Στο κέντρο της Ρωσίας, κοντά στο ποτάμι Βόλγα υπάρχει η Μονή Οράνκι. Ιδρύθηκε τον 18ο αιώνα. Το 1918 οι κομουνιστές την κατάργησαν και έβαψαν με άσβεστη τις τοιχογραφίες.
Εκεί έκαναν στρατόπεδο συγκεντρώσεως για τους μοναχούς μαζεύοντας περίπου 11.000 Μοναχούς από όλα τα Μοναστήρια της Ρωσίας. Μεταξύ αυτών ήσαν και Ιερομόναχοι αλλά και έγγαμοι Ιερείς με επικεφαλής έναν Επίσκοπο.
Το 1918 ήρθε από τη Μόσχα μια επιτροπή και τους είπε:
- Έρχεστε μαζί μας, ή όχι; 'Έχετε 24 ώρες, για να σκεφτείτε.
Ό Επίσκοπος, όμως, τους είπε:
-Είναι παρά πολύ μέχρι αύριο. Θα σας δώσουμε την απάντηση σε 10 λεπτά.
Τότε ό Επίσκοπος στράφηκε προς τους Μοναχούς και είπε:-Αδελφοί, τώρα έχετε την ευκαιρία να γίνετε Μάρτυρες για τον Χριστόν. Θέλετε να ενωθείτε με τους κομουνιστές, ή θέλετε να παραδώσετε τη ζωή σας για τον Χριστόν και να συγκαταριθμείτε στη χορεία των Αγίων Μαρτύρων; Μη φοβάστε. Ό Χριστός είναι μαζί μας. Ό Χριστός μας καλεί σ'Αυτόν.
Τότε φώναξαν όλοι ομόφωνα:
-Θέλουμε να πεθάνουμε για τον Χριστόν!!!
Και στη συνέχεια τους σκότωσαν όλους. Σε ένα μήνα, από 300 ως 500 άτομα την ημέρα, τους πυροβολούσαν στο κεφάλι και τους έθαψαν σε μία μεγάλη χαράδρα στην αυλή του Μοναστηρίου. Τον Επίσκοπο το σκότωσαν στο τέλος και τον έθαψαν καθισμένο σε μια μικρή καρέκλα.
Ήταν μία μαζική σφαγή των Ρώσων Μοναχών από τους κομουνιστές, μοναδική στην ιστορία της σύγχρονης Εκκλησίας!
Μεταξύ των ετών 1942 και 1948 η Ί. Μονή Όράνκι είχε γίνει στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Κάνοντας, το φθινόπωρο του 1942, ανασκαφές για τις ανάγκες του στρατοπέδου έσκαψαν πίσω από την Εκκλησία. Εκεί βρήκαν μια τάφρο γεμάτη με τα αγία λείψανα αυτών των Νεομαρτύρων Μοναχών
και μεταξύ αυτών έναν ηλικιωμένο Επίσκοπο καθισμένο σε μια καρέκλα, οποίος ήταν αναλλοίωτος! Φαινόταν καλά, πού τον πυροβόλησαν στο κεφάλι, φόραγε μία αλυσίδα με Σταυρό και μία μεταλλική εικόνα της Θεοτόκου.
Όταν βγάλανε έξω το αδιάφθορο σώμα του, αυτό απλώθηκε σαν να είχε πεθάνει προ λίγης ώρας!
Αυτά διηγήθηκε ό μαρτυρικός Ιερέας Δημήτριος Μπεζάν, πού ητο παρών στην εύρεση των Αγίων λειψάνων των 11.000 Μαρτύρων και ό όποιος για 24 χρόνια υπέφερε την κομουνιστική κόλαση στα στρατόπεδα και στις φυλακές της Ρωσίας και Ρουμανίας και έθαψε χιλιάδες, πού πέθαιναν από τις κακουχίες, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις («Η χαρά της ταλαιπωρίας» έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ολόκληρη ενενηκονταετία συμπληρώθηκε από την επικράτηση της κομουνιστικής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917. Επί 70 έτη ό ρωσικός λαός, γνωστός για τη μεγάλη του προσήλωση στην Ορθοδοξία, υπέφερε και στέναζε κάτω από το βάρος μιας στυγνής τυραννίας. Μεγάλη σιγή κάλυπτε και καλύπτει τα δεινά, πού ό ρωσικός λαός υφίστατο κατά τη διαδρομή των 70 αυτών ετών. Κρυμμένος πίσω από το αδυσώπητο "σίδηρο παραπέτασμα", ό μαρτυρικός αυτός λαός, απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, κλεισμένος στον εαυτό του, προσπαθούσε με αλάλητους στεναγμούς της ευγενικής του ψυχής να εκδηλώσει τους θλιβερούς κτύπους της ευσεβής καρδίας του.
Αλλά αλλοίμονο!.. Το μέγα αδιαπέραστο τείχος της κομουνιστικής φυλακής δεν επέτρεπε να ακουστεί ελεύθερα και σε όλη του την έκταση ό στεναγμός του, να μετρηθούν ό πόνος του και τα μαρτύρια του!..
Και ό πόνος του αυτός εγίνετο απείρως πιο μεγάλος, διότι ό λαός αυτός εθίγετο σε ότι Ιερότερο είχε, στην Πίστη του, και διότι έβλεπε τη μητέρα του Εκκλησία να διώκεται παντοιοτρόπως.
Τη Ρωσική Ορθόδοξο Εκκλησία ευθύς εξ αρχής την πολέμησαν αμείλικτα οι άθεοι. Την αποψίλωσαν από τα στελέχη της, από τα αγαθά της. Την απομόνωσαν από το ποίμνιο της και την οδήγησαν στην περιφρόνηση, στην εξουθένωση, στο διωγμό, στο μαρτύριο και στο αίμα.
Το κομουνιστικό καθεστώς τα πάντα μετήλθε με σκοπό να αφανίσει από το πρόσωπο της γης την Ορθόδοξη Πίστη και την Εκκλησία. Άλλοτε συγκεκαλυμμένα και άλλοτε απροσχημάτιστα έθεσε σε ενέργεια ένα πανούργο και δολοφονικό μηχανισμό όχι μόνο για να διαλύσει την Εκκλησία αλλά και για να εξαλείψει-οπως πίστευε-καί αυτό ακόμη το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού.
Διώξεις και κατατρεγμοί, φυλακίσεις, εξορίαι, εκτελέσεις, δολοφονίαι, βασανιστήρια, νόμοι και προπαγάνδα, επιστήμη και στρατός, όλα χρησιμοποιήθηκαν με λύσσα, με σατανική μέθοδο και με στυγνό υπολογισμό, για να αφανιστεί κάθε Ιερό και Όσιο και να οδηγηθεί ένα ολόκληρο Έθνος προς την εθνική καταστροφή και τον όλεθρο. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, υπήρχε από το κομουνιστικό κόμμα πρόγραμμα βιαιότητας συνδυασμένο με προπαγάνδα.
Αμέσως μετά το σφετερισμό της εξουσίας από τις επαναστατικές δυνάμεις (Νοέμβριος 1917), οι κομουνιστές άρχισαν τον αγώνα ενάντια στην Εκκλησία. Κήρυξαν την Εκκλησία εχθρό της επανάστασης και κατηγόρησαν τον Κλήρο για πολιτική αναξιοπιστία. Το δικτατορικό κόμμα δεν περιορίστηκε σε συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις των κληρικών. Οι κομουνιστές κατέσχεσαν τους θησαυρούς της Εκκλησίας. Έκλεισαν ή κατέστρεψαν τις Εκκλησίες, τα Μοναστήρια και όλες τις Εκκλησιαστικές σχολές...
Άνοιξαν τα μνήματα των Αγίων (1920), έκαναν
αντιθρησκευτικές επιδείξεις στους δρόμους και έκαιγαν Άγιες εικόνες στις πλατείες των πόλεων σε μια σκόπιμη προσπάθεια να προσβάλλουν τα αισθήματα του λαού.
Το κόμμα διεκήρυττε αναιδώς ότι «η δικτατορία του δε συγκρατείται από τίποτε, δεν περιορίζεται από κανένα νόμο ή κανονισμό και ή εξουσία του βασίζεται εξ ολοκλήρου στη βία».
Οι πολιτικές κατηγορίες του εναντίον της Εκκλησίας ήταν μόνον ένα παραπέτασμα, για να καλύπτει το πικρό του μίσος για τη θρησκεία, ή οποία είναι ό πρωταρχικός ιδεολογικός εχθρός του κομουνισμού. Εκείνοι οι οποίοι δεν εδέχοντο να εγκαταλείψουν την Πίστη τους, θεωρήθηκαν ύποπτοι και υποβλήθηκαν σε διωγμό και μαρτύρια. Να ένα απόσπασμα για τις αγριότητες των τότε γεγονότων, όπως δημοσιεύτηκε σε ελληνικό έντυπο του 1920: «...Τα μαρτύρια, τα όποια υφίστανται από τους Μπολσεβίκους τα δυστυχισμένα ταύτα θύματα, είναι τόσον πολυάριθμα, ώστε να υπερτερούν τας βασάνους της Ιεράς Εξετάσεως...
Ούτω, π.χ. τους φυλακισμένους εισάγουν γυμνούς εν καιρώ χειμώνος εντός ψυχρού ύδατος, έπειτα ανυψούν αυτούς επί των ιστών των πλοίων, οπού οι δυστυχείς παγώνουν. Άλλους ρίπτουν εις τους λέβητας των ατμόπλοιων, μέσα εις τους οποίους βράζουν. Άλλων εξορρύττουν τους οφθαλμούς, κόπτουν την ρίνα, τας χείρας και τους πόδας, αποσπούν τους όνυχας, επί δε των γυμνών ώμων εγκολάπτουν επωμίδας, αποσπούν το δέρμα του σώματος και περιχύνουν τον τράχηλο με διαλελυμένον μόλυβδον. Των δε γυναικών αποκόπτουν τους μαστούς.
Επίσης οι Μπολσεβίκοι καταφεύγουν εις σπαρακτικός μεθόδους δια μηχανήματος ειδικώς επινοηθεντος υπό'αυτών. Μετά την κατάληψη του Κιέβου υπό των Ερυθρών, πλέον των 2.000 ανθρώπων υπέστησαν τοιαύτα βασανιστήρια.
Εις το Κυβερνείο του Αίκατερίνοσλαβ οι Μπολσεβίκοι φόνευσαν 42 ιερείς και πολυάριθμους δικαστάς, αφού υπέβαλαν αυτούς προηγουμένως εις σκληρός βασάνους. Οι Ιερείς πολλών Εκκλησιών απηγχονίσθησαν, αι Εικόνες εκάησαν, οι δε Ναοί μετεβλήθησαν εις οίκους διαφθοράς.
Εις Χερσώνα κατεσφάγησαν 169 ελληνικαί οικογένειαι, δεν εφείσθησαν ούτε τας γυναίκας, ούτε τους γέροντας, ούτε τα παιδιά...»
(Α. Τηλλυρίδη. Ένα Ιστορικό Κείμενο του 1919. Μια φωνή κραυγής από τους διωγμούς της Εκκλησίας στη Ρωσία, "Εκκλησιαστική Αλήθεια" 1-16 Σεπτ. 1991/3).