Ἡ συμπεριφορά, ἀντιθέτως, τοῦ Ἰησοῦ εἶναι παραδόξως διαφορετική! Καί λέω παραδόξως διαφορετική, διότι τό φυσικό καί τό λογικό θά ἦταν νά εἶναι παρόμοια ἡ συμπεριφορά Του.
Αὐτός μάλιστα, ὡς ἀνώτερος καί ὑπέρτερος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους, θά ἔπρεπε νά ἔχη ἀκόμη κατώτερη καί ταπεινότερη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό Του(1). Ἠθικῶς τελειότερος ἀπό κάθε ἄλλον ἔπρεπε νά ὑπερακοντίζη σέ αὐτομεμψία καί ταπεινό φρόνημα ὅλους τούς παραπάνω καί
ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων.
ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων.
Συμβαίνει ὅμως τό ἀκριβῶς ἀντίθετο!
Πρῶτα-πρῶτα διακηρύσσει ὅτι εἶναι ἀναμάρτητος: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. η’ 46). «Ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων, καί ἐν ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ’ 30).
Ἐκφράζει ἐπίσης πολύ ὑψηλές ἰδέες περί Ἑαυτοῦ: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η’ 12), «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ’ 6).
Ἐκτός ὅμως αὐτῶν, προβάλλει καί ἀξιώσεις ἀπολύτου ἀφιερώσεως στό Πρόσωπό Του. Εἰσχωρεῖ ἀκόμη καί στίς ἱερώτερες σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί λέει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι’ 37). «Ἦλθον διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς» (Ματθ. ι’ 35). Ἀπαιτεῖ ἀκόμη καί μαρτυρική ζωή καί θάνατο ἀπό τούς μαθητές Του: «Παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς συνέδρια καί ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καί ἐπί ἡγεμόνας δέ καί βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ… Παραδώσει δέ ἀδελφός ἀδελφόν εἰς θάνατον καί πατήρ τέκνον, καί ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπί γονεῖς καί θανατώσουσιν αὐτούς· καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου· ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος οὖτος σωθήσεται… Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα… Ὅστις ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ… Ὁ ἀπολέσας τήν ψυχήν αὐτοῦ ἔνεκεν ἐμοῦ εὐρήσει αὐτήν» (Ματθ. ι’ 17 κ. ἑ.).
Καί τώρα σέ ρωτῶ: Τόλμησε ποτέ κανείς νά διεκδικήση ὑπέρ αὐτοῦ τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πάνω κι ἀπ’ τήν ἴδια τους τή ζωή; Τόλμησε ποτέ κανείς νά διακηρύξη τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία του; Τόλμησε ποτέ κανείς νά ἐκστομίση τό: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια»; (Ἰωάν. ιδ’ 6). Κανείς καί πουθενά! Μόνο ἕνας Θεός θά μποροῦσε νά τά κάνη αὐτά. Φαντάζεσαι τόν δικό σας τόν Μάρξ νά ’λεγε κάτι τέτοια; Θά τόν περνοῦσαν γιά τρελλό καί δέν θά βρισκόταν κανείς νά τόν ἀκολουθήση.
Γιά σκέψου, τώρα, πόσα ἐκατομμύρια ἄνθρωποι θυσίασαν τά πάντα γιά χάρι τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα καί αὐτή τή ζωή τους, πιστεύοντας στην περί ἑαυτοῦ ἀλήθεια τῶν λόγων Του! Ἐάν οἱ περί ἑαυτοῦ διακηρύξεις Του ἦσαν ψευδεῖς, ὁ Ἰησοῦς θά ἦταν ἡ ἀπαισιοτέρα μορφή τῆς ἱστορίας ὁδηγώντας τόσους πολλούς σέ τόσο βαρειά θυσία. Ποιός ἄνθρωπος, ὅσο μεγάλος, ὅσο σπουδαῖος, ὅσο σοφός κι ἄν εἶναι, θά ἄξιζε αὐτή τή μεγάλη προσφορά καί θυσία; Ποιός; Κανένας! Μόνο ἐάν ἦταν Θεός!
Μ’ ἄλλα λόγια: Ὅποιος ἄνθρωπος ἀπαιτοῦσε αὐτή τή θυσία ἀπό τούς ὀπαδούς του, θά ἦταν ἡ ἀπαισιοτέρα μορφή τῆς ἱστορίας. Ὁ Χριστός ὅμως καί τήν ἀπαίτησε καί τήν πέτυχε. Παρά ταῦτα ἀπό τούς ἀρνητές τῆς θεότητός Του ἀναγορεύθηκε ἡ εὐγενεστέρα καί ἁγιωτέρα μορφή τῆς ἱστορίας. Ὁπότε: Ἤπαραλογίζονται οἱ ἀρνητές ὀνομάζοντας ἁγιώτερο τόν ἀπαισιώτερο, ἤ, γιά νά μην ὑπάρχη παραλογισμός, ἀλλά νά ἔχη λογική ἡ συνύπαρξι ἀπαιτήσεων τοῦ Χριστοῦ καί ἁγιότητός Του, θά πρέπει ἀναγκαστικά νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά παραμένη ἡ εὐγενεστέρα καί ἁγιωτέρα μορφή τῆς ἀνθρωπότητος μόνο ὅμως ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι εἶναι καί Θεός! Ἀλλοιῶς εἶναι, ὅπως εἰπαμε, ὄχι ἡ ἁγιωτέρα, ἀλλά ἡ φρικτοτέρα μορφή τῆς ἱστορίας, ὡς αἰτία τῆς μεγαλυτέρας θυσίας των αἰώνων, ἐν ὀνόματι ἑνός ψεύδους! Ἔτσι ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται μέ βάσι αὐτούς τούς ἴδιους τούς περί αὐτοῦ χαρακτηρισμούς τῶν ἀρνητῶν Του!…
– Ὅσα εἴπατε εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακά, δέν ἀποτελοῦν ὅμως παρά συλλογισμούς. Ἱστορικά στοιχεῖα, πού να θεμελιώνουν τή Θεότητά του, ἔχετε;
– Σοῦ εἶπα καί προηγουμένως ὅτι τά πειστήρια τῆς Θεότητός Του εἶναι τά ὑπερφυσικά γεγονότα πού συνέβησαν ὅσο καιρό ἦταν ἐδῶ στη γῆ. Ὁ Χριστός δέν ἀρκέσθηκε μόνο νά διακηρύσση τίς παραπάνω ἀλήθειες, ἀλλά ἐπικύρωνε τούς λόγους Του καί μέ πλῆθος θαυμάτων. Ἔκανε τυφλούς νά βλέπουν, παράλυτους νά περπατοῦν, ἔθρεψε μέ δύο ψάρια καί πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες ἄνδρες καί πολλαπλάσιες γυναῖκες καί παιδιά, διέτασσε τά στοιχεῖα τῆς φύσεως καί αὐτά ὑπάκουαν, ἀνέστησε νεκρούς μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Λάζαρο τέσσερεις μέρες μετά τόν θάνατό του. Μεγαλύτερο ὅμως ἀπό ὅλα τά θαύματα εἶναι ἡ Ἀνάστασί Του.
Ὅλο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίζεται στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ. Τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν» (Α’ Κορ. ιε’ 17). Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, τότε ὅλα καταρρέουν. Ὁ Χριστός ὅμως ἀνέστη, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἄρα Θεός.
– Ἐσεῖς τά εἴδατε ὅλα αὐτά; Πῶς τά πιστεύετε;
– Ὄχι, ἐγώ δέν τά εἶδα. Τά εἶδαν ὅμως ἄλλοι, οἱ Ἀπόστολοι. Αὐτοί στή συνέχεια τά γνωστοποίησαν καί μάλιστα προσυπέγραψαν τή μαρτυρία τους μέ τό αἷμα τους. Κι ὅπως ὅλοι δέχονται, ἡ μαρτυρία τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑψίστη μαρτυρία.
Φέρε μου καί σύ κάποιον νά μοῦ πῆ πώς ὁ Μάρξ ἀπέθανε καί ἀνέστη καί νά θυσιάση τή ζωή του γιά τή μαρτυρία αὐτή κι ἐγώ θά τόν πιστεύσω ὡς τίμιος ἄνθρωπος.
– Νά σᾶς πῶ. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν καί πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Γιατί δέν ἀσπάζεσθε καί τόν κομμουνισμό;
– Τό εἶπες καί μόνος σου. Οἱ κομμουνιστές πέθαναν γιά τήν ἱδεολογία τους. Δέν πέθαναν γιά γεγονότα. Σέ μιά ἰδεολογία ὅμως εἶναι πολύ εὐκολο νά ὑπεισέλθη πλάνη. Ἐπειδή δέ εἶναι ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς νά θυσιάζεται γιά κάτι στό ὁποῖο πιστεύει, ἐξηγεῖται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Αὐτό ὅμως δέν μᾶς ὑποχρεώνει νά τήν δεχθοῦμε καί ὡς σωστή.
Εἶναι ἄλλο πρᾶγμα νά πεθαίνης γιά ἰδέες κι ἄλλο γιά γεγονότα. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως δέν πέθαιναν γιά ἰδέες. Οὔτε γιά τό «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» οὔτε γιά τίς ἄλλες ἠθικές διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀπόστολοι πέθαναν μαρτυροῦνες ὑπερφυσικά γεγονότα. Κι ὅταν λέμε γεγονός, ἐννοοῦμε ὅ,τι ὑποπίπτει στίς αἰσθήσεις μας καί γίνεται ἀντιληπτό ἀπό αὐτές. Οἱ Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν δι’ «ὅ ἀκηκόασι, ὅ ἑωράκασι τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, ὅ ἐθεάσαντο καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν» (Α’ Ἰωάν. α’ 1)(2).
Μέ βάση ἕναν πολύ ὡραῖο συλλογισμό τοῦ Πασκάλ λέμε ὅτι μέ τούς Ἀποστόλους συνέβη ἕνα ἀπό τά τρία: Ἤ ἀπατήθηκαν ἤ μᾶς ἐξαπάτησαν ἤ μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια.
Ἄς πάρουμε τήν πρώτη ἐκδοχή. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπατήθηκαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι ὅσα ἀναφέρουν δέν τά ἔμαθαν ἀπό ἄλλους. Αὐτοί οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες ὅλων αὐτῶν. Ἐξ ἄλλου δέν ἦσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι οὔτε εἶχαν καμμιά ψυχολογική προδιάθεσι γιά τήν ἀποδοχή τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Ἀντιθέτως ἦσαν τρομερά δύσπιστοι. Τά Εὐαγγέλια εἶναι πλήρως ἀποκαλυπτικά αὐτῶν τῶν ψυχικῶν τους διαθέσεων: δυσπιστοῦσαν στίς διαβεβαιώσεις ὅτι κάποιοι Τόν εἶχαν δεῖ ἀναστάντα(3).
Καί κάτι ἄλλο. Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρίν τούς καλέσει ὁ Χριστός; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ἤ ὁραματιστές φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν συστημάτων, πού περίμεναν νά κατακτήσουν τήν ἀνθρωπότητα καί νά ἱκανοποιήσουν ἔτσι τίς φαντασιώσεις τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν. Καί τό μόνο πού τούς ἐνδιέφερε ἦταν νά πιάσουν κανένα ψάρι νά θρέψουν τίς οἰκογένειές τους. Γι’ αὐτό καί μετά τή Σταύρωσι τοῦ Κυρίου, παρά τά ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί δεῖ, ἐπέστρεψαν στά πλοιάρια καί στά δίχτυα τους. Δέν ὑπῆρχε δηλ. σ’ αὐτούς, ὅπως ἀναφέραμε, οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως γιά ὅσα ἐπρόκειτο νά ἐπακολουθήσουν. Καί μόνο μετά τήν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.
Ἡ δεύτερη ἐκδοχή: Μήπως μᾶς ἐξαπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν ψέματα; Ἀλλά γιατί νά μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θά κέρδιζαν μέ τά ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως ἀξιώματα, μήπως δόξα; Γιά νά πῆ κάποιος ἕνα ψέμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Οἱ Ἀπόστολοι, ὅμως, κηρύσσοντες Χριστόν καί Τοῦτον ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τά μόνα τά ὁποῖα ἐξασφάλισαν ἦσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πεῖνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι ἀπό ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις καί τέλος ὁ θάνατος. Καί ὅλα αύτά γιά ἕνα ψέμα; Εἶναι ἐντελῶς ἀνόητο καί νά τό σκεφθῆ κάποιος.
Συνεπῶς οὔτε ἐξαπατήθηκαν οὔτε μᾶς ἐξαπάτησαν οἱ Ἀπόστολοι. Μένει ἐπομένως ἡ τρίτη ἐκδοχή· ὅτι μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια.
(1)ἐφαρμόζοντας τό: «ὅσῳ μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν» (Σειρ. γ’ 18).
(2) Στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου αὐτό ἀκριβῶς τονίζεται: «ὁ ἑωρακώς μεμαρτύρηκε» (ιθ’ 35), δηλ. ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τά ἔγραψε αὐτά, ὁ ἴδιος εἶδε κάποιον στρατιώτη νά λογχίζη τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ καί νά ἐξέρχεται αἷμα καί νερό.
(3) «Οἱ δέ ἐδίστασαν» νά Τόν προσκυνήσουν (Ματθ. κη’ 17). «Κἀκεῖνοι (οἱ Ἀπόστολοι) ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καί ἐθεάθη ὑπ’ αὐτῆς (τῆς Μαγδαληνῆς) ἠπίστησαν» (Μάρκ. ιϚ’ 11). «Οὐδέ ἐκείνοις (στούς δύο πρός Ἐμμαούς) ἐπίστευσαν» (Μάρκ. ιϚ’ 14). «Ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν (τῶν Ἀποστόλων) ὥσεί λῆρος(=ἀνοησία, παραλήρημα) τά ρήματα αὐτῶν (τῶν μυροφόρων) καί ἠπίστουν αὐταῖς» (Λουκ. κδ’ 11). «Ἡμεῖς ἠλπίζομεν (παρατατικός) ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἱσραήλ» (Λουκ. κδ’ 21). «Ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω» (:Θωμάς, Ἰωάν. κ’ 25) κ.λπ. κ.λπ..
Από το βιβλίο του Πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου: “Υποθήκες ζωής”.