Νικόδημος Παυλόπουλος (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰγνατίου - Λειμῶνος Λέσβου)
«Σήμερον φαιδρότερον τοῦ ἡλίου πάσαν τὴν κτίσιν φωτίζει ὁ θεῖος Ἀναστάσιος τῶν Μοναστῶν ἡ τερπνότης καὶ τῶν Μαρτύρων ἡ δόξα».
Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἑορτάζει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο ἀπόστολο Τιμόθεο, τοῦ ἁγίου Παύλου τὸν Μαθητή, ὁ ἅγιος καὶ πανένδοξος ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης.
Πραγματικὰ λαμπρότερον καὶ φαιδρότερον ἡλίου πάσαν τὴν κτίσιν φωτίζει, γιατί τὸ παράδειγμά του εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ σπάνια μέσα στὴν ἱστόρια τῶν Περσῶν ὅπου οἱ πύλες τῶν ψυχῶν ἐστάθηκαν ἑρμητικὰ κλειστὲς καὶ δὲν ἄνοιξαν ἀκόμη νὰ δεχθοῦν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης.
Ὁ πανένδοξος ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ἀντικατέστησε τὴν λάμψη τοῦ ἥλιου καὶ τῶν ἄστρων τὴν ὁποία οἱ πατριῶτες του πυρολάτρες οἱ γνωστοὶ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς σὰν κόρην ὀφθαλμοῦ κρατοῦσαν.
Ὁ πανένδοξος ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ἀντικατέστησε τὴν λάμψη τοῦ ἥλιου καὶ τῶν ἄστρων τὴν ὁποία οἱ πατριῶτες του πυρολάτρες οἱ γνωστοὶ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς σὰν κόρην ὀφθαλμοῦ κρατοῦσαν.
Ἔζησε στὴ Περσία τότε ποὺ ἐβασίλευεν ἐκεῖ ὁ Χοσρόης ὁ κλέφτης τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος. Ὁ πατέρας του ἦταν μάγος καὶ λεγόταν Βάβ, κοντά του δὲ ἔμαθε καὶ ἐκεῖνος τὴ μεγάλη τέχνη τῆς ἀστρολογίας.
Πάνω ὅμως ἀπὸ τὶς μαντεῖες καὶ τὶς ἀστρολογίες τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του διαπίστωσεν ὅτι ὑπῆρχεν ἡ δύναμις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Χοσρόη εἶχε κλαπῆ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τόπους καὶ καθημερινὰ ἐθαυματουργοῦσε στὴν πατρίδα του.
Εὐρύτατα λεγόταν καὶ πιστευόταν «ὅτι τῶν Χριστιανῶν θεὸς ἦκεν ἐνθάδε».
«Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ... δύναμις Χριστοῦ ἐστι» καὶ ἔφθασεν εὔηχος στὰ αὐτιὰ τοῦ Ἀναστασίου ἀπὸ πιστὸ Χριστιανὸ καὶ ὁ πρώην μάγος καὶ ἀστρολάτρης ἐγκατέλειψε τὴ διδαχὴ τοῦ πατέρα του Βὰβ ἐσήκωσε «τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἠκολούθησε τὸν Κύριον».
Στὸ μεταξὺ εἶχε καταταγεῖ στὶς τάξεις τοῦ περσικοῦ Στρατοῦ καὶ βρισκόταν ἀντιμαχόμενος τὸ στρατὸ τοῦ Ἡρακλείου στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου καὶ πληροφορήθηκε τὴν κατὰ κράτος νίκη τοῦ Ἡρακλείου καὶ ὁ πανικὸς ποὺ σκορπίστηκε στὸ στρατὸ του τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὸ «μαῦρο κύκλο» καὶ νὰ καταφύγει στὴν Μεράπολι ὅπου οἱ Χριστιανοὶ κατοικοῦσαν.
Ἐλεύθερος τώρα ἠμποροῦσε περισσότερα νὰ μάθη γιὰ τὴ νέα του πίστι καὶ καλλίτερα νὰ ἐπιτέλεση τὸ πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸ Σταυρὸ καθῆκον του. Γιὰ νὰ προσπορίζεται δὲ καὶ τὰ ἀπαραίτητα προσκολλήθηκε σὲ ἕναν ἀργυροκόπο καὶ τὸν βοηθοῦσε στὴν τέχνη του.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου καὶ βαπτίστηκε καὶ πῆρε τὸ λαμπρό τῆς Ἀναστάσεως ὄνομα καὶ μετὰ τὸν ἀρραβώνα τοῦ πνεύματος ἔλαβε τὸ χρίσμα τῆς χάριτος καὶ ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ τῶν Μοναχῶν σχῆμα στὴν περίφημη καὶ ἱστορικὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα.
Τόσος ἦταν ὁ ζῆλος του καὶ ἡ ἐπιμέλειά του στὴν ἄσκησι τὴ μεγάλη καὶ τὴ μάθησι, ὥστε τὸ ψαλτήριο τοῦ Δαβὶδ τὸ ἔμαθε ἀπὸ στήθους καὶ ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασι τοῦ Κυρίου.
Ὁλοένα δὲ καὶ σὲ ὑψηλότερες πνευματικὲς σφαῖρες ἀνέβαινε καὶ τὴν τελειότητα ἐπιποθοῦσεν ἡ ψυχὴ του στέργοντας νὰ δεχθῆ καὶ τὸ μαρτύριο γιὰ νὰ ἀναλύση καὶ ζήση μὲ τὸν Κύριο, τὸ νυμφίο τῆς ζωῆς του.
Ὅσον μάλιστα ἐμελετοῦσε τὰ παλαίσματα καὶ τοὺς ἄθλους καὶ τὰ φρικτὰ μαρτύρια τὰ ὁποῖα ἠρωικότατα ὑπέμειναν οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες «σφοδρῶς πρὸς τὴν τούτων ἐξεκαίετο μίμησιν» κατὰ τὸ ἱερὸ Συναξάριό του.
Καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ἡμέρας ἔγινε θεῖο καὶ ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρο τῆς νύχτας «ὅθεν, κατ'ὄναρ ἔδοξε ποτήριον χρυσοῦν, πλῆρες οἴνου λαβὼν ἐκπιεῖν. Σύμβουλον δὲ νομίσας τῆς ἐμφύτου ἐπιθυμίας τοῦ διὰ Χριστὸν μαρτυρίου τῶν θείων Μυστηρίων μεταλαβών, ἐξῆλθε τῆς Μονῆς».
Ἦλθε λοιπὸν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, βρῆκε συμπατριῶτες του μάγους καὶ ἀστρολάτρες μὲ θάρρος καὶ παρησία τοὺς ἐκαυτηρίασε καὶ τοὺς ἤλεγξε γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ μὲ καύχησι ὠμολόγησε καὶ ἀποκάλυψε τὴν ἁγία πρὸς τὸ Χριστὸ πίστι του. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ τρισκατάρατοι τὸν συνέλαβαν, στὸν ἄρχοντα τοῦ Μαρξαβανὰ τὸν παρέδωσαν καὶ μεγάλους λίθους νὰ μεταφέρη τὸν ὑποχρέωσαν κοροϊδεύοντάς τον συγχρόνως καὶ κτυπώντας τον καὶ τραβώντας τὶς τρίχες ἀπὸ τὰ γένια του.
Καὶ δὲν ἐσταμάτησαν μέχρις ἐδῶ τὸν μετέφεραν στὴν Περσία καὶ τὸν παρουσίασαν στὸ Βασιλέα, μπροστὰ στὸν ὁποῖον ἐξέθεσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὴν ποταπότητα τῶν μαγικῶν παραληρυμάτων καὶ «τύπτεται ράβδοις ἀφειδῶς, καὶ τῆς μιᾶς ἀναρτᾶται χειρὸς κατωθεν αὐτοῦ λίθου ἐξηρτημένου».
Μετὰ δὲ τοῦτο τὸν ἐκρέμασαν μὲ σχοινὶ καὶ πρὶν ξεψυχίση μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ ἔκοψαν τὸ θεόσοφο κεφάλι.
Τίποτε δὲν μένει, ἀδελφοί, νὰ εἰποῦμε παρὰ ὅλοι μαζὶ νὰ ἐγκωμιάσωμε τὸν «περίδοξο» ὁσιομάρτυρα μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ ἱεροῦ Ὑμνογράφου ψάλλοντος. «Ὅσιε πάτερ, νικητὴς Μήδων καὶ Περσῶν γεγονώς τῶν νοητῶν, πάσαν Βαβυλώνας πλάνην καθελών, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ οὐ τῷ λόγω τῶν ἡδονῶν ἐθέλχθης οὐ τὸ πῦρ τῶν πειρασμῶν ἐδειλίασας διὸ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, βραβείοις νικητῶν ἐστεφάνωσε»
Ἀκόμη δὲ νὰ προσευχηθοῦμε στὸν Κύριο ὅπως «τοὺς πεπλανημένους ἐπισυναγάγῃ καὶ σύναψῃ τὴν λογικὴν αὐτοῦ ποίμνη» ἀνοίξη δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν, ἀθέων, ἀπίστων, οἰκουμενιστῶν, μοντερνιστῶν, ὀρθολογιστῶν, μασσώνων καὶ αἱρετικῶν γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλθουν «ἐκ σκότους πρὸς τὸ ἀληθινὸν αὐτοῦ φῶς» Ἀμήν.