Το μύρο του Αγίου
Κάποιος ασκητής που κατοικούσε στο ορος Χολομώντα, όταν άκουσε πως ο Αγιος αναβλύζει μύρο άφθονο από τον τάφο, δεν το πίστευε και συλλογιζόταν, πως στο μέρος εκείνο υπάρχουν και άλλοι Άγιοι οι οποίοι
υπέμειναν περισσότερα μαρτύρια για το όνομα του Χριστού, όμως δεν άνέβλυσαν μύρο, και αυτός για ποιο μαρτύριο δοξάσθηκε τόσο από τον Θεό; Ο Θεός όμως, θέλησε να τον βεβαιώσει, οτι η μυροβλυσία είναι αλήθεια.
Μια νύχτα, αφου τελείωσε ο ασκητής την ακολουθία του, έπεσε να κοιμηθεί και είδεότι βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, και εκεί μπροστά του βλέπει τον άνθρωπο ο όποιος κρατούσε τα κλειδιά του τάφου του Αγίου, προς τον όποιο ειπε: Ανοιξε μου να προσκυνήσω. Του άνοιξε και μπήκε μέσα στο κουβούκλιο να προσκυνήσει, οπότε είδε ότι όλος ο τάφος ήταν βρεγμένος από μύρο και εύωδίαζε και είπε προς τον φύλακα του τάφου:
— Σε παρακαλώ, έλα να σκάψουμε έδω να δούμε άπό που έρχεται το μύρο.
Του φάνηκε ότι έφεραν τα εργαλεία και άρχισαν να σκάβουν και βρήκαν ένα μεγάλο μάρμαρο, το όποιο σήκωσαν με πολύ κόπο και αμέσως φάνηκε το σώμα του Αγίου φωτεινό, από το όποιο ανέβλυζε μύρο άφθονο που χυνόταν από τις τρύπες, τις όποιες άνοιξαν στο σώμα του Μάρτυρος οι λόγχες των δημίων. Ο ασκητής από τον τρόμο του, φοβούμενος να μη πνιγεί, φώναξε δυνατά:
— Άγιε Δημήτριε, βοήθα με.
Μετά τη φωνή αυτή συνήλθε και είδε, ότι ήταν βρεγμένος από μύρο και αυτός και τα ενδύματα του. Αμέσως ο ασκητής ήλθε στη Θεσσαλονίκη, κηρύττοντας το θαύμα του Αγίου και δόξασε τον Θεό. Εμεινε στο Ναό αρκετές ήμερες και κατόπιν επέστρεψε στο ασκητήριό του, λέγοντας: Μέγας, αληθώς, είναι ο Αγιος Δημήτριος.
Η λέπρα του Μαριανού
Στην Αυλώνα ήταν κάποιος άρχοντας, ο Μαριανός. Αυτός λοιπόν αρρώστησε βαριά, ώστε κινδύνευε από ώρα σε ώρα να πεθάνει. Πολλοί γιατροί τον επισκέφθηκαν, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να τον θεραπεύσει· έπασχε από λέπρα και ανέδιδε δυσωδία. Κάποια νύχτα του φανερώθηκε ο Αγιος Δημήτριος και του είπε: Άνθρωπε, γιατί βασανίζεσαι έτσι και ξοδεύεις χρήματα μάταια; Έσύ αλλιώς δεν μπορείς να θεραπευθείς, μόνον έλα στη Θεσσαλονίκη και πέσε μπροστά στον τάφο μου με πίστη και τότε θα δεις την δύναμη του Θεου. Πήγε λοιπόν ο άρχοντας Μαριανός στον τάφο του Αγίου και την νύκτα βλέπει πάλι τον Άγιο και του φάνηκε σαν να πήρε λάδι άπό την κανδήλα του και τον έχρισε, κι αμέσως με το χρίσμα εκείνο θεραπεύθηκε.
Η θεραπεία του Λεοντίου
Μετά το θάνατο του βασιλέως Μαξιμιανού ανήλθε στο θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος διόρισε κάποιο στρατηγό στη Μεγάλη Βλαχία, που ονομαζόταν Λεόντιος. Αυτός αρρώστησε στη Θεσσαλονίκη τόσο βαριά, ώστε προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει. Κανένας ιατρός δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει. Οταν έμαθε όμως, ότι ο τόπος στον όποιο βρισκόταν το λείψανο του Αγίου Δημητρίου κάνει θαύματα, πηγε βασταζόμενος στον τάφο του Αγίου, κι αμέσως, γιατρεύθηκε. Μετά από αυτό ξόδεψε αρκετά χρήματα και έκτισε Ναό στη Θεσσαλονίκη, του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Στη συνέχεια, όταν πήγε στην Μεγάλη Βλαχία, θέλησε να λάβει μέρος άπό το λείψανο του Αγίου και να κτίσει και εκει Ναό. Ο Αγιος Δημήτριος παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του είπε: Να μη με διαχωρίσεις αλλά να με αφήσεις ακέραιο στην πατρίδα μου. Τότε δεν τόλμησε να πειράξει το λείψανο και πήρε μόνο χώμα άπό τον τάφο. Βρήκε επίσης το μαντήλι και το δαχτυλίδι του Αγίου τα όποια πήρε και έθεσε σ ένα κιβώτιο. Οταν έφθασε στον Δούναβη, τον βρήκε πλημμυρισμένο και δεν μπορούσε να περάσει, οπότε αναρωτιόταν τι να πράξει. Τη νύχτα λοιπόν παρουσιάσθηκε ο Αγιος και του ειπε: Μη λυπάσαι, Λεόντιε, αύριο να πάρεις το κουτί το όποιο περιέχει το δακτυλίδι και το μανδήλι μου, να το κρατάς στα χέρια σου και να περάσεις τον ποταμό άφοβα. Το ίδιο να κάνουν και οι άλλοι, τους οποίους έχεις μαζί σου και θα έλθετε με τη βοήθεια του Θεού αβλαβείς. Το πρωί έκανε ότι πρόσταξε ο Αγιος και, άφου πήγε στην επαρχία του, έκτισε εκει και άλλο Ναό στο όνομα του Αγίου Δημητρίου.
Τα λείψανα του Αγίου και ο Ιουστινιανός
Ο μέγας βασιλιάς Ιουστινιανός είχε ανεγείρει τον Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, και ήθελε να έχει το λείψανο του Αγίου μαζί με τα άλλα που υπήρχαν εκει. Εστειλε ανθρώπους εμπιστοσύνης του στην Θεσσαλονίκη, για να σκάψουν τον τάφο, μέχρι να βρουν το σώμα του Αγίου, να κόψουν ένα μέρος και να το φέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Εφθασαν οι βασιλικοί άνθρωποι με δώρα του βασιλιά προς τον Αγιο αποφασισμένοι για την παραλαβή του Αγίου λειψάνου.
Οι Θεσσαλονικείς απάντησαν:
— Έμεις δεν τολμουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Λλλα, αν τολμάτε εσείς, έδώ είναι ο τάφος.
Αρχισαν να σκάβουν τον τάφο, όταν δε έφθασαν κοντά στη λάρνακα, αμέσως, ω του θαύματος!, φωτιά μεγάλη εξήλθε από εκεί και κινδύνευσαν να καούν και ακούσθηκε φωνή που έλεγε:
— Περισσότερο μη σκάψετε.
Μόλις είδαν το θαυμα οι βασιλικοί άνθρωποι, έπεσαν με τα πρόσωπα κατά γης και παρακαλουσαν τον Αγιο να μην καουν. Υστερα άπό αρκετή ώρα σηκώθηκαν και άφου πήραν μόνο χώμα άπό τον τάφο του Αγίου, το έφεραν στο βασιλιά και διηγήθηκαν το παράδοξο θαυμα.
Η πείνα της πόλης και ο πλοίαρχος
Ολα τα μέρη μαστίζονταν από την πείνα, ιδίως δε η Θεσσαλονίκη κινδύνευε να αφανισθεί. Ο Μέγας Δημήτριος δεν άφησε την πόλη να αφανισθεί. Κάποιος πλοίαρχος, ο όποιος εμπορευόταν σιτάρι, φόρτωσε εκείνο τον καιρό το πλοίο του για να το μεταφέρει στην Ευρώπη. Τη νύκτα λοιπόν φάνηκε ο Αγιος Δημήτριος στον ύπνο του και του είπε:
— Το σιτάρι αυτό που υπολογίζεις να το πας;
Ο πλοίαρχος άπεκρίθη:
— Στην Ευρώπη σκοπεύω να το πάω, αν το θέλει ο Θεός.
Ο Άγιος του είπε:
— Ακουσε με, να το φέρεις στη Θεσσαλονίκη και να το πουλήσεις οπως θέλεις, διότι υπάρχει πολλή πείνα και ακρίβεια. Και πάρε αμέσως τρία φλουριά και φέρε το φορτίο εκεί για να λάβεις το υπόλοιπο της αξίας του. Το πρωί ξύπνησε ο πλοίαρχος και ειδε στα χέρια του τρία φλουριά. Ειπε προς τους άλλους ναύτες: Απόψε είδα στον ύπνο μου έναν νέο στρατιώτη, ο όποιος είπε να πάμε το σιτάρι στη Θεσσαλονίκη. Και να! Μου έδωσε και τρία φλουριά σαν εγγύηση. Θέλετε να το πάμε εκεί; Διότι μου ειπε πως υπάρχει μεγάλη πείνα στη Θεσσαλονίκη και πως θα κερδίσουμε περισσότερα απ ο,τι στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη πηγαίνουν και άλλα πλοϊα, ένω προς τη Θεσσαλονίκη μόνο έμεις. Οι ναύτες προθυμοποιήθηκαν να μεταφέρουν το σιτάρι στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο διάβολος, θέλων να παρεμποδίσει την καλοσύνη τον Αγίου, ήγειρε τρικυμία, ώστε το πλοίο κινδύνευσε δύο φορές να βυθιστεί.
Ομως ο Μέγας Δημήτριος, όσες φορές καταλαμβάνονταν από την τρικυμία, εμφανιζόταν μπροστά τους και τους έδινε θάρρος και φαινόταν όφθαλμοφανως στο πέλαγος και τους έδείκνυε το δρόμο. Ετσι, με τη βοήθεια του Θεου έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Μόλις άκουσαν οι Θεσσαλονικείς ότι ήλθε πλοίο με σιτάρι, δόξασαν τον Θεό και πήγαν στο λιμάνι, όπου πουλήθηκε το σιτάρι, όπως ήθελε ο Θεός και ο πλοίαρχος. Οταν ο πλοίαρχος διηγήθηκε το όραμα, οι Θεσσαλονικείς γνώρισαν πως ήταν ο Μέγας Δημήτριος, που διαφύλαξε την πόλη του.
Ο τυφλός της Κωνσταντινούπολης
Ενας άνθρωπος από την Θεσσαλονίκη πηγε στην Κωνστάντινούπολη και έκει έπεσε σε μεγάλη ασθένεια, τυφλώθηκε και περπατούσε μέσα στην πόλη σκοντάφτοντας από τόπο σε τόπο και γυρεύοντας γιατρεία. Θυμήθηκε τον μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, και δεν έπαυε να παρακαλεί τον άγιο νύκτα και ήμέρα, και έλεγε: Μακαρί να ήμουν στην πατρίδα μου την Θεσσαλονίκη, να παρακαλέσω τον αγιο και ήθελα ίατρευθή. Τη νυκτα φαίνεται στον υπνο του ο Αγιος και λέγει: Γιατί εισαι, άνθρωπε, όλιγόπιστος, και νομίζεις, ότι μόνο στην πατρίδα μου φθάνω σ’ όποιον με επικαλεσθεί; Οχι, αλλά και έκει και παντού φθάνω καλούμενος. Σήκω και σύρε στην εκκλησία της Θεοτόκου στον τόπο που ονομάζεται Οικονομειο, και έκει θα με βρεις, και θα σου φανερωθω, και αμέσως θα δεις το φως. Ξύπνησε ο άνθρωπος εκείνος, και ρωτώντας βρίσκει την έκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και ρωτα που είναι ζωγραφισμένος ο Αγιος Δημήτριος, και του λένε. Έδω ειναι η αγία του εικόνα. Πέφτει λοιπόν μπροστά στην αγία εικόνα ο τυφλός με πολλά δάκρυα έβρεχε το σώμα του και τη γη κι έλεγε:
- Δεν θα σταματήσω, άγιε του Θεού, να κυλιεμαι μπροστά στην αγία σου εικόνα, έως οτου γιατρεύσεις τα μάτια μου, για να δω τη θεία σου μορφή και ευπρέπεια.
Νύχτα ήταν και φαίνεται ο μάρτυς στον άνθρωπο εκείνο τον τυφλό, και πιάνει με τα δάκτυλα του τα ματια τυφλού και τα ανοίγει ήσυχα. Ο Αγιος Δημήτριος λειτούργησε ως γιατρός και έσφιξε τα μάτια του τυφλού πολύ δυνατά και πόνεσαν τόσο που ο ασθενής ξύπνησε απο τον ύπνο του έντρομος. Σήκωσε τα μάτια του στην είκόνα του αγίου Δημητρίου, και είπε:
- Σε βλέπω μάρτυρα του Χρίστου, βλέπω την θαυμαστή και γλυκεια εικόνα σου και σε ευχαριστώ, μεγαλομάρτυς Δημήτριε, διότι ελευθέρωσες τα μάτια μου από τα δάκρυα και τα πόδια μου από τα σκοντάματα. Και ετσι γιατρεύθηκε από τον άγιο ο άνθρωπος εκείνος. Οταν τον είδαν όλοι οι άλλοι θαύμασαν.
Ο τυφλός της Αδριανούπολης
Ενας άνθρωπος από την Άδριανούπολη τυφλώθηκε και έβαλε στο νου του, να πάει στη Θεσσαλονίκη στον ναό του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου να γιατρευθεί. Και ετοιμάσθηκε να κινήσει, αλλά οι συγγενείς του τον εμπόδιζαν λέγοντάς του:
- Που θέλεις να πας άνθρωπε, που δεν μπορείς να περπατήσεις τόσο δρόμο πεζός, ενω μάλιστα είσαι και τυφλός! Κάτσε στο σπίτι σου και παρακάλεσε τον Θεό και τον άγιο και θα σε ελεήσουν κι εσένα, διότι η ο δρόμος είναι πολύς και επικίνδυνος.
Εκείνος όμως κίνησε στο δρόμο σκοντάφτοντας και χάνοντάς τον, και με πολύ κόπο, όσο μπορούσε, πήγαινε. Αύτον τον ταλαίπωρο βλέποντας άπό μακριά τους κόπους και την προθυμία του ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος έρχεται καβαλλάρης και συναπαντα τον τυφλόνεκείνον άνθρωπο, και του λέει, σαν να μην ήξερε:
— Που πηγαίνεις έτσι μοναχός, άνθρωπε, τυφλός και ταλαίπωρος;
Και εκείνος είπε:
— Πηγαίνω στον τάφο του αγίου Δημητρίου να αναβλέψω
Λέγει ο άγιος:
Δεν μπορείς να πας διοτι ο δρόμος ειναι μακρυνός και δύσκολος.
Κι εκείνος είπε πάλι, οπως είπε και στους συγγενείς του:
— Έάν και δύο χρόνια παιδευτω περπατώντας, δεν θα σταματήσω, έως οτου πάωεκεί.
Λέει ο άγιος
— Επειδή έχεις τόση προθυμία να πας, έλα καβαλλίκευσε έδω πίσω μου πάνω στο άλογο να σε μεταφέρω καμπόσο τόπο να αναπαυθείς. Καβαλλίκευσε λοιπόν, και τον πηγε εκείνη την ημέρα στη Θεσσαλονίκη μέσα στην έκκλησία. Ο τυφλός, μη γνωρίζοντας το θαυμα και τον τόπο που βρισκόταν στεκόταν συλλογισμένος. Και του φαινόταν, ότι τον γέλασε ο άνθρωπος εκείνος και τον έφερε πάλι στο παζάρι της Άδριανουπόλεως, και άρχισε να κατηγορεί εκείνο όπου τον άνέβασε στο άλογό του λέγοντας:
— Τι είχε με έμενα ο άνθρωπος εκείνος και δεν άφησε να σκοντάφτω στο δρόμο μου; Με γέλασε. Άλλοίμονο σε μενα τον τυφλό και ταλαίπωρο.
Και μερικοί που τον άκουαν του ειπάν:
— Ω άνθρωπε, εσύ είσαι στη Θεσσαλονίκη μέσα στην έκκλησία του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και φαντάζεσαι ότι εισαι μέσα στο παζάρι της Άδριανουπόλεως;
Και ο ταλαίπωρος οπως άκουσε αυτά τα λόγια, έξεπλάγη και έμεινε άφωνος για πολλές ώρες. Κατόπιν τούτου φαίνεται λοιπόν ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος, προς αυτόν στο όνειρό του τη νύχτα έκείνη, και του λέει:
— Ω, άνθρωπε, μη πιάνεις μόνον με τα χέρια σου αυτη την έκκλησία μου και καταλαβαίνεις την εύπρέπειά της, άλλα δες την με τα μάτια σου. Και άνοιξαν τα μάτια του, και είδε την θέση και την εύπρέπειά του ναου, και δόξασε τον Θεό και τον μεγαλομάρτυρα Δημήτριο.
Ο καστροφύλακας και η πηγή
Προς το άνατολικό μέρος του κάστρου της Θεσσαλονίκης ήταν ο τόπος πολύ όμορφος, και είχε λιβάδια καλά, και μία βρύση νερου με νερό γλυκό και ψυχρό. Και επειδή ο τόπος εκείνος ήταν πολύ χαριτωμένος, με τα καλά που έχει, παρακινήθηκε ένας άρχοντας Χριστιανός και έκανε εκεί μία εκκλησία στο όνομα του αγίου Δημητρίου. Λοιπόν, Κάποιο καιρό ήλθε στη Θεσσαλονίκη ένας άρχοντας, απεσταλμένος από τον βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως, για να έξουσιάζει το κάστρο, ο οποιος ήταν δίκαιος, ελεήμων και συμπαθής και σωφρονέστατος. Όμως έπεσε σε ασθένεια μεγάλη και έγινε παράλυτος, τόσο που σάπησαν οι σάρκες του και είχε πόνους μεγάλους και καθε ημέρα καρτερούσε να πεθάνει. Και μία νύχτα λοιπόν φαίνεται σ’ αυτόν ο άγιος Δημήτριος και του λέει:
Σύρε στην έκκλησία μου που είναι έξω από το κάστρο και ονομάζεται Πηγή, και παρε νερό, νίψε τα χερια και τα πόδια και όλο σου το κορμί, και θα γίνεις αμέσως καλά. Έγώ που σου μιλώ είμαι ο Δημήτριος, που φυλάω το κάστρο αυτό. Ξύπνησε λοιπόν ο παραλελυμένος εκείνος άρχοντας, πηρε απ εκείνο το νερό, και πλύθηκε ολόκληρος στο όνομα του αγίου, και αμέσως έγινε όλος υγιής, και σηκώθηκε και πηγε στο κάστρο, κηρύττοντας και μεγαλύνοντας το θαύμα της ιάσεως που του έγινε.
Ο παλιός ναός στο αλώνι
Στα μέρη της Καππαδοκίας σ’ ένα χωριο που ονομαζόταν Δρακοντίανα ήταν ένας γεωργός, και καθάριζε το χωράφι του να κάμη άλώνι. Και εκεί βρηκε σ’ ένα τόπο πέτρες πολλές, και βγάζοντάς τις βρηκε θεμέλια παλιά και φάνηκε ένας νέος ωραιότατος καβαλλάρης ως στρατιώτης, και του λέει:
— Ω άνθρωπε, γιατί χαλάς το σπίτι μου να το κάνεις άλώνι; Έγώ είμαι ο Δημήτριος από την Θεσσαλονίκη, που με τιμούν έδω.
Διότι εκεί στην Καππαδοκία τιμούσαν πολύ τον άγιο Δημήτριο. Ηταν παλαιά θεμέλια άσβεστωμένα και κατάλαβαν πως ήταν κάποτε εκεί εκκλησία του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Και τότε έκαναν μία έκκλησία ομορφη και θαυμαστή, και ιστόρησαν σε μία εικόνα τον σταυρό και τον άγιο, λέγοντας:
Επειδή με το μαρτύριο ο άγιος συνεσταυρώθη τω Χριστώ και γι’ αυτο είναι μαζί ιστορημένος σε μία εικόνα. Και απ αυτό ονόμασαν την εκκλησία εκείνη του Αγίου Δημητρίου του Σταυρικού. Και πολλά θαύματα γίνονταν καθε μέρα στην έκκλησία εκείνη από τη χάρη του αγίου.
Ο άγιος Δημήτριος και Αχίλειος πριν την άλωση
Τον καιρό κατά τον όποιο έμελλε να κυριευθεί η Θεσσαλονίκη από τους Άγαρηνούς, πορευόμενοι κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί προς τη Θεσσαλονίκη, για την εορτή του Αγίου, έφθασαν στη βασιλική οδό, η οποία είναι στο Βαρδάρι.
Εκεί, είδαν όφθαλμοφανως κάποιο στρατιώτη, ο οποιος ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, και άλλον Αρχιερέα, ο όποιος ερχόταν από το δρόμο της Λάρισας. Όταν συναντήθηκαν, ο στρατιώτης άπετάθη προς τον Αρχιερέα και είπε:
— Χαίρε, Άρχιερεύ του Θεού Αχίλλειε.
Είπε και ο Άρχιερεύς:
— Χαίρε και συ, στρατιώτα του Χριστού Δημήτριε.
Μόλις άκουσαν οι χριστιανοί αυτά τα ονόματα, σταμάτησαν φοβισμένοι εκεί κοντά για να δουν το τέλος. Λέγει, πάλι ο στρατιώτης:
— Άπό που έρχεσαι, Άρχιερεύ του Θεού Αχίλλειε, και που πηγαίνεις;.
Τότε δάκρυσε ο άγιος Αχίλλειος και είπε προς αυτόν:
— Για τις αμαρτίες και τις ανομίες του κόσμου πρόσταξε ο Θεός να εξέλθω άπό τη Λάρισα την οποία φυλάττω, διότι θα παραδοθεί στα χέρια των Αγαρηνων. Και ιδού εξήλθα και πηγαίνω οπού με προστάξει. Και εσύ λοιπόν άπό που έρχεσαι; Πες μου σε παρακαλώ!.
Τότε δάκρυσε ο Αγιος Δημήτριος και του λέει:
— Και εγώ το ίδιο έπαθα, Άρχιερεύ Αχίλλειε. Πολλές φορές βοήθησα τους Θεσσαλονικείς και τους λύτρωσα άπό αιχμαλωσίες και άπό θανατικό καί άπό ασθένεια. Πλην τώρα, άπό τις πολλές τους αμαρτίες και ανομίες απομακρύνθηκε ο Θεός απ αυτούς και με πρόσταξε να τους αφήσω να παραδοθούν στα χέρια των Άγαρηνων. Γι’ αυτό υπάκουσα στην προσταγή Του και εξήλθα και πηγαίνω οπου με προστάζει.
Αυτά είπαν και οι δύο έσκυψαν τα κεφάλια τους κάτω στη γη και έκλαψαν. Επειτα άπό πολλή ώρα φιλήθηκαν και αποχαιρετίσθηκαν και αμέσως έγιναν άφαντοι. Αυτό το θαύμα είδαν οι Χριστιανοί και δεν τόλμησαν να πάνε στη Θεσσαλονίκη, άλλα γύρισαν πίσω, διηγούμενοι το όραμα. Δεν πέρασε μήνας και η Θεσσαλονίκη κυριεύθηκε και λεηλατήθηκε άπό τους Τούρκους, όπως και η Λάρισα.
Οι Σαρακηνοί στα τείχη
Τα θαύματα του Αγίου συνεκέντρωναν πλήθος κόσμου κατ έτος άπό τα περίχωρα και άπό τις άλλες πόλεις και τελούσαν την πανήγυρη του Αγίου στη Θεσσαλονίκη, κατά στις 26 Όκτωβρίου. Οι Σαρακηνοί όταν έμαθαν ότι οι χριστιανοί πανηγυρίζουν αυτή την ημέρα και είναι αμέριμνοι, σκέφθηκαν να έλθουν κρυφά το απόγευμα της έορτης, και τη νύκτα να κυριεύσουν την πόλη. Ήλθαν λοιπόν και αγκυροβόλησαν τη νύκτα έξω άπό το τείχος, θέλοντας άλλους να σκοτώσουν, κι άλλους να αιχμαλωτίσουν.
Άφού τελείωσε ο εσπερινός του Αγίου Μάρτυρος Νέστορος και πήγαν οι άνθρωποι να ησυχάσουν στις οικίες τους, πήρε φωτιά το κουβούκλιο το όποιο ήταν στον τάφο του Αγίου. Μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι η Εκκλησία τους παραδόθηκε στις φλόγες, έτρεξαν να σβήσουν τη φωτιά, κάποιοι άλλοι έπαιρναν άπό το ασήμι και το χρυσάφιπου έλειωνε. Οταν είδε ο φύλακας της Εκκλησίας, οτι όρμησαν οι άνθρωποι να πάρουν το ασήμι, που ήταν στον τάφο του Αγίου, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τους Σαρακηνούς, και θέλοντας να τους σκορπίσει από την Εκκλησία, με νευση βεβαίως του Αγίου, ο όποιος τον κατηύθυνε άοράτως, φώναξε δυνατά:
— Θεσσαλλονικεις, τρέξτε στα τείχη, διότι ήλθαν εχθροί να σας κυριεύσουν. Οι Θεσσαλονικείς, μόλις άκουσαν τους λόγια αυτά, επειδή φοβόταν την αιχμαλωσία, έτρεξαν να δουν αν πραγματικά υπήρχαν εχθροί, οι όποιοι μόλις είχαν αρχίσει να βάζουν σκάλες στα τείχη για να εισέλθουν στο φρούριο. Οταν είδαν το αιφνίδιο κακό που συνέβη σ αυτούς, πάντες έπικαλούντο τον Αγιο. Οντως ο Αγιος, έτοιμος βοηθός και προστάτης, αμέσως εμφανίστηκε στα τείχη και μόνος του φόνευσε πολλούς Σαρακηνούς. Οι υπόλοιποι εχθροί, όταν είδαν το θαυμα, οπισθοχώρησαν, διηγούμενοι την συμφορά τους.
Η απελευθέρωση 26 Οκτωβρίου 1912
Τέλη του μηνός Όκτωβρίου του 1912. Η νέα Ελλάδα, μεγαλούργησε και ύψώθηκε στην παγκόσμια συνείδηση, αποπλύνοντας την ήττα του 1897 και άναδειχθεισα μεγάλη, κραταιά, θαυματουργη και ισχυρη.
Ο ήρωας Βότσης μαζί με τα γενναία του παλληκάρια του υπ αριθ. 11 τορπιλλοβόλου πλοίου, κατόρθωσαν να συντρίψουν την τελευταία ελπίδα την οποία στήριζαν οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης. Ο ευγενής και ευσεβής Υδραίος, ο Νικόλαος Βότσης, έχει αναρτήσει την εικόνα της Θεομήτορος, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Δημητρίου. Κάλεσε ένα ιερέα στο Έλευθεροχώρι και τέλεσε μέσα στο πλοίο τον αγιασμό. Όταν τελείωσε η μυστική εκείνη ιεροτελεστία, όλοι οι ναύτες αισθάνονταν στα στήθη τους την θεία ίσχύ. Το τορπιλλοβόλο διηυθυνόταν τώρα ήρεμα προς τον ώραιο κόλπο, και προστατευόταν άπό τη θεία δύναμη.
Κι ενώ οι τουρκικοί προβολείς από το ακρωτήριο Καραμπουρνού της Καλαμαριάς, φώτιζαν όλη τη θάλασσα άπλετα και αναζητουσαν το έλληνικό τορπιλλοβόλο, εκείνο άθέατο μέσα από το φως, διολίσθησε έξω από τον κόλπο.
Εξέλιπε λοιπόν και ο κίνδυνος από τη θάλασσα, ο όποιος ενέπνεε ζωηρες ανησυχίες στους Ελληνες της Θεσσαλονίκης, που φοβόταν κανονιοβολισμό της πόλεως τους, την στιγμή κατά την οποία ο ελληνικός στρατός της ξηράς θα προέλαυνε για να καταλάβει την πόλη.
Στον στρατάρχη του ελληνικού στρατού, Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο Ταξίν πάσας αρχηγός του τούρκικου στρατού εστειλε απεσταλμένους για να τον βολιδοσκοπήσουν κατά πόσον ήταν διατεθειμένος να δεχθει την παράδοση της πόλεως με τον όρο ολοι οι Τούρκοι στρατιωτες που βρίσκονταν σ’ αυτήν να άφεθουν ελεύθεροι. Ακολούθως υπογράφηκε στις 26 Οκτωβρίου, η παράδοση της πόλεως η οποία συνέβη όταν πανηγύριζε η πόλη των Θεσσαλονικέων την έπέτειο του πολιούχου και προστάτου της πόλεως των Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου.
Κι ενώ οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλεως διέτρεχαν με ίαχες τους δρόμους πανηγυρίζοντας με έξαλλο ένθουσιασ-μο την έλευθερία, οι Τούρκοι και οι Εβραίοι κάτοικοι έκλειναν τα καταστήματά τους, και χωρίς ελπίδα και κα-τσουφιασμένοι απεσύρονταν στα σπίτια τους.
Και όταν οι Ελληνες αξιωματικοί κατέλαβαν το διοικητήριο, και από τον ύψηλό κοντάρι του κατέβαινε η ημισέληνος και υψωνόταν υπερήφανος η γαλανόλευκη σημαία του Σταύρου, τότε ολόκληρη η πόλις δονήθηκε απ άκρη σ’ άκρη.
Οι ομοβροντίες των Ελληνικών όπλων χαιρέτισαν τους πρώτους κυματισμούς της Ελληνικής σημαίας, και η πνοή της ελευθερίας διαχυντόαν στην ωραία πόλη.
Μέσα στην αναστάτωση, η οποία επικρατούσε τότε, ένας εύσταλής λοχίας των ευζώνων ειχε μία αξιοζήλευτη έμπνευση. Θεοσεβής πολύ, έζήλωσε τη δόξαν της προτεραιότητος σε ενα πολύ σημαντικό γεγονός. Γνωρίζων φαίνεται από την παράδοση τα θρυλλούμενα περί του Αγίου Δημητρίου, παρακαλούσε τον Θεό να εύδοκήση όπως το τάγμα του είσέλθει πρώτο στη Θεσσαλονίκη και το εύφρόσυνο γεγονός να συνετελεσθεί κατά την έπέτειο του Αγίου Δημητρίου του πολιούχου της πόλεως.
Βλέποντας ο ευσεβής εύζωνας τον πόθο του να εκπληρώνεται έτρεξε να εκπλήρωσειεκείνο το όποιο έτρεφε ως όνειρο στην ψυχή του. Κατά την στιγμή που οι άλλοι συνάδελφοι του παραληρούσαν σαν μεθυσμένοι από το κλίμα που δημιούργησε ο ενθουσιασμός των κατοίκων, εκείνος κρυφά έφυγε από τη Μονάδα του και τρέχει να βρει το ναό του Αγίου Δημητρίου. Σε λίγο τα κλειδιά του ναού ήρθαν στα χέρια του και οι βαρειές θύρες ανοιγαν και άφησαν ελεύθερη την εισοδο στον πρώτο αντιπρόσωπο του χριστιανικού ελληνικού έθνους.
Κάτω από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες και τις ζητωκραυγες των παρισταμένων Ελλήνων, ο ευσεβής και γενναίος λοχίας εισερχόταν με άκρα κατανύξη στον περικαλλη ναό που επί πεντακόσια έτη περίμενε την ίερα στιγμή κατά την οποία ο ίερός χώρος του θα αισθανόταν το πρώτο ελληνικό πόδι να βαδίζει μέσα σ’ αυτόν. Οι κολώνες του ναού έτριξαν και οι τριγμοί των εκείνοι ήσαν οι πρώτοι χαιρετισμοί, με τους οποίους ύποδεχόταν τον πρώτο Έλληνα στρατιώτη. Γονυπετης ο ευσεβής λοχίας, τρέμοντας από ιερή συγκίνηση, ψέλλισε την πρώτη δέηση, έκει που πριν λίγο ακουγόταν η φωνή του Χότζα που ικέτευε τον Προφήτη. Και όταν τελείωσε την προσευχή του, ο ευγενής αυτός στρατιώτης της πατρίδος και είδε οτι ο πόθο του εκπληρώθηκε, βγήκε από τον ναό και έτρεξε μέσα στις επευφημίας των Ελλήνων να επανέλθει στο τάγμα του.
Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης, σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη.