνεις τώρα; Άντε πες μου σε παρακαλώ πώς το καταλαβαίνεις αυτό;».
Εγώ ταπεινά παππούλη μου, με το λίγο μυαλό μου, θα έλεγα πως ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής. Ποιός δεν θέλει να ζήσει; Ποιός θα’ βλεπε τον Χριστό και δεν θα’θελε να τον αγγίξει να πάρει ζωή η ζωή του;
Ναι, μου έλεγε αλλά να, εδώ ενώ όλοι τον άγγιζαν όλοι γίνονταν καλά, ο Χριστός σήκωσε τα μάτια του προς τους μαθητάς του και μακάρισε τους πτωχούς, τους πεινασμένους, τους κλαίοντες, τους αδικημένους. Αυτό σου λέει κάτι; Πράγματι αυτό μας λέει πολλά.
Η δύναμις της χάριτος του Χριστού είναι η ίδια δύναμη της χάριτος του Χριστού που έχει ένας Άγιος, όμως ο Άγιος μιλά για την φτώχεια γιατί ζει φτωχός, ο Άγιος μιλά για την αδικία γιατί αδικείται ο ίδιος, ο Άγιος μιλά στους πεινασμένους γιατί είναι νήστις ο ίδιος, μιλά στους κλαίοντες γιατί έχει συνεχή δάκρυα της χάριτος ο ίδιος,ο Άγιος εντέλει μιλά στους νέους γιατί μέσα του ποτέ δεν γερνά αλλά ζει Κύριος ο Θεός και ως νέος και αυτός μπορεί να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές των νέων.
Εξέρχεται η Θεία δύναμις ενός Αγίου προς όλους. Ο Άγιος γίνεται η γέφυρα όπου πατούν όλοι για να φθάσουν στον Χριστό. Ο Άγιος θέλει να είναι η γέφυρα, η τροφή του, η χαρά του είναι αυτή, πως θα φέρει περισσότερους κοντά στον Χριστό να σωθούν.
Σήμερα όλοι μιλούν για την αποστασία των νέων από τον Χριστό και βρίσκουν πάντα σφάλματα στην εποχή μας, στην τεχνολογία, στην εξέλιξη.
Όμως ταπεινά θα έλεγα πως δεν θέλουμε να αποδεχθούμε κάτι τολμηρό, που είναι να κατεβούμε εμείς εκεί που βρίσκονται οι νέοι, μέσα στις φοιτητικές συντροφιές, μέσα στα club’s, μέσα στα ναρκωτικά, μέσα στους ομοφιλόφυλους, μέσα στους περιθωριακούς, όπου η μεγάλη πλειοψηφία είναι νέοι.
Έχει η Εκκλησία την υποχρέωση να σώσει τα παιδιά της, τους νέους.
Να γεννήσει Πορφυρίους, Παισίους, Ιακώβους και να τους αποστείλει στα έθνη των νέων.
Αυτό ονειρεύονταν και ο σήμερα τιμώμενος Άγιος της Εκκλησίας μας, σ’αυτήν εδώ την ημερίδα Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.
Ήθελε την Εκκλησία ως νοσοκομείο εκτάκτου ανάγκης, να είναι πάντα ανοιχτή και όλοι οι μπερδεμένοι, πληγωμένοι, ναρκομανείς και άλλοι να’ ρχονται να εναποθέτουν το βάρος της ψυχής τους, εκεί στον Χριστό.
Η Αγιότης είναι δυνατότερη απο την μουσική στα club’s, δυνατότερη απο τις εξαρτήσεις των ναρκωτικών, δυνατότερη από τα πάθη της σαρκός.
Είναι υποχρέωσή μας να βγούμε έξω από το καβούκι μας και οχυρωμένοι μέσα στην χάρη να ζητήσουμε τους νέους, να ζήσουμε τους νέους, να τους εκλύσουμε ελεύθερα με αγάπη στο Χριστό.
Ο Άγιος Πορφύριος, ο Άγιος των ημερών μας δεν δίσταζε να μπεί σε οίκους ανοχής, να σταυρώσει κοπέλες που ξεστράτησαν,να δέχεται παιδιά ανατολικών φιλοσοφιών και θρησκειών, παιδιά μπερδεμένα και ζαλισμένα απο τις εξαρτήσεις και ως άγιος που ήταν να εξήρχετο δύναμις παρ’αυτού και να ιάτο πάντας.
Συγχωρέστε με που σας λέω αυτά. Αλλά ο Άγιος Πορφύριος, ο αγαπημένος άγιος των νέων μας, που είναι εδώ και μας ακούει, σίγουρα έτσι θα μας παρακινούσε: «Αγαπήστε τον Χριστό, θυσιαστήτε με φιλότιμο για τον Χριστό.Μη φοβάστε αν σας κοροϊδεύουν, αν σας κατακρίνουν, αν σας συκοφαντούν για τον Χριστό. Αλλά αντίθετα να χαίρεστε και να αγιαλιάζετε γιατί αποκτήσατε μισθό πολύ στον ουρανό».
Σας ευχαριστώ μέσα απο τα βάθη της καρδιάς μου.
Να εύχεσθε. Ευλογείτε.