«Ποιοί λοιπόν είναι οι λόγοι για τους οποίους και ο ίδιος και οι Απόστολοι έχουν πει πολλά ταπεινά για αυτόν;
Ο πρώτος λόγος και ο σπουδαιότερος, είναι το ότι αυτός φόρεσε ανθρώπινη σάρκα και θέλει να βεβαιώσει και τους
τότε και όλους τους μεταγενεστέρους, ότι αυτό που βλέπεται δεν είναι ούτε κάποια σκιά, ούτε απλώς κάποιο σχήμα, αλλά είναι πραγματική φύση.
τότε και όλους τους μεταγενεστέρους, ότι αυτό που βλέπεται δεν είναι ούτε κάποια σκιά, ούτε απλώς κάποιο σχήμα, αλλά είναι πραγματική φύση.
Διότι, εάν, μολονότι τόσα πολλά ταπεινά και ανθρώπινα έχουν πει για αυτόν και οι απόστολοι και ο ίδιος για τον εαυτό του, όμως κατόρθωσε
ο διάβολος να πείσει μερικούς από τους άθλιους και ταλαίπωρους ανθρώπους να απαρνηθούν την αιτία της κατ’ οικονομίαν ενανθρωπήσεως αυτού, και να τολμήσουν να πουν, ότι δεν έλαβε σάρκα, και έτσι να βλάψουν την όλη υπόθεση της φιλανθρωπίας του Θεού, εάν δεν έλεγε τίποτα από αυτά, πόσοι δεν θα έπεφταν στο βάραθρο αυτό του διαβόλου;
ο διάβολος να πείσει μερικούς από τους άθλιους και ταλαίπωρους ανθρώπους να απαρνηθούν την αιτία της κατ’ οικονομίαν ενανθρωπήσεως αυτού, και να τολμήσουν να πουν, ότι δεν έλαβε σάρκα, και έτσι να βλάψουν την όλη υπόθεση της φιλανθρωπίας του Θεού, εάν δεν έλεγε τίποτα από αυτά, πόσοι δεν θα έπεφταν στο βάραθρο αυτό του διαβόλου;
Δεν ακούς ακόμη και τώρα τον Μαρκίωνα που αρνείται την κατ’ οικονομίαν ενανθρώπηση του Κυρίου, καθώς και τον Μανιχαίο και τον Ουαλεντίνο και πολλούς άλλους;
Για αυτό λέει πολλά ανθρώπινα και ταπεινά, και υπολείπονται πάρα πολύ από την απόρρητη εκείνη ουσία, για να επιβεβαιώσει την αιτία της κατ’ οικονομίαν ενανθρωπήσεώς του. Καθόσον ο διάβολος κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να ξεριζώσει από τους ανθρώπους αυτήν την πίστη, γνωρίζοντας ότι, αν ξεριζώσει από τους ανθρώπους αυτήν την πίστη στην ενανθρώπηση του Κυρίου, θα εξαφανιστεί το μεγαλύτερο μέρος όλων εκείνων που συνιστούν την πίστη μας.
Υπάρχει και άλλη μετά από αυτήν αιτία, η πνευματική αδυναμία των ακροατών, και το ότι δεν μπορούσαν να δεχτούν τις υψηλότερες αλήθειες της πίστης τότε που για πρώτη φορά τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Και ότι αυτό δεν είναι δική μου σκέψη, θα προσπαθήσω να το παρουσιάσω και να το αποδείξω από τις Γραφές, ότι δηλαδή όταν κάποτε συνέβαινε και έλεγε κάτι το μεγάλο και υψηλό και άξιο της δόξας του. Και γιατί λέω μεγάλο και υψηλό και άξιο της δόξας τους; Εάν κάποτε έλεγε κάτι που ήταν απάνω από τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, θορυβούνταν και σκανδαλίζονταν, εάν πάλι κάποτε έλεγε κάτι το ταπεινό και ανθρώπινο, τότε έτρεχαν κοντά του και δέχονταν τα λόγια του. Και πού, λέει, μπορούμε να το δούμε αυτό; Κατ’ εξοχήν στο ευαγγέλιο του Ιωάννη· διότι, αφού είπε ο Ιησούς, «ο Αβραάμ ο πατέρας σας αισθάνθηκε αγαλλίαση που επρόκειτο να δει την ημέρα μου, και την είδε και χάρηκε», του απαντούν εκείνοι· «Δεν είσαι ούτε σαράντα χρονών ακόμη και είδες τον Αβραάμ;»(Ιω. 8,56,57). Βλέπεις ότι συμπεριφέρονταν απέναντί του σαν να ήταν απλός άνθρωπος;
Τί απαντά λοιπόν αυτός; «Εγώ υπάρχω» λέει, «προτού γεννηθεί ο Αβραάμ. Και πήραν πέτρες για να τις ρίξουν εναντίον του»(Ιω. 8,58). Και όταν τους απηύθυνε μακρούς λόγους για τα μυστήρια, λέγοντας, «Και ο άρτος που θα δώσω εγώ είναι η σάρκα μου»(Ιω. 6,51), αυτοί έλεγαν· «Είναι σκληρός αυτός ο λόγος· ποιός μπορεί να τον ακούει; Για το λόγο αυτόν πολλοί από τους μαθητές του έφυγαν και δεν πήγαιναν πλέον μαζί του» (Ιω. 6, 60-66). Πες μου λοιπόν, τι έπρεπε να κάνει; Να μιλά συνέχεια με υψηλού περιεχομένου λόγια, ώστε να απομακρύνει το θήραμα και όλοι να αποκρούσουν τη διδασκαλία του; Αλλά αυτό δεν ήταν γνώρισμα της φιλανθρωπίας του. Καθόσον και πάλι, επειδή είπε, «Εκείνος που ακούει το λόγο μου δεν θα γευτεί θάνατο στον αιώνα»(Ιω. 8,52), έλεγαν εκείνοι· «Δεν λέγαμε πολύ σωστά ότι έχεις δαιμόνιο; Ο Αβραάμ πέθανε, και οι προφήτες πέθαναν και συ λες ότι εκείνος που ακούει το λόγο μου δεν θα γευτεί ποτέ θάνατο;» (Ιω. 8,52-53). Και τι το παράξενο εάν το πλήθος έδειχνε τέτοια συμπεριφορά απέναντί του, τη στιγμή βέβαια που οι ίδιοι οι άρχοντες είχαν την ίδια γνώμη;
Πράγματι λοιπόν ο Νικόδημος, που ήταν άρχοντας και ήρθε προς αυτόν με μεγάλη αγάπη και του είπε, «Γνωρίζουμε ότι ήρθες σαν δάσκαλος από τον Θεό»(Ιω. 3,2), δεν μπόρεσε να δεχτεί το λόγο του για το βάπτισμα, διότι ήταν πολύ πιο μεγάλος από την πνευματική του αδυναμία. Διότι, όταν ο Χριστός είπε, ότι «Αν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού», σε τόσο χαμηλές σκέψεις έπεσε, ώστε να πει «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να γεννηθεί ενώ είναι γέρος; Μήπως μπορεί για δεύτερη φορά να μπει στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί από τον ουρανό;».
Τι λοιπόν απαντά ο Χριστός; «Εάν σας μίλησα για τα επίγεια και δεν πιστέψατε, πώς εάν σας μιλήσω για τα επουράνια, θα πιστεψετε;» (Ιω. 3,3-4.12). Είναι σαν να απολογείται κατά κάποιο τρόπο και να λέει, για ποιό λόγο δεν τους μιλούσε συνέχεια για την ουράνια γέννηση. Πάλι κατά την ώρα εκείνη του σταυρικού θανάτου του, μετά από άπειρα θαύματα, μετά από τη μεγάλη εκείνη απόδειξη της δυνάμεώς του, όταν είπε, «Θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να έρχεται επάνω στα σύννεφα» ((Ματθ. 26,64), μη υποφέροντας ο αρχιερέας τα λόγια αυτά, ξέσχισε τα ρούχα του. Πώς λοιπόν έπρεπε να ομιλεί προς αυτούς, που δεν μπορούσαν τίποτα από τα υψηλά να ανεχτούν; Το ότι λοιπόν γενικά δεν είπε για τον εαυτό του κάτι το μεγάλο και υψηλό, δεν είναι καθόλου άξιο θαυμασμού, εφόσον μιλούσε προς ανθρώπους που σύρονταν κάτω και ήταν τόσο αδύναμοι πνευματικά.
4. Θα αρκούσαν λοιπόν και τα όσα έχουν λεχθεί να δείξουν, ότι αυτή ήταν η αιτία και ο λόγος για τον οποίο τα τότε λεγόμενα λέγονταν με τρόπο ταπεινό, αλλά εγώ θα προσπαθήσω να καταστήσω αυτό φανερό και με άλλο τρόπο. Όπως ακριβώς δηλαδή είδατε αυτούς να σκανδαλίζονται, να θορυβούνται, να απομακρύνονται από κοντά του, να τον βρίζουν και να φεύγουν, εάν κάποτε ο Χριστός έλεγε κάτι το μεγάλο και υψηλό, έτσι θα προσπαθήσω να σας δείξω ότι αυτοί οι ίδιοι έτρεχαν κοντά του και δέχονταν τη διδασκαλία του, εάν κάποτε έλεγε κάτι το ταπεινό και ευτελές. Διότι αυτοί οι ίδιοι που έφυγαν από κοντά του, όταν εκείνος τους είπε πάλι «Τίποτα από μόνος μου δεν κάνω, αλλά μιλώ όπως με δίδαξε ο Πατέρας μου»(Ιω. 8,28), αμέσως έτρεξαν κοντά του. Και θέλοντας ο ευαγγελιστής να μας δείξει, ότι πίστεψαν εξαιτίας της ταπεινότητας των λόγων, επισημαίνει αυτό λέγοντας· «Αφού αυτός είπε αυτά πολλοί πίστεψαν σε αυτόν»(Ιω. 8,30)· και αλλού πολλές φορές θα μπορούσε κανείς να βρει να συμβαίνει αυτό.
Για αυτό πολλά πολλές φορές τα είπε με ανθρώπινο τρόπο, και άλλοτε πάλι όχι με ανθρώπινο τρόπο, αλλά με τρόπο θεοπρεπή και άξιο της υψηλής καταγωγής του, από το ένα μέρος δείχνοντας συγκατάβαση στην αδυναμία των ακροατών, από το άλλο φροντίζοντας για την ορθότητα των δογμάτων.Για να μη συμβεί δηλαδή, εφαρμόζοντας πάντα τη συγκατάβαση στα λεγόμενά του, να βλάψει τους μεταγενέστερους ως προς την πίστη στο αξίωμά του, ούτε για το θέμα αυτό έδειξε αδιαφορία, αλλά, αν και γνώριζε από πριν, ότι δεν θα τα ακούσουν, αλλά και θα τον χλευάσουν και θα φύγουν από κοντά του όμως τα είπε, επιδιώκοντας αυτό ακριβώς που είπα, και για να δείξει την αιτία για την οποία ανέμιξε σε αυτά και ταπεινά λόγια. Η αιτία αυτή ήταν το ότι δεν μπορούσαν ακόμη να δεχτούν το μέγεθος των λεγομένων. Εάν δεν ήταν αυτή η επιδίωξή του, τότε ήταν περιττή η διδασκαλία των υψηλών δογμάτων προς εκείνους που δεν θα τον άκουγαν, ούτε θα τον πρόσεχαν. Τώρα όμως, αν και εκείνους δεν τους ωφελούσε καθόλου, όμως δίδασκε εμάς και μας ασκούσε να έχουμε την πρέπουσα πίστη για αυτόν, και μας έπειθε, ότι, επειδή δεν μπορούσαν ακόμη εκείνοι να δεχτούν το μέγεθος των λεγομένων, μετέφερε το λόγο σε ταπεινότερα. Όταν λοιπόν δεις αυτόν να λέγει ταπεινά, πίστευε ότι η συγκατάβαση δεν οφειλόταν στην ευτέλεια της ουσίας του, αλλά στην πνευματική αδυναμία των ακροατών.
Θέλετε να σας αναφέρω και τρίτη αιτία; Διότι πολλά ταπεινά έκανε και έλεγε όχι μόνο διότι φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα, ούτε εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας των ακροατών, αλλά και επειδή ήθελε να διδάξει τους ακροατές του να δείχνουν ταπεινοφροσύνη. Αυτή λοιπόν είναι η τρίτη αιτία. Διότι εκείνος που διδάσκει ταπεινοφροσύνη, διδάσκει αυτήν όχι μόνο με λόγια, αλλά και με τις πράξεις, δείχνοντας μετριοφροσύνη και με λόγια και με πράξεις. Διότι λέει «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»(Ματθ. 11,29) και πάλι αλλού λέει «Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει». Εκείνος λοιπόν που διδάσκει να είμαστε ταπεινοί και σε καμιά περίπτωση να μην επιδιώκουμε τα πρωτεία, αλλά να καταδεχόμαστε παντού να είμαστε κατώτεροι, και μας οδηγούσε σε αυτό με λόγια και πράξεις, είχε πολλούς λόγους που μιλούσε με λόγια ταπεινά.
Είναι δυνατόν να αναφέρω και τέταρτη αιτία, όχι κατώτερη από εκείνες που προαναφέρθηκαν. Ποιά είναι αυτή; Για να μην φθάσουμε κάποτε να σκεφτούμε, εξαιτίας της μεγάλης και απερίγραπτης εγγύτητας των υποστάσεων του Υιού και του Πατέρα, ότι ένα είναι το πρόσωπο αυτών, τη στιγμή μάλιστα που και τώρα, αν και λίγες μόνο φορές μίλησε για κάτι παρόμοιο, ήδη μερικοί παρασύρθηκαν προς την ασέβεια αυτή. Ο Σαβέλλιος δηλαδή ο Λίβυς, επειδή άκουσε αυτόν να λέει, «Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα»(Ιω.10,30) και «Εκείνος που είδε εμένα, είδε και τον Πατέρα»(Ιω. 14,9), άρπαξε την εγγύτητα αυτή των υποστάσεων του Υιού προς τον Πατέρα που φαίνεται από τα λόγια αυτά και διατύπωσε την ασεβή σκέψη, ότι ένα είναι το πρόσωπο και μία η υπόσταση αυτών. Και δεν είναι βέβαια μόνο αυτές οι αιτίες, αλλά και για να μην σκεφτεί κανένας ότι αυτός (ο Υιός) είναι η πρώτη και αγέννητη ουσία και τον θεωρήσει έτσι ανώτερο από τον Πατέρα. Καθόσον και ο Παύλος αυτό ακριβώς φαίνεται να φοβάται, μη τυχόν κανείς κάποτε σκεφτεί αυτό το ασεβές και πονηρό δόγμα. Αφού είπε δηλαδή «Πρέπει αυτός να βασιλεύει μέχρι που να θέσει τους εχθρούς κάτω από τα πόδια αυτού», και πρόσθεσε ότι «όλα τα υπέταξε κάτω από τα πόδια αυτού», συμπλήρωσε λέγοντας «Εκτός από εκείνον που υπέταξε σε αυτόν τα πάντα»(Α Κορ. 15,25-27)· δεν θα πρόσθετε αυτό, εάν δεν είχε το φόβο, μήπως δημιουργηθεί κάποτε αυτή η διαβολική σκέψη.
Και σε πολλές άλλες περιπτώσεις καταπραΰνοντας το φθόνο των Ιουδαίων, κατεβάζει το ύψος των λεγομένων του, και πολλές φορές πάλι απαντά ανάλογα με εκείνα που σκέφτονταν οι ακροατές του, όπως όταν λέει, «Εάν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή»(Ιω.5,31). Αυτό το είπε απευθυνόμενος προς εκείνο που σκέφτονταν· διότι βέβαια δεν θέλησε να δείξει αυτό, ότι δηλαδή δεν είναι αληθινή η μαρτυρία του, αλλά, λέει, όπως εσείς νομίζετε και υποπτεύεσθε και δεν θέλετε να με παραδεχτείτε όταν μιλώ για τον εαυτό μου.
5. Μπορούμε όμως και άλλες περισσότερες αιτίες να βρούμε. Της ταπεινότητας των λόγων του βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πολλές αιτίες, συ όμως πες μία άλλη ακόμη αιτία των υψηλών δογμάτων του, εκτός από εκείνην που ανέφερα (Και αυτή η αιτία ήταν το ότι ήθελε να μας δείξει την υψηλή καταγωγή του)· αλλά όμως δεν θα μπορούσες να πεις άλλη.
Διότι ο μεγάλος θα μπορούσε και κάτι μικρό να πει για τον εαυτό του, χωρίς για αυτό να μπορεί να κατηγορηθεί (καθόσον αυτό λέγεται από μετριοφροσύνη), ενώ ο μικρός, εάν κάποτε πει κάτι το μεγάλο για τον εαυτό του, δεν θα αποφύγει την κατηγορία (διότι αυτό είναι δείγμα αλαζονείας). Για αυτό τον μεν ανώτερο όλοι τον επαινούμε όταν λέει ταπεινά λόγια για τον εαυτό του, ενώ τον ασήμαντο κανένας δεν θα τον επαινέσει, εάν κάποτε πει κάτι το μεγάλο για τον εαυτό του.
Επομένως εάν ο Υιός ήταν πολύ κατώτερος από τον Πατέρα, όπως εσείς ισχυρίζεστε, δεν έπρεπε να λέει αυτός τέτοια λόγια, με τα οποία έδειχνε τον εαυτό του ίσο με εκείνον που τον γέννησε (διότι αυτό ήταν αλαζονεία)· όμως το να είναι ίσος με εκείνον που τον γέννησε και να λέει ορισμένα ταπεινά και ευτελή, δεν υπάρχει καμία μομφή ούτε κατηγορία διότι αυτό είναι άξιο επαίνου και μεγάλου θαυμασμού».
(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Περί Ομοουσίου Λόγος Ζ, παράγραφος 3-5, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 35 σελ. 233-245)