Μέσα στήν πένθιμη ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία «ἐν πανηγύρεσι χαρᾶς» προβάλλει καί τιμᾶ ἰδιαίτερα τήν σεπτή μορφή τῆς Θεοτόκου, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου.
Δέν γνωρίζουμε πολλά γιά τήν παρθένο Μαρία. Οἱ πληροφορίες πού μᾶς παρέχει ἡ Καινή Διαθήκη γιά τό πρόσωπό της εἶναι λίγες. Εἶναι ὡστόσο ἀρκετά χαρακτηριστικές καί μᾶς βοηθοῦν νά σκιαγραφήσουμε μέ ἁδρές πινελιές τήν προσωπικότητά της.
Φαίνεται ὅτι γεννήθηκε καί μεγάλωσε στήν Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου συνέβη καί ὁ εὐαγγελισμός της. Καταγόταν ἀπό τήν βασιλική γενιά τοῦ Δαυΐδ, ὅπως καί ὁ ἀρραβωνιαστικός της Ἰωσήφ. Τό ὄνομά της «Μαριάμ», πού στά ἑλληνικά σημαίνει «κυρία», «δυναμική», ἦταν σύνηθες καί δινόταν στά κορίτσια τῶν Ἑβραίων πρός τιμήν τῆς ὁμώνυμης ἀδελφῆς τοῦ Μωϋσῆ.
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα χαρακτηριστικά τῆς Παρθένου ἦταν ἡ σύνεσή της. Στήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου Γαβριήλ καί στό μήνυμά του ὅτι θά κυοφορήσει καί θά γεννήσει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀντιδρᾶ μέ περίσκεψη καί προσοχή. Δέν ἀποδέχεται ἄκριτα τήν θεία ἀγγελία, ὅπως ἴσως θά ἀνέμενε κανείς. «Ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος» (Λκ 1,29), τί νά σημαίνει ἄραγε αὐτός ὁ χαιρετισμός τοῦ ἀγγέλου, ἀναλογίζεται. Καί ὅταν ὁ Γαβριήλ τῆς ἐξηγεῖ, τόν ρωτᾶ• «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λκ 1,35). Δέν δείχνει ἀπιστία αὐτή ἡ ἀντίδρασή της; Δέν μοιάζει μέ τήν ἀπιστία τοῦ Ζαχαρία, γιά τήν ὁποία ὁ ἱερέας τιμωρήθηκε; Ὄχι, ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων. Ὁ Ζαχαρίας εἶχε ὑπ’ ὄψιν του παραδείγματα ζευγαριῶν ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη πού ἄν καί ἡλικιωμένοι ἤ στεῖροι ἀπέκτησαν παιδί μέ τρόπο θαυμαστό. Γι’ αὐτό καί δέν ἔπρεπε νά ἀπιστήσει. Ἡ περίπτωση ὅμως τῆς Θεοτόκου εἶναι διαφορετική· πρόκειται γιά παρθενική γέννηση, μοναδική στήν ἱστορία. Ὁ Γαβριήλ ἀπαντᾶ στήν φυσιολογική ἀπορία της καί τότε ἡ Μαρία ὑποτάσσεται ἀνεπιφύλακτα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Διέθετε ἐπίσης ἡ Παρθένος ταπείνωση καί εὐσέβεια ἀληθινή. Ὑπακούει στό θεῖο θέλημα μέ ἁπλότητα· «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λκ 1,38). Δέν ξυπάζεται. Δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό της ἄξιο μιᾶς τέτοιας τιμῆς. Δοξάζει τόν Θεό «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λκ 1,48). Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό της ὁλόψυχα στά χέρια του. Γνωρίζει ὅτι ὁ ρόλος τόν ὁποῖο ἀποδέχεται σημαίνει περιπέτεια καί δοκιμασία. Ἡ γυναίκα πού ἔμενε ἔγκυος ὄχι ἀπό τόν σύζυγό της καταδικαζόταν ἀπό τόν Νόμο σέ θάνατο. Ὅμως ἡ Θεοτόκος, προκειμένου νά ἀνταποκριθεῖ στήν θεία ἐπιταγή, εἶναι ἕτοιμη γιά ὅλα.
Ἡ ταπείνωσή της διακρίνεται ἀκόμη στό περιστατικό τοῦ γάμου στήν Κανά. Ὅταν τελειώνει τό κρασί, ἀπευθύ- νεται συνεσταλμένα στόν Υἱό της καί τοῦ λέει· «οἶνον οὐκ ἔχουσι» (Ἰω 2,3). Γνωρίζει ποιός εἶναι. Ξέρει πολύ καλά ὅτι ἔχει τήν δυνατότητα νά κάνει τό σημεῖο καί νά δείξει ἔτσι τήν πραγματική του ταυτότητα. Πιστεύει ὅτι εἶναι πλέον καιρός. Ὅμως ὁ Κύριος τήν ἀποθαρρύνει· τῆς λέει «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» (Ἰω 2,4), πού σημαίνει: «Ποιά σχέση ἔχω ἐγώ μέ σένα, γυναίκα; Δέν ἔχει ἔρθει ἀκόμη ἡ ὥρα μου». Ἀλλά αὐτή ἡ αὐστηρή ἀποστροφή του δέν τήν ἀπελπίζει. Φεύγει συνεσταλμένα, ὅπως ἦρθε. Δέν λέει τίποτε. Καμιά ἀντιλογία. Μόνον ἀπευθύνεται στούς ὑπηρέτες καί τούς τονίζει· «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω 2,5).
Ἦταν ἐπίσης ἡ Μαρία ἄνθρωπος τῆς Γραφῆς. Αὐτό φαίνεται ἰδιαίτερα στήν ὠδή της κατά τήν συνάντησή της μέ τήν Ἐλισάβετ, τήν μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ βαπτιστῆ. Ἡ δοξολογική αὐτή προσευχή ἀπηχεῖ σέ πολλά σημεῖα της ἰδίως τούς ψαλμούς καθώς καί τήν ὠδή τῆς Ἄννας, τῆς μητέρας τοῦ Σαμουήλ.
Αὐτό εἶναι σέ γενικές γραμμές τό πορτραῖτο τῆς Παρθένου. Ἡ Θεοτόκος ἔζησε ἀφανῶς καί πάντοτε στήν σκιά τοῦ Υἱοῦ της. Ὑπηρέτησε τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ μέ αὐτοθυσία. Ἔγινε ἑκούσια «τό ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων» τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί μακαρίζεται ἀπό ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων, ὅπως προφήτευσε ἡ ἴδια (βλ. Λκ 1,48). Καί κάτι ἀκόμη· ἀπό τήν στιγμή πού βαπτισθήκαμε καί γίναμε ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, ἔγινε καί ἡ Παρθένος μητέρα μας, ἡ μεγάλη μάνα ὅλων τῶν πιστῶν. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες της.