Ήρθε τίς προάλλες ἕνα ἱερωμένο πρόσωπο καί μοῦ εἶπε ὅτι ἕνας (γνωστός του) ἄνθρωπος εἶναι κατάκοιτος καί δέν ὁμιλεῖ, οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει. Καί τοῦ ἔδωσε στά χέρια του 250 λίρες χρυσές γιά τήν Ἐκκλησία πού χτίζουν στό χωριό τους.
Σέ ἕνα χαρτάκι τοῦ ἔγραψε: “Τά χρήματα αὐτά εἶναι δικά μου. Τά μάζευα ἀπό νέος καί θέλω νά τά δώσω γιά τήν ἐκκλησία, γιά τό καλό τοῦ κόσμου. Σοῦ ἔχω ἐμπιστοσύνη καί στά δίνω στά χέρια σου καί δέν θέλω ἀπόδειξη.
Μόνο θέλω νά μήν γνωρίζη κανείς τίποτε. Τίς λίρες τίς δίνω γιά τήν ψυχή μου. Ἔχω καί ἄλλα χρήματα καί πάλι θά βοηθήσω”.
»Ὁρίστε, δέν εἶναι αὐτοί ἅγιοι ἄνθρωποι;».
ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ