Το πάθος της πορνείας συνίσταται στην παθολογική χρήση της σεξουαλικότητας από τον άνθρωπο. Η λέξη πορνεία δηλώνει, κυριολεκτικά, τη σεξουαλική ικανοποίηση έξω από το γάμο. Οι Πατέρες όμως περιλαμβάνουν υπό τον όρο αυτό όλες τις μορφές των σεξουαλικών παθών (αναζήτηση των σαρκικών ηδονών).
Στην κατάσταση της ανθρωπότητας που ακολουθεί την πτώση των προπατόρων, κανόνας τελειότητας παραμένει η παρθενία. Εν τούτοις, η χρήση της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο του γάμου με κανένα τρόπο και πουθενά δεν καταδικάζεται: επιτρέπει τη διαιώνιση του ανθρώπινουγένους στη νέα κατάσταση που βρίσκεται και για το λόγο αυτό ευλογείται από το Θεό (πρβλ. Γέν. 9, 7). Οι Πατέρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού που ευλόγησε με την παρουσία του το γάμο στην Κανά, καθώς και τις αποστολικές διδασκαλίες (Εβρ. 13, 4· Α” Κορ. 7, 28), αναγνωρίζουν την πλήρη νομιμότητα της χρήσης της σεξουαλικότητας στο γάμο και αναγνωρίζουν επιπλέον την αξία της (Η Σύνοδος της Γάγγρας (4ος αι.) στον 1ο κανόνα της καταδικάζει την περιφρόνηση και μομφή των συζυγικών σχέσεων), θεωρούν ότι και αυτή καλείται στον ίδιο αγιασμό, όπως και οι υπόλοιπες λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο πλαίσιο του γάμου, το πάθος της πορνείας δεν έγκειται λοιπόν στη χρήση τής σεξουαλικής λειτουργίας, αλλά στην κατάχρηση και τη διεστραμμένη χρήση της. Υπάρχει κατάχρηση ή ακριβέστερα κακή χρήση, όταν ο άνθρωπος κάνει χρήση της σεξουαλικότητας αποβλέποντας μόνο στην αναφερόμενη σ” αυτήν ηδονή, όταν καθιστά την ηδονή σκοπό της δραστηριότητάς του στο συγκεκριμένο τομέα.
Η σεξουαλική ένωση είναι κατά πρώτον ο ένας από τους τρόπους ένωσης άνδρα και γυναίκας, μια από τις εκδηλώσεις της αμοιβαίας αγάπης τους που μεταφέρει την αγάπη σ” ένα ορισμένο επίπεδο της ύπαρξής τους, το σωματικό. Η αγάπη συνιστά τον πρώτο σκοπό της συνεύρεσης, καθώς ο άνθρωπος μπορεί να εισπράξει πολλές πνευματικές ευεργεσίες από αυτή, παράλληλα με τους υπόλοιπους τρόπους της συζυγικής ένωσης.
Πρέπει ωστόσο να οριστεί με ακρίβεια ότι η θεώρηση της συζυγικής αγάπης γίνεται μέσα από τη χριστιανική προοπτική: είναι η ένωση των δύο προσώπων -δηλαδή δύο υπάρξεων που κατανοούνται αφενός μεν στην ολοκλήρωσή τους και αφετέρου στην πνευματική τους φύση- εν Χριστώ και για τη Βασιλεία. Η ένωση επισφραγίζεται ως προς τη φύση και το σκοπό της με τη χορήγηση της χάρης του Αγίου Πνεύματος μέσα από το μυστήριο του γάμου.
Όπως παρατηρεί ο Αγιος Βασίλειος Αγκύρας, ο άνθρωπος θέτει την ψυχή του στο «άρμα» του σώματός του: Η τάξη των δυνάμεων του ανθρώπου αναστατώνεται, η ύπαρξή του βιώνει μια βαθιά ανισορροπία στο βαθμό που ο νους, η θέληση, η ευαισθησία και η διάθεση παύουν να υπηρετούν το πνεύμα, να πληροφορούνται και να καθοδηγούνται απ” αυτό· γίνονται πλέον υπηρέτες της σεξουαλικής επιθυμίας στην αναζήτηση της ηδονής. Ο άνθρωπος κυβερνιέται από το ένστικτο και εξομοιώνεται προς τα ζώα.
Μπορούμε να πούμε ότι το σώμα κάτω από την επήρεια της πορνείας, βρίσκεται συνολικά σε εκτροπή από τη φυσική εντελέχειά του. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αποστόλου είναι σαφές ότι ο φυσικός και φυσιολογικός προορισμός του σώματος είναι να αφιερωθεί στο Θεό, να δοξάζει το Θεό και να είναι πνευματοφόρο. Τα ίδια ισχύουν για την ψυχή με την οποία το σώμα είναι ενωμένο. Επιβεβαιώνοντας από την άλλη πλευρά, ότι «το σώμα ου τη πορνεία» (Α” Κορ. 6, 13), ο Απόστολος Παύλος δηλώνει καθαρά ότι ο άνθρωπος κάνει παρά φύση και ανάρμοστη χρήση του, όταν το παραδίδει στο πάθος τής πορνείας. Υποβιβάζοντας το σώμα του σε εργαλείο τής σεξουαλικής ηδονής, ο άνθρωπος αρνείται και πάλι την πνευματική του διάσταση και τον υπερβατικό προορισμό του, περιφρονεί την εικόνα του Θεού σύμφωνα με την οποία πλάστηκε και γίνεται τελικά «εκλαθών [Σ.τ.μ.: Επιλήσμονας] της ανθρωπίνης φύσεως».
Η πορνεία μπορεί να θεωρείται ως πηγή θανάτου για όλη την ύπαρξη, όσο διάστημα οδηγεί τον άνθρωπο ν” απαρνείται την ίδια του τη φύση και ν” απορρίπτει Εκείνον, που του δίνει ύπαρξη, νόημα και ζωή. Ανεξάρτητα από την έκβαση των πραγμάτων πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το πάθος της πορνείας μπορεί να επιτελείται με τη σκέψη, μέσω της ηδονής των (ανα)παραστάσεων και πιο συγκεκριμένα των εικόνων.
Ο δαίμονας της πορνείας, παρατηρεί ο Ευάγριος «λέγειν τε αυτήν [την ψυχήν] τινά ρήματα και πάλιν ακούειν ποιεί, ως ορωμένου δήθεν και παρόντος του πράγματος». Η πορνεία λοιπόν οδηγεί αυτόν, στον οποίο κατοικεί, να ζει σ” ένα κόσμο ειδώλων και φαντασμάτων, τον βυθίζει σε χώρο μη πραγματικό, τον παραδίδει σε παραλήρημα και σε δαιμονικές δυνάμεις.
Η αγάπη είναι άνοιγμα προς τον άλλο και ελεύθερο δόσιμο εαυτού. Καθένα από τα δύο πρόσωπα που ενώνεται, δίνεται στο άλλο και το λαμβάνει, σε σχέση αμοιβαιότητας. Μέσα από αυτή την κοινωνία ο καθένας πλουτίζεται και ανοίγεται σε κάθε συνιστώσα της ύπαρξής του και μέχρι το άπειρο θείο στο βαθμό, που όπως οφείλεται, η αγάπη τρέφεται με τη χάρη [του Αγίου Πνεύματος] και βρίσκει το σκοπό της μέσα στη Βασιλεία. Αντίθετα η πορνεία είναι φίλαυτη διάθεση και αποκαλύπτει εγωιστική αγάπη του εαυτού. Ανακυκλώνει στον εαυτό του αυτόν που κυριεύει και τον αποκλείει εντελώς από τον άλλο. Εμποδίζει κάθε αμοιβαιότητα καθώς, κάτω από την επιρροή της, ο εμπαθής δε βλέπει τίποτε άλλο εκτός από το συμφέρον του, δε δίνει τίποτε στον άλλο, ενώ θέλει αποκλειστικά να λαμβάνει από αυτόν, με την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνεται στις εμπαθείς επιθυμίες της. Ό,τι τυχόν λαμβάνει, το θεωρεί μάλλον κατάληξη της δικής της επιθυμίας παρά δώρο του άλλου: ο εμπαθής μεταχειρίζεται τον άλλο για τον εαυτό του· ο άλλος αποτελεί γι” αυτόν ένα απλό μεσολαβητή μεταξύ αυτού και του εαυτού του. Η πορνεία λοιπόν αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο στο εγώ της, πιο αυστηρά και περιοριστικά στον κόσμο που δεν αναπνέει και είναι κλειστός και απομονωμένος στη σαρκική σεξουαλικότητά του, τα ένστικτα και τα είδωλά του και τον αποκλείει εντελώς από τους άπειρους κόσμους της αγάπης και του πνεύματος.
Οι πατερικές διδαχές σχετικά με την πορνεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τρία είναι τα κύρια παθολογικά αποτελέσματα του συγκεκριμένου πάθους:
1) Η αταξία και η ταραχή της ψυχής, που συνοδεύουν την επιτέλεση της πορνείας, από τη γέννηση της επιθυμίας μέχρι την ικανοποίηση και τον κορεσμό της.
2) Η ανησυχία που ακολουθεί το πάθος από την αρχή, στην αναζήτηση του αντικειμένου του και στην επεξεργασία των μέσων που επιτρέπουν να το φθάσει . Παρόμοια ανησυχία ακολουθεί την ικανοποίηση της επιθυμίας. Η ηδονή εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μετά την εμφάνισή της, εγκαταλείποντας στην ψυχή μία πικρή γεύση· η έντασή της είναι τόσο μεγαλύτερη όσο ο άνθρωπος είχε καταστήσει την ηδονή απόλυτο μέγεθος και όσο ανέμενε από αυτή την τέλεια και πλήρη ικανοποίηση. Ο εμπαθής παρουσιάζει τότε το αίσθημα της στέρησης, συνοδευόμενο από αγωνία και ακόμη μερικές φορές από θλίψη και αδημονία. Πιστεύει ότι θα μπορέσει να θεραπεύσει την κατάσταση της οδύνης που βιώνει, υπό την επήρεια του πάθους του, με την ανανέωση της ηδονής. Κατ” αυτό τον τρόπο η μόλις ικανοποιηθείσα επιθυμία ξαναγεννιέται εξαρχής μαζί με τις αντίστοιχες ανησυχίες.
3) Ο σκοτισμός του νου, της διάνοιας, της συνείδησης και η απώλεια της κρίσης. Πέρα από τα τρία κύρια αυτά αποτελέσματα, το πάθος έχει ως συνέπειες την άμβλυνση και νάρκωση του νου και την επιβάρυνση της ψυχής. Ασκεί σε όποιον τον κυριεύει πραγματική τυραννία, μεγαλύτερη απ’ όλα τα υπόλοιπα πάθη, εξαιτίας τής ασυνήθιστης ισχύος του.
Η θεραπευτική της πορνείας
Η θεραπευτική της πορνείας ακολουθεί άμεσα τη θεραπευτική της γαστριμαργίας στo βαθμό που η πορνεία, όπως και η γαστριμαργία συγκαταλέγονται στα «σωματικά πάθη» και είναι μέρος των αδρών καί πρωταρχικών παθών τα οποία πρέπει ν” αντιμετωπίσουμε κατά προτεραιότητα· όμως και στο βαθμό που η πορνεία συνδέεται άμεσα με τη γαστριμαργία, η οποία συχνά συνεπάγεται την εμφάνισή της (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ), οι θεραπευτικές για τα δύο πάθη είναι αλληλένδετες.
Αποδεικνύεται ότι η θεραπευτική της πορνείας είναι εξαιρετικά ρδύσκολη· απαιτεί πολλή δύναμη, προσοχή και διαρκεί πολύ, όπως σημειώνει ο Αγιος Κασσιανός· ο δεύτερος αγώνας μας, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέων μας, είναι εναντίον του πνεύματος της πορνείας· έχει μεγάλη διάρκεια, είναι σκληρότερος απ” όλους τους υπόλοιπους και ελάχιστοι είναι εκείνοι που πετυχαίνουν ολοκληρωτική νίκη. Είναι ένας πόλεμος φοβερός.
Η αρετή που αντιστέκεται στην πορνεία είναι η σωφροσύνη με τη στενή έννοια τού όρου.
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο οδούς σωφροσύνης: την πρώτη στα πλαίσια του μοναχισμού, της αγαμίας ή της χηρείας και τη δεύτερη στο πλαίσιο του γάμου. Αν οι δύο τούτοι τρόποι σωφροσύνης διαφέρουν ως προς τη μορφή τους, εντούτοις στοχεύουν στην επίτευξη του ίδιου σκοπού: αφενός μεν ν” αποκαταστήσουν την αγνεία στο σώμα και την ψυχή χωρίς την οποία είναι αδύνατο να ενωθεί ο άνθρωπος με το Θεό, και αφετέρου να επιτρέψουν στον άνθρωπο ν” αφιερώσει στο Θεό, -και όχι πλέον στη «σάρκα»-, το σύνολο της επιθυμητικής δύναμης και της αγάπης του.
1. Η μοναχική σωφροσύνη
Επειδή η πορνεία είναι πάθος, στην υποκίνηση και πραγμάτωση τού οποίου συμβάλλει το σώμα, η θεραπευτική της απαιτεί ειδικότερα, πέρα από τα πνευματικά φάρμακα, την εφαρμογή της εγκράτειας [στο σώμα] (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή). Γι” αυτό οι νηστείες, οι αγρυπνίες, η έμπονη εργασία, που σκληραγωγούν το σώμα, αποτελούν για το μοναχό τα βασικά μέσα για να παλέψει με τους πειρασμούς, να είναι εγκρατής, να τηρεί την αποχή και να νικάει την πορνεία στο συγκεκριμένο επίπεδο. Οι τρεις συγκεκριμένες πρακτικές στοχεύουν στην εξασθένηση του σώματος, ώστε να του στερήσουν το πλεόνασμα ενέργειας, που θα μπορούσε εύκολα να επενδυθεί στη σεξουαλικότητα· καθεμιά όμως απ” αυτές έχει ιδιαίτερη σκοπιμότητα. Η σωματική εργασία έχει ως στόχο την αποφυγή της αργίας που ευνοεί τη γέννηση εμπαθών λογισμών και φαντασιώσεων (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Οι αγρυπνίες επιδιώκουν την ελάττωση του ύπνου, του οποίου η υπερβολή ευνοεί την πορνεία, Σ” ό,τι άφορα τη νηστεία, κατέχει ουσιαστική θέση στο βαθμό που το υπερβολικό φαγητό είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που ευνοούν την πορνεία. Γι” αυτό το λόγο άλλωστε, η θεραπευτική της πορνείας δεν πρέπει να ξεκινάει παρά μόνο ύστερα από την αντίστοιχη της γαστριμαργίας, γιατί είναι αδύνατο να υποτάξεις την πρώτη, αν δεν έχεις πρώτα νικήσει τη δεύτερη.
Στις συγκεκριμένες ασκητικές πρακτικές πρέπει να προσθέσουμε «την αποφυγήν των αφορμών» που ουσιαστικά πετυχαίνεται με την καταφυγή στην ησυχία Η ηρεμία και η ησυχία είναι πολύ ωφέλιμες στον αγώνα για την ίαση από το νόσημα, ώστε ο ασθενής νους, χωρίς πλέον να ταράσσεται ή να πειράζεται από πολλαπλές εικόνες, να είναι σε θέση να κατορθώσει την καθαρότερη θέαση του εσωτερικού του και να ξεριζώσει ευκολότερα τη δυσώδη εστία της έντονης επιθυμίας. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει η δυνατότητα απομόνωσης, είναι απαραίτητη η αυστηρή «φυλακή των αισθήσεων»· ιδιαίτερα μάλιστα της όρασης, -που μαζί με την αφή-, είναι οι αισθήσεις που υποδαυλίζουν ευκολότερα το πάθος.
Τα μέσα τούτα, μολονότι αποτελούν ανεκτίμητη και συχνά αναντικατάστατη βοήθεια, με κανένα τρόπο δεν αρκούν για να τα καταφέρουμε με το πάθος (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Επειδή η επιθυμία που πραγματοποιείται με τη σάρκα δεν προέρχεται από τη σάρκα (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Στρωματείς), το πρότυπο και η αρχή της σωφροσύνης βρίσκονται ουσιαστικά στην ψυχή και συνίσταται κυρίως στην «ακεραιότητα της καρδίας». Με δεδομένο ότι οι επιθυμίες, οι εμπαθείς λογισμοί, οι φαντασιώσεις και τα φαντάσματα γεννώνται από την καρδία (πρβλ. Ματθ. 15, 19), η «φυλακή της καρδίας» αποτελεί τη σπουδαιότερη θεραπευτική έναντι της πορνείας. Πράγματι η σάρκα υπακούει στην απόφαση και την εντολή της καρδίας. Η συγκεκριμένη πρακτική, που συνεπάγεται τις πνευματικές, διάκριση και νήψη-εγκράτεια, έγκειται, όπως είδαμε, στην απόρριψη των πονηρών λογισμών, ενθυμήσεων και φαντασιών μόλις αναδυθούν, ενώ ακόμη αποτελούν απλώς προσβολές. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η συγκατάθεση σ” αυτούς, η χαρά για την εμφάνισή τους και η παραχώρηση θέσης στο πάθος, πρώτα στην ψυχή και υστέρα στο σώμα. Ιδιαίτερα κατά τον αγώνα εναντίον του συγκεκριμένου πάθους και εξαιτίας της μεγάλης δύναμής του, πρέπει να προτιμάμε την άμεση άρνηση των προσβολών παρά την αντιρρητική αντίκρουση των λογισμών, σύμφωνα και με τη διδασκαλία τού Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου: «Μή θέλε δικαιολογίαις καί αντιρρήσεσιν ανατρέπειν τόν της πορνείας δαίμονα· διότι εκείνος τά εύλογα κέκτηται, ως φυσικώς ημιν μαχόμενος».
Πρέπει λοιπόν να συνδέσουμε με φυσικό τρόπο την προσευχή με τη φυλακή της καρδίας, ιδιαίτερα τη μονολόγιστη ευχή, καθώς οι δύο αυτές ενέργειες, όπως έχουμε δείξει είναι άρρηκτα ενωμένες. Όταν η μονολόγιστη ευχή δεν έχει «εγκατασταθεί» εντελώς στην καρδία, [Σ.τ.μ.: Ο άνθρωπος δεν έχει αποκτήσει δηλαδή αληθινή καρδιακή προσευχή] είναι χρήσιμο και επωφελές να συνδέσουμε «την σωματικήν προσευχήν» με την καρδία: και η προσευχή αυτή συμβάλλει στην προστασία τού ανθρώπου από το πάθος.
Πέρα τούτων, ο ρόλος της προσευχής ιδιαίτερα είναι να ζητήσει ο άνθρωπος από το Θεό τη χάρη, χωρίς την οποία όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες για να νικήσει το πάθος μοιάζουν καταγέλαστες και δεν είναι δυνατόν να καταλήξουν σε κανένα οριστικό αποτέλεσμα, συνεπώς η σωφροσύνη εμφανίζεται πάντοτε ως δώρο τού Θεού.
Δύο άλλες πνευματικές ενέργειες συμβάλλουν ακόμη στη θεραπεία του ανθρώπου από την πορνεία και ειδικότερα στην προστασία του από τους λογισμούς που του υποβάλλει: αφενός οι προσεκτικές, ανάγνωση και μελέτη, της Αγίας Γραφής, και αφετέρου η «μνήμη θανάτου» την οποία ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης θεωρεί ως μία από τις καλύτερες θεραπευτικέισς επικουρίες παράλληλα με τη μονολόγτη ευχή.
Όλα τα πάθη είναι συνυπεύθυνα και αλληλέγγυα, επομένως η θεραπευτική της πορνείας δε θα μπορούσε να αποσυνδέεται από την αντίστοιχη των υπόλοιπων παθών και ειδικότερα όσων ευνοούν άμεσα τις εκδηλώσεις της.
Κατά παρόμοιο τρόπο και οι αρετές είναι αλληλέγγυες· δεν είναι λοιπόν δυνατόν η απόκτηση της σωφροσύνης να μη συμβαδίζει με την άσκηση των υπόλοιπων αρετών, και ιδιαίτερα όσων συνδέονται άμεσα μ” αυτή. Ιδιαίτερα την πραγματική ταπείνωση· οι Πατέρες λέγουν ότι δεν είναι δυνατόν ν” αποκτήσουμε τη σωφροσύνη, εάν προηγουμένως δεν αποκτήσουμε στην καρδιά μας την ταπείνωση ως στερεό θεμέλιο. Και η υπομονή και η πραότητα όμως είναι εξίσου σημαντικές: όσο περισσότερο προκόβει κάποιος στην πραότητα και την υπομονή, τόσο περισσότερο επωφελείται στην καθαρότητα του σώματος, γράφει ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός, που επιπλέον παρατηρεί ότι στους αγώνες που το πάθος προξενεί στη σάρκα μας, ο θρίαμβος πετυχαίνεται μόνο αν ενδυθούμε τα όπλα της πραότητας· και περαιτέρω, το πιο αποτελεσματικό φάρμακο για την ανθρώπινη καρδιά είναι η υπομονή.
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι οι μοναχικές, αγαμία και σωφροσύνη, έχουν αξία μόνο όταν αφιερώνονται στο Θεό και έχουν ως σκοπό την τελειότερη ένωση μαζί Του. Έτσι ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Περί παρθενίας) υπογραμμίζει ότι η αγαμία δεν αποτελεί «καλόν καθ” εαυτό», και την αξία της καθορίζει μόνο η προαίρεση (του ανθρώπου) και συμπληρώνει: «καί έλλησι [Σ.τ.μ.: Οι ειδωλολάτρες, οι εθνικοί] μέν άκαρπος η τοιαύτη αρετή· απέχουσι γάρ αυτών τόν μισθόν ότι μή διά τόν του Θεού φόβον μετήλθον αυτήν». Και στιγματίζει μ” αυστηρότητα τη στάση εκείνων για τους οποίους αυτή αποτελεί απλώς ένα τρόπο αποφυγής τού γάμου αντί να υπηρετεί την ουράνια ένωση και φθάνει μέχρι του σημείου να πει ότι στην περίπτωση αυτή «παρθενία πορνείας μιαρωτέρα [εστίν]». Η παρθενία λοιπόν δεν αξίζει αφεαυτής, αλλά στο μέτρο που επιτρέπει στον άνθρωπο να προσφέρεται τελειότερα στο Θεό.
2. Η σωφροσύνη στο γάμο
Η φύση της σωφροσύνης στον έγγαμο διαφέρει μερικώς από την αντίστοιχη του αγάμου.
Ενώ στην τελευταία περίπτωση προϋποθέτει την τέλεια αποχή, στο πλαίσιο του χριστιανικού γάμου, εξαιτίας του αυστηρά μονογαμικού χαρακτήρα του, παρόμοια αποχή απαιτείται μόνο ως προς κάθε εξωσυζυγική σεξουαλικότητα, ενώ και η απλή επιθυμία συνιστά ήδη μοιχεία: «Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου μοιχεύσεις. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. 5, 27-28). Η θεραπευτική ή η προστασία από την πορνεία στο συγκεκριμένο επίπεδο συνεπάγονται την εφαρμογή ορισμένων από τις μεθόδους που περιγράφηκαν προηγουμένως και ειδικότερα τη «φυλακή της οράσεως» και κυρίως τη «φυλακή της καρδίας», καθώς «έσωθεν εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, […], ασέλγεια» (Μάρκ. 7, 21-22. Ματθ. 15, 19). Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι ο Χριστός, υπογραμμίζοντας τον πρωταρχικό ρόλο της επιθυμίας, προσφέρει τον τρόπο της επίθεσης στην κατεξοχήν αιτία της νόσου: «Ου το νόσημα, αλλά καί τήν ρίζαν [ο Ιησούς] αναιρεί του νοσήματος: ρίζα γάρ μοιχείας επιθυμία ακόλαστος· διό ου μοιχείαν κολάζει μόνον, αλλά καί επιθυμία τήν της μοιχείας μητέρα. Ούτω καί οι ιατροί ποιούσιν ου προς τά νοσήματα ίστανται μόνον, αλλά καί προς τάς αιτίας αυτάς […]. Ούτω καί ο Χριστός ποιεί» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-Μετάνοια).
Για τους συζύγους, η πρώτη αρχή είναι να μην ενώνονται στοχεύοντας στην αισθητή ηδονή και να μη κάνουν σκοπό και αντικείμενο της ένωσής τους την απόλαυση. Καλούνται να προσέχουν και να επαγρυπνούν ώστε να μη επιτρέπουν να τους κυριεύει η ηδονή, να μη προσκολλώνται σ” αυτή και ιδίως να μη την επιζητούν και τελικά να κατορθώνουν να μη έλκονται και να μη δελεάζονται από αυτή.
Ούτε η αναζήτηση της σεξουαλικής ένωσης είναι αυτοσκοπός ούτε και η ηδονή που πορίζει. Η θέση της σεξουαλικής ένωσης εντοπίζεται στο πλαίσιο της αμοιβαίας αγάπης τών συζύγων καλείται μάλιστα να πραγματώνει και στο σωματικό επίπεδο ανάλογη ένωση μ” αυτή που πετυχαίνεται στο επίπεδο των ψυχών· έτσι οι σύζυγοι οδηγούνται στην τέλεια ένωσή τους και γίνονται, σύμφωνα με τον αγιογραφικό λόγο «εις σάρκα μίαν» και ταυτόχρονα μία ψυχή και ένα πνεύμα.
Αυτό που πρέπει να πρυτανεύει στην ένωση των συζύγων δεν είναι το ένστικτο, η απρόσωπη εκδήλωση της βιολογικής φύσης, ούτε βέβαια η επιθυμία, αλλά η αγάπη. Με την έννοια αυτή η συζυγική σωφροσύνη προϋποθέτει κάποια εγκράτεια, η οποία συνίσταται στην αυτοκυριαρχία, η οποία επιτρέπει να χαλιναγωγούμε τις ενστικτώδεις κινήσεις, να μετριάζουμε και να συγκρατούμε τις επιθυμίες και ν” απέχουμε από κάθε λογισμό ή φαντασία που είναι δυνατόν να συνάπτεται μ” αυτές.
Τούτο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η θεραπευτική της πορνείας και η απόκτηση της σωφροσύνης συνιστούν πραγματικά την αναστροφή της επιθυμίας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η πνευματική αγάπη να καταλάβει τη θέση της σαρκικής.
Η σωφροσύνη, είτε μοναχική είτε συζυγική, μπορεί να θεωρηθεί ως «κεκτημένη» μόνο όταν γίνεται καθημερινή και ισόβια (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), δεν απαιτεί πλέον κανένα αγώνα και συνοδεύεται από αναλλοίωτη γαλήνη. Τέτοια είναι η αληθινή σωφροσύνη στην ολοκλήρωσή της· δεν έχει πλέον σχέση με πάλη εναντίον τών κινήσεων της σαρκικής ροπής, αλλά τις αποστρέφεται με φοβερό μίσος και διατηρείται σε μόνιμη και απαραβίαστη καθαρότητα, [Σ.μ.τ.: Αγνεία, αγνότητα] σημειώνει ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός.
Στο συζυγικό βίο, η πορνεία συνεπάγεται την αγάπη τού άλλου έξω από το Θεό, μια αγάπη καθαρά σαρκική, δηλαδή αδιαπέραστη από τις θείες ενέργειες· η σωφροσύνη, αντίθετα, συνεπάγεται την αγάπη τού άλλου εν τω Θεώ και την αγάπη τού Θεού μέσα στον άλλο. Η σωφροσύνη πραγματώνει μια μεταμόρφωση της αγάπης, της παρέχει πρόσβαση στο πνευματικό επίπεδο, στο οποίο γίνεται εντελώς περατή και διαφανής στο Θεό, της δίνει μυστηριακό νόημα (πρβλ. Εφεσ. 5, 32)· της επιτρέπει έτσι να πραγματώνει κατ” αναλογία το μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας, όπως υπογραμμίζει ο Απόστολος Παύλος στην περικοπή της προς Εφεσίους Επιστολής που διαβάζεται κατά τη διάρκεια της ακολουθίας τού γάμου: «Οι άνδρες αγαπάτε τάς γυναίκας εαυτών, καθώς καί ο Χριστός ηγάπησε τήν εκκλησίαν» (5, 25)· «(ο) άνθρωπος […] προσκολληθήσεται προς τήν γυναίκα αυτού, καί έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. Τό μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δέ λέγω εις Χριστόν καί εις τήν Εκκλησίαν» (5, 31-32).
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET (*), ΤΟΜΟΣ Β’, Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)
Πηγή: pistos.gr